Ἡ μετάνοια ὡς μονόδρομος γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς σύγχρονης ἀποστασίας
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου
Ἀναστασίου
Προηγουμένου
Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς
ἔτσι δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνός: «Ἐποίησεν οὖν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον ἄκακον, εὐθύν, ἐνάρετον, ἄλυπον,
ἀμέριμνον, πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένον, πᾶσιν ἀγαθοῖς κομῶντα..»[1]
Μέ τήν παρακοή, ὅμως, τῶν Πρωτοπλάστων ἀρχίζει διαρκῶς νά
φθείρεται καί νά ἀμαυρώνεται αὐτή ἡ θεία εἰκόνα καί τή θέση τῶν ἀρετῶν, πού
κοσμοῦσαν τήν ἀνθρώπινη ψυχή, κατέλαβαν οἱ παντοειδεῖς κακίες, μέ ἀποτέλεσμα ὅλο
καί περισσότερο ὁ ἄνθρωπος νά χάνει τό πρωτόκτιστο κάλλος καί νά περιπίπτει
στήν παρά φύσιν κατάσταση, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη.
Ἔτσι ἀμβλύνεται διαρκῶς ἡ συνείδηση -ὁ ἔμφυτος ἠθικός νόμος μέσα στόν ἄνθρωπο- καί ἐπέρχεται βαθμηδόν ἡ λησμόνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ δαιμονική κυριαρχία. Ἐπέρχεται ἡ τραγική ἄρνηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς φύσεώς μας, τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, τοῦ προορισμοῦ μας. Ἐπέρχεται ὁ ἀπανθρωπισμός τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα, ἡ ἀπροσπάθειά μας γιά τό καθ’ ὁμοίωσιν, ἡ ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό, ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπέρχεται ἡ ἀναστροφή (τό ἀναποδογύρισμα) τῆς πυραμίδος Θεός-ἄνθρωπος-κόσμος.
Αὐτό ἀκριβῶς τό ἀναποδογύρισμα βιώνουμε στήν ἐποχή μας. Ζοῦμε
πραγματικά, καί μέ τόν πιό ἔντονο τρόπο, ἕναν τεράστιο παραλογισμό, μία ἀνισορροπία,
μία ἀντιστροφή καί μία διαστροφή τῶν πάντων. Καθημερινά βρισκόμαστε, ὁλοένα καί
περισσότερο, ἀντιμέτωποι μέ τό ὀξύμωρο καί τό ἀντιφατικό. Ἀμφισβητεῖται καί ἀντιστρέφεται
καί αὐτό τό ἴδιο τό αὐτονόητο, ἡ κοινή λογική, τό ἀντικειμενικά ἰσχύον καί τό
κοινῶς ἀποδεκτό.
Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό μία κυρίαρχη καί διαβρωτική ἀμφισβήτηση∙
ἀπό μία συνολική ἀπαξίωση καί ἀπόρριψη τῶν πάντων. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τοῦ ἄκρατου
λαϊκοῦ καί συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς πανθρησκείας, τῆς σατανολατρείας. Ζοῦμε
στήν Νέα Ἐποχή τῆς σύγχυσης, τῆς πλάνης, τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀμετανοησίας∙
μιά ἐποχή ἀθεΐας, ἀντιθεΐας, αὐτονομημένης ἰσοθεΐας καί αὐτοθεοποίησης. Ζοῦμε
στήν ἐποχή μιᾶς ἐκπληκτικῆς ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, πού ὁδήγησαν
τόν ἄνθρωπο στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς του, τῆς ἐπιστήμης του καί τῶν φυσικῶν
του δυνατοτήτων.
Αὐτή ἡ Νέα Ἐποχή ὑπάρχει καί δραστηριοποιεῖται στούς ἀντίποδες
τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σωτηριολογικοῦ Του ἔργου.
Ἀρνεῖται καί ἀντιμάχεται τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Περιθωριοποιεῖ καί ἀπορρίπτει τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τήν
Παναγία μας, τούς Ἁγίους μας καί ὅλους ὅσοι ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν ἁγιασμό
τους, τήν θέωσή τους.
Γευόμαστε καθημερινά καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο τόν πόλεμο πού
γίνεται κατά τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, κατά τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς
μας, τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λαοῦ μας. Στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα
μας, τήν ἁγιοτόκο καί ἀπαστράπτουσα πνευματικά πατρίδα μας, κάποιοι ἐπηρμένοι,
αὐτοαποκαλούμενοι διαφωτιστές, γοητευμένοι ἀπό τά ψευδο-σπινθηρίσματα
τῆς ἀλλοιωτικῆς νεοεποχικῆς ἰδεοληψίας τους, ἐπιδιώκουν νά καταργήσουν
τήν πίστη, τήν παράδοση καί τήν ἱστορική αὐτοσυνειδησία τοῦ εὐλαβοῦς
καί πιστοῦ λαοῦ μας.
Ἔχουμε φτάσει, δυστυχῶς, στό σημεῖο, ὅπου ἡ ἀρετή χλευάζεται ὡς ὀπισθοδρομική,
ἐνῶ ἡ ἁμαρτία ἐπαινεῖται· ἡ ἠθική καταπατᾶται ὡς ἀναχρονιστική, ἐνῶ ἡ ἀνηθικότητα
προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται ὡς πρόοδος· ἡ τιμιότητα ἀπορρίπτεται ὡς ἀναποτελεσματική,
ἐνῶ ἡ παρανομία τείνει νά καταστεῖ κοινός τόπος. Φτάσαμε στό σημεῖο τό ἀφύσικο
νά θεωρεῖται ὡς φυσιολογικό καί τό παραβατικό ὡς νόμιμο· ἡ παραδοχή τοῦ
φυσιολογικοῦ καί παραδεδομένου νά θεωρεῖται ρατσισμός· ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα
καί ὁ ἁγνός πατριωτισμός νά θεωροῦνται ἐθνικισμός καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς
μας ταυτότητας καί αὐτοσυνειδησίας νά θεωρεῖται φανατισμός, φασισμός καί μισαλλοδοξία.
Ὅλα αὐτά εἶναι τά σημεῖα τῆς σύγχρονης ἀποστασίας. Εἶναι τά ἀπότοκα
τῆς ἀνομίας καί τῆς ἁμαρτίας πού ἐνεργεῖται καί πού γνωρίζει τεράστια ἔξαρση
καί ἔνταση στίς μέρες μας καί μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ μία πρωτοφανῆ καί
πολύπλευρη κρίση καί μία ἰδιαίτερα ὀδυνηρή πραγματικότητα. Μία
πραγματικότητα γεμάτη διλήμματα καί ἀδιέξοδα, γεμάτη σύγχυση καί διχοστασία, ἀμφιβολία
καί ὀλιγοπιστία, πού συνοδεύεται ἀπό τό πλέονασμα τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἔκπτωσης, τῆς
ἀπαξίας, τῆς διαφθορᾶς σέ προσωπικό καί συλλογικό ἐπίπεδο.
Μιά πραγματικότητα, στήν διαμόρφωση τῆς ὁποίας ἔχουμε ὅλοι ἀνεξαιρέτως
τό μερίδιο τῆς εὐθύνης μας, ἀφοῦ ἔχουμε ἐνδώσει ἀσυγχώρητα καί ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι στά ἀλλότρια κελεύσματα. Οἰκειοποιηθήκαμε ἀβασάνιστα τά
νέα ἤθη, τίς ἀξίες, τά ἰδανικά, τίς συνήθειες καί τά πρότυπα πού μᾶς
προέβαλαν. Ἐνδώσαμε ἀμαχητί στίς πιέσεις, τίς ἀπειλές, τούς πειθαναγκασμούς.
Παγιδευτήκαμε ἀδιάκριτα στά ψευδοδιλήμματα τῆς εὐημερίας, τῆς
ἀναπτύξεως, τῆς προόδου, τῆς ἀσφάλειας. Ἀποδεχτήκαμε αὐτάρεσκα
τήν εὐμάρεια, τήν ἄνεση, τήν πολυτέλεια, τήν εὐδαιμονία καί τήν ἐπίπλαστη
εὐτυχία πού μᾶς προσέφεραν. Χάσαμε τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου στήν ζωή, στίς ἀπολαύσεις,
στίς δραστηριότητες, στίς ἐκδηλώσεις, στίς ἐπιδιώξεις, στά κέρδη. Ξεχάσαμε
τόν κύριο προορισμό καί σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ἡ Οὐράνια Πατρίδα μας.
Παρεκλίναμε στά θέματα τῆς πίστως, καθώς μᾶς κυρίευσε ὁ πνευματικός
ἐφησυχασμός, ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν καί τῶν θείων ἐντολῶν, ἡ ἔλλειψη ὁμολογιακοῦ
φρονήματος, ἡ ἀδιαφορία γιά τήν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί
δογματικῆς συνειδήσεως καί τῆς λατρευτικῆς παραδόσεώς μας. Μᾶς
κυρίευσε ἡ διαβρωτική ἐκκοσμίκευση καί ὁ ἀλλοτριωτικός νεωτερισμός,
ἡ χλιαρότητα καί μαλθακότητα τοῦ βίου, ἡ ἀποφυγή τῆς εὐλογημένης
ἀσκήσεως καί ἡ σφοδρή ἐπιθυμία πλουτισμοῦ καί ἐπιδείξεως.
Ἡ ἀποστασία μας, ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἀμετανοησία
μας εἶναι ἡ αἰτία καί τῶν παρόντων καί τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν καί προβλημάτων
μας. Εἶναι ἀπόλυτη καί ἄμεση ἀνάγκη νά ἀναλογιστοῦμε καί νά ἀναγνωρίσουμε
ταπεινά ὁ καθένας τά λάθη μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ἀποδεχθοῦμε καί νά ἀναλάβουμε
ὁ καθένας μας τό μερίδιο εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, χωρίς νά θεωροῦμε πάντα ὑπεύθυνους
γιά ὅλα τούς ἄλλους.
Ἡ εὐθύνη βαρύνει ὅλους μας, ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς καί
λαϊκούς, πού γινόμαστε μερικές φορές ἀχθοφόροι τοῦ ὀνόματος καί τῆς
ἰδιότητός μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία μετατρέπουμε λαθεμένα
σέ θρησκεία, σέ ἰδεολογία, σέ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας, σέ πολιτιστικό
καί οἰκονομικό ὀργανισμό, σέ διοικητικό κατεστημένο καί στεγανό ἀδιαφάνειας
στήν λήψη τῶν ἀποφάσεων.
Δυστυχῶς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀποδεικνύεται κατώτερη τῶν
περιστάσεων. Σιωπῶσα καί ὑπνώττουσα, ἐγκλωβισμένη καί ὑποτεταγμένη στήν
πολιτειοκρατία, βαθειά διαβρωμένη ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση, ἄνευρη καί νωχελική, ἀδυνατεῖ
νά ὀρθώσει σθεναρό θεολογικό, ὁμολογιακό, ἀντιρρητικό καί θεραπευτικό λόγο. Ἀδυνατεῖ
νά ἀντιδράσει καί νά ἀντιταχθεῖ ἀποφασιστικά στό ἀντίθεο καί ἀνθελληνικό κατεστημένο
πού συνεχῶς ἰσχυροποιεῖται καί ἑδραιώνεται.
Αὐτός, ταπεινά φρονοῦμε, εἶναι καί ὁ λόγος, πού ἡ μαρτυρία τῆς
Διοικούσης Ἐκκλησίας μας εἶναι στίς μέρες μας ἀνεπαρκής καί τό κῦρος
της ἔχει κλονισθεῖ στήν συνείδηση τῶν πιστῶν. Καί αὐτό τό λέμε ὄχι κατακριτικά
οὔτε ἐλεγκτικά, ἀλλά μέ ἀληθινό πόνο ψυχῆς καταθέτοντας ἁπλά καί
σεμνά τόν καλογερικό μας λογισμό, χωρίς νά ἐξαιροῦμε τόν ἑαυτό μας
καί νά ἀποποιούμαστε τό μερίδιο εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ.
Ἄλλωστε, τά ἴδια τά μοναστήρια μας εἶναι τά πρῶτα πού ἔχουν
ἀρχίσει νά νοσοῦν προσβεβλημένα ἀπό τήν δυσίατη ἀσθένεια τῆς ἐκκοσμικεύσεως
καί τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἡ πολυπραγμοσύνη, ἡ ἔντονη κοινωνικότητα,
ὁ νεωτερισμός, ἡ ἐπιχειρηματική δραστηριότητα, ἡ ἄμετρη χρήση
τῆς συγχρόνου τεχνολογίας ἀπειλοῦν νά ἁλώσουν ἀρκετά ἀπό τά πνευματικά
προπύργια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι
οἱ μονές. Παρατηροῦμε, ἔτσι, τήν μείωση στόν ἡσυχασμό, τήν νήψη, τήν προσευχή,
τήν μελέτη καί τό ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἔχουν χαλαρώσει
τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωση στήν περιφρούρηση τῶν ἀκριτικῶν συνόρων
τῆς ἱερῆς μας γῆς, τῆς πίστεως δηλαδή καί τῆς πατρίδος μας, στήν ὑπηρεσία
τῶν ὁποίων ἦταν πάντοτε ταγμένοι καί πρωτοπόροι οἱ μοναχοί.
Κινδυνεύει, δυστυχῶς, ὁ σύγχρονος ὀρθόδοξος μοναχισμός μας
νά καταλήξει σκιά τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος του, ἐκκοσμικευμένος, πολυπράγμων,
κοινωνικός, ἐπιδοτούμενος καί χρηματοδοτούμενος, ἀλλοτριωμένος,
κωφεύων, σιωπῶν καί ἀπών συμβάλλοντας καί αὐτός μέ τόν τρόπο του στήν
ἀπουσία τῆς ζωντανῆς καί οὐσιαστικῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας
σήμερα.
Ὅμως, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί σέ αὐτή τήν τραγική κατάσταση
δέν ἐγκαταλείπει τό δημιούργημά Του. Ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως ἐκφράζεται στήν
Ἁγία Γραφή -τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη- σκοπό ἔχει νά ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο
ἀπό τήν παρά φύσιν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας στήν κατά φύσιν κατάσταση τῆς ἀρετῆς
καί νά τόν θεώσει μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή καί ἡ ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό καί ἡ ἀνταπόκριση
στό διαρκές κάλεσμά Του γίνεται πρωτίστως μέ τήν μετάνοια. Σήμερα, περισσότερο
ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή, τό κήρυγμα τῆς μετανοίας εἶναι ἐπίκαιρο καί ἀπόλυτα
ἀναγκαῖο. Ἡ ὀντολογική, σωστική καί ἀνατρεπτική μετάνοια εἶναι αὐτή πού θά ἑλκύσει
τήν χάρη, τήν εὐσπλαχνία καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπαρξιακή, ἀποφασιστική, ἔμπρακτη,
εἰλικρινής καί ἔμπονη μετάνοιά μας εἶναι αὐτή πού μπορεῖ νά ἀποτρέψει, νά ἀναστρέψει
καί νά ἀπωθήσει χρονικά καί τά παρόντα καί τά ἐπερχόμενα δεινά.
Ὁ Χριστός μας εἶναι Αὐτός καί μόνον Αὐτός πού, ἄν δεῖ τήν μετάνοιά
μας, μπορεῖ νά ἀντιστρέψει τόν θλιβερό μας κατήφορο. Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνουν τά ἁγιογραφικά
κείμενα καί πληθώρα περιπτώσεων ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη ἔχουμε ἄπειρες περιπτώσεις, ὅπου οἱ Ἰσραηλίτες
ἐκλήθησαν καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀλλά καί διά μέσου τῶν Ἁγίων Προφητῶν καί τῶν
Δικαίων Του, σέ μετάνοια. Ἄπειρες, ἐπίσης, εἶναι οἱ φορές πού ὁ Θεός ματαίωσε
τήν τιμωρία του γιά τά τόσα ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ Του, παρότι τήν εἶχε ἀποφασίσει,
καί αὐτό γιατί αὐτοί ἐπέδειξαν εἰλικρινῆ, ἔνδακρυ καί ἔμπρακτη μετάνοια καί Αὐτός
τούς εὐσπλαχνίσθηκε.
Κλασικό παράδειγμα καί ὑπόδειγμα γιά ὅλους μας, ἡ ἰσχυρή καί ἀποφασιστική
μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν, πού ἔκανε τόν ἴδιο τόν Θεό νά «μετανοήσει»(!)
καί νά δείξει τό ἔλεός Του καί τήν φιλανθρωπία Του ἀποτρέποντας τά δεινά πού εἶχαν
καθορισθεῖ καί προαναγγελθεῖ ἀπό τόν Προφήτη Ἰωνᾶ γιά τούς Νινευΐτες. «Ἴδωμεν τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ψευδόμενον...»(!),
ἀναφωνεῖ μέ θαυμασμό καί ἔκπληξη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Μετενόησαν Νινευΐται καί μετενόησεν ὁ Θεός(!). Ἔσχισεν ἡ μετάνοια τῆς ἀπωλείας τό
πρόσταγμα... Ὤ πάντα δυναμένης μετανοίας! Ἐπί γῆς τελεῖται καί τά ἐν οὐρανοῖς ἀναστρέφει»[2].
(Δηλ. Ἄς δοῦμε τόν Θεό νά ψεύδεται(!) ἀπό φιλανθρωπία... Μετανόησαν οἱ
Νινευῖτες καί μετανόησε καί ὁ Θεός(!). Ἡ μετάνοια ἔσχισε τό διάταγμα τοῦ
ἀφανισμοῦ... Ὤ παντοδύναμη μετάνοια! Στή γῆ τελεῖται καί ἀναστρέφει τά οὐράνια.)
Ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης,
τόνιζε μέ ἐμφατικό τρόπο τήν ἀδήριτη ἀνάγκη τῶν ἡμερῶν μας γιά μετάνοια: «Σήμερα, ἂν διδασκόταν ἡ μετάνοια στὸν κόσμο, μόνον αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήση... Ἂν ὑπῆρχε μετάνοια,
τὰ πράγματα θὰ εἶχαν τακτοποιηθῆ. Μπόρες, μπόρες θὰ περνοῦμε! Ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ
χέρι Του! Νὰ ζητοῦμε μετάνοια γιὰ ὅλον τὸν κόσμο καὶ γιὰ ὅσους ἐν ψυχρῷ κάνουν
κακὸ στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ διορθωθοῦν, νὰ τοὺς δίνη ὁ Θεὸς μετάνοια
καὶ ἔπειτα νὰ τοὺς παίρνη. Νὰ βοηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, τὸν κόσμο στὴν μετάνοια,
γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, αὐτὸ χρειάζεται
σήμερα. Ἐγὼ συνέχεια συνιστῶ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, γιὰ νὰ χάση τὰ δικαιώματα
ὁ διάβολος, νὰ κοποῦν οἱ ἐξωτερικὲς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις»[3].
Γιά τόν λόγο αὐτό, θά παραθέσουμε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τμηματικά καί σέ συνέχειες, κάποια κείμενα (στηριγμένα στήν Ἁγία Γραφή καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας) σχετικά μέ τήν μετάνοια, τήν ἔννοια καί τά γνωρίσματά της, τίς ὁδούς τῆς μετανοίας, τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή ἀποκτᾶται, τούς καρπούς καί τά ὀφέλη της, διάφορα παραδείγματα μετανοίας ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τό Γεροντικό κ.ἄ., ὥστε νά γνωρίσουμε καί νά βιώσουμε, ὅσο τό δυνατό περισσότερο, αὐτή τήν μεγάλη καί σωστική ἀρετή τῆς μετανοίας.
[1] Ἁγ.
Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ΕΠΕ 1, σελ. 210
[2] Ἁγ.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν μετάνοιαν
τῶν Νινευϊτῶν, ΕΠΕ 8Α, 510-520
[3] Γέροντος
Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι Β΄, Πνευματική Ἀφύπνιση, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου
«Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης,
1999, σελ. 350-352
Πράγματι είναι μονόδρομος η μετάνοια!!! Αλλά πώς θα οδηγηθούμε σε αυτή όταν ο Κλήρος περί άλλα τυρβάζει και αδιαφορεί για το ποίμνιο; Πού είναι η Αγάπη, η ταπείνωση; Η Εκκοσμίκευση της Εκκλησίας έφερε αποστάσεις μεταξύ Ποιμνίου και Ποιμένων. Οι ποιμένες ομοιάζουν περισσότερο με "μισθωτοί", παρά με Ποιμένες!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή