Τύπος Κυριακής, 20/2/05
Ιστορικά η ιδέα χωρισμού κράτους και Εκκλησίας ανάγεται στον 16ο αιώνα με την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Με την Μεταρρύθμιση, η Προτεσταντική θεολογία αποσταθεροποίησε την πολιτική εξουσία από τα παραδοσιακά στοιχεία της Ελληνορωμαϊκής πνευματικής κληρονομιάς. Μέσα λοιπόν σ' εκείνο το νεοδιαμορφωμένο θρησκευτικό και πολιτισμικό πλαίσιο η πολιτική σκέψη αξιοποίησε τις ρωγμές της Χριστιανικής παράδοσης. Έτσι άρχισαν ν' αναπτύσσονται οι θεωρίες του Αγγλικού δεϊσμού, του εμπειρισμού του Γαλλικού Διαφωτισμού και του Γερμανικού ιδεαλισμού. Οι θεωρίες αυτές στην υπερβολική τους έκφραση οραματίστηκαν ένα κράτος χωρίς θρησκεία, μία κοινωνία χωρίς θεό, και έναν πολίτη χωρίς θρησκευτική πίστη. Η υπερβολή αυτή ολοκληρώθηκε αργότερα μετά από έναν και πλέον αιώνα, με την αθεϊστική ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Μέσα λοιπόν από αυτήν την ιστορική διαδρομή, η πολιτική θεωρία των νεωτέρων χρόνων κατέληξε να απορρίψει την παραδοσιακή λογική για δύο παράλληλες και ισότιμες -αλλά με διακριτούς ρόλους- εξουσίες: την πολιτική και την εκκλησιαστική.
Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία εμμένει στην αρχή των δύο παράλληλων εξουσιών, που τις συνδέει η ενότητα του Γένους, όπως περιγράφεται με σαφήνεια και από τον μεγάλο ιστορικό μας Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Η ενότητα αυτή του Γένους μας στηρίχτηκε ανέκαθεν στους δύο βασικούς της άξονες: στην Ορθοδοξία, με κιβωτό την Εκκλησία, και στον Ελληνισμό, όπως αυτός εμφανίστηκε και εκφράστηκε δια μέσου των αιώνων, με τη μορφή δηλαδή ενός μεγάλου πολιτισμικού και πνευματικού ρεύματος. Συνεπώς, η ταύτιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας με το Ελληνικό κράτος δεν απορρέει καταρχάς από νομικούς κανόνες, αλλά οφείλεται στην όσμωση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης του λαού μας, που ζυμώθηκε και διαμορφώθηκε σ' ενιαίο πολιτισμικό και σε εθνικό σύνολο μέσα στη διαδρομή του χρόνου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν έχει ένα διττό καθήκον και επιτελεί ένα διπλό σκοπό: πρώτα-πρώτα ένα καθαρά θρησκευτικό, ιερό και πνευματικό έργο και κατά δεύτερο ένα πολιτισμικό ρόλο, που είναι συνδεδεμένος με τον Ελληνισμό και τον εθνισμό μας. Γι' αυτό άλλωστε και δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί από αυτόν τον δυσυπόστατο ρόλο της: ως Ορθόδοξης Εκκλησίας με θρησκευτικά καθήκοντα και παράλληλα ως Εκκλησίας του έθνους-Γένους. Το δισυπόστατο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας «αναπαράγεται και στην ερμηνεία του Συντάγματος και συγκεκριμένα στην ερμηνεία του άρθρου 3, το οποίο προβλέπει και κατοχυρώνει το Αυτοκέφαλο και οργανώνει το Αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας σε συνδυασμό με το άρθρο 13 που κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία και ανεξιθρησκία» (Πρβλ. Αντώνη Μανιτάκη «Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το κράτος-έθνος», εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ).
Η ιδέα του «χωρισμού» Εκκλησίας και Πολιτείας, είναι καθαρά Ευρωπαϊκή και δεν συμβαδίζει με τους προσανατολισμούς του δικού μας πολιτισμού και των Ελληνικών μας παραδόσεων, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο καθηγητής Πανεπιστημίου πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός στο πόνημά του «Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη παράδοση». Θα πρέπει πάντως να υπογραμμίσουμε, πως ακόμη και στη Δύση οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας δεν στρέφονται απαραιτήτως υπέρ του χωρισμού των δύο μεγάλων αυτών θεσμών...
Παραθέτω μερικά τέτοια παραδείγματα.
Στα συντάγματα της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Μεγ. Βρετανίας, αλλά και της κοσμικής Γαλλίας, υπάρχει η επίκληση του Θεού. Ο όρκος στη Χριστιανική θρησκεία προβλέπεται θεσμοθετημένα σε πολλές δυτικές χώρες, όπως η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία και το Λιχτεναστάϊν.
Ειδικότερα: Στη Γαλλία δεν υπάρχει ομοφωνία για το «κοσμικό κράτος», ενώ υπάρχει η κατήχηση στα σχολεία ως μάθημα. Είναι γνωστό άλλωστε πως η απόπειρα του Φρανσουά Μιτεράν στη δεκαετία του '80 να καταργήσει τη χρηματοδότηση των καθολικών σχολείων κατέβασε στους δρόμους του Παρισιού εκατομμύρια Γάλλους και οδήγησε στην υπαναχώρηση της Γαλλικής Κυβέρνησης. Και στην «κοσμική» συνεπώς Γαλλία υπάρχουν θρησκευτικές λαοσυνάξεις, οι οποίες δεν αποτελούν μόνο ελληνικό φαινόμενο.
Στη Γερμανία, όπου δεν υπάρχει διάταξη για χωρισμό, οι επίσημες Εκκλησίες εισπράττουν «εκκλησιαστική φορολογία», ενώ λειτουργούν κρατικές θεολογικές σχολές και το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό. Επί πλέον οι Εκκλησίες έχουν λόγο για τον διορισμό καθηγητή ως ΝΠΔΔ και στις δημόσιες υπηρεσίες υπάρχει σταυρός ή εσταυρωμένος. Και ακόμη: στη χώρα αυτή λειτουργεί θρησκευτική υπηρεσία στο στρατό και στις φυλακές. Οι Χριστιανικές μάλιστα Εκκλησίες έχουν διακεκριμένη θέση στη διοίκηση, στο στράτευμα, στην κρατική τηλεόραση, ενώ γίνεται μνεία του Θεού και στο Σύνταγμα.
Στην Ιταλία. Με κονκορδάτο αναγνωρίζεται η αξία της θρησκευτικής εκπαίδευσης και ο Καθολικισμός αποτελεί μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της χώρας. Τα θρησκευτικά μάλιστα διδάσκονται και στα σχολεία, έστω και αν οι μαθητές ανήκουν σε διαφορετικά δόγματα. Η Καθολική Εκκλησία εξάλλου διατηρεί σημαντικά προνόμια, όπως π.χ. εκκλησιαστική φορολογία, ακόμη και για τους άθεους.
Στις ΗΠΑ, που επίσημα ισχύει ο χωρισμός «κράτους-εκκλησίας», στην πραγματικότητα το σύστημα δεν εφαρμόζεται άτεγκτα. Στο άρθρο 7 του Συντάγματος των ΗΠΑ για παράδειγμα αναφέρεται ο Ιησούς Χριστός («of our Lord»), ενώ το κράτος και η Χριστιανική Εκκλησία χαρακτηρίζονται σύμμαχοι («allies»). (Όλα τα παραπάνω παραδείγματα είναι σταχυολογημένα από το βιβλίο «Εκκλησία και Πολιτεία» του Πρωτοπρεσβύτερου Καθηγητή του Πανεπιστημίου κύριου Γεωργίου Μεταλληνού, καθώς και από έρευνα του Δρος Γ.Κρίππα).
Στο Ισραήλ. Όχι μόνον δεν έχουν θεσπίσει οποιονδήποτε χωρισμό, αλλά επενδύονται με θρησκευτικό χαρακτήρα ακόμη και τα πολιτικά τους κόμματα. Γιατί η χώρα αυτή -που έχει κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, όπως αρχαία ιστορία, διασπορά κλπ.- θέλει να επιβιώσει ιστορικά, μέσα στη ζούγκλα των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών.
Στο διεθνές αυτό πλαίσιο ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης επιχείρησε -με ιδιαίτερη περίσκεψη, αλλά και με επιτυχία- μια βαθιά τομή με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975. Με την συντριπτική λοιπόν πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, οριοθέτησε με σαφήνεια τους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελληνική κοινωνία, ώστε εφεξής να θεωρείται εξωπραγματική κάθε ιδέα για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας.
Σωστά παρατηρεί συνεπώς ένας από τους κορυφαίους συνταγματολόγους, ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης, σε γνωμάτευσή του (που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εκκλησία» τον Οκτώβριο του 1975), πως με τις διατάξεις του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 3 και 13) καθιερώθηκε κατά τρόπο συναινετικό ένας διοικητικός διαχωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας και προσδιορίστηκε επακριβώς το πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, καθώς και τα μεταξύ τους όρια.
Το νέο αυτό πνεύμα του Συνταγματικού νομοθέτη αποτυπώθηκε στον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας (νόμος 590/1977).
Το Εκκλησιαστικό μας συνεπώς πλαίσιο έχει μεταβληθεί ουσιαστικά με το Σύνταγμα του 1975, το οποίο κατοχυρώνει το Αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, αποκλείοντας την ανάμειξη της πολιτείας στη διοίκησή της. Συγχρόνως βέβαια καθιερώνεται και η αντίστροφη θέση -στηρίζεται στο γνωστό ρητό «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ»- η οποία επιβάλει την μη ανάμειξη της Εκκλησίας στα κρατικά ζητήματα.
Η Εκκλησία λοιπόν, ως Αυτοδιοίκητος Οργανισμός, διοικείται βάσει των ιερών κανόνων. Η πολιτεία διοικείται από τους νόμους και το Σύνταγμά της. Και οι δύο όμως διοικήσεις -και της πολιτείας και της Εκκλησίας- απευθύνονται στον ίδιο λαό, που στη χώρα μας στην συντριπτική του πλειοψηφία (άνω του 90%) είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να γίνει χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, όταν τα μέλη της Εκκλησίας στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι και μέλη της Πολιτείας; Γι' αυτό σωστά παρατηρεί ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, (σε άρθρο του στο «ΒΗΜΑ»), πως πρέπει απαραίτητα να αντικατασταθεί από τις συζητήσεις μας και τα γραπτά μας κείμενα η ανεδαφική, αντιπαραδοσιακή και ξενότροπη φράση «σχέση και χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας», από τη φράση «σχέση και χωρισμός εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως», που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του θέματος αυτού.
Είναι προφανές ότι πολλοί στη χώρα μας είναι διαποτισμένοι από τις ιδέες μιας τάχα «οικουμενικής» αντίληψης -κατασκεύασμα μιας παγκοσμιοποιημένης λογικής- και επιχειρούν να ισοπεδώσουν κάθε εθνικό έρεισμα και να εξαφανίσουν κάθε ανάχωμα, που θα μπορούσε να φρενάρει την ισοπεδωτική εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης. Μία τέτοια όμως προσαρμογή στις «νέες» παγκόσμιες ιδεολογικές σκοπιμότητες, δεν έχει ούτε ιστορική αντοχή, ούτε προοπτική. Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και της Ελληνικής πολιτείας σφυρηλατούνται μέσα στο καμίνι της ιστορίας εδώ και πολλούς αιώνες. Όποιος συνεπώς θεωρεί πως η Ελληνική πολιτεία θα μπορούσε να χωρισθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία ζει σε μία ιδεολογική πλάνη που δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική μας πραγματικότητα.
Πιστεύουμε εξ άλλου, πως το κράτος κυρίως δεν έχει συμφέρον από τον χωρισμό του από την Εκκλησία. Γιατί σε περίπτωση όπου η Εκκλησία από ΝΠΔΔ μετατραπεί σε ΝΠΙΔ, αυτή δεν θα χάσει τίποτε. Αντίθετα θ' αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία κινήσεων και ενεργειών και θ' απαλλαγεί από τον «δυνάστη» της.
Σωστά λοιπόν υπογραμμίζει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς σε παλαιότερη συνέντευξή του στον «Τύπο της Κυριακής» πως η Εκκλησία έχει ισχυρότατες ιστορικές αντοχές όπου οι «ιδεολόγοι» πιστεύουν ότι αυτοί θα μπορούσαν να τις εξουδετερώσουν. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι η Εκκλησία έχει ένα κώδικα επικοινωνίας με το λαό, που δεν υπόκειται στις αξιολογήσεις τους, ούτε βεβαίως στις αξιολογήσεις ημών των πολιτικών.
Κοντολογίς: αλήθεια πιστεύει κανείς πως η σημερινή κοινωνική δυσοσμία, οι ελλείψεις και τα ελλείμματα πολιτικής, ιδιαίτερα στον παιδευτικό τομέα, θα καλυφθούν από τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας; Αυτή δηλαδή είναι η αιτία της κατακερματισμένης σήμερα κοινωνίας μας;
Πηγή:http://www.hatzigakis.gr/web/index.php?option=com_content&task=view&id=134&Itemid=35
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου