19 Ιουν 2024

Απόστολος Ιούδας ο Αδελφόθεος

 Άγιος Απόστολος Ιούδας ο Αδελφόθεος

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν δύο ιερά πρόσωπα, τα οποία φέρουν την προσωνυμία «Αδελφόθεοι». Πρόκειται για τους αγίους Ιάκωβο και Ιούδα. Ονομάζονται Αδελφόθεοι, διότι, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, υπήρξαν «αδελφοί» του Κυρίου, για την ακρίβεια, ήταν παιδιά του Μνήστορος  Ιωσήφ, από την πρώτη γυναίκα του.

      Ήταν Ιουδαίος την καταγωγή και σύμφωνα με την παράδοση, γιος του χηρεύοντος Μνήστορος  Ιωσήφ, από τον γάμο του και προχωρημένης ηλικίας, όταν μνηστεύτηκε την Παρθένο Μαρία. Είχε δε επτά παιδιά, τον Ιάκωβο, τον Ιωσή, τον Ιούδα, τον Σίμωνα ή Συμεών, την Εσθήρ, την Μάρθα και τη Σαλώμη, η οποία αργότερα έγινε η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη. Μνηστεύτηκε, κατά θεία οικονομία, την Παρθένο Μαρία, όχι τόσο για να μεγαλώσει τα παιδιά του, αλλά κυρίως να γίνει ο θετός πατέρας και ο προστάτης του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και ο Ιάκωβος, με τον Ιούδα αναφέρονται ως Αδελφόθεοι, αφού έζησαν μαζί κάτω από την ίδια στέγη σαν αδέλφια.

      Ο άγιος απόστολος Ιούδας, μας είναι γνωστός από την ομώνυμη Καθολική Επιστολή, η οποία αποτελεί, κατά σειρά, το 26ο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στον πρώτο στίχο αυτοπαρουσιάζεται ως «Ιούδας, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δὲ ᾿Ιακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις καὶ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς». Συστήνεται ως αδελφός του Ιακώβου ο οποίος ήταν πολύ γνωστός, ως ο πρώτος  Επίσκοπος Ιεροσολύμων και αδελφός του Κυρίου. Και οι δύο συστήνονται ως δούλοι του Ιησού Χριστού, από ταπείνωση, αλλά ο Ιούδας με την επόμενη φράση του «τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις», θέλει προφανώς να βεβαιώσει ότι η μόνη πατρότητα που τον συνδέει με το Χριστό είναι ο Ουράνιος Πατέρας, μη αφήνοντας καμιά υποψία ότι έχουν επίγειο κοινό πατέρα, όπως ίσως θεωρούσαν κάποιοι αρνητές σύγχρονοί τους, οι οποίοι αρνούνταν την εν Αγίω Πνεύματι σύλληψη του Χριστού, άνευ σπέρματος ανδρός.

        Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την πρότερη ζωή του Ιούδα, αλλά και των άλλων παιδιών του Ιωσήφ. Πιθανότατα γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, στην πατρίδα του Ιωσήφ και μετά την μνηστεία του με την Θεοτόκο, μετοίκησαν στην Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Όταν ο Ιωσήφ αναγκάστηκε, μαζί με τη Μαρία, να μεταβούν στην Βηθλεέμ, να απογραφούν, «διά το είναι αυτόν εξ’ οίκου και πατριάς Δαυίδ» (Λουκ.2,4), δεν γνωρίζουμε αν είχε πάρει μαζί του και τα παιδιά του. Πιθανότατα όχι, διότι αυτά είχαν γεννηθεί στην Ναζαρέτ και έπρεπε να απογραφούν εκεί. Πιθανότατα ήταν ενήλικα, κι ακόμα, οι Ευαγγελιστές θα το είχαν αναφέρει.

       Εργαζόταν στο ξυλουργείο του πατέρα του και ζούσε την ανέχεια της πολυμελούς οικογένειας. Φανταζόμαστε ότι θα ήταν αρμονικές και ευλογημένες, όπως ταιριάζει σε μια ιερή οικογένεια, της οποίας μέλος της ήταν ο ίδιος ο Θεός Λόγος. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι δε γνώριζε η οικογένεια ποιος ήταν ο Ιησούς, μέχρι την Βάπτισή του από Ιωάννη τον Πρόδρομο και την φανέρωση από το Θεό Πατέρα της πραγματικής Του ιδιότητας, ως Υιός του Θεού και Λυτρωτής του κόσμου. Είχε τη μεγάλη ευλογία να μεγαλώσει με τον Κύριο και να βιώσει τη χάρη του Θεού στο σπιτικό του, μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του. Η παράδοση αναφέρει πως ο ηλικιωμένος Ιωσήφ πέθανε ενωρίς και την οικογένεια τη συντηρούσαν τα μεγαλύτερα παιδιά, ο Ιακώβ και ο Ιούδας.

       Όταν ο Χριστός βγήκε για το απολυτρωτικό Του έργο φαίνεται πως τα αδέλφια Του δεν πίστεψαν αρχικά στη μεσσιανική Του ιδιότητα, παρά μόνο μετά την Ανάστασή Του.

      Γενικά τα βιογραφικά στοιχεία του Ιούδα δεν είναι πολύ γνωστά και είναι συγκεχυμένα, διότι συγχέονται με αυτά του αποστόλου Ιούδα Θαδδαίου. Κάποιοι τον ταυτίζουν με αυτόν. Αλλά αυτό είναι αμφίβολο και αυθαίρετη υπόθεση, χωρίς σοβαρά ερείσματα στα αγιογραφικά κείμενα και την εκκλησιαστική παράδοση. Δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, διότι ο μεν Ιούδας ο Αδελφόθεος γεννήθηκε στην Ιουδαία, ήταν γιος του μνήστορα Ιωσήφ, «ἀδελφός δὲ ᾿Ιακώβου» (στ.1), όπως ο ίδιος αναφέρει στην πρώτη παράγραφο της Επιστολής Του, ενώ ο Ιούδας Θαδδαίος γεννήθηκε στην Γαλιλαία.

     Σύμφωνα με την παράδοση ο Ιούδας κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία, πήγε στην Έδεσσα και στην πόλη Αραράτ., όπου μετέστρεψε πολλούς ειδωλολάτρες στο Χριστό και ίδρυσε Εκκλησίες. Εκεί συνελήφθη από φανατικούς ειδωλολάτρες, βασανίστηκε και θανατώθηκε δια τοξευμού. Φαίνεται πως κήρυττε μαζί με τον απόστολο Ιούδα το Ζηλωτή και υπέστησαν μαζί το μαρτυρικό θάνατο, όπως αναφέρεται στον Λαυριωτικό Κώδικα (Ι.78,φ.2156).

      Η μνήμη του τιμάται στις 19 Ιουνίου.

      Ο Αδελφόθεος Ιούδας έγραψε, όπως προαναφέραμε, και την γνωστή Καθολική Επιστολή, η οποία φέρει και το όνομά του. Πρόκειται για ένα σύντομο κείμενο, ενός κεφαλαίου, αλλά όμως μεστή από ζήλο και θέρμη για την εν Χριστώ σωτηρία. Αποδέκτες της είναι πιθανότατα οι Εκκλησίες της Μ. Ασίας. Αφορμή της συγγραφής της η εμφάνιση κάποιας φοβερής αίρεσης, η οποία απειλούσε την σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας, την «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (στ.3), όπως τονίζει. Μάλιστα αναφέρει και το επείγον της συγγραφής: «πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν» (στ. 3). Διότι, «παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι» (στ. 3). Κάποιοι υποθέτουν ότι αυτοί οι αιρετικοί ήταν οι Νικολαΐτες, οι οποίοι δίδασκαν ως μέσον «σωτηρίας» την ακολασία! Κάποιοι άλλοι  δέχονται ότι ήταν οι γνωστικοί Καρποκρατιανοί, άλλοι οι Οφίτες ή Καϊνίτες.

      Σε αυτή φαίνεται πως ο Ιούδας είχε πολύ καλή γνώση της λεγομένης εβραϊκής αποκαλυπτικής γραμματείας, δηλαδή έργα αγνώστων συγγραφέων, τα οποία είχαν σκοπό να εδραιώσουν την πίστη στους Ιουδαίους και να τους τονώσουν την ευσέβεια, η οποία κλονίζονταν στα χρόνια εκείνα. Κι’ ακόμα να αναθερμάνουν την ελπίδα της ελεύσεως του Μεσσία και της νίκης του καλού επί του κακού. Παραθέτει αποσπάσματα από αυτά το κείμενα, όπως την «διαμάχη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, με τον Σατανά, για τη διεκδίκηση του σώματος του Μωυσή» (στ. 9), παρμένο από το αποκαλυπτικό απόκρυφο βιβλίο:  «Ανάληψις Μωυσέως», το οποίο είχε απήχηση στους ευσεβείς Ιουδαίους και πολλούς Χριστιανούς την εποχή εκείνη, θέλοντας να τονίσει την αδυναμία του Σατανά, μπροστά στην παντοδυναμία του Θεού. Ότι ήλθε ο εσχατολογική εποχή, κατά την οποία θα νικηθεί κατά κράτος ο αρχέγονος εχθρός του Θεού και του ανθρώπου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου