25 Ιουν 2011

Κυριακή Β΄ Ματθαίου- Η Κλήση των μαθητών και το αποστολικό τους έργο .

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, Ματθ. 4: 18-23

Η Κλήση των μαθητών και το αποστολικό τους έργο .

Η ευαγγελική αυτή περικοπή περιγράφει την περιοδεία του Ιησού Χριστού σε όλη την Γαλιλαία κατα τη διάρκεια της οποίας κηρύττει το χαρμόσυνο μήνυμα της Βασιλείας, θεραπεύοντας ανθρώπους απο παντός είδους ασθένειες ψυχικές και σωματικές. Στην όλη περιοδεία του συναντά και καλεί τους πρώτους μαθητές Του που μέχρι τώρα ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Τους καλεί με την προτροπή να τον ακολουθήσουν και να τους κάνει ψαράδες ανθρώπων. Αυτοί δε αμέσως τον ακολούθησαν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι καλεί πρώτα τον Πέτρο και τον Ανδρέα. Τα Ιερά Ευαγγέλια μας παρέχουν πληροφορίες για τα σημαντικά γεγονότα σε σχέση με τον απόστολο Πέτρο και το επι γής έργο του Ιησού Χριστού. Η συμπόρευση μαζί Του, όλες οι εμπειρίες που έζησε με τον Χριστό, η τριπλή άρνηση του Διδασκάλου του, αλλά και η ειληκρινής μετάνοια που έδειξε με την τριπλή ομολογία του στο Χριστό, όπως και η αποκατάσταση του στη θέση του αποστολικού αξιώματος. Έτσι γίνεται πρωτοκορυφαίος και λαμβάνει «τας κλείς της Βασιλείας». Εξίσου σημαντική είναι η πορεία και η σχέση των άλλων αποστόλων με τον Χριστό και την Εκκλησία.

Η λέξη απόστολος σημαίνει τον απεσταλμένο. Εν προκειμένω Απόστολοι ονομάσθηκαν όσοι κλήθηκαν από τον Κύριο να γίνουν μαθητές Του για να συνεχίσουν το σωτηριώδες έργο Του και μετά την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του να θεμελιώσουν την Εκκλησία Του σε όλη την οικουμένη. Σύμφωνα με την χαρακτηριστική Του προτροπή έγιναν οι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του: «έως εσχάτου της γης» (Πράξ. 1:8).

Η εκλογή και η κλήση των Αποστόλων έγινε αμέσως με την αρχή του επί γης έργου του Κυρίου, στη Γαλιλαία. Μετά τη Βάπτισή Του πήγε στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ, όπου απηύθυνε την κλήση στους πρώτους μαθητές Του: «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Μτ. 4:20). Αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ» (Μτ. 4:21). Άλλοι «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μκ. 1:20).

Οι μαθητές χωρίζονται σε τρεις ομάδες: το στενό κύκλο των δώδεκα, τον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα και τον ευρύτατο κύκλο των πολυπληθών ακόλουθων του Ιησού Χριστού. Μεγαλύτερη σημασία για το σωτήριο έργο του Χριστού και για την αποστολή της Εκκλησίας είχε ο κύκλος των δώδεκα. Αυτοί βρίσκονταν πλησίον Του και σ' αυτούς αποκάλυψε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.

Ένεκα του αποστολικού τους αξιώματος είχαν την εξουσία να διδάσκουν το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, να επιτελούν τις αγιαστικές και λειτουργικές πράξεις της Εκκλησίας και να μεταδίδουν την εξουσία αυτή και στους διαδόχους τους. Όντως ο Χριστός τους είπε: «Εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγετε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη» (Ιω. 15:16).

Εξ̉ άλλου, μετά την Ανάσταση, τους ανέθεσε το έργο και την αποστολή αυτή με τους λόγους της Διαθήκης: «καθώς απεσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς˙ λάβετε Πνεύμα Άγιον˙ αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20:21). Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν συναχθεί οι έντεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη, τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Μτ. 28:19-20).

Ο Ιησούς Χριστός δεν επέλεξε τους Αποστόλους Του ούτε από τους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ, ούτε από την αριστοκρατία, ούτε από τις τάξεις των πολιτικά ισχυρών, των οικονομικά δυνατών, ούτε από τους κατά κόσμο σοφούς. Έτσι ευχαριστεί τον Θεό Πατέρα: «Εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου» (Μτ. 11:25-27).

Αντίθετα, τους επέλεξε από τους άσημους και απλούς κατά κόσμον, αλλά σοφούς κατά Θεόν ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν ... τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού.» (Α˙Κορ. 1:21-29).

Το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πραξ. 2:1-13) μεταμόρφωσε τους φοβισμένους μαθητές σε διαπρύσιους κήρυκες του Ευαγγελίου. Η συγκλονιστική εμπειρία της Ανάστασης του Κυρίου και η επέλευση της δύναμης του Αγίου Πνεύματος έδωσαν σε αυτούς τη δύναμη και δυνατότητα να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Το αποστολικό έργο και η δύναμη του Ευαγγελίου του Χριστού έγιναν η αιτία της ανακαινίσεως και μεταμορφώσεως του κόσμου και της ιστορίας. Έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην αποκάλυψη για τους δώδεκα αποστόλους ότι είναι οι θεμελιωτές της Εκκλησίας στη γη και στο ουρανό «και το τείχος της πόλεως είχε θεμέλια δώδεκα, και εν αυτοίς τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου» (Απ. 21:14). Διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο για να διαλαλήσουν το νέο, ελπιδοφόρο και σωτήριο μήνυμα της εν Χριστώ απολύτρωσης του ανθρωπίνου γένους.

Το έργο των αποστόλων δέν ήταν εύκολο. Ο απόστολος Παύλος περιέγραψε πολύ παραστατικά τις δυσκολίες της αποστολής τους ως εξής: «Ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους, ότι θέατρον εγεννήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις. Ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς δέ φρόνιμοι εν Χριστώ, ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί˙ υμείς ένδοξοι, ημείς δέ άτιμοι. Άχρι της άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί˙ λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν˙ ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α˙Κορ. 4:9-13).

Το έργο των αγίων Αποστόλων συνεχίστηκε και συνεχίζεται από τους διαδόχους τους. Σε κάθε μέρος, όπου ίδρυαν τοπικές εκκλησίες, χειροτονούσαν επισκόπους και πρεσβυτέρους για να συνεχίσουν το έργο τους. Γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων: «Χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι» (Πράξ. 14:23).

Ο κλήρος της Εκκλησίας είναι διάκονοι και οικονόμοι των μυστηρίων τού μόνου Αρχιερέως (Α˙ Κορ. 3: 5-9,4:1, Α˙ Τίτ. 7, Α˙ Πέ. 4:10). Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης και μέσω Αυτού επιτυγχάνεται η συμφιλίωση με τον Θεό (Α' Τιμ. 2:5). Η Εκκλησία συνεχίζει την αποστολική παράδοση. Η ιεροσύνη διακρίνεται τρεις βαθμούς: τον διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο.

Βέβαια η Καινή Διαθήκη ταυτίζει κατ' αρχήν τούς όρους «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος» (Πραξ. 20:17-28), όμως αυτό δεν σημαίνει πώς στην απoστoλική Εκκλησία δεν υπήρχε τρίτος βαθμός της ιεροσύνης. Ο Τίτος επί παραδείγματι ήταν επίσκοπος Κρήτης και ο Τιμόθεος εκτελούσε επισκοπική διακονία στην Εκκλησία της Εφέσου. Σ' αυτή τη διακονία περιλαμβανόταν και η εγκατάσταση πρεσβυτέρων και διακόνων, και μάλιστα με χειροτονία (Τίτ. 1:5), με την οποία μεταδιδόταν το «χάρισμα» της ιεροσύνης (Β' Τιμ. 1:6, Πρβλ Α' Τιμ. 5: 22, Πράξ. 20:28). Ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης (96μ.χ.), κάνει λόγο για «ιερείς» και «αρχιερείς» «τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και λευίταις ίδιαι διακονίαι επίκεινται. Ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται. Έκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω Θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον τοις λειτουργίας αυτού κανόνα...» (Α'Κλημ. 40:3–41:4),συνδέει την πραγματικότητα της Εκκλησίας με την πραγματικότητα της αγίας Γραφής «Και δώσω τούς αρχοντάς σου εν ειρήνη και τούς επισκόπους σου εν δικαιοσύνη» λέγει ο προφήτης (Ήσ. 60:17 κατά τους Ο').

Ο άγιος Iγvάτιoς ο θεοφόρος που έζησε αμέσως μετά τους αποστολικούς χρόνους (107μ.χ.), διακρίνει τούς τρεις βαθμούς της ιεροσύνης και υπογραμμίζει: «πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς Xριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις απoστόλoις τούς δε διακόνους εντρέπεσθε, ως Θεού εντολήν... εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, ή υπό τον Επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψη» «Ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω δουλεύει» (Iγν., Σμυρν. VIII, 1:9). Ο άγιος Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνος (258μ.χ.) αναφέρει πώς οι επίσκοποι είναι «εκπρόσωποι και διάδοχοι των απoστόλων» και σ' αυτούς αναφέρεται τώρα το «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λκ. 10:16), (Εγχειρίδιο αιρέσεων & παραχριστιανικών ομάδων π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου). Κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, ο Θεός εμπιστεύθηκε στους ιερείς «τα μυστήρια, τα οποία μας ανυψώνουν προς τον ουρανό και αποτελούν το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο πράγμα από όλα όσα διαθέτομε» (Λόγ. 2:4, Απολογία περί της φυγής).

Στην Εκκλησία του Χριστού από την εποχή των αποστόλων μέχρι σήμερα συνεχίζεται αυτή η αλυσίδα και χαρακτηρίζεται ως αδιάκοπη διαδοχή προσώπων και πίστης και γι' αυτό ονομάζεται η Εκκλησία μας Αποστολική. Όλοι λοιπόν όσοι εργάζονται στην Εκκλησία του Χριστού, κληρικοί και λαϊκοί, συνεχίζουν κατ' ουσίαν το έργο των αγίων Αποστόλων.

Η δική μας ευθύνη είναι να δεχθούμε το κήρυγμα των αποστόλων και να κρατήσουμε ζωντανή την πίστη των αποστόλων.

Ιεροδιακόνου Νεκταρίου Γεωργίου – Μητρόπολη Κωνσταντίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου