Εκλογεύς: Το αφεντικό μιας Κυριακής
«Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία, και
έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν,
γαστέρα, την ώτα ουκ έχουσαν». Παπαδιαμάντης «Φόνισσα»
Πώς
κατορθώνουν οι πολιτικοί, αντί να ασχολούνται αυτοί με τα προβλήματα του λαού,
να ασχολείται ο λαός με τα δικά τους, τα οποία βεβαίως είναι προβλήματα
πολυτελείας, έναντι της τρομερής δυσπραγίας και φτώχειας που αντιμετωπίζει ο
απλός πολίτης Πετυχαίνουν το ακατόρθωτο όντως.
Η
προεκλογική περίοδος έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να
επισημανθούν. Οι υποψήφιοι ακολουθούν κάποιες συγκεκριμένες μεθόδους υφαρπαγής
της ψήφου.
Πρώτον
θριαμβεύει, βρίσκεται στις καλύτερες στιγμές της, η ψηφοθηρία. Αυτήν
μετέρχονται κυρίως οι ατάλαντοι, οι τυχοδιώκτες. Κληροδοτημένη από την
αρχαιότητα η τακτική αυτή. Ο Πλούταρχος στα περίφημα «Πολιτικά παραγγέλματα»
(802 D-E), στηλιτεύει κάποιους «άμουσους» και «άτεχνους», δηλαδή απαίδευτους,
υποψηφίους, που αλίευαν εκλογική πελατεία με τραπεζώματα και φαγοπότια, με
χοροστάσια, με άμεσο χρηματισμό, δεν είναι εξάλλου κρυφό ότι διακινούνται φάκελοι
«ευρωγεμείς» με τους οποίους δελεάζονται οι ανεμιαίας και υδαρούς συνείδησης
ψηφοφόροι. Γενικώς η ψηφοθηρία ανθεί και φέρει ψήφους πολλούς και μονάκριβους.
Δεύτερον
μέσο απόσπασης της περιποθήτου ψήφου είναι η υπενθύμιση στην εκλογική
«πελατεία» κάποιας υποχρέωσης ή ενός ρουσφετιού. Νυν καιρός ανταπόδοσης της
ευεργεσίας. Εδώ βέβαια ελλοχεύει ο κίνδυνος της αχαριστίας. Σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη η ευγνωμοσύνη είναι αυτή που γερνάει γρηγορότερα απ’ όλα τα
ανθρώπινα. «Τι γηράσκει τάχιστα;», τον ρώτησαν οι μαθητές του. «Χάριτος μνήμη»
απάντησε ο μέγας φιλόσοφος».
Τρίτον
είναι η επιλογή κατάλληλων προσώπων, αυλοκολάκων, οι οποίοι θα αναλάβουν την
«βρώμικη», την βάναυση δουλειά. Δηλαδή: αφισοκόλληση, διακίνηση προεκλογικού
υλικού, προσέγγιση με πιθανά θύματα, ψηφοφόρους, περιφρούρηση, στελέχωση
κομματικού κέντρου ή γιάφκας, απειλές ή υποσχέσεις σε αναποφάσιστους τενεκέδες,
οργάνωση μεγαλειώδους υποδοχής στα μέρη που εξορμά ο λαοφιλής υποψήφιος, (το
οποίο έχει ατονήσει κάπως σήμερα, διότι ενίοτε, αντί για κομματοτσιρίδες και
λιβανωτούς, οι υποψήφιοι συναντούν αυγά και ντομάτες), συντονισμός
χειροκροτημάτων, ζητωκραυγών και ουρλιαχτών των οπαδών κατά την εκφώνηση ενός
βαρυσήμαντου λόγου, σύμπηξη σωματοφυλακής για περιφρούρηση του λεγόμενου από
τυχόν παρεκτρεπόμενους αντιπάλους ή αβόλευτους οπαδούς και λοιπά
συμπαρομαρτούντα. Οι εν λόγω παρακεντέδες είναι απαραίτητοι, είναι αφοσιωμένοι,
δορυφορούν τον εθνοσωτήρα, είναι πιστοί άχρι θανάτου. (Οι λεγόμενοι και
«χρήσιμοι ηλίθιοι»).
Τέταρτον.
Βασικό μέσο εντυπωσιασμού η διαφήμιση, η εικόνα του υποψηφίου. Ως γνωστόν στην
εικονική δημοκρατία ή οχλοκρατία που ζούμε και η ψήφος είναι εμπόρευμα, άρα όσο
πιο φανταχτερό το περιτύλιγμα και εύστοχη η προώθησή του, τόσο ευκολότερη η
προσέλκυση του καταναλωτή, ψηφοφόρου. Πρώτα-πρώτα οι φωτογραφίες των υποψηφίων
υπόκεινται σε εξωραϊστική επεξεργασία. Σημάδια γήρανσης, ρυτίδες, ασπρότριχες,
«αποψιλωμέναι κεφαλαί» (κοινώς φαλάκρα), ενοχλητικά στίγματα (θυμόμαστε την
αψεγάδιαστη φυσιογνωμία του αξιοδάκρυτου, εξαφανισθέντος νυν, εκσυγχονιστή Κ. Σημίτη),
όλα αυτά πρέπει να αφανιστούν. Και εξαφανίζονται, όπως συμβαίνει με κάποιες
γηραλέες, λαϊκές τραγουδίστριες, που ανασύρουν για διαφήμιση, δροσερές φωτογραφίες
τους από την δεκαετία του ΄50. Η εικόνα του υποψηφίου πρέπει να τονίζει την
επιβλητικότητά, την γοητεία, τον δυναμισμό, την προσήνειά του. Γι’ αυτό και
επανδρώνουν τα έδρανα της Βουλής ηθοποιοί, τραγουδιστές, καλλίγραμμες της
πασαρέλας οδαλίσκες, ποδοσφαιριστές και λοιποί απελέκητοι τηλεαστέρες. Ο Έλλην
στις μεγαλουπόλεις ψηφίζει με τη λογική του Σούπερ-Μάρκετ: ψηφίζει το προϊόν που
διαφημίζεται περισσότερο, το εντυπωμένο στο υποσυνείδητο, αυτό αγοράζει, αυτό
ξέρει, αυτό παίρνει, όπως μας λέει διαφήμιση γνωστού απορρυπαντικού.
Πέμπτον.
Ο υποψήφιος οφείλει «να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές» των ψηφοφόρων, όπως
λέγεται. Κατ’ αρχάς πρέπει όλοι γύρω του να είναι οικείοι και γνώριμοι. (Είναι
γνωστό πως αειθαλής πολιτικός εξασφάλιζε ψήφους μέσω κουμπαριών. Βάφτισε μισό
νησί. Για να μην μπερδεύει τα ονόματα των βαφτιστικών του και εκτίθεται, έδινε
σ’ όλα το ίδιο). Δεν λησμονούν βέβαια οι υποψήφιοι να δείξουν την προσήλωσή
τους στις παραδοσιακές αξίες, τις οποίες μετά την εκλογή τους ποδοπατούν
ασυστόλως. Έτσι και οικογενειάρχες και πατριώτες και πιστοί άνθρωποι και προσηλωμένοι στην εντιμότητα παρουσιάζονται
και τρυφεροί σύζυγοι, στοργικοί γονείς, ενίοτε και ποδοσφαιρόφιλοι. (Ποιος
Θεσσαλονικιός τολμά να μη δηλώσει οπαδός του ΠΑΟΚ ή του Ολυμπιακού στον
Πειραιά; Το γήπεδο, η κερκίδα βγάζει κυβέρνηση).
Γενικά,
πρέπει, ο υποψήφιος, κατά την αχώνευτη γι’ αυτόν προεκλογική περίοδο, «να
κλαίειν μετά κλαιόντων και να χαίρειν μετά χαιρόντων». Όπου γάμος και χαρά η
κηδεία και μνημόσυνο, απαιτείται η παρουσία του (Ένα δάκρυ χαράς ή θλίψης προσπορίζει αρκετές ψήφους. Οι
ευσυγκίνητοι…συγκινούν τον φτωχολαό).
Έκτον:
Παρουσία στην τηλεόραση, το ακαταμάχητο, το απόλυτο μέσο προβολής και
αναγνώρισης. Ο μόνος κίνδυνος είναι μόνο μήπως βρεθεί απέναντί σου κάποιος
μοσχόμαγκας δημοσιογράφος, τύπου Τράγκα για παράδειγμα, και σε ξεπουπουλιάσει.
Τέλος
πάντων οι εκλογές, πλην των αερόπλαστων συνθημάτων, της υποκρισίας, του
θεατρινισμού, της γελοιότητας και της καταδημαγώγησης των μαζών, είναι μια ενδιαφέρουσα
στιγμή του εθνικού μας βίου. Μια και το άρθρο κινείται σε σκωπτικό τόνο (πώς
αλλιώς να αντέξεις την περιρρέουσα ανοησία) θα παραθέσω ολιγόστιχα ποιήματα που
αναφέρονται στις εκλογές. Το πρώτο τιτλοφορείται ο «αντιπολιτευόμενος». Δεν
εκλέγεται ο ταλαίπωρος και αυτό στάθηκε μοιραίο, τον οδήγησε «εις τον τάφον».
Γράφει ο Δ. Κόκκος στην τελευταία του στροφή:
«Αντιπολιτευόμενος
ο μακαρίτης ήτο /είχε ευγενή αισθήματα, αρχάς και πεποιθήσεις και/ υπό τούτων
πάντοτε αγνώς ενεφορείτο/ αλλ’ όμως τον κατέλαβον στομαχικαί παθήσεις/ Απέθανε
φιλόπατρις και ομιλών και γράφων/ με άλλους λόγους: νηστικός κατήλθεν εις τον
τάφον».
Το
άλλο είναι του Γ. Σουρή, εξαιρετικό, με
τίτλο «Εκλογεύς», ο ψηφοφόρος δηλαδή, που είναι το αφεντικό μιας Κυριακής.
Απευθύνεται λοιπόν, ο «εκλογεύς», πασιχαρής στους υποψηφίους λέγοντάς τους.
«Φέρτε
μου κανάτες, φέρτε μου βαρέλες/ στρώσατε για μένα περσικά χαλιά/ φέρτε μου
κουζίνες, φέρτε μου κοπέλες/ φέρτε μου λαούτα, φέρτε μου βιολιά/ Άϊντε πάλι
γλέντι και χουβαρνταλίκι/ Λύστε το πουγγί σας, δώστε χαρτζηλίκι!
Χύνω
τους καφέδες και τα βάζα απάνω/ Ωχ! Χριστέ κι ας φέξει… Ωχ: ψυχή μου γλέντι! /
Εκλογές και πάλι…σ’ ότι κι αν σας κάνω/ σεις να λέτε όλοι «μάλιστα αφέντη»/
Όλων σας τα σπίτια ανοιχτά να τα βρω/ ειδ’ αλλιώς σκεφθείτε πως θα φάτε μαύρο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου