Πνευματική κρίση: Σύγχυση Πίστεως θεσμών και Ιδεολογημάτων.
Τοῦ κ.
Ἠλία Δ. Μπάκου, Δρος Θεολογίας-Φιλολόγου
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται αλλά και
βιώνεται σε μεγάλο μέρος η ανατροπή διαχρονικών άξιων του εθνικού, θρησκευτικού
και κοινωνικού βίου της χώρας μας. Η υποβάθμιση της γλώσσας, η στρέβλωση της
εθνικής μας Ιστορίας, η άρνηση της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως, η απομείωση
της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και η ενασχόληση πολιτικών, οικονομικών και άλλων
Δημοσίων Φορέων σχεδόν αποκλειστικώς και μόνο με τον υλιστικό ευδαιμονισμό και
η ιδιοτέλεια παράλληλα είναι κάποια από τα βασικώτερα γνωρίσματα της παθογένειας
της εποχής.
Συγκεκριμένα: Ή κοινωνία μας διακρίνεται σε
κλειστές συντεχνίες, οι όποιες κατοχυρώνονται και νομοθετικά. Λειτουργούν με
βάση την ειδική μεταχείριση των νόμων. Ιδιαίτερα οι νομοθετούντες, ο πολιτικός
κόσμος, διαχειρίζεται σχεδόν τα οικονομικά κατά βούληση προσωπική και ιδιοτελή.
Δημιουργεί υψηλές αποδοχές και άλλα ευεργετήματα ως συντεχνία και επιπλέον
ιδρύει Οργανισμούς με ιδιαίτερα μισθολόγια, ούτως ώστε ο κλητήρας της Βουλής,
των ΔΕΚΟ ή κάποιου Οργανισμού να έχει αποδοχές δυο και τρεις φορές υψηλότερες
του Στρατηγού, ή του Ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, του Καθηγητού
Πανεπιστημίου κ.π.α. Καταργείται έμμεσα η αξιοκρατία αλλά και το δικαίωμα του
ανθρώπου να εργάζεται για να ζει αξιοπρεπώς, να έχει τα απολύτως αναγκαία υλικά
αγαθά και την παροχή αγαθών κοινής ωφέλειας.
Η Δικαιοσύνη σχεδόν απώλεσε την ευρύτερη
έννοια του Δικαίου, απογυμνώθηκε από το ήθος και τις αρετές της ζωής και του
ηθικού νόμοι» και κράτησε μόνο τον τύπο του γράμματος του νόμου. Διαμορφώνεται
Δίκαιον αθεΐας - υλιστικού ολοκληρωτισμού, χωρίς χριστιανική ηθική.
Το πλεόνασμα πού απολαμβάνουν οι ολίγοι
προέρχεται από τον κόπο και το υστέρημα των πολλών.
Και ενώ κλυδωνίζεται το δημοκρατικό Πολίτευμα
από την απαξία, τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας αντιλαμβάνονται τη Δημοκρατία
μόνον ως αρχή της πλειοψηφίας. Δεν θέλουν να κατανοήσουν ότι η αρχή της
πλειοψηφίας δεν συνιστά Δημοκρατία εάν αύτη δεν παρακολουθείται από τις
διαχρονικές αξίες και αρετές, από την Ιστορία, τη θρησκευτική πίστη, την
ισηγορία, και το πνευματικό και ιστορικό παρελθόν του λαού.
Το τραγικότερο όμως είναι ότι και η
Ποιμαίνουσα Εκκλησία αδυνατεί να ορθοτομήσει το λόγο της Αληθείας του Χριστού.
Να διακηρύξει, ό,τι έχει παραλάβει διαμέσου των αιώνων και βίωσε ως σώμα
Χρίστου.
Λειτουργεί ανάμεσα στη συντεχνιακή μορφή της
κοινωνίας ως μόρφωμα κοινωνικό και όχι ως Εκκλησία του Σαρκωθέντος, Κηρύξαντος,
Σταυρωθέντος, Αναστάντος και Αναληφθέντος "και πάλιν ερχομένου κρίναι
ζώντας και νεκρούς", Ιησού Χρίστου και Λόγου του Θεού. Αντί να διακηρύξει
το Δίκαιο της Αγάπης, της Χάριτος, της Πίστεως και της Δικαιοσύνης του Θεού,
αγωνίζεται, ως μη ώφειλε, να καταλάβει θέση ανάμεσα στις συντεχνίες της
Κοινωνίας. Αλήθεια τί άλλο πράττει, όταν διακηρύσσει ότι και οι άθεοι -
αριστεροί είναι οι καλύτεροι Χριστιανοί; ή όταν αποδέχεται την άποψη ότι
"ένας άθεος μπορεί να διδάξει καλύτερα το Μάθημα των Θρησκευτικών από ένα
ζηλωτή θεολόγο;" ΄Η όταν η Ποιμαίνουσα Εκκλησία διοργανώνει Συνέδρια με
την Αριστερά (σημ. με άθεους) και πού δεν παρουσιάζει το δικό της λόγο, το
κήρυγμα του Θεανθρώπου Ιησού, αλλά παραμορφωμένη φιλανθρωπία ή κοινωνική
αλληλεγγύη; Όλα αυτά δηλώνουν σαφή εκκοσμίκευση της εν Χριστώ Θείας Αποκαλύψεως
και της Εκκλησίας Του.
Δηλαδή μετέχει (;) έτσι την δέχονται και την
θέλουν, ως μια συντεχνία θρησκευτικού χαρακτήρα με κάποια κοινωνικά και κοινά
γνωρίσματα άθεων κοινωνικών συστημάτων. Τί άλλο πράττει η Ποιμαίνουσα Εκκλησία
όταν επί σειρά ετών με πολλαπλές Εισηγήσεις Συνοδικών για το ΜτΘ δεν ορθοτομεί
το λόγο της του Χριστού Αληθείας και παράλληλα να μην αφουγκράζεται τις επισημάνσεις
Θεολογικών Συλλόγων, Ιεραρχών, Ηγουμένων και πολλών άλλων, πού όμως
επισημαίνουν τη σιωπή της σε μια περίοδο πού ανατρέπονται τα πάντα από την
αθεΐα και από φωνές πού εμπλέκουν τα ιδεολογήματα τους με την επιστήμη της
Ιστορίας, της Αλήθειας, της εξ Αποκαλύψεως Θείας Πίστεως;
Εάν οι Πολιτειακοί και θεσμικοί παράγοντες
εμπλέκουν την ιδεοληψία τους, τα ιδεολογήματα τους, όποια και εάν είναι αυτά,
με την επιστήμη και την Πίστη, αντιθέτως η Εκκλησία δεν δικαιούται να γίνεται
παρακολούθημα αυτών. Η Εκκλησία
έχει το αναστάσιμο κήρυγμα, τον κατηχητικό της λόγο, τον Σαρκωθέντα Λόγον του
Θεού για να μεταφέρει στο πλήρωμα της αλλά και προς κάθε αντίθετη άποψη, χωρίς
συναινέσεις και συμβιβασμούς. Η Εκκλησία θέτει πάντοτε ζήτημα
Αληθείας εν Χριστώ, την οποία δεν διαπραγματεύεται με εκπτώσεις, συγκερασμούς
και συναινέσεις.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η Ιερά Σύνοδος της
Ελλάδος θα αναλάβει, "θα αναπλήρωση τα ελλείποντα" του παρελθόντος
και η Ιεραρχία της Εκκλησίας θα αποφανθεί για όλα τα εκκρεμούντα θεολογικά -
εκκλησιαστικά και εθνικά θέματα πού ταλανίζουν το Ορθόδοξο πλήρωμα.
Από
το περιοδικό «Κοινωνία» της
Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, τεύχος 2, Απρίλιος – Ιούνιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου