53 νύχτες άυπνοι!
Στις 6 Απριλίου
εκείνης της σημαδιακής χρονιάς η ορδή του Μεχμέτ του Β’ έφθασε έξω από τα τείχη
της Βασιλεύουσας κι απλώθηκε σε όλο το μήκος τους.
Από το βράδυ
εκείνης της ημέρας και μέχρι το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου όλοι αυτοί που η μοίρα
τους ανέθεσε το ιερό χρέος να υπερασπισθούν την τιμή τής έστω κατ’ όνομα πλέον Αυτοκρατορίας,
με την τόσο μεγάλη όμως κληρονομιά, δεν πρέπει να απόλαυσαν ξένοιαστο ύπνο.
Για 53 νύχτες, και
μόνον η σκέψη πως το τεράστιο εκείνο φουσάτο μπορούσε να ξεχυθεί κάθε στιγμή
κατά πάνω τους έφθανε για να τους κρατά ξάγρυπνους «μήποτε υπνώσουν εις
θάνατον».
Αναρωτηθήκαμε
ποτέ, πώς άντεξαν τόσο κόπο και τόσο ξενύχτι εκείνοι οι υπέροχοι; Γιατί δεν
ήταν μόνο η ξαγρύπνια τη νύχτα ήταν κι ο πόλεμος. Θυμάστε και από άλλες τέτοιες
στιγμές, «ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι».
Και τί πόλεμο!
Να ξερνάει τρόμο
και θάνατο η μεγάλη μπομπάρδα, να είναι το πλήθος των εναντίων τεράστιο, να
είναι η παρέα των αντρειωμένων τόσο μικρή και τόσο κουρασμένη και να μην
υπάρχει ούτε ξαποσταμός ούτε αναπληρώσεις απωλειών.
Αλλά και να μην
επιτίθενταν οι εχθροί τη νύχτα, αρκούσε ο θόρυβος από τα τύμπανα, τα πανηγύρια,
τα ξεσαλώματα και την κραιπάλη για να μην τους αφήσουν να ησυχάσουν.
Μα άντεξαν 53
νύχτες άυπνοι;
Ναι άντεξαν,
γιατί για τη ζωή τους ξαγρυπνούσαν και για τη ζωή των δικών τους; Ναι, αλλά και
για την τιμή τους όμως.
Δεν αυτομόλησαν,
δεν επαναστάτησαν στον Βασιλέα, δεν τον παρακίνησαν να συνθηκολογήσει. Όπως
διέσωσε η ιστορία ή έστω ο μύθος, «πάντες αυτοπροαιρέτως» αποφάσισαν να
πεθάνουν.
Και με αυτή την
αυτοπροαίρετη θυσία τους ξέρετε, μας έδωσαν τη δυνατότητα, στον αιώνα, να
μπορούμε, άν θέλουμε, που αλλοίμονο σίγουρα δεν θέλουμε, να διεκδικήσουμε την
άμποτε ανάκτηση της Πόλης, γιατί εκείνοι δεν την παρέδωσαν. Μπορούμε να τη
διεκδικήσουμε με βάση το δίκαιο.
Μα γιατί να
θελήσουμε; Αυτό δεν θα ήταν μόνο ιμπεριαλιστικό, θα ήταν και σουρεαλιστικό για
τη σημερινή πραγματικότητα.
Αλλά ας
κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο εκείνοι οι ωραίοι, γιατί αυτοί σίγουρα εφύλαξαν το
χρέος.
Πόσο πιο όμορφος
θα ήταν σήμερα ο κόσμος μας αν η γιαγιά η ευλογημένη, μπορούσε ακόμη να λέει
στα εγγόνια της παραμύθια για εκείνους τους ανύστακτους;
Αλλά βλέπετε κι
αυτούς βαλθήκαμε να τους ξεχάσουμε γιατί
δεν αντέχουμε στον έλεγχο της συνείδησης.
Ξέρετε, η ρημάδα η μνήμη ακονίζεται στο ακονιστήρι του χρόνου, και αυτό που συνέβει χτες όσο κι αν πόνεσε, όσο κι αν ρήμαξε, όσες ζωές κι αν αφαιρεθούν με βάναυσο και φρικτό τρόπο εκείνος ο ανενδοίαστος και πανδαμάτωρ χρόνος τα λειαίνει τόσο που σχεδόν τα εξατμίζει... Αν ακούγαμε εκείνες τις φωνές, τις κραυγές, τις οιμωγές την ώρα που βίωναν όλο αυτό το σκηνικό κανένας ιστορικός με ελαφρά τη καρδία δε θα μπορούσε να το περιγράψει. Ο Φραντζής που το βίωσε κλείστηκε μετά από πολλή περιπέτεια σε μοναστήρι καταφεύγοντας στη Κέρκυρα, έχασε γιούς από το μαχαίρι, και κόρη να βιάζεται και να ατιμάζεται μπροστά του.
ΑπάντησηΔιαγραφή