1 Ιουλ 2024

Η αρίθμησις των τριών ημερών της Ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου

 Λόγος στην Ανάσταση του Κυρίου – ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η αρίθμησις των τριών ημερών της Ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου

Απόδοση στην Νεοελληνική Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, Τόμος Α΄ («καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Α΄ Κορινθ. 15, 4) υποσημ. 313)

     Την αρίθμηση των τριών ημερών της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου την αντιλήφθηκαν με διαφορετικό τρόπο άλλοι πατέρες. Η καταμέτρηση όμως που κάνει ο θείος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, στο βιβλίο το ονομαζόμενο «Οδηγός» και στην ερώτηση ρνβ΄(152), παρμένη από τον Σεβήρο, είναι πιο ενδεδειγμένη και πιο κατάλληλη από όλες τις άλλες, διότι είναι σύμφωνη: α΄ με την Αγία Γραφή. β΄ με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο γ΄ με την τάξη της αγίας Εκκλησίας και δ΄ με την από κοινού παράδοση των ανθρώπων.

     Λέει λοιπόν αυτός ότι κάθε μέρα συνηθίζουμε να αριθμούμε από το απόγευμα της ίδιας ημέρας μέχρι το απόγευμα της επόμενης μέρας, με αποτέλεσμα η ημέρα να ενώνεται με την προηγούμενη νύχτα και όχι με την επόμενη. Και να γίνονται η προηγούμενη νύχτα και η ακολουθούσα ημέρα ένα ημερονύκτιο και ένα σώμα και μια ημέρα. Δηλαδή, οι είκοσι τέσσερις ώρες της προηγούμενης νύχτας και της ακολουθούσης ημέρας, στο σύνολό τους, να γίνονται και να ονομάζονται μία ημέρα. Οπότε, όποιος πρόκειται να κάνει κάποιο έργο, σε μια από αυτές τις είκοσι τέσσερις ώρες, όποια κι αν τύχει να είναι η ώρα, θεωρείται πως το έκανε το έργο μέσα σ΄ αυτήν την ημέρα.

     Έχοντας λοιπόν όλα αυτά ως προϋποτιθέμενη γνώση, αφού ο Κύριος ξεψύχησε κατά την ενάτη ώρα της Παρασκευής επάνω στον Σταυρό, κατέβηκε στην καρδιά της γης μαζί με την θεοϋπόστατη ψυχή του, καθώς ο ίδιος προείπε, και στα κατώτερα μέρη της γης, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, από τότε μετριούνται τα τρία ημερονύκτια της ταφής και της αναστάσεώς Του. Άρα, επειδή η Μεγάλη Παρασκευή, η οποία ακόμη κρατούσε, όταν ο Κύριος εξέπνευσε, και δεν ήταν ακόμη απόγευμα, αφού ήταν ενάτη η ώρα, επειδή, λέω, η Μεγάλη Παρασκευή ενώνεται με την προηγούμενη νύχτα, άρα, οι δυο μαζί, η προλαβούσα νύχτα και η επόμενη ημέρα, είναι μια εικοσιτετράωρη ημέρα. Γι΄ αυτό λέμε ότι ο Κύριος έμεινε στην κοιλιά της γης όλη την ημέρα της Παρασκευής και όλη την προηγούμενη νύχτα, που ενώνεται με την Παρασκευή, δημιουργώντας από το μέρος το όλον.

     Τώρα πάλι, μετά την δύση του ηλίου, αρχίζει το Σάββατο και η νύχτα του Σαββάτου. Καθ΄ όλη την διάρκεια αυτής, αλλά και της ακολουθούσης και ενωθείσας μαζί με αυτήν ημέρας του Σαββάτου, ο Κύριος παρέμεινε κάτω από την γη με την  ψυχή και το σώμα του. Αφού δε τελείωσε το Σάββατο, μετά την δύση του ηλίου, άρχισε η νύχτα της Κυριακής. Μετά την νύχτα δε πάλι ενώνεται και η ημέρα της Κυριακής, σαν ένα σώμα και όντας μια ημέρα, όπως είδαμε την καταμέτρηση του ημερονυκτίου και προηγουμένως. 

     Σ΄ αυτό λοιπόν το τρίτο ημερονύκτιο αναστήθηκε ο Κύριος. Και κατά την διάρκεια μεν της Παρασκευής, κατέβηκε στην καρδιά της γης για το δεύτερο μόνο μέρος του ημερονυκτίου, κατά δε την Κυριακή βρισκόταν στην καρδιά της γης μόνο κατά το πρώτο μέρος του ημερονυκτίου. Κατά δε το Σάββατο όμως, καθ΄ όλη την διάρκειά του, και τις είκοσι τέσσερις ώρες, βρισκόταν ο Κύριος μέσα στην καρδιά της γης, καθιστώντας πένθιμη την ημέρα και το ημερονύκτιο όλη την διάρκεια της ιουδαϊκής εορτής.

     Ο ίδιος δε πάλι άγιος, ο Αναστάσιος Σιναΐτης, ο οποίος έγινε και ιερομάρτυρας, (δες στην σελίδα 111 του α΄ τόμου Αδάμ του Ζοιρνακαβίου, στις υποσημειώσεις του κυρού Ευγενίου, στην πζ΄ ερώτηση) όταν ρωτήθηκε αν είναι πρώτη στο εικοσιτετράωρο η ημέρα ή η νύχτα, αυτός απάντησε ως εξής΄ «Κατά μεν την δημιουργία, όπως γράφεται στον μωσαϊκό νόμο, είναι αδύνατο να πούμε ότι η νύχτα προηγείται της ημέρας. Διότι ο Θεός δημιούργησε πρώτα το αληθινό φυσικό φως. Στην συνέχεια, αφού έφυγε το φως, έγινε εσπέρα, ακολούθησε η νύχτα και κατόπιν  το πρωί και ολοκληρώθηκε η μία ημέρα. Επειδή όμως, καθώς λέει ο απόστολος, όταν κάποιος παραμένει ενωμένος με τον Χριστό, αυτὸς αποτελεί πλέον καινούργιο δημιούργημα (Β΄ Κορ. ε, 17), η Εκκλησία του Χριστού δεν ακολουθεί πλέον την μωσαϊκή θεωρία, διότι θα φαίνεται πως ο Χριστός αναστήθηκε το Σάββατο, δηλαδή κατά την διάρκεια του Σαββάτου, γι΄ αυτό οικονόμησε και έδωσε εντολή ο Θεός στους Ιουδαίους να αρχίζουν την μέτρηση του Σαββάτου από το απόγευμα, δηλαδή, από την δύση του ηλίου της Παρασκευής, ώστε να μην έχουν πρόφαση εναντίον μας, αρχίζοντας δε την Κυριακή από το απόγευμα του Σαββάτου. Και αυτό το έκανε ο Θεός, για να μάθουμε ότι από το σκοτάδι ήρθαμε στο φως. Γι΄ αυτό αρχίζουμε από το σκοτάδι και τελειώνουμε με το φως την ημέρα».

     Αλλά και ο Μέγας Αθανάσιος στην νβ΄ ερώτηση λέει: «Χωρίς αμφιβολία, το φως προηγείται του σκότους. Όμως, για να μην βρουν και μας λένε οι απόγονοι των Ιουδαίων ότι ο Χριστός αναστήθηκε κατά την ημέρα του Σαββάτου, χάριν αυτού τους έκλεισε το στόμα από νωρίς ο Θεός, βάζοντάς τους νόμο, να αρχίζουν την μέτρηση των ημερών της εβδομάδος από το απόγευμα». Και στην νγ΄ ερώτηση λέει: «Επειδή ο Θεός κάλεσε τα έθνη από το σκοτάδι της άγνοιας και από τον νόμο, στο φως της θεογνωσίας και του Ευαγγελίου, πρόσταξε, εμείς αναγκαστικά να αρχίζουμε από το απόγευμα την αναστάσιμή του ημέρα και να την τελειώνουμε κατά την διάρκεια του φωτός. Διότι θα ήταν απρεπές και αταίριαστο για μας, τους ανθρώπους του Χριστού, να αρχίζουμε από το φως και να καταλήγουμε στην νύχτα».

     Αυτή είναι, αληθινά, η θαυμάσια και ανώτερη από όλες τις άλλες καταμέτρηση και αρίθμηση των τριών ημερονυκτίων της τριημέρου Ταφής και Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία έγινε από τον Μέγα Αθανάσιο και τον άγιο Αναστάσιο.

     Το ότι δε αυτή η καταμέτρηση είναι σύμφωνη:

. Με τις θείες Γραφές, γίνεται φανερό από πολλά. Διότι προστάζει η Αγία Γραφή, ύστερα δε ο Θεός διά του Μωυσέως, να γιορτάζουν οι Ιουδαίοι όχι μόνο την εορτή του Πάσχα, η οποία ήταν τύπος και εικόνα του δικού μας αληθινού Πάσχα και της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά και τα Σάββατα και τις άλλες γιορτές τους από το ένα απόγευμα μέχρι το άλλο και όχι από το ένα πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Και σχετικά με την εορτή του Πάσχα λέει ως εξής: «Θα αρχίσετε να τρώτε άζυμα από την εσπέρα που αρχίζει η δεκάτη τετάρτη του πρώτου μηνός μέχρι της εσπέρας της εικοστής πρώτης του αυτού μηνός» (Εξ. 12,18). Για το θυσιαζόμενο δε πρόβατο κατά το Πάσχα, λέει το εξής: «Όλοι οι Ισραηλίται θα σφάξουν αυτό κατά την εσπέρα της ημέρας αυτής» (Εξ. 12,6), όταν δηλαδή άρχιζε η επταήμερη εορτή του Πάσχα. Για τις άλλες δε εορτές γράφεται ως εξής στο Λευϊτικό: «Από την εσπέρα της ενάτης του μηνός αυτού έως την εσπέρα της άλλης ημέρας θα έχετε πλήρη ανάπαυση και αποχή από κάθε εργασία».(Λευιτ. 23,32) Είναι λοιπόν φανερό πως ο Θεός μετράει την αρχή της επόμενης ημέρας, ήτοι του ημερονυκτίου, από την προηγούμενη εσπέρα. Οπότε και την αργία και την ανεργία του Σαββάτου την παρέδωσε από την εσπέρα της Παρασκευής. Και το ομολογούν αυτό μέχρι σήμερα οι Ιουδαίοι, φυλάγοντάς το, διότι όταν έρθει το απόγευμα της Παρασκευής, αμέσως σταματούν το κάθε έργο και την τιμούν με την αργία. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αμάραντος εκείνος, ο Ιουδαίος, τιμώντας την αργία του Σαββάτου, δεν ήθελε να πιάσει το τιμόνι του πλοίου κατά την εσπέρα της Παρασκευής, όπως γράφει ο Συνέσιος.

Β΄. Η αρίθμηση αυτή των τριών ημερονυκτίων της Ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου είναι σύμφωνη με την Αγία και Οικουμενική ΣΤ΄ Σύνοδο, διότι και αυτή ακολουθώντας τις ανωτέρω εντολές των θείων Γραφών, προστάζει να πανηγυρίζεται η Ανάσταση του Κυρίου από την εσπέρα του Σαββάτου μέχρι την εσπέρα της Κυριακής και να ενώνεται και να συνυπολογίζεται η προηγούμενη νύχτα με την ακολουθούσα ημέρα της Κυριακής ως ένα ημερονύκτιο, με αποτέλεσμα να αρχίζουμε εμείς από το σκοτάδι και μα τελειώνουμε στο φως.

     «Καθιστούμε φανερό και ξεκάθαρο στους πιστούς, ότι το Σάββατο, μετά την εσπερινή είσοδο των ιερωμένων προς το θυσιαστήριο, σύμφωνα με την κρατούσα παράδοση, να μην γονατίζει κανένας μέχρι να έρθει η εσπέρα της Κυριακής… Διότι παραλαμβάνοντας ως πρόδρομο της εγέρσεως του Σωτήρος μας την νύχτα προς το τέλος του Σαββάτου, αρχίζουμε να ψάλλουμε πνευματικά και να ολοκληρώνουμε τους ύμνους, τελειώνοντας την εορτή από το σκοτάδι μέχρι το φωτός, ώστε να πανηγυρίσουμε την Ανάσταση μια ολόκληρη νύχτα και μια ημέρα». (Καν. η΄).

Γ'. Η αρίθμηση αυτή των τριών ημερών συμφωνεί με την τάξη όλης από κοινού της Καθολικής Εκκλησίας του Χριστού. Διότι ακολουθώντας αυτή τις εντολές της Αγίας Γραφής και τον κανόνα της ανωτέρω Οικουμενικής Συνόδου, από παλιά και από την αρχή συνηθίζει να γιορτάζει όλες τις γιορτές της από το ένα απόγευμα μέχρι το άλλο απόγευμα. Και για να το πούμε πιο απλά, το κάθε ημερονύκτιο το ξεκινά από το απόγευμα, παίρνοντας ως αρχή της κάθε γιορτής και ημέρας το προηγούμενο απόγευμα, όπως το έχει θεσπίσει η αγία Σύνοδος, αρχίζοντας δε τον Όρθρο της κάθε γιορτής και ημέρας από το μεσονύκτιο. Αν δε κάποιος πει ότι ο θείος Διονύσιος ο Αλεξανδρείας, αλλά και κάποιοι άλλοι ακόμη, ονομάζει νύχτα του Σαββάτου την νύχτα πριν από την Κυριακή, του απαντάμε την ονομάζει έτσι επειδή την κρατάμε νηστίσιμη μέχρι την έκτη ώρα. Μετά την έκτη ώρα δε έγινε ήδη και η Ανάσταση του Κυρίου και ο Όρθρος της Κυριακής ψάλλεται και μετά από αυτά λύνεται η νηστεία.

     Δ'. Η καταμέτρηση αυτή είναι σύμφωνη και με την από κοινού συνήθεια των ανθρώπων, επειδή και η κοινή συνήθεια με αυτόν τον τρόπο μετράει τις ημέρες. Και αν υποθέσουμε πως κάποιος τυχαίνει να πεθάνει σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, ενώνουμε την ημέρα εκείνη με την προηγούμενη νύχτα και την λογαριάζουμε ως μία ημέρα. Ύστερα αφήνοντας ενδιάμεσα μια ολόκληρη ημέρα, κάνουμε τα τριήμερά του. Το ίδιο κάνουμε και αν τύχει να γεννηθεί κάποιος σε οποιαδήποτε ώρα της νύχτας. Ενώνουμε την νύχτα εκείνη με την ακολουθούσα ημέρα και θεωρούμε αυτήν ως αρχή της γεννήσεώς του, καθώς αυτά τα λέει ο θείος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (Μάτθ. κεφ. κζ')

     Αλλά και η Αγία Γραφή πολλές φορές το ημερονύκτιο το αρχίζει όχι από την ημέρα αλλά από την νύχτα και μαζί με την νύχτα ενώνει και την ακόλουθη ημέρα, σε πάρα πολλά σημεία. Διότι και ο Ησαΐας λέει' "νυκτός τε και ημέρας και ου σβεσθήσεται" (Ησ. 34,10). Και στο κατά Μάρκον έχει γραφεί' "και εγείρεται νύκτα και ημέραν" (Μάρκ.  4,27). Και στον Λουκά' ""λατρεύουσα νύκτα και ημέραν" (Λουκ. 2,37). Και ο Παύλος έλεγε' "νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην" (Πράξ. 20,31). Και πάλι' "νυκτός και ημέρας εργαζόμεθα" (Α' Θεσ. 2,9) και άλλα πάμπολλα, για να μην τα απαριθμώ όλα.

     Αλλά γιατί συνεχίζω να τα επαναλαμβάνω αυτά, αφού ακόμη και κατά την πρώτη αρχή της αισθητής δημιουργίας του κόσμου φαίνεται με το παραπάνω ότι πρώτο είναι το σκοτάδι και έπειτα το φως. Διότι διαβάζουμε στην αρχή της Γενέσεως τα εξής:"Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος" (Γεν. 1,1-2). Εξ αυτού λοιπόν οι θεολόγοι πιστεύουν ότι το πρωτόγονο εκείνο σκότος κράτησε ως την έκτη ώρα της πρώτης εκείνης ημέρας, δηλαδή, μέχρι το μεσημέρι συμπεραινοντάς το από την λέξη ", επεφέρετο", η οποία είναι σε χρόνο παρατατικό και το οποίο δεν σημαίνει σύντομο καιρό, αλλά βραδύτητα και αργοπορία και παράταση του καιρού, από δε το μεσημέρι, λένε, ότι άρχισε η δημιουργία του φωτός. Επειδή λοιπόν ο Θεός, στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, το σκοτάδι το ονόμασε νύχτα και το φως ημέρα, γι' αυτό και η νύχτα προηγείται της ημέρας.

     Αν τώρα εξεναντίας πούμε ότι το ημερονύκτιο αρχίζει από το πρωί και όχι από το απόγευμα, προκύπτουν τα δύο παρακάτω μεγάλα παράδοξα.

     Πρώτο, θα προκύψει το ότι ο Χριστός αναστήθηκε κατά το Σάββατο, όπως είπε και ο θείος Αναστάσιος, και κατά συνέπεια η Ανάσταση θα είναι διήμερη και επουδενί τριήμερη. Διότι, αν πούμε ότι το ημερονύκτιο αρχίζει από το πρωί, θα τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι από το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής και κατά την ένατη ώρα της οποίας πέθανε ο Κύριος μέχρι το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου είναι μία ημέρα. Ομοίως και από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου έως το πρωί της Κυριακής του Πάσχα είναι άλλη μία ημέρα. Να λοιπόν δύο ημέρες. Επειδή όμως ο Κύριος αναστήθηκε μετά την έκτη ώρα της νύχτας, άρα αναστήθηκε την δεύτερη ημέρα, παρόλο που και εδώ το μέρος λαμβάνεται ως όλο, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την δεύτερη ημέρα, και επουδενί κατά την τρίτη, όσο και αν προσπαθήσει κάποιος να βασανίσει το μυαλό του. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τι ακολουθεί μετά; Ότι ψεύδεται ο Κύριος, όταν είπε για τον εαυτό του ότι θα αναστηθεί μετά τρεις ημέρες, αλλά και ο απόστολος εδώ, που είπε ότι θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα, και το Σύμβολο της Πίστεως, που λέει "και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς". Αλήθεια, πόσο άτοπο είναι αυτό και ποιος δεν το βλέπει;

     Δεύτερο, αν συμφωνήσουμε ότι το ημερονύκτιο αρχίζει από το πρωί, ακολουθεί ότι η Εκκλησία του Χριστού πρέπει να αρχίζει, ας υποθέσουμε την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, και να κάνει το πρωί την Λειτουργία του αγίου, το απόγευμα δε της ίδιας ημέρας να ψάλει τον Όρθρο και έτσι να ολοκληρώσει την γιορτή του Αγίου, σαν να λέμε να αρχίζει μεν από το φως, να τελειώνει ζεστό σκοτάδι.

     Αυτό βέβαια το βλέπει ο καθένας, ότι είναι μία ανατροπή και αναίρεση και αναποδογύρισμα όλης της τάξεως των ακολουθιών της Αγίας Εκκλησίας του Χριστού. Όποιος θέλει, ας διαβάσει στον τέταρτο τόμο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Μελετίου, ότι πίστη των Αρμενίων είναι το να λένε ότι ο Χριστός αναστήθηκε το Σάββατο και ότι η Ανάσταση του Κυρίου είναι διήμερη. Διότι γράφεται εκεί αυτολεξεί' "Έλεγαν (οι Αρμένιοι δηλ.) ότι ο Χριστός δεν αναστήθηκε την Κυριακή αλλά το Σάββατο. Συνεπώς, όχι την τρίτη ημέρα μετά την Σταύρωση, αλλά αναστήθηκε την δεύτερη" (Τόμος δ' κεφ. 34 σελ. 516).

Απόδοση στην Νεοελληνική

Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος

Κιλκίς, 1-7-2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου