Δύναται,
ν' ἀσκηθεῖ ποινική δίωξη γιά μετάδοση Θείας Κοινωνίας;
- Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Κατά καιρούς, ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπόψεις περί ποινικῆς
δίωξης σέ κληρικούς, οἱ ὁποῖοι μετέδωσαν τήν Θεία Κοινωνία σέ πιστούς.
*
Ἐν προκειμένῳ, τό ἐρώτημα τό ὁποῖο τίθεται εἶναι: Εὐσταθεῖ
ποινική δίωξη κατ' ἔγκλησιν ἤ αὐτεπαγγέλτως ἤ ἀκόμη πειθαρχική δίωξη τοῦ Ὑπαλληλικοῦ
Κώδικα γιά τήν παραπάνω περίπτωση;
Εὐθύς ἐξ' ἀρχῆς, διατυπώνουμε τήν θέση μας, ὅτι, ἐπ' οὐδενί,
δύναται ν' ἀσκηθεῖ ποινική δίωξη σέ βάρος οἱουδήποτε κανονικοῦ κληρικοῦ γιά τήν
πράξη μετάδοσης Θείας Κοινωνίας στούς προσερχομένους πιστούς ἤ ἄλλη πειθαρχικοῦ
τύπου δίωξη. Τήν ἀντίθετη ἄποψη, θεωροῦμε, ὅλως διόλου, λαθεμένη. Καί ἐξηγούμεθα:
Ὡς εἶναι γνωστόν, στήν ἐπιστήμη τοῦ ποινικοῦ δικαίου, ἀδίκημα, ἔγκλημα εἶναι πράξη ἄδικη, πού μπορεῖ νά καταλογιστεῖ σέ αὐτόν πού τήν πράττει καί ἡ ὁποία τιμωρεῖται ἀπό τό νόμο. Αὐτή εἶναι ἡ τυπική - νομική ἄποψη γιά τό ἔγκλημα. Ἀπό οὐσιαστική ὅμως ἄποψη, ἀδίκημα - ἔγκλημα εἶναι μία συμπεριφορά, ἡ ὁποία προσβάλλει, δηλαδή βλάπτει ἤ ἀπειλεῖ νά βλάψει, ὁρισμένο ἔννομο ἀγαθό. Ἀκόμη, ὅπερ καί σπουδαιότατο, σύμφωνα μέ τήν νομική ἀρχή nullum crimen nulla poena sine lege, πού διατρέχει ὁλόκληρο τό ποινικό μας σύστημα, πρέπει νά ὑπάρχει «νόμος» γραπτός καί ἀκριβής, πού νά ἔχει θεσπισθεῖ σέ ἀνύποπτο χρόνο καί πρίν τήν τέλεση τῆς ἀξιόποινης πράξης, πού νά τιμωρεῖ τήν ἐν λόγῳ «πράξη». Καί τοῦτο, γιατί ὑπάρχει ἀνάγκη νά γνωρίζει ὁ κάθε πολίτης μέ τήν μεγαλύτερη δυνατή ἀκρίβεια πῶς μπορεῖ νά δράσει ἐλεύθερα, καί τί τοῦ ἐπιτρέπει καί τί τοῦ ἀπαγορεύει ὁ «νόμος». Προσέτι, ἡ ὡς ἄνω (ὑπό λατινικό ἔνδυμα) ἀρχή ἐπιτάσσει, ὅτι ἀποκλείεται ἡ θεμελίωση ἤ ἡ ἐπαύξηση τοῦ ἀξιοποίνου χαρακτῆρα μιᾶς πράξης, κατ’ ἀνάλογη ἐφαρμογή ἑνός ποινικοῦ νόμου.
*
Στή συγκεκριμένη περίπτωση, στήν ὁποία ἀναφερόμεθα,
δέν ὑπάρχει κάποιος νόμος μέ τόν ὁποῖο ὁ νομοθέτης νά ἐκφράζει σαφῶς καί μέ
λέξεις μή διφορουμένης σημασίας τήν βούληση αὐτοῦ, ὅτι ἡ μετάδοση τῆς Θείας
Κοινωνίας συνιστᾶ ἀδίκημα. Προσέτι, οὔτε μπορεῖ, ὡς προελέχθη, μιᾶς καί δέν ὑπάρχει
νόμος, νά γίνει ἀναλογική ἐφαρμογή κάποιας ἄλλης ποινικῆς παρεμφεροῦς διάταξης,
τήν ὁποία νά προσαρμόσουμε στήν ἐν λόγῳ ἀξιολογούμενη συμπεριφορά, μέ τήν πράξη
– ἐνέργεια δηλ. τοῦ ἱερουργοῦντος κληρικοῦ κατά τήν μετάδοση τῆς Θείας
Κοινωνίας. Τοῦτο τό ἀπαγορεύει ἀπολύτως τό Σύνταγμα τῆς Χώρας (ἄρθρ. 7 παρ. 1)
καί ὁ ἡμέτερος Ποινικός Νόμος (ἄρθρ. 1 ΠΚ).
Καί ὀρθῶς ἀπουσιάζει νόμος τις ἀναφορικῶς μέ τήν
μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας, καθ' ὅτι τοῦτο, εἶναι ἕνα γεγονός καθαρῶς ἐκκλησιολογικό
– πνευματικό. Τό ὅλον θέμα τῆς μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας ἀνήκει ἀποκλειστικῶς
στά interna corporis τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, τό παραδοθέν παρά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἱερότατο Μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος
τοῦ Χριστοῦ τυγχάνει τό κορυφαῖον Μυστήριον, τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, τό ὑψηλότατο
ἐξ' ὅσων ἡ ἀγάπη καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐπενόησε γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Ἔχουμε
συνεπῶς ἐνώπιόν μας ἕνα γεγονός πού ἐκφεύγει τῶν ἀνθρωπίνων νόμων καί δέν
περικλείεται σ' αὐτούς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἀποκαλεῖται ἡ Θεία Κοινωνία καί
«ζωοποιός τροφή τῆς ψυχῆς». Ἄλλωστε, γι' αὐτό τόν λόγο τελεῖται καί ὁλοκληρώνεται
ἡ Θεία Λειτουργία.
Μέ τήν ἔννοια αὐτή, εἶναι ὅλως ἀσυμβίβαστη μία
δικαστική ἤ ἄλλη ἐλεγκτική παρέμβαση στά πνευματικά αὐτά ζητήματα τῆς ἁρμοδιότητος
τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εὑρίσκει κανένα ἀπολύτως ἔρεισμα μία τυχόν ἐπέμβαση τῆς
πολιτείας στά τελούμενα, ἤτοι λατρευτικά καί δογματικά ζητήματα. Ἡ διαχείριση τῆς
λατρευτικῆς ζωῆς ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Ἐκκλησία καί τούς ποιμένες της, οἱ ὁποῖοι
ὀφείλουν νά πράττουν πάντοτε μέ βάση τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τούς Ἱερούς
Κανόνες καί τήν Ἱερά Παράδοση.
Οὐδέποτε, ἐπιπλέον, πρέπει νά παραθεωρεῖται καί
λησμονεῖται, ὅτι τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπουν σέ καθαρῶς πνευματικά ζητήματα μέ ἀπώτερο
σκοπό τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τήν ἕνωση του μέ τόν Θεό, ἄλλως τήν
θέωση, θέματα ξένα πρός τά ἐγκόσμια καί πολιτειακά.
Συνεπῶς, δέν χωρεῖ ποινική δίωξη σέ κληρικό τῆς Ἐκκλησίας
μας γιά μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας σέ πιστούς καί ἄν συμβεῖ τοῦτο ἀντιφάσκει
μέ τόν νομικό μας πολιτισμό καί τήν ὅλη δικαιϊκή τάξη, ἀφοῦ, ἄλλωστε, κατά τά
κρατοῦντα στό ποινικό δικονομικό μας δίκαιο, προκειμένου ὁ εἰσαγγελέας νά ἀσκήσει
ποινική δίωξη γιά κάποιο ἀδίκημα, πρέπει νά ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἐνδείξεις γιά τήν
τέλεση αὐτοῦ, ὡς πρός ὅλα τά στοιχεῖα του, κι ἄν, ἔστω ἕνα ἐλλείπει, ἡ δίωξη
δέν εἶναι κατά νόμον δυνατή.
Ιερά Μητρόπολις Μάνης
Με ολο το σεβασμό επιτρεψτε μου να σχολιάσω στο άρθρο σας, Σεβασμιώτατατε, ότι παραθεωρείτε το γεγονός οτι η δίωξη κληρικών και της ιδιας της Θείας Μετάληψης δεν έγινε per se και χωρίς ή εκτός νομικού πλαισίου. Το νομικό πλαίσιο, σαφέστατο και καθαρότατο, ειναι το πλαίσιο της "προστασίας της δημόσιας υγείας" που χαρακτηρίστηκε και δια νόμου και δια δικαστικών αποφάσεων σε διάφορες προσφυγές ως υπέρτατο αγαθό και αξία και πανω σε αυτή τη βάση ασκήθηκαν όλες οι πάσης φύσεως διώξεις τον καιρό της πανδημίας. Το σφάλμα είναι αποκλειστικά της Ιεράς Συνόδου στην οποία και σεις συμμετέχετε, η οποία δέχτηκε (και μαλιστα από ορισμένους Επισκόπους μετά χαράς και αγαλλιάσεως και ιδαίτερου ζήλου) η Θεία Μετάληψη να αποχαρακτηριστεί ως πνευματικό γεγονός εκτός του κόσμου τούτου που ειναι βασικό δόγμα της Πίστης μας και να υποβιβαστεί σε ένα απλό λατρευτικό γεγονός όπως τα λατρευτικά γεγονότα όλων των άλλων θρησκειών. Και ως τέτοιο να υπόκειται φυσικά στους νόμους του κοσμικού κράτους. Αλλωστε ως τέτοιο χαρακτηρίστηκε και διαφημίστηκε και από επίσημα Επισκοπικά και Αρχιεπισκοπικά χείλη ως "συνδρομή και συμμόρφωση της Εκκλησίας" στην αντιμετώπιση της πανδημίας για την οποία μάλιστα ζητήθηκαν και τα εύσημα και η αναγνώριση και άλλες διευκολύνσεις και παροχές από το κράτος στα πλαίσια της πολυδιαφημιζόμενης "καλής συνεργασίας" Εκκλησίας-Πολιτείας. Το ποίμνιο, Σεβασμιώτατε, μπορεί να σιωπα αλλά καταλαβαίνει και δεν ξεχνά ότι ο αποχαρακτηρισμός και υποβάθμιση της Θείας Μετάληψης από την Ιερά Σύνοδο, της ιερότητας και αγιότητας του Ναού-Οίκου Θεού και η μη προσκύνηση των εικόνων και λειψάνων και όλα τα άλλα συναφή είναι άρνηση της Πίστης μας ενώπιον Θεού και ανθρώπων όπως και η έλλειψη μαρτυρικού φρονήματος και μαρτυρίας από τους Επισκόπους μας για την προάσπιση των θέσμιων της Πίστης μας. Γιαυτό για το οποίο χειροτονήθηκαν Επίσκοποι και πήραν τη Χάρι του Θεού (επί-σκοπός). Και δεν νοιάζεται τόσο πολύ τι κάνει το κοσμικό κράτος με τους νόμους και την απόλυτη εξουσία του αλλά κυρίως τι κάνουν οι Επίσκοποί του, αν δηλ. πορεύονται κατά Χριστόν "εις τύπον και τόπον Χριστού" ή έχουν πάρει άλλη οδό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ θα πω ότι καλά κάνει ο σεβασμιώτατος και εξετάζει το θέμα απ' τη νομική του διάσταση, αλλά για εμάς τους μη έχοντες νομικές γνώσεις, τα πράγματα είναι πολύ απλούστερα. Οποιαδήποτε δίωξη, απαγόρευση, περιορισμός της λατρευτικής ζωής λογίζεται ως διωγμός της Εκκλησίας του Χριστού και όποιος ιερωμένος, επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος, ή και λαϊκός λαμβάνει μέρος, λογίζεται ως διώκτης της Εκκλησίας του Χριστού, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Εάν η Σύνοδος ή η ΔΥΣ λαμβάνουν μέρος, βεβαίως λογίζονται ως διώκουσες την Εκκλησία του Χριστού, απλά και σταράτα λόγια χωρίς ήξεις αφήξεις, σούξου και μούξου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεβαίως άλλο ο δεσπότης που λέει στους παπάδες κάντε ό,τι σας λέει η συνείδησή σας, αλλά κοιτάξτε να είστε διακριτικοί, δείτε και τις τοπικές συνθήκες, τι σχέση έχετε και με το αστυνομικό τμήμα, με τους γείτονες, σε τι βαθμό πιστεύετε ότι ο καθένας θα κάνει τα στραβά μάτια κλπ. Και άλλο ο δεσπότης που λέει στους παπάδες αν διανοηθείτε να ανοίξετε την εκκλησία εγώ ο ίδιος πρώτος θα φωνάξω τον εισαγγελέα. Ούτε χαζοί είμαστε, ούτε σε άλλο πλανήτη ζούμε, ούτε απαιτούμε απ' όλους να γίνουν ιερομάρτυρες. Να πιστεύουν στοιχειωδώς στο Θεό όμως και να μην είναι πρακτορίσκοι, ναι αυτό το απαιτούμε.