24 Δεκ 2011

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, «Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ὅς εστί Χριστός Κύριος»


«ΕΤΕΧΘΗ ΥΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΣΩΤΗΡ, ΟΣ ΕΣΤΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ»
       Το μεγάλο και δυσερμήνευτο γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου αποτελεί τον πιο ελπιδοφόρο σταθμό της ανθρώπινης ιστορίας. Διότι εισήλθε ο Θεός στον κτιστό χρόνο και το χώρο, για να επιτελέσει τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και ολόκληρης της δημιουργίας Του. Ο αιώνιος και άπειρος Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου καταδέχτηκε να περιορισθεί στα κτίσματά Του, ώστε να απαλλάξει την πλάση Του από την δυναστεία του κακού και της πτώσεως, καταστάσεις παρείσακτες στον κόσμο από το αρχέγονο πτωτικό δημιούργημά Του το διάβολο.
      Δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί διαφορετικά το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως παρά μόνο υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και την υπόλοιπη δημιουργία Του. Το διαβεβαίωσε ο ίδιος ο Χριστός: «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.3,16). Κάθε ορθολογιστική απόπειρα κατανόησης του μυστηρίου της θείας οικονομίας οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο.
       Για να πραγματοποιηθεί η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου προηγήθηκε η κένωσή Του από την άρρητη δόξα Του. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο ο προαιώνιος Λόγος ο «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσεν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,6-8). Αυτό έχει μεγάλη σημασία και αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του Χριστιανισμού με κάθε άλλη πίστη. Καμιά θρησκευτική παράδοση του προχριστιανικού και εξωχριστιανικού κόσμου δεν ενέταξε στην πίστη της ενανθρώπηση θεού, πολλώ δε μάλλον αυτοταπείνωση θεού για χάρη των ανθρώπων. Οι διάφορες «φυσικές» θρησκείες ομιλούν για μεταμορφώσεις θεών, ποτέ όμως για πραγματικές ενανθρωπήσεις. Ακόμη και τα αποτελέσματα των γενετησίων μίξεων θεών με θνητούς, οι λεγόμενοι ημίθεοι, λογιζόταν ως υπεράνθρωποι και ποτέ ενσαρκωμένοι θεοί. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε πως απώτερος σκοπός των μεταμορφώσεων των παγανιστικών θεών είναι πάντοτε ιδιοτελής. Αντίθετα η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι απόλυτα ανιδιοτελής, πράξη άμετρης αγάπης, η σωτηρία του κόσμου. Ήλθε αποκλειστικά «ο Υιός του Ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ.19,10). Δεν ήρθε στον κόσμο να δοξασθεί ο Ίδιος, αλλά να δοξάσει το όνομα του Θεού δια της επιτυχίας του έργου της σωτηρίας και της απολυτρώσεως του ανθρώπου. «Εγώ (Πάτερ) σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα ό δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω … εφανέρωσάς σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου» (Ιωάν.17,4-6) διαβεβαίωσε ο Ίδιος στην περίφημη αρχιερατική προσευχή Του.
       Η θεολογία της Εκκλησίας επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός της πραγματικής ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, για να αντικρούσει σθεναρά τις αιρετικές πλάνες, οι οποίες πρέσβευαν το αντίθετο. Είχε το σκοπό της. Η πραγματική οντολογική ένωση της θείας φύσεως με την ανθρώπινη φύση στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού σημαίνει το πραγματικό της σωτηρίας. Κατά τον απόστολο Παύλο ο Ιησούς Χριστός έγινε «άνθρωπος» (Α΄Τιμ.2,5) από το «σπέρμα Αβραάμ» (Γαλ.3,16) πραγματικός, καθ’ ότι «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14), Εάν η
 ενανθρώπηση του Λόγου ήταν φαινομενική η σωτηρία δε θα ήταν πραγματική, διότι «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού» (Εβρ.2,17-18). Τα θεωρητικά και συμβολικά σχήματα δεν σώζουν, παρά μόνο ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού σώζει ως Θεάνθρωπος, δηλαδή ως αληθινός Θεός και συνάμα ως αληθινός άνθρωπος. Αυτός προσέλαβε στο θεανδρικό Του πρόσωπο τη βαριά πληγωμένη από το κακό και την αμαρτία ανθρώπινη φύση. Την έκανε δική του φύση εις το διηνεκές. Έτσι την έσωσε. Τα ανθρώπινα πρόσωπα σώζονται ως μέτοχοι της θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, με την προϋπόθεση βεβαίως να δεχτούν τη δωρεά της σωτηρίας από το Σωτήρα Χριστό. Κατά συνέπεια μόνο ο Χριστιανισμός μπορεί να ομιλεί για πραγματική σωτηρία και καμιά άλλη θρησκευτική πίστη.
            Ο Θεός Λόγος εισήλθε στην ιστορία για να επαναφέρει την κτίση Του στην προπτωτική της «καλή λίαν» κατάσταση, διότι, εξαιτίας της εισόδου του κακού στον κόσμο, διαστράφηκε και παρεξέκλινε του σκοπού της. Αυτό προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη με αρκετή σαφήνεια, πως ο Θεός σε μακρινούς καιρούς «ποιήσει καινά… ποιήσει εν τη ερήμω οδόν και εν τη ανύδρω ποταμόν» (Εξοδ.43,19).  Ο μεγάλος προφήτης Ιερεμίας προείδε την μελλοντική σωτηρία του κόσμου στο πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού, αναφωνώντας: «έκτισε Κύριος σωτηρίαν εις καταφύτευσιν καινήν, εν σωτηρία περιελεύσονται άνθρωποι» (Ιερ.38,22).   
          Ο άνθρωπος ως προεξάρχων της δημιουργίας είχε βεβαίως τη μεγαλύτερη ανάγκη σωτηρίας και απολυτρώσεως, διότι μόνος αυτός, ως ελεύθερο ον, υιοθέτησε το κακό και την αμαρτία. Αυτός είχε εγείρει δια της αποστασίας του φραγμό έχθρας και μεσότοιχο διαχωρισμού απέναντι στο Θεό. Ο σαρκωθείς Λόγος έγινε αίτιος να καταλυθούν αυτά τα αιώνια διαχωριστικά και να επέλθει ξανά η κοινωνία με το Θεό. Ο απόστολος Παύλος τόνιζε στους Χριστιανούς της Εφέσου: «Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη υμών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν. Εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, και αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ.» (Εφ.2,13-16). Ο Χριστός έγινε ο αληθινός συμφιλιωτής και μεσίτης των ανθρώπων με το Θεό. Αυτός είναι η μοναδική δίοδος, που οδηγεί στο θρόνο της Θεότητας.
       Αυτός έγινε αίτιος επίσης και της συμφιλίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους. Η αμαρτία είχε διαρρήξει κάθε δεσμό μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων και είχε παγιώσει απίστευτες διαχωριστικές καταστάσεις και έχθρες ανάμεσά τους. Η ανθρώπινη ιστορία είναι ο αψευδής μάρτυρας των αδιάκοπων αντιθέσεων και εξοντωτικών  συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπων. Τώρα όμως τα ανθρώπινα πρόσωπα που ενσωματώνονται στο θεανδρικό πρόσωπό Του αδελφοποιούνται, διότι αναγεννήθηκαν στην κοινή νοητή μήτρα, το Σώμα του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία Του. Οι πιστοί του Χριστού δεν είναι πια απλοί μέτοχοι της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά είναι «κλήσεως επουρανίου μέτοχοι» (Εβρ.3,1).  Η πραγματική συναδέλφωση των ανθρώπων γίνεται μόνο στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, καθ’ ότι πλέον «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός… εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι» (Κολ.3,11-12).  
       Η μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, η «μητρόπολις και σεβασμία των εορτών» κατά τον ιερό Χρυσόστομο, πρέπει να αποτελεί ευκαιρία σε κάθε πιστό για προβληματισμό και περισυλλογή. Δεν πρέπει να  μας συνεπαίρνει η κοσμική
 επιφανειακή εορταστική ατμόσφαιρα των αγίων ημερών, στείρα από πνευματικές προεκτάσεις. Κέντρο της κορυφαίας εορτής πρέπει να είναι ο σαρκωμένος Λόγος, ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής και όχι ο άνθρωπος καταναλωτής. Είναι ανάγκη να αποδεσμευτούμε ως πιστοί από τον καταναλωτικό οίστρο των ημερών και να στρέψουμε το βλέμμα μας προς την Βηθλεέμ για να δούμε με τους νοητούς μας οφθαλμούς το πραγματικό φως του κόσμου στο πρόσωπο του νηπιάσαντος Θεού, στο Οποίο κατοικεί πλέον αιώνια «παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ.1,19). Ας αποφασίσουμε από αυτά τα Χριστούγεννα να ενστερνιστούμε στην καρδιά μας το Σωτήρα Χριστό, «απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ.3,10), ώστε για να γίνουμε χριστοφόροι, θεοφόροι και να εορτάσουμε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής μας.                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου