29 Μαΐ 2020

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ο Λεονάρδος ο Χίος (1ο μέρος)

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: Ένα επικό βίντεο για τους υπερασπιστές της
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ Ο ΧΙΟΣ
1ο μέρος
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
          Όταν το Φεβρουάριο του 1451 πέθανε ο Οθωμανός Σουλτάνος Μουράτ, τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο μόλις εικοσιενός ετών γιος του, Μωάμεθ (= Μεχμέτ) Β΄, ο οποίος ήταν ευφυέστατος και ικανότατος, αλλά παράλληλα αιμοδιψής, ύπουλος, παντελώς ανήθικος και κυριευμένος από την έμμονη ιδέα να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε να κερδίσει την τιμή που απέρρεε από τα λόγια του Μωάμεθ, του «προφήτη» τους, ότι : «ο μεγαλύτερος στρατηγός θα είναι εκείνος που θα πάρει την Κωνσταντινούπολη».

            Βλέποντας ο τελευταίος και μαρτυρικός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος  ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, τα «μαύρα σύννεφα της καταιγίδας», που έφερνε η επέλαση των Τούρκων, να πλησιάζουν διαρκώς και πιο απειλητικά τη Βασιλεύουσα, δεν έμεινε αδρανής, αλλά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να υπερασπιστεί επάξια ως νέος Λεωνίδας τις «Θερμοπύλες» που του όρισαν ο Θεός και η ιστορία. Αντιλαμβανόμενος ο συνετός αυτοκράτοράς μας την απελπιστικά δυσχερή στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά θέση των Ελλήνων, θέλησε να στραφεί προς τους ηγεμόνες της Δύσεως για βοήθεια. Όχι γιατί τους εμπιστευόταν, ή έτρεφε ψευδαισθήσεις για τις πραγματικές τους διαθέσεις, που ήταν εξίσου αρπακτικές με των Τούρκων, αλλά γιατί δεν του απέμενε άλλη διέξοδος για βοήθεια. Αυτό  επισημαίνει ο Ρώσος  βυζαντινολόγος Georg Ostrogorsky γράφοντας ότι : «Όπως ο αδελφός του έτσι και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ στήριξε όλες τις ελπίδες του στη βοήθεια από τη Δύση. Οι ελπίδες αυτές ήταν ισχνές, δεν μπορούσε όμως από πουθενά αλλού να ελπίζει»1.
            Επέλεξε λοιπόν να τους προσεγγίσει μέσω του Πάπα, υποκύπτοντας και στις πιέσεις της μερίδας των Ελλήνων λατινόφιλων – ενωτικών, δηλαδή αυτών που ζητούσαν ένωση-υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στους Ρωμαιοκαθολικούς, κυρίως για να έλθει βοήθεια από τη Δύση. Όσο βρισκόταν ο Κωνσταντίνος  κάτω από τη θετική επίδραση του Γεωργίου – Γενναδίου Σχολαρίου2 , εξέφραζε τα πραγματικά του αισθήματα, που ήταν ανθενωτικά. Όμως τώρα, παρασυρμένος από την κρισιμότητα της καταστάσεως και από φαύλους συμβούλους, μετέβαλε τακτική στο θέμα της ενώσεως Ορθοδοξίας και Παπισμού και θέλησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Πάπα. Έστειλε λοιπόν στη Ρώμη, ως πρεσβευτή, τον Ανδρόνικο Βρυέννιο Λεοντάρη, ουσιαστικά για να ζητήσει βοήθεια και παράλληλα να μεταφέρει την πρόταση να συνέλθει Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, για να επανεξετασθούν οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 39) για Ένωση, που είχαν μείνει σε αχρηστία μετά την αντίδραση του Ορθόδοξου κόσμου.     
            Ο Πάπας Νικόλαος ο Ε΄ αντί βοήθειας απάντησε στον Παλαιολόγο με μια επιστολή, που φέρει ημερομηνία 11 Οκτωβρίου 1451. Το περιεχόμενό της ήταν τόσο κυνικό και προκλητικό που ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος δίκαια το χαρακτήρισε ως «τελεσίγγραφον της Δύσεως προς το Βυζάντιον»3. Στην μακροσκελή αυτή επιστολή ο Πάπας διακηρύσσει ότι όσο οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν το Πρωτείο του Ποντίφικα (= Αρχιερέα) της Ρώμης δεν έχουν τίποτε άλλο να περιμένουν παρά τη δίκαιη τιμωρία που θα τους στείλει ο Θεός. Και συνεπώς όλες οι συμφορές που πλήττουν το ένδοξο γένος των Ελλήνων οφείλονται στην απόσχισή τους από την Εκκλησία της Ρώμης. Ο Πάπας κατέκρινε τον προκάτοχο του Βυζαντινού θρόνου και αδελφό του Κωνσταντίνου, τον Ιωάννη Η΄, γιατί δεν προώθησε την Ένωση και ζητούσε από τον αυτοκράτορα ν’ αποδεχθεί την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας άνευ όρων και χωρίς νέες συζητήσεις και μόνο τότε θα φθάσει η πολυπόθητη βοήθεια4. Έτσι ο Πάπας, ο αυτοαποκαλούμενος «δούλος των δούλων του Θεού», αντί να εφαρμόσει τα διδάγματα της παραβολής «του καλού Σαμαρείτη» προτίμησε ν’ ακολουθήσει το δικής τους κατασκευής αντιχριστιανικό ρητό : «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Προκειμένου λοιπόν να εκμεταλλευθεί τη δεινή θέση του Βυζαντίου, ο Πάπας Νικόλαος αποφάσισε μετά την επιστολή να στείλει αντιπρόσωπό του (λεγάτον) στην Κωνσταντινούπολη, για να πιέσει την κατάσταση από κοντά και να κατευθύνει τις εξελίξεις προς το δικό του το συμφέρον. Γι’ αυτήν την ιδιαίτερα σημαντική για τις επιδιώξεις του Βατικανού αποστολή, ο Πάπας Νικόλαος επέλεξε τον καρδινάλιο Ισίδωρο.
            Το πρόσωπο αυτό δεν ήταν μια τυχαία επιλογή. Ο Ισίδωρος ήταν Ορθόδοξος Μητροπολίτης Ρωσίας όταν πήρε μέρος στη  Σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας, όπου ακολούθησε φιλοπαπική γραμμή, γι’ αυτό και μετά την επιστροφή του καθαιρέθηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι ως αιρετικός από τους Ρώσους Ορθοδόξους. Κατάφερε όμως να διαφύγει και να φθάσει στην Ιταλία, όπου αμείφθηκε από τον Πάπα για τη στάση του με την ανάδειξή του σε καρδινάλιο. Ο Ισίδωρος ήταν Έλληνας από την Πελοπόννησο  και ενδιαφερόταν για την τύχη του Ελληνισμού, ουσιαστικά όμως παρά τις καλές προθέσεις του πρόδιδε με τη στάση του το αληθινό συμφέρον του Έθνους. Μαζί του έφερνε από τη Ρώμη μόνο μερικούς τοξότες ως "βοήθεια", προκειμένου να κρατηθούν τα προσχήματα και να καλυφθεί η παγερή αδιαφορία του Πάπα και της Δύσεως για την τύχη της Βασιλεύουσας.
              Έτσι λοιπόν ο καρδινάλιος Ισίδωρος, κατευθυνόμενος δια θαλάσσης προς την Κωνσταντινούπολη, αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Χίου, προκειμένου να παραλάβει τον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο Λέσβου, τον Λεονάρδο τον Χίο. Στις λίγες ημέρες που παρέμεινε στη Χίο, έλαχε ηγεμονικής φιλοξενίας από τους Ιουστινιάνες, δηλαδή τους Γενοβέζους κυριάρχους του νησιού, οι οποίοι, προκειμένου να φανούν αρεστοί στον Παπικό απεσταλμένο, του προσέφεραν και αξιόλογα δώρα5.  
            Όμως εδώ ας εξηγήσουμε ποιος ήταν ο Λεονάρδος. Ο Λεονάρδος Λόγγος  Ιουστινιάνης6 ήταν ως προς την καταγωγή Γενουάτης, ο οποίος γεννήθηκε στη Χίο το 1395 ή το 1396, γι’ αυτό και έμεινε στην ιστορία ως Λεονάρδος ο Χίος. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο. Υπήρξε μέλος ενός από τα Ρωμαιοκαθολικά μοναχικά τάγματα, αυτό του "Αγίου" Δομινίκου. Με την οικονομική βοήθεια των Γενοβέζων αρχόντων της Χίου στάλθηκε στην Πάδοβα της Ιταλίας για σπουδές. Διακρίθηκε ως Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος. Δίδαξε θεολογία στις Ιταλικές πόλεις Πάδοβα και Γένοβα (1426 - 1428). Διετέλεσε γενικός βικάριος της αδελφότητας των Αποδημητών αδελφών και ιεροεξεταστής στην Ανατολή7. Αφού επέστρεψε στη Χίο χειροτονήθηκε Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος της Λέσβου την 1η Ιουλίου 1444. Η Λέσβος είχε καταστεί Γενουατική κτήση και την κυβέρνησαν οι Γαττελούζοι (Gattilusi) ή Κατελούζοι (Gattelusi) μέχρι το 1462, οπότε το νησί κατελήφθη από τον Σουλτάνο Μεχμέτ Β΄.

Εντολή του Πάπα προς τον Λεονάρδο να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη

            Ήταν Οκτώβριος του 1452 και ο Λεονάρδος βρισκόταν στην έδρα της αρχιεπισκοπής του στη Μυτιλήνη. Τα τρία τελευταία έτη - μετά την επιστροφή του από τη Γένοβα8 στα τέλη του 1449 - είχε παραμείνει στο νησί της Λέσβου, αφού δεν του δόθηκε αφορμή να ταξιδέψει στην αγαπητή του Ιταλία, ούτε και ο Παπικός θρόνος του ανέθεσε κάποια αποστολή. Είχε λοιπόν περιορισθεί να ποιμαίνει το μικρό και ξενόφερτο ποίμνιο των Ρωμαιοκαθολικών κατακτητών της Λέσβου, ζώντας μεγάλο μέρος του εικοσιτετραώρου του κλεισμένος μέσα στο φρούριο της Μυτιλήνης, όπου βρισκόταν το επισκοπικό μέγαρο. Φιλοδοξία του ήταν, καθώς διέθετε πολύ "Βατικάνεια αγάπη", μια ημέρα οι Έλληνες Ορθόδοξοι, που αποτελούσαν την πλειονότητα του νησιού, να ''συνέλθουν'' και να τον αναγνωρίσουν ως ποιμένα τους9. Σίγουρα θα αναπολούσε την εποχή της συμμετοχής του στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας, καθώς και τα χρόνια που έζησε στην Πάδοβα και στη Γένοβα, που δεν ήταν και λίγα, το ίδιο και οι τιμές και οι διακρίσεις που απόλαυσε εκεί. Τώρα ήταν περιορισμένος σ' ένα νησί γεμάτο από "πεισματάρηδες" και "αυθάδεις" σχισματικούς Γραικούς, όπως συχνά μας αποκαλούσε, που αντιστέκονταν στον "διάδοχο" του Αποστόλου Πέτρου, του Πάπα, και αρνούνταν να εισέλθουν στη Ρωμαϊκή ποίμνη. Αν και γεννήθηκε στο γειτονικό τους νησί, τη Χίο, ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτούς τους αχάριστους Ρωμιούς Αιγαιοπελαγίτες. Εκείνη την εποχή ταλαιπωρούνταν και από μία ασθένεια, που όμως αποδείχθηκε ότι ήταν παροδική.
            Τα νερά της ήρεμης - ίσως και ανιαρής - καθημερινότητάς του ήλθαν να ταράξουν απεσταλμένοι του παλιού γνώριμου και φίλου του καρδινάλιου Ισιδώρου προσκομίζοντάς του επιστολές του. Ο καρδινάλιος, όπως προαναφέραμε, ήδη βρισκόταν στη Χίο, ετοιμαζόμενος πυρετωδώς να αποπλεύσει για την Πόλη. Με ενθουσιασμό ο Λεονάρδος διαβάζοντας τα έγγραφα που του διαβιβάσθηκαν, πληροφορήθηκε ότι για μια ακόμα φορά ο Παπικός θρόνος προσέβλεπε στις υπηρεσίες του. Ο ίδιος ο Πάπας Νικόλαος ο Ε΄ τον είχε επιλέξει και μάλιστα τον παρακαλούσε να συνδράμει στην ύστατη προσπάθεια του Βατικανού να νεκραναστήσουν την Ένωση της Φερράρας - Φλωρεντίας. Ο Χίος Δημήτριος Ροδοκανάκης αναφέρει ότι «εν ονόματι του Αγίου Πατρός, παρεκαλείτο εις την άμεσον αυτού εις Χίον μετάβασιν και την εις Βυζάντιον ως συμβούλου και βοηθού αυτού (του καρδινάλιου Ισιδώρου) εις την εκεί συγκροτηθησομένην δογματικήν μετά των Γραικών θεολόγων συζήτησιν»10.
            Όμως εδώ ας εξηγήσουμε γιατί κρίθηκε αναγκαίο ο Λεονάρδος να συνοδεύσει αυτή την ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα του παπισμού αποστολή. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης διακρινόταν για τον φανατισμό του στην υποστήριξη των παπικών θέσεων, καθώς και για τον ζήλο του να προχωρήσει με κάθε μέσο ο εξαναγκασμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας για Ένωση και να παραδοθεί αυτή πνευματικά στο Βατικανό. Η απέχθειά του για την Ορθοδοξία αντικατοπτρίζεται στα έργα που συνέγραψε, στα οποία δεν χάνει την ευκαιρία να ονομάζει εμάς τους Ορθοδόξους «σχισματικούς». Συνεπώς οι λόγοι για τους οποίους επελέγη ως μέλος της παπικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη ήταν: α) ο υπέρμετρος ζήλος του για το Ρωμαιοκαθολικισμό, β) οι θεολογικές του γνώσεις. Ο Ροδοκανάκης αναφέρεται σ΄αυτόν χαρακτηρίζοντάς τον με τους εξής λόγους : « του μεγαλοφυούς τούτου ιεράρχου της ρωμαϊκής εκκλησίας …εις τον επιστημονικόν κόσμον περικλεούς καταστάντος»11. γ) η εμπειρία που είχε αποκτήσει για τους Έλληνες ζώντας ανάμεσά τους, δ) ο Πάπας είχε γνωρίσει από κοντά τον Λεονάρδο, όταν αυτός το 1449 βρέθηκε στη Ρώμη, ως απεσταλμένος του Γενοβέζου ηγεμόνα της Λέσβου Δορίνου Α΄ Γαττελούζου .Τον εκτιμούσε λοιπόν και τον εμπιστευόταν για μια τόσο σημαίνουσα για τα Παπικά συμφέροντα αποστολή.
            Ο Λεονάρδος υπήρξε πάντοτε πιστός σε όλες τις εντολές της Αγίας Έδρας, συνεπώς ούτε και τώρα θα αμελούσε τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν. Την προθυμία του για την τιμητική γι' αυτόν αποστολή αύξανε και το πρόσωπο το οποίο ηγούνταν αυτής. Τον καρδινάλιο Ισίδωρο γνώριζε από τη συμμετοχή του στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας, όπου τον πρωτοσυνάντησε. Από τότε τον θαύμαζε και διατηρούσε μαζί του στενή φιλία12. Έτσι ετοιμάσθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, λησμονώντας και την ασθένειά του και παραβλέποντας ακόμα και την ασυνήθιστη για φθινόπωρο κακοκαιρία. Ύστερα από ένα δύσκολο ταξίδι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ξαναέβλεπε το λιμάνι και το παραθαλάσσιο κάστρο της Χίου. Η χαρά της συναντήσεώς του με τον Ισίδωρο ύστερα από τόσα χρόνια ήταν μεγάλη. Αυτό όμως που προβλημάτιζε και τους δύο ήταν ότι ενώ γνώριζαν ότι στην Κωνσταντινούπολη περίμεναν στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τη Δύση, αυτοί έρχονταν με άδεια χέρια. Ο Ισίδωρος είχε φέρει μαζί του Ιταλούς μισθοφόρους με πανοπλίες και τόξα και έμπειρους στον πόλεμο, αλλά μόνο 53! Στη Χίο κατάφερε να συγκεντρώσει άλλους 100 μισθοφόρους Γενουάτες. Μάζεψε και ο Λεονάρδος άλλους 50 Έλληνες «τολμηρούς νεανίες γεννηθέντες εν Χίω»13. από τον Βροντάδο και το Μελανιός. Η Μαόνα14 προσέφερε γι' αυτούς τρόφιμα και πολεμοφόδια. Όλα αυτά και οι στρατιώτες και τα μέλη της Παπικής αντιπροσωπίας με μια γενοβέζικη μεγάλη γαλέρα απέπλευσαν από τη Χίο για την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Χίο ιστορικό Γεώργιο Ζολώτα ο Ισίδωρος εκτός από τον Λεονάρδο «είνε πιθανόν ότι εκ Χίου παρέλαβε μεθ' εαυτού και άλλα αξιόλογα πρόσωπα, χρήσιμα δι' ον είχε σκοπόν»15.

Η άφιξη του Λεονάρδου του Χίου και της Παπικής αντιπροσωπίας στην Κωνσταντινούπολη και η έναρξη των συνομιλιών με τους Ορθοδόξους

            Η παπική αντιπροσωπεία κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου 1452,όπως έγραψε σε επιστολή του ο καρδινάλιος Ισίδωρος στον ομόφρονα του λατινίσαντα πρώην μητροπολίτη Νικαίας, Βησσαρίωνα16. Έφθασαν δηλαδή πέντε μήνες πριν αρχίσει η πολιορκία της Πόλεως από τους Οθωμανούς. Κατά τον Βυζαντινό ιστορικό της Αλώσεως Μιχαήλ (;) Δούκα έφθασαν λίγο αργότερα, δηλαδή τον Νοέμβριο17. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε οργανώσει για την Παπική αντιπροσωπία λαμπρή υποδοχή και για να τους τιμήσει και να τους ευχαριστήσει για τη μικρή στρατιωτική βοήθεια που φρόντισαν να φέρουν - ασχέτως των ιδιοτελών κινήτρων τους - τους φιλοξένησε στα ανάκτορα. Οι 200 τοξότες που έφεραν μαζί τους ήταν πολύ μικρή βοήθεια μπροστά στις χιλιάδες του τουρκικού στρατού που ετοιμάζονταν να βαδίσουν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. «Όμως ήταν καλύτερο από το τίποτα»18.  Ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Λεονάρδος ο Χίος αντιλήφθηκαν αμέσως ότι το έργο τους δε θα ήταν εύκολο, αφού το σύνολο των Ελλήνων της Βασιλεύουσας, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, εξακολουθούσαν να είναι αντίθετοι στον αισχρό εκβιασμό του Πάπα να ανταλλάξουν την Ορθοδοξία με την υποσχόμενη από τους Δυτικούς βοήθεια, προκειμένου ν’ αντιμετωπισθεί η τουρκική απειλή. Όπως γράφει ο Δούκας: «Το μεγαλύτερο όμως μέρος των ιερέων, και των μοναχικών ταγμάτων, οι  ηγούμενοι, οι αρχιμανδρίτες, οι  καλόγριες - τι λέω, απλώς  το μεγαλύτερο ; Κανείς από αυτούς δεν πίστεψε στην Ένωση»19.
            Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι το Νοέμβριο του 1452 συγκάλεσαν Σύνοδο στο παλάτι του Ξυλαλά, ψυχή της οποίας αναδείχθηκε ο υπέρμαχος της Ορθοδοξίας μοναχός Γεννάδιος ο Σχολάριος . Απόφαση της Συνόδου ήταν να αποδοκιμασθούν για μια ακόμα φορά οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας και να επαναλάβουν ξανά αυτό που είχε προτείνει και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στον Πάπα, δηλαδή να συγκληθεί Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη και να συζητηθεί το θέμα της ενώσεως εξαρχής και «μετ΄ελευθερίας ». Όλα αυτά τα περιέλαβαν σε αναφορά τους προς τον βασιλέα, την οποία πιθανότατα συνέταξε ο Γεννάδιος ο Σχολάριος20. Διότι, όπως θα έλεγε και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Εκείνας οίδεν αρτίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν»21. Δηλαδή ο ευσεβής κανόνας της Εκκλησίας αναγνωρίζει ως άγιες και έγκριτες εκείνες τις συνόδους, που τις χαρακτήρισε η ορθότητα των δογμάτων.
            Ο καρδινάλιος Ισίδωρος δεν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη με την ιδιότητα ενός απλού απεσταλμένου του Πάπα, αλλά είχε ορισθεί λεγάτος (=αντιπρόσωπος) του Πάπα Νικολάου Ε΄. Ήταν δηλαδή σαν να βρισκόταν ο ίδιος ο Πάπας στην Κωνσταντινούπολη στο πρόσωπο του Ισιδώρου. Κάθε Παπικός λεγάτος είχε εκεί που μετέβαινε όλα τα προνόμια του Πάπα, καθώς και το να φοράει κόκκινα πέδιλα, όπως και αυτός22. Όμως ο λεγάτος Ισίδωρος δεν είχε εξουσιοδοτηθεί εν λευκώ. Οι εντολές του Πάπα ήταν σαφέστατες προς τον καρδινάλιό του. Δεν τον έστελνε στην Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευθεί, ούτε να κάνει ουσιαστικές συζητήσεις και ειλικρινείς θεολογικούς διαλόγους. Από τους Βυζαντινούς δε ζητούνταν τίποτε λιγότερο από την Ένωση - ουσιαστικά υποταγή - με το Βατικανό. Ο Γάλλος ιστορικός Γουσταύος Σλουμβερζέ είναι σαφέστατος περί αυτού: «Απεστάλη δε υπό την ιδιότητα ληγάτου του πάπα, όπως αποδεχθή την κατά τύπους υποταγήν της ελληνικής εκκλησίας και την μετά της Ρώμης ένωσιν»23. Άλλα και η επιλογή του Πάπα για το πρόσωπο του Λεονάρδου επρόκειτο να δικαιωθεί πλήρως. Ο Ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης υπήρξε πολύτιμος βοηθός για τον πρώην Ορθόδοξο Μητροπολίτη Ρωσίας. Ακάματος και δραστήριος  δεν έπαυε σε όλη την διάρκεια των επαφών από το «να υποστηρίξη κρατερώς τους υπέρ της ενώσεως αγώνας του παπικού αποκρισαρίου»24.        Τον Νοέμβριο ξεκίνησαν οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες όμως στην ουσία αποτελούσαν κατ΄ ιδίαν συνδιασκέψεις, στις οποίες παρευρίσκονταν από την πλευρά των Ορθοδόξων κυρίως μέλη της μερίδας των ενωτικών. Δεν έλειψαν και οι παρασκηνιακές συναντήσεις. Όπως παρατηρεί ο ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης, αν και επί πολλά έτη ο Ισίδωρος ανέλαβε προσπάθεια συλλογής σχετικού υλικού, προκειμένου να αντιμετωπίσει δημόσια σε διάλογο τον Γεννάδιο τον Σχολάριο, τώρα που βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη δεν το τόλμησε, προφανώς γιατί αντιλαμβανόταν ότι δεν θα ήταν νικητής ο ίδιος25. Άλλα και ο Λεονάρδος το απέφυγε, βρίσκοντας συνετή την επιλογή του λεγάτου. Δειλιάζοντας και οι δυο μπροστά στην θεολογική  δεινότητα του Γενναδίου, αλλά και αντιλαμβανόμενοι ότι το δίκαιο και η αλήθεια δεν βρίσκονται στη δική τους πλευρά.
              Θεωρώντας όμως όλα αυτά ασήμαντα και διαπνεόμενοι από κοσμικό και όχι από εκκλησιαστικό πνεύμα, προχώρησαν στην αποστολή τους. Έτσι μεταξύ αυτών που έθεσε με τρόπο πιεστικό η Παπική αντιπροσωπία προς τον αυτοκράτορα ήταν η άμεση επάνοδος στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του εξόριστου στη Ρώμη Γρηγορίου Γ΄. Το 1450 σε Σύνοδο, που είχε συγκληθεί στην Αγία Σοφία με παρουσία των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και πολλών Μητροπολιτών, είχαν ακυρωθεί οι αποφάσεις της Συνόδου της Φερράρας - Φλωρεντίας και είχε καθαιρεθεί ο λατινόφρονας Πατριάρχης Γρηγόριος26 (1445-1450) και στη θέση του εκλέχθηκε ο Ορθόδοξος Αθανάσιος, μέχρι τότε ηγούμενος της Μονής Περιβλέπτου27. Όπως σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος: «Η λεγόμενη "ένωσι" δημιούργησε στην Κωνσταντινούπολι διχασμό. Οι αναταραχές κατέπαυσαν μόνο μετά από την Σύνοδο, που συνεκάλεσε ο διάδοχος του Ιωάννη Παλαιολόγου, ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Η Σύνοδος αυτή (1450) αποκήρυξε την σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και αποκατέστησε το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος»28. Το ζήτημα του Γρηγορίου για τη Λατινική αντιπροσωπία, με βάση τις Παπικές εντολές, δεν ήταν δευτερεύον, αλλά «μία εκ των κυρίων προϋποθέσεων για την παροχήν» στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση29. Όμως ο Κωνσταντίνος, αν και αντιλαμβανόταν το εκβιαστικό δίλλημα αρνούνταν να αποδεχθεί τον όρο τους για την επιστροφή του παπόφιλου Πατριάρχη. Ας  προστεθεί εδώ ότι το 1449, ο Κωνσταντίνος, ο νέος βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, μετά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη από τον Μωριά, απέφυγε να στεφθεί στο ναό της Αγίας Σοφίας, προκειμένου να μην γίνει η ενθρονηστήριος τελετή από τον φιλοδυτικό Γρηγόριο. Έχουμε λοιπόν δυο ακόμα έμμεσες αποδείξεις των πράγματι Ορθόδοξων πεποιθήσεων του αυτοκράτορα, που αναγκαζόταν όμως να υποκρύπτει λόγω του τουρκικού κινδύνου και της ωμότητας του Βατικανού. Κατά τον Χ. Πατρινέλη η διστακτικότητα του Παλαιολόγου οφειλόταν στο ότι δεν επιθυμούσε «να εντείνη την ήδη κρίσιμον εξ αιτίας του εκκλησιαστικού ζητήματος εσωτερικήν κατάστασιν της Πόλεως»30. Παρά τη φορτικότητά τους ο Κωνσταντίνος δεν υποχώρησε στο θέμα αυτό, παρά μόνο αποδέχθηκε να μνημονευθεί το όνομα του Γρηγορίου στην ενωτική Λειτουργία που θα γινόταν. Εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε ότι ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι ο Γεώργιος Σφραντζής "αποκρισάριος" (=πρεσβευτής) του αυτοκράτορα τον είχε συμβουλεύσει να αναγορεύσει τον καρδινάλιο Ισίδωρο σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, όμως «ο βασιλεύς φρονίμως ποιών δεν ενέκρινεν»31.
              Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, τον οποίο ο Ροδοκανάκης ονομάζει «φανατικώ παπολάτρη»32 φαινόταν άκαμπτος και αμετακίνητος από την εντολή του Νικολάου να εφαρμοσθεί η Ένωση χωρίς υποχωρήσεις και αλλαγές, έστω και ήσσονος σημασίας. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος χαρακτηρίζει τον Ισίδωρο συνετό μεν και μετροπαθή, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι διατελούσε συνεχώς και «ειλικρινώς υπηρεττών τα συμφέροντα» του Πάπα33. Ο Βρετανός βυζαντινολόγος Donald Nicol  παρατηρεί ότι «Ο Ισίδωρος ήταν συμπαθητικός αλλά αμετακίνητος»34, καθώς παντού τόνιζε ότι «είχε έλθει για να σώσει τις ψυχές των Βυζαντινών διακηρύσσοντας την ένωση των Εκκλησιών»35. Η ύστατη αντιπρόταση της Βυζαντινής πλευράς, δηλαδή ουσιαστικά του αυτοκράτορα, μετά την απόρριψη της προτάσεως για μια νέα Σύνοδο, ήταν να εφαρμοσθεί η Ένωση, αλλά υπό μια προϋπόθεση: Όταν αποκρουσθεί ο Τουρκικός κίνδυνος, η συμφωνία να επανεξετασθεί και αν βρεθεί στον ενωτικό όρο της Φλωρεντίας κάτι που δεν είναι σύμφωνο με τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων να διορθωθεί το σημείο αυτό και να αναθεωρηθεί η συμφωνία.
            Ο Ισίδωρος αρχικά απέρριπτε κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, διότι και αυτός και όλοι όσοι είχαν στοιχειώδεις θεολογικές γνώσεις γνώριζαν ότι όχι μόνο ένα σημείο θα βρεθεί που δεν θα ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, αλλά πάρα πολλά. Ο ίδιος μάλιστα θα θυμόταν πολύ καλά ότι στην τελευταία συνεδρίαση της συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας ως μέλος της Ορθοδόξου αποστολής είχε πει προς τους Ρωμαιοκαθολικούς : «τα επιχειρήματά μου, εις τα οποία δεν εδόθη απάντησις, δεν μου επιτρέπουν να δεχθώ την ήτταν της ελληνικής πλευράς»36.Συνεπώς συνειδητά πρόδωσε την Ορθοδοξία προσχωρώντας στον Ρωμαιοκαθολικισμό, αφού, όπως ο ίδιος ομολόγησε ότι πολύ καλά αντιλαμβανόταν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν η υγιαίνουσα διδασκαλία. Πώς τώρα θα διακινδύνευε να αποδεχθεί ένα τέτοιο όρο; Προφανώς υποψιαζόταν ότι ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να κερδίσει χρόνο, έτσι ώστε κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες να μην είναι αναγκασμένος να δεχθεί τους Βατικάνειους εκβιασμούς και να αποδεσμευθεί από τη συμφωνία.
            Ίσως λοιπόν οι συζητήσεις αυτές του Νοεμβρίου - αρχών Δεκεμβρίου του 1452 να είχαν περιέλθει σε αδιέξοδο. Σύμφωνα όμως με τον Δ. Ροδοκανάκη την κατάσταση έσωσε ο Λεονάρδος. Έπεισε τελικώς τον ληγάτο Ισίδωρο να υποχωρήσει και να αποδεχθεί τη ζητούμενη από τους Βυζαντινούς προϋπόθεση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τόσο πολύ ευχαριστήθηκε από την επιτυχή διπλωματική παρέμβαση του Χιογενοβέζου αρχιεπισκόπου, που του απένειμε ο ίδιος προσωπικά τον σταυρό του ιπποτικού τάγματος του Αγίου Γεωργίου37. Αυτό που δεν μπορούσε να γνωρίζει ο καλών προθέσεων Κωνσταντίνος ήταν ότι ο Λεονάρδος ενήργησε έτσι με πανουργία, προκειμένου να προχωρήσει και να εφαρμοσθεί η Ένωση και όχι γιατί ήταν λιγότερο αφοσιωμένος στον Πάπα. Το πραγματικό πρόσωπο του Λεονάρδου θα αποκαλυπτόταν λίγες ημέρες αργότερα, όταν με τρομερή μισαλλοδοξία και εκδικητική μανία στράφηκε εναντίον των πνευματικών ηγετών των Ορθοδόξων, αλλά και συγκαλυμμένα και του ίδιου του Παλαιολόγου, που μόλις τον είχε παρασημοφορήσει. 
            Βλέποντας τις αντιδράσεις αποδοκιμασίας των τεκταινομένων σχετικά με την Ένωση από το μεγαλύτερο τμήμα των Ορθοδόξων, δυστυχώς ούτε ο Λεονάρδος ούτε ο Ισίδωρος ανένηψαν. Αντιθέτως ο Λεονάρδος εξοργισμένος πέταξε την προσωπίδα του φιλικού και διαλλακτικού. Ο Λεονάρδος Ιουστινιάνης ζήτησε - αφού δεν μπορούσε να διατάξει - από τον σε τραγική θέση ευρισκόμενο Κωνσταντίνο να συλλάβει και να δικάσει τους ηγέτες των ανθενωτικών, δηλαδή των Ορθοδόξων. Επιθυμούσε μάλιστα να τους σύρει σε δικαστήριο της Ιεράς Εξετάσεως, που θα συγκροτούνταν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να δικασθούν πρόσωπα όπως ο Γεννάδιος ο Σχολάριος και ο Ιωάννης ο Ευγενικός38. Ίσως ονειρευόταν τον εαυτό του ως δικαστή τους, καθώς, ας μη λησμονούμε ότι ο ίδιος είχε διατελέσει Ιεροεξεταστής. Πρόθεσή του ήταν να αφήσει "ακέφαλη" την πλευρά των ανθενωτικών και να τους τρομοκρατήσει. Είναι όμως πιθανό συνάμα να ήθελε να ελέγξει τη νομιμοφροσύνη του Βυζαντινού αυτοκράτορα στην Ένωση, καθώς τον υποψιαζόταν. Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να αναφέρουμε ότι πριν από τον Λεονάρδο, ήδη από το 1451 ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ είχε προτρέψει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να λάβει κατασταλτικά μέτρα κατά των αντιδρούντων ανθενωτικών39. Πέραν λοιπόν της εμπάθειας του Λεονάρδου προς τους Ορθοδόξους και των σχεδιασμών τακτικής του, ουσιαστικά φάνηκε ότι ήταν πιστός και υπάκουος ακόλουθος στη γραμμή που ήδη είχε χαράξει στο θέμα αυτό ο προϊστάμενός του, ο Ποντίφικας της Ρώμης.
            Όμως ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να εκτελεσθούν οι επιθυμίες του Λεονάρδου με την αιτιολογία ότι η κατάσταση θα γίνει ακόμα πιο έκρυθμη. Σαν να μην έφθανε αυτό κάλεσε στα ανάκτορα στις 15 Νοεμβρίου αντιπροσωπία των ανθενωτικών για να του εκθέσουν τις αντιρρήσεις τους40. Μετά την ακρόαση οι ανθενωτικοί τού παρέδωσαν ένα έγγραφο διαμαρτυρίας για τα όσα συνέβαιναν εναντίον της Ορθοδοξίας. Χολωμένος με όλα αυτά ο Γενουάτης αρχιεπίσκοπος κατηγόρησε σε γραπτό του κείμενο τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο για «paviditas», δηλαδή για δειλία. Το ότι η κατηγορία του ήταν εξωφρενικά άδικη μόλις που χρειάζεται να το αναφέρουμε. Όμως το βέβαιο είναι ότι ο γεμάτος "κατανόηση" και "ευαισθησία" έναντι των Ορθοδόξων, Λεονάρδος, αποκαλύφθηκε ότι στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο φανατικός Παπικός από τον Ισίδωρο. Τουλάχιστον αυτός ως Έλληνας συμπονούσε τους ομοεθνείς του, ενώ ο Λεονάρδος μισούσε τους Ορθοδόξους γενικότερα, αλλά και από αυτούς ιδιαιτέρως τους Έλληνες, όπως θα αναφέρουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Σύμφωνα με τον Ιταλό καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας της Ευρώπης Enrico Basso η συνολική στάση του Λεονάρδου έναντι των ανθενωτικών ήταν πολύ πιο αδιάλλακτη και σκληρή συγκριτικά με αυτή του Ισιδώρου, ο οποίος φανερωνόταν υποχωρητικότερος41 . Προφανώς η προσπάθεια κατευνασμού των αντιρρήσεων του Ισιδώρου, που οδήγησε στην παρασημοφόρησή του, ήταν μεθοδευμένη έντεχνα από τον ίδιο τον Λεονάρδο, προκειμένου να συγκαλύψει προσωρινά τα πραγματικά του αισθήματα και πιστεύω και να επιτευχθεί ο σκοπός της αποστολής τους.
            Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, αν και οι πραγματικές του πεποιθήσεις ήταν ανθενωτικές και αγαπούσε την Ορθοδοξία, αναγκάστηκε να υποκριθεί ότι συμφωνεί με την ένωση, όπως γράφει στη χρονογραφία του ο ιστορικός της Αλώσεως Δούκας (1400 – 1470): «ακόμη και ο βασιλιάς, ακόμη κι αυτός, υποκρινόταν πως συναινούσε»42. Η διαρκώς αυξανόμενη πίεση των Οθωμανών, που σαν βρόγχος ημέρα με την ημέρα έκανε την Κωνσταντινούπολη να «ασφυκτιά», η συναίσθηση του καθήκοντός του ως αυτοκράτορα, και οι πιέσεις των παπικών αντιπροσώπων, τον ανάγκασαν να υποχωρήσει και να δεχθεί να γίνει μια συμβολική πράξη, προκειμένου να εξευμενισθεί και να μαλακώσει λίγο τη στάση του ο Πάπας.

Το ''ενωτικό'' Λατινικό συλλείτουργο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στον ναό της Αγίας Σοφίας.

              Η συμβολική αυτή πράξη, που θα επιβεβαίωνε την ένωση των «δύο Εκκλησιών», θα ήταν ένα συλλείτουργο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, δηλαδή στον περίλαμπρο ναό της Αγίας Σοφίας. Το συλλείτουργο πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Σπυρίδωνα, επίσκοπο Τριμυθούντος της Κύπρου. Τραγική ειρωνεία, θα έλεγε κανείς, την ημέρα που τιμάται ένας Άγιος που αγωνίσθηκε κατά της αιρέσεως του Αρείου, εκείνη την ημέρα έμμεσα προδίδονταν αυτοί οι αγώνες με την «σιωπηλή» αποδοχή νέων καινοτομιών από νέους αιρετικούς. Στη Θεία Λειτουργία, η οποία τελέσθηκε κατά το λατινικό τυπικό, συμμετείχε και ο Λεονάρδος ο Χίος και προεξήρχε ο καρδινάλιος Ισίδωρος, δηλαδή ο κύριος αντιπρόσωπος του Πάπα, ως έμμεση παραδοχή του Πρωτείου του Ποντίφικα. Και για πρώτη φορά μετά το Σχίσμα ακούσθηκε σε Ορθόδοξο ναό: «Νικολάου, Πάπα και Πατριάρχου Ρώμης, πολλά τα έτη». Σ΄ αυτήν διαβάσθηκε ολόκληρος ο Ενωτικός όρος της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας. Σύμφωνα με τον Μ. Δούκα, ο καρδινάλιος Ισίδωρος στην ομιλία του προς το εκκλησίασμα ανέφερε ότι ο αυτός ο όρος, όταν επικρατήσει η ειρήνη, θα επανεξετασθεί και θα διορθωθεί «αν κάτι δεν ήταν απολύτως σύμφωνο με την ορθή πίστη»43.  
            Μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας, θέλοντας και μη θέλοντας, για να κρατηθούν τα προσχήματα, ήταν παρόντες ο αυτοκράτορας, οι άρχοντες και σύσσωμη η Σύγκλητος. Όμως η πλειοψηφία του εκκλησιάσματος, αποδοκιμάζοντας τα γενόμενα, αποχώρησε από το ναό. Βλέποντας ο Λεονάρδος ο Χίος και ο Ισίδωρος να λειτουργούν μέσα σ’ έναν σχεδόν άδειο ναό, θα κατάλαβαν ότι τυπικά η αποστολή τους φαινόταν ότι πέτυχε, αλλά ουσιαστικά η ψευδοένωση είχε απορριφθεί από την εκκλησιαστική συνείδηση. Σίγουρα τότε θα ήρθαν στο νου του Λεονάρδου τα λόγια του Πάπα Ευγενίου Δ΄ , που, όταν έμαθε το 1439 ότι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός δεν υπέγραψε την ένωση, είχε πει: «λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν». Έτσι δικαιολογείται, γιατί, όταν ύστερα από οκτώ μήνες ο Λεονάρδος θα γράψει επιστολή γι’ αυτά τα γεγονότα απευθυνόμενη προς τον Πάπα, μας αποκαλεί «ισχυρογνώμονες». Αλλά και από αυτούς που παρέμειναν μέσα στο ναό μέχρι την απόλυση «υπήρξαν όμως και πολλοί που δεν έλαβαν αντίδωρο, θεωρώντας ως μίασμα τη θυσία που τελέστηκε κατά την ενωτική λειτουργία»44. Ήταν τόσο ολοφάνερη η αποτυχία που ακόμα και ο φιλενωτικός Δούκας δεν δίστασε να γράψει το εξής αποκαλυπτικό: «Ο καρδινάλιος βέβαια καταλάβαινε καλά την καρδιά και τις προθέσεις των Γραικών, μια και δεν του ξέφευγαν ούτε τα τεχνάσματα ούτε οι απάτες τους. Επειδή ωστόσο ανήκε στο ίδιο έθνος, χρειαζόταν κάποιο κίνητρο για να σπεύσει να βοηθήσει την πόλη. Ακόμη κι αυτό που έγινε ήταν αρκετό για να το αναφέρει στον Πάπα»45. Παρά όμως τις καλές προθέσεις του Ισιδώρου αποκλειστικά και μόνο στο εθνικό θέμα της σωτηρίας της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον διακεκριμένο Ρώσο βυζαντινολόγο Alexander Vasiliev: «Η ενέργεια αυτή (δηλαδή το λατινικό συλλείτουργο), σε μια τέτοια κρίσιμη για την πόλι στιγμή, προεκάλεσε την πιο μεγάλη ταραχή που θα μπορούσε να προκληθή μεταξύ του πληθυσμού της πρωτεύουσας»46.   
            Πολύ εύστοχα και επιγραμματικά συνοψίζονται τα παραπάνω στους ακόλουθους λόγους του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως : «Ἡ ἐν ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνέλευσις οὐδέν ἀπέφερε ἀγαθόν, ηὔξησε δέ μόνον τήν σύγχυσιν. Ἡ ἀστοργία τοῦ πάπα κατεδίκασε την Ἀνατολήν πᾶσαν να ὑπομείνῃ τά δεινά σκληροτάτης Τυραννίας, διότι ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία δεν προέδιδε τήν πίστιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καίτοι τά πάντα παρεχώρει τῷ Πάπᾳ. Ὁ Θεός θέλει κρίνει τήν δικαίαν κρίσιν κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως τήν μεγάλην»47.

Το Βατικανό διχάζει τους Έλληνες σε ενωτικούς και ανθενωτικούς

            Ό,τι όμως δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι Παπικοί λεγάτοι (= αντιπρόσωποι) στο προσκήνιο, επιζήτησαν και το επέτυχαν στο παρασκήνιο, όπου ήταν συνηθισμένοι να δρουν. Με τη βοήθεια των ενωτικών – λατινόφιλων κατάφεραν να σπείρουν τον πανικό και την απογοήτευση στον πληθυσμό της Πόλεως, πείθοντάς τους ότι μόνο ο «πανίσχυρος» Πάπας μπορούσε να τους σώσει από τα χέρια του Τούρκου Σουλτάνου. Έλεγαν οι ενωτικοί : «Εξαιτίας των ανθενωτικών δεν έρχεται η βοήθεια από τη Δύση. Όμως ο  Πάπας τελικά θα μας βοηθήσει, αν φανούμε συνεπείς στην Ένωση. Διαφορετικά ότι και να κάνουμε μόνοι μας για να υπερασπισθούμε την πατρίδα μας, είναι μάταιο, είμαστε χαμένοι». Οδήγησαν έτσι πολλούς σε μια μοιρολατρική απάθεια, κατηγορία την οποία εντέχνως επέρριψαν αργότερα στους ανθενωτικούς, οι οποίοι αντιθέτως όχι μόνο την αδράνεια δεν κήρυτταν, αλλά πρωταγωνίστησαν στην άμυνα της Πόλεως. Επιλεκτικά μπορούμε ν’ αναφέρουμε τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά και τους γιους του, τον ανηψιό τού Γενναδίου, καθώς και πολλούς από τους μοναχούς.
              Για κάποιους ιστορικούς, αλλά και «θεολόγους», που αντιλαμβάνονται τη ζωή με μόνο κριτήριο τον υλισμό είναι αδύνατο να κατανοηθεί και να δικαιολογηθεί η στάση των Ελλήνων ανθενωτικών. Δεν μπορεί να χωρέσει στην «τετράγωνη» λογική τους ο Αγιοπνευματικός λόγος που είπε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Εις τα της πίστεως ουκ εγχωρεί συγκατάβασις. η γαρ συγκατάβασις ελάττωσιν εργάζεται της πίστεως»48. Δηλαδή δεν επιτρέπεται να υποχωρούμε και να αλλοιώνουμε την Ορθόδοξη πίστη. Αναρωτιούνται λοιπόν τί άραγε θα πείραζε αυτούς «τους φανατικούς» να δεχθούν την εξουσία του Πάπα και να αλλάξουν κάποια σημεία της διδασκαλίας της Εκκλησίας ; Τί μπορεί να πειράζει η αλλαγή μερικών λέξεων; Όμως εδώ βρίσκεται η χαώδης διαφορά. Για την  Εκκλησία τα δόγματα δεν αποτελούν ένα σύνολο εγκεφαλικών δημιουργημάτων του ανθρώπου που μεταβάλλονται, τροποποιούνται, ξεπερνιούνται ή παζαρεύονται. Αποτελούν πηγή ζωής, μονοπάτι που οδηγεί με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην αιώνια ζωή, τρόπο ζωής. Αλλαγή της διδασκαλίας της Εκκλησίας σημαίνει νόθευση της αλήθειας που μας αποκάλυψε ο Θεός. Το δόγμα είναι το σύνορο που χωρίζει την περιοχή της αλήθειας από το ψέμα – αίρεση. Παραποίηση του δόγματος σημαίνει αδυναμία του ανθρώπου να εγκολπωθεί τη σωτηρία, αφού η αίρεση αυτομάτως τον αποβάλλει από το ζωοπάροχο Σώμα του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα στους θεολογικούς διαλόγους που γίνονται μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των διαφόρων δογμάτων, συχνά παρακάμπτεται η θεολογία και δίνεται προτεραιότητα στη λεγόμενη «αγάπη». Ξεχνάμε όμως ότι η αληθινή αγάπη δεν μπορεί να ξεχωρίζει από την αλήθεια. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας συμβουλεύει :«Μηδέν νόθον δόγματι τω της αγάπης προσχήματι παραδέχεσθε»49.

Το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1452 έως τον Μάρτιο του 1453

            Αν και η  ψευδοένωση των «δύο Εκκλησιών» έγινε, η πολυαναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη βοήθεια της Δύσεως μέχρι το τέλος δεν ήλθε. Όχι γιατί δεν πρόλαβε, αφού από τον Δεκέμβριο του 1452 έως τον Μάιο του 1453 μεσολάβησε σχεδόν μισό έτος, αλλά γιατί εξ αρχής ήταν μια απάτη, μια φενάκη. Ο Πάπας Νικόλαος ο Ε΄ φοβόταν τους Τούρκους και ακολουθούσε προς αυτούς πολιτική κατευνασμού, συνεπώς δεν επιθυμούσε να τους εξαγριώσει βοηθώντας αποτελεσματικά τους μέχρι εχθές ''σχισματικούς'' Έλληνες. Ο Donald Nicol, παλαιός καθηγητής Βυζαντινής και μεταβυζαντινής Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου, παρατηρεί ότι από το 1451: «Υπήρχαν ήδη καθολικοί στη Ρώμη που διαμαρτύρονταν ότι είχε δοθεί αρκετό σκοινί στους Έλληνες για να κρεμαστούν, υπονοώντας ότι η Κωνσταντινούπολη θα μπορούσε και μόνη της να φροντίσει τα προβλήματά της»50. Όσον αφορά τους βασιλείς της Δυτικής Ευρώπης, όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο Χίος ιστορικός Αλέξανδρος Βλαστός : «αι πολιτικαί τούτων διχόνιαι, το μέγα θρησκευτικόν κατά των Γραικών μίσος και η ανυπόστατος δύναμις του Μωάμεθ τους είχαν δέσει και τας χείρας και τον νουν»51. Αυτό ομολογεί ακόμα και ο φιλενωτικός Γεώργιος Σφραντζής το 1477 γράφοντας στο χρονικό του: «Όσον αφορά τους χριστιανούς τους εκτός Πόλεως, είναι προφανές ότι δεν έκαναν τίποτα»52. Για να πάρουμε μια μικρή γεύση του πώς ακόμα και σήμερα βλέπει η Δύση τα γεγονότα αυτά, θα αναφέρουμε τι λέει ο καθηγητής ενός Καθολικού Πανεπιστημίου. Ο Henry Ignatius Smith γράφει ότι μετά την ενωτική Λειτουργία του Δεκεμβρίου του 1452 «Οι Έλληνες αρνήθηκαν τη βοήθεια των Λατινικών στρατευμάτων»53. Αντιθέτως  ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σχολιάζοντας τη βοήθεια που απέστειλε ο Πάπας Νικόλαος γράφει ότι : «Η συνδρομή όμως αυτού υπήρξε τωόντι γελοία»54. Έτσι λοιπόν δικαιώθηκε ο Γεννάδιος  Σχολάριος  και οι ανθενωτικοί που έλεγαν ότι πρέπει να στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις και με τη βοήθεια του Θεού θα επιτύχουμε, και όχι να προσμένουμε τους ξένους να έλθουν να μας σώσουν. Ένα δίδαγμα, που πολλές φορές μέσα στην ιστορία μας εμείς οι Έλληνες φαίνεται να το ξεχνάμε.
            Παρά λοιπόν την ουσιαστική αποτυχία της αποστολής τους, τόσο ο Λεονάρδος ο Χίος όσο και ο καρδινάλιος Ισίδωρος, παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη, για να επιβλέπουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ενωτικού όρου, πεισματικά  συνεχίζοντας τις προσπάθειές τους προς αυτή την κατεύθυνση, μέχρι και την έναρξη της πολιορκίας, οπότε και αποκλεισθήκαν εκεί. Στα αυτιά του Λεονάρδου και του Ισιδώρου σίγουρα θα έφθαναν από τρίτους και οι λόγοι κάποιων από την πλευρά των ενωτικών, που έλεγαν στους ανθενωτικούς που τους κατηγορούσαν για προδοσία της Ορθοδοξίας: «αφέτε να απαλλαγώμεν άπαξ του επικεκραμένου κινδύνου και τότε όψεσθε ει τις αζυμίταις55 ημείς ενωθώμεν»56. Επίσης θα παρατηρούσαν ότι οι περισσότεροι Ορθόδοξοι εκκλησιάζονταν στους ναούς που λειτουργούσαν ανθενωτικοί ιερείς, όπως στη Μονή Παντοκράτορος, όπου μόναζε ο Γεννάδιος ο Σχολάριος. Πολύ προσφιλής στους ανθενωτικούς ήταν οι εξής φράσεις: «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζυμιτών λατρεία»57. Δηλαδή ούτε τη βοήθεια που μας προσφέρουν οι Λατίνοι, ούτε την ένωση που ζητούν ως αντάλλαγμα έχουμε ανάγκη. Μακριά από μας η λατρεία αυτών που χρησιμοποιούν άζυμο άρτο στη Θεία Κοινωνία.
            Στα τέλη Ιανουαρίου του 1453 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ο έμπειρος πολεμιστής Ιωάννης Ιουστινιάνης από τον οίκο των Λόγγων, απ' όπου καταγόταν και ο Λεονάρδος ο Χίος, και ήταν και αυτός Γενοβέζος της Χίου. Η άφιξή του δεν είχε καμιά σχέση ούτε με τον Πάπα, αλλά ούτε και με εντολή της Γένοβας. Όπως αναφέρει ο ιστορικός της Αλώσεως Μιχαήλ Κριτόβουλος: «ήκεν αυτόκλητος συν ταις ολκάσιν βοηθήσων Ρωμαίοις και βασιλεί Κωνσταντίνω»58. Δηλαδή ήλθε αυτόκλητος μαζί με πλοία, για να βοηθήσει τους Ρωμιούς – Έλληνες και το βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Γεώργιος Ζολώτας αναφέρει ότι ο Ιουστινιάνης με τον Παλαιολόγο συνδεόταν με αδελφική φιλία59. Όμως δε φαίνεται να ήταν και εντελώς ανιδιοτελής ο Γενοβέζος πολέμαρχος, αφού, όπως γράφει ο Δούκας, είχε λάβει την υπόσχεση ότι αν αποκρουσθούν οι Τούρκοι θα του παραχωρηθεί η Λήμνος, ένα από τα λίγα νησιά που είχαν μείνει στα χέρια των Ελλήνων. Ο Ιουστινιάνης έφερε μαζί του 700 στρατιώτες και ναύτες από τους οποίους αρκετοί ήταν Έλληνες από τη Χίο.
Την άφιξη αυτή του Ιουστινιάνη περιγράφει με μόλις πέντε γραμμές ο Λεονάρδος  σε επιστολή που έγραψε προς τον Πάπα καταγράφοντας τις δυνάμεις που έφερε, χωρίς να παραλείψει να ονομάσει την άφιξή του ως «malo fato», δηλαδή κακή μοίρα60.
            Στον Λεονάρδο είχε ανατεθεί  η εκπαίδευση στα όπλα των Ορθοδόξων μοναχών, οι οποίοι, όπως είναι κατανοητό, και άσχετοι με τη χρήση όπλων ήταν και απειροπόλεμοι. Οι μοναχοί αυτοί εθελοντικά προσφέρθηκαν από φιλοπατρία να συμμετέχουν στην άμυνα της Βασιλεύουσας. Και ήταν τόσος ο ζήλος τους να πολεμήσουν υπέρ πατρίδος, που αν και ανθενωτικοί στη μεγάλη πλειοψηφία τους, δεν αντέδρασαν που θα ήταν κάτω από τις διαταγές ενός Παπικού καρδιναλίου. «Οι δε εθελονταί  Έλληνες μοναχοί κατείχον εν και  ήμισει χιλιόμετρον του τείχους»61 και συγκεκριμένα είχαν ταχθεί να υπερασπιστούν από θαλάσσια προσβολή το νότιο τμήμα των παραθαλάσσιων τειχών. Η συμμετοχή τους αποτελεί ακόμα μια απόδειξη ότι οι ανθενωτικοί πρωτοστάτησαν στην άμυνα, σε αντίθεση με όσα αναπαράγουν κάποιοι ''ιστορικοί'', φθάνοντας να ισχυρίζονται ότι υπήρχαν 80.000 μοναχοί κρυμμένοι στα μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως περιμένοντας τους Τούρκους να την καταλάβουν. Ο ισχυρισμός τους είναι τόσο γελοίος που καταρρίπτεται και μόνο αν αναφέρουμε ότι ο συνολικός πληθυσμός της άλλοτε Βασιλίδος την εποχή αυτή είχε μειωθεί τόσο δραματικά που δεν ξεπερνούσε τις 50.000 με 60.00062. 
            Ο Λεονάρδος ασχολούνταν με τις πολεμικές προετοιμασίες περιφερόμενος στα τείχη και στις οδούς της Πόλεως φορώντας μια κατάχρυση πανοπλία, την οποία κάλυπτε ο αρχιεπισκοπικός του μανδύας63. Σίγουρα η παρουσία του με αυτή την εμφάνιση δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και ίσως και αυτό να ήταν το επιδιωκόμενο. Στους δυο Παπικούς αντιπροσώπους, ως επικεφαλείς των 200 ανδρών, που είχαν φέρει μαζί τους εν όψει της τουρκικής πολιορκίας, ανατέθηκε το τμήμα των τειχών από την περιοχή του Κυνηγεσίου, δηλαδή από την Πύλη της Ξυλόπορτας στον Κεράτιο έως του ναού του Αγίου Δημητρίου του Κανάβη64. Εδώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Λεονάρδο ότι παρά τα 58 του έτη επί μήνες πήρε μέρος στις πολεμικές προετοιμασίες, στη φύλαξη των τειχών και κινδύνευσε πολεμώντας σε αυτά. Κίνητρό του δεν ήταν ο φιλελληνισμός, αλλά λόγω χαρακτήρα ήταν συνεπής στην αποστολή του, η οποία περιλάμβανε και το να πεισθούν οι Έλληνες με κάθε τρόπο ότι ο Πάπας ενδιαφερόταν γι' αυτούς. Ο Λεονάρδος έβλεπε την παραμονή του στην πολιορκούμενη Πόλη και τη συμμετοχή του στις πολεμικές επιχειρήσεις ως ένα πικρό ποτήρι, που δεν μπορούσε να αποφύγει να πιεί.
Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
            Στις 6 Απριλίου 1453 ο Σουλτάνος Μωάμεθ με 300.000 στρατιώτες, 70 πετροβόλα κανόνια και 400 πλοία, περικύκλωσε την Κωνσταντινούπολη και την περιέσφιγγε αδυσώπητα σαν σιδερένια τανάλια. Ο Λεονάρδος μαρτυρεί ότι ο τουρκικός στρατός ξεπερνούσε τις 300.000. Πάνω στα παμπάλαια τείχη της Βασιλεύουσας παρατάχθηκαν 5.000 Έλληνες και 2.000 ξένοι μισθοφόροι. Χρήματα, για να πληρωθούν οι μισθοφόροι και να οργανωθεί η άμυνα, δεν υπήρχαν και η Εκκλησία για μια ακόμα φορά διέθεσε τους τελευταίους θησαυρούς της.
Η προσπάθεια άμυνας φαινόταν προκαταβολικά καταδικασμένη, η κατάληψη ήταν πια θέμα χρόνου και όλα συνέθεταν μια ζοφερή πραγματικότητα. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Σάθας: «Οι Λατίνοι χαιρεκάκως έβλεπον τα επαπειλούντα την πόλιν δυστυχήματα, και ωσεί απεκδικούμενοι, συνεννοούντο μετά των έξω Τούρκων»65. Όμως οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, μπορεί να ήταν ολιγάριθμοι και εξασθενημένοι και να αποτελούσαν τα τραγικά λείψανα ενός ενδόξου έθνους, αλλά αποφάσισαν ότι η ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία του Βυζαντίου αν έπεφτε έπρεπε να πέσει όρθια, αγωνιζόμενη και όχι ταπεινωμένη και παραδομένη. Έτσι λοιπόν, όταν στις 25 Μαΐου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκφράζοντας το σύνολο των υπερασπιστών της, έδωσε την εξής απάντηση, που έμεινε στην ιστορία ως μνημείο θάρρους και αξιοπρέπειας: «Το να σου παραδώσω την Πόλη δεν είναι ζήτημα δικό μου, ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της. Γιατί όλοι με μια γνώμη και με τη θέλησή μας έχουμε πάρει την απόφαση να πεθάνουμε και να μη λογαριάσουμε τη ζωή μας».
Γι’ αυτόν τον ηρωικό, ενάρετο και μαρτυρικό αυτοκράτορα έγραψε στο «Χρονικό» του ο Γεώργιος Σφραντζής, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων: «Ο μακαρίτης ο αυθέντης μου και βασιλεύς τι ουκ έπραξε κρυφίως ή φανερώς υπέρ της πόλεως; Και δήλον εστίν ότι, ει ήθελεν, ευκόλως ηδύνατο φυγείν. Πλην ουκ ήθελεν, αλλ’ ηγωνίζετο ως ο ποιμήν ο καλός». Ο μακαρίτης ο αφέντης μου και βασιλιάς και τι δεν έπραξε κρυφά ή φανερά για χάρη της Κωνσταντινουπόλεως; Και είναι φανερό ότι, αν ήθελε, εύκολα μπορούσε να φύγει. Όμως δεν ήθελε να φύγει, αλλά αγωνιζόταν όπως ο «καλός ποιμένας».
            Στις 28 Μαΐου με διαταγή του Κωνσταντίνου Ορθόδοξοι αρχιερείς, ιερείς μοναχοί με εικόνες και άγια λείψανα, συνοδευόμενοι από χιλιάδες κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως έκαναν λιτανεία στις κυριότερες οδούς και έφθασαν έως τα τείχη. Ο Σφραντζής, που περιγράφει το γεγονός, δεν αναφέρεται στην παρουσία Λατίνων. Όμως ο Λεονάρδος στην επιστολή που έστειλε προς τον Πάπα παρουσιάζει τον εαυτό του να συμμετέχει σ΄ αυτήν. Το πιθανότερο είναι ότι θα απαίτησε να παρευρεθεί, ως επιβεβαίωση της τηρήσεως των όρων της Ενώσεως. Ας δούμε λοιπόν την περιγραφή του και τους σχολιασμούς του, οι οποίοι να σημειωθεί είναι από τα ελάχιστα δείγματα όπου διακρίνεται μια συγκίνηση για τις τραγικές στιγμές που βίωναν οι Έλληνες της Πόλης : «Πλήρεις θαυμασμοῦ ἐπι τῷ θρησκευτικῷ ζήλῳ τῶν πολεμίων(δηλαδή των Τούρκων), ἱκετεύομεν τόν Θεόν διά θερμῶν δακρύων, περιφέροντες ἐν λιτανείᾳ ἀνά τήν πόλιν καί κατά μήκος τοῦ τείχους τάς ἁγίας εἰκόνας, ἅς συνώδευεν ἄπειρον πλῆθος ἀνδρῶν καί γυναικῶν γνμνοπόδων. Ἱκετεύομεν αὐτόν μετ' ἀγωνίας νά μή ἐπιτρέψῃ τήν καταστροφήν τῶν τέκνων αὐτοῦ, νά εὐδοκήσῃ, ὅπως ἐκτείνῃ τήν θείαν δεξιάν χάριν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ ἐν τῇ φρικτή ἐκείνῃ πάλει καί ἀποδείξῃ οὕτως, ὅτι ἦτο ὁ μόνος ἀληθῆς θεός, ὁ δυνάμενος ν' ἀγωνισθῇ χάριν τῶν ἑαυτοῦ καί ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος πλήν αὐτοῦ. Διό ἀναθέτοντες εἰς αὐτόν ἁπάσας ἡμῶν τάς ἐλπίδας καί κατά τοῦτον τόν τρόπον μεγάλως ἐνισχυόμενοι ἀνεμένομεν μετά πεποιθήσεως τήν ἡμέραν τήν ὡρισμένην χάριν τοῦ τελικοῦ ἀγῶνος»66.  
            Το βράδυ εκείνης της ημέρας, μας πληροφορεί και πάλι ο Σφραντζής, ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε όλους τους Έλληνες αξιωματούχους και αρχηγούς του στρατού, αλλά και τους ξένους. Εκεί προσήλθε και πλήθος στρατιωτών και πολιτών. Σ΄ αυτό το πλήθος ο Βυζαντινός αυτοκράτορας απηύθυνε την τελευταία δημηγορία του, προκειμένου να τους ενισχύσει ηθικά στην κρισιμότατη εκείνη ώρα. Σύμφωνα με την επιστολή, που σύνταξε μετά την άλωση ο Λεονάρδος προς τον Πάπα, μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είπε: «Τώρα ο εχθρός (δηλαδή οι Τούρκοι) απειλεί να καταλάβει την πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την πατρίδα σας, το καταφύγιο πάντων των χριστιανών, την προστάτιδα όλων των Ελλήνων, και να βεβηλώσει τα άγια του Θεού προσκυνήματά της, με το να τα μετατρέψει σε στάβλους για τους ίππους του»67. Μετά ο αυτοκράτορας κατευθύνθηκε στον κατάμεστο από πιστούς ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, αφού εζήτησε παρά πάντων συγνώμη, μετέλαβε της Θείας Κοινωνίας και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς «την οδόν του μαρτυρίου την άγουσαν προς τον Γολγοθάν, την τιμήν και την δόξαν»68.
            Την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 έπεσε η Κωνσταντινούπολη και μαζί της ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ υπερασπιζόμενος την Πόλη που ο ίδιος χαρακτήριζε «ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων». Γράφει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Σφραντζής: «Και εις τας κθ΄ του Μαΐου μηνός, ημέρα γ΄, ώρα α΄ της ημέρας, εορτή της Αγίας Θεοδοσίας, επήρε την Πόλιν (ο Σουλτάνος Μωάμεθ) από την χαλάστραν του Αγίου Ρωμανού. Και εσκοτώθη ο άγιος ημών αυθέντης και ισαπόστολος μάρτυς κυρ Κωνσταντίνος βασιλεύς ο Παλαιολόγος». Ο Σφραντζής έχοντας ζήσει τον Κωνσταντίνο επί έτη  από πολύ κοντά, τώρα μετά τον θάνατό του,  γίνεται μάρτυρας της ευσέβειάς του, που φρόντιζε να κρατάει κρυφή όσο μπορούσε:
 «Ποιος έκανε νηστείες και προσευχές, και ο ίδιος προσωπικά και μέσω των ιερέων, … ή ποιος προσέφερε φροντίδα στους φτωχούς ή έκανε πολλές δεήσεις στον Θεό για την απελευθέρωση των χριστιανών από την αιχμαλωσία των Τούρκων;»69 
            Την Άλωση της Πόλης ακολούθησαν στιγμές απίστευτου ηρωισμού των τελευταίων υπερασπιστών της και σκηνές ανήκουστης βαρβαρότητας, ωμότητας και θηριωδίας από τους Τούρκους εισβολείς. Η Πόλη, για την οποία είχε πει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι υπερέχει των άλλων πόλεων όσο ο έναστρος ουρανός από τη γη, παραδόθηκε στη σφαγή, τη λεηλασία, τη φωτιά και τη βεβήλωση. Σε κείμενο που γράφει ο Γεννάδιος ο Σχολάριος θρηνεί για τη συμφορά του Γένους: «Απώλετο παν. Εάλω γαρ η Κωνσταντινούπολις, ης μόνον εν τω μνησθήναι έστιν εκρήξαι φωνήν μετά κραυγής και ολολυγμού και πνεύσαι τα λοίσθια…. Κατεπόθησαν υπό του Μωάμεθ. Και ουκ εν τη βασιλευούσι μόνη τα κακά, αλλά και εις τας μετ’ αυτήν έτι και πλείω και χείριστα»70. Δηλαδή : Χάθηκε το καθετί. Αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη, που και μόνο η θύμησή της μπορεί να μας κάνει να ξεσπάσουμε σε κραυγές πόνου και δυνατά κλάματα και να ψυχορραγήσουμε. … Τα πάντα εξαφανίσθηκαν από τον Μωάμεθ. Και δεν υπάρχουν μόνο στη Βασιλεύουσα οι συμφορές, αλλά και στις μικρότερες πόλεις, και σ’ αυτές μάλιστα περισσότερες και πάρα πολύ φοβερές.
              Με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια ο Άγγλος πολιτικός William Gladstone (Γουίλιαμ Γλάδστων) γράφει για την παρουσία των Τούρκων μέσα στην παγκόσμια ιστορία: «Ήσαν στο σύνολό τους, απ' την πρώτη μαύρη ημέρα, που μπήκαν στην Ευρώπη, το μόνο δείγμα της ανθρωπότητας, που έδειξε τη μεγαλύτερη έλλειψη ανθρωπισμού. Οπουδήποτε και αν πήγαν, μια πλατειά κηλίδα αίματος έδειχνε τα ίχνη της διαβάσεώς τους και σ' όλη την έκταση της κυριαρχίας τους ο πολιτισμός εξαφανιζόταν …»71 . Διαβάζοντας τις ιστορικές πηγές για την Άλωση δεν μπορεί να μην προσέξει κανείς τις χτυπητές ομοιότητες ανάμεσα σε όσα εγκληματικά έπραξαν οι Τούρκοι το 1453 και όσα πάλι οι ίδιοι πρωταγωνιστές διέπραξαν στις σφαγές της Χίου το 1822 και στην Κύπρο το 1974 και άθελά του να διερωτηθεί αν άλλαξε κάτι στο πέρασμα των αιώνων στους εξ ανατολών «φίλους και γείτονες».

Η αιχμαλωσία και η απελευθέρωση του Λεονάρδου

            Από την μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως τύχη των πρωταγωνιστών του ιστορικού αυτού δράματος, στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε σε δύο: τον καρδινάλιο Ισίδωρο και τον Λεονάρδο τον Χίο. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος πρέπει να ομολογήσουμε ότι αγωνίσθηκε ηρωικά και με πατριωτισμό κατά την πολιορκία. Όσον αφορά τον Λεονάρδο, ο πάντα επαινετικός προς αυτόν, Δημήτριος Ροδοκανάκης, πλέκοντάς του το εγκώμιο, υπερβαίνοντας όμως κάθε έννοια του μέτρου γράφει: «Ο Θεός δεν ηθέλησε ν' αποθάνη, καίτοι χιλιάκις προεκάλεσεν ούτος τον θάνατον κατά την αποφράδα και αιματηράν εκείνην της 29 Μαΐου 1453 ημέραν ηρωικώς μαχόμενος και τελευταίος καταλιπών τα πεπτωκότα τείχη»72. Η αλήθεια είναι ότι εγκαταλείποντας τις θέσεις τους με πρώτους τους Γενουάτες, όλοι οι Δυτικοί έτρεχαν δια μέσου της πόλεως προς το λιμάνι, για να επιβιβασθούν στα Γενουατικά πλοία και να αναχωρήσουν. Κατά τη διάρκεια της φυγής του ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος συναντήθηκε τυχαία με τον καρδινάλιο Ισίδωρο, ο οποίος επίσης έσπευδε προς το λιμάνι. Σύμφωνα με τον Ροδοκανάκη, ο Λεονάρδος συμβούλευσε τον καρδινάλιο να βγάλει τον κόκκινο μανδύα, που πρόδιδε το σημαντικό του αξίωμα, και να φορέσει τα ενδύματα ενός νεκρού χωρικού ή κατά άλλη εκδοχή ζητιάνου. Ο Ισίδωρος καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο δέχθηκε και ο Λεονάρδος τον βοήθησε73. Σύμφωνα όμως με τον ιστορικό Donald M. Nicol τα ενδύματα τα αντάλλαξαν με ένα φτωχό ζητιάνο, που όμως ήταν ζωντανός, και τον οποίο οι Τούρκοι σε λίγο σκότωσαν περνώντας τον για καρδινάλιο74 . Όμως ο Χίος ιστορικός Ροδοκανάκης συνεχίζοντας λέει ότι και οι δύο τους συνελήφθησαν αιχμάλωτοι - δούλοι από έναν Αιγύπτιο στρατιώτη, ο οποίος δεν αντιλήφθηκε ότι συνέλαβε δύο εξέχοντα πρόσωπα, έναν καρδινάλιο κι έναν αρχιεπίσκοπο. Ολοφάνερα προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Λεονάρδος είχε μεταμφιεσθεί κι εκείνος με παρόμοιο τρόπο, όπως συμβούλευσε και τον Ισίδωρο75.   
            Κατά τη συνήθη πρακτική των Τούρκων, αφού η αγριότητά τους χόρταινε από τη σφαγή, υπερίσχυε η φιλοχρηματία τους και συναγωνίζονταν μεταξύ τους στη σύλληψη αιχμαλώτων, που θα πουλούσαν ως δούλους. Σύμφωνα με τον Ροδοκανάκη, ο Λεονάρδος και ο Ισίδωρος εξαγόρασαν την ελευθερία τους αντί του ποσού των 85 υπερπύρων (=χρυσά βυζαντινά νομίσματα)76. Κατά τον Ιταλό καθηγητή Ιστορίας Enrico Basso ο Λεονάρδος είτε κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τη σύγχυση που επικρατούσε τις πρώτες ημέρες μετά την Άλωση και να δραπετεύσει, είτε εξαγοράσθηκε από κάποιο Γενοβέζο έμπορο από το Πέρα77. Σύμφωνα με τον ιστορικό Donald M. Nicol ο αιχμάλωτος αρχιεπίσκοπος ελευθερώθηκε από τους συμπατριώτες του Γενουάτες πριν ανακαλύψουν οι Τούρκοι ποιος ήταν78.
            Ασχέτως των συνθηκών κάτω από τις οποίες απελευθερώθηκε, το βέβαιο είναι ότι βρήκε καταφύγιο στην περιοχή του Πέρα, η οποία ήταν κάτω από Γενουατικό έλεγχο και, επειδή συνθηκολόγησε αρχικά, παρέμενε απείρακτη από τις Τουρκικές βαρβαρότητες. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί ο Λεονάρδος κατόρθωσε να αγοράσει δύο βιβλία συνόψεως της λατινικής θείας λειτουργίας και μερικά άλλα βιβλία από τη λεηλατηθείσα βιβλιοθήκη των Φραγκισκανών από τους ίδιους τους Τούρκους που τα είχαν αρπάξει79. Με μια Γενουατική τριήρη απέπλευσαν και οι δυο Παπικοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη και τελικά έφθασαν στη Σμύρνη. Από εκεί με ένα μικρό πλοιάριο πέρασαν στη Χίο στις 3 Ιουλίου80 . Εκεί οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Λεονάρδος ταξίδεψε στη Μυτιλήνη, ενώ ο Ισίδωρος πέρασε στην Πελοπόννησο και μετά στην Κρήτη, για να επιστρέψει τελικά στη Ρώμη.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Αθήνα 1997, τ.3ος, σελ.271.  
2. Βλέπε περισσότερα στην εκλεκτή μονογραφία του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 152 και 168. 
3. Λάμπρου Σπυρίδωνος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά , τόμος Β, σελ. ι΄. 
4. P.G.160, 1201  και εξής. 
5. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 546 και Βλαστού Μ. Αλεξάνδρου, Χιακά, Ερμούπολη 1840 (επανέκδοση Χίος 2000), σελ. 177 υποσ. 1. 
6.  Loenertz Raymond-Joseph, Λεονάρδος,Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,τ.8, στ. 223 – 224.
7.  Περισσότερα για την Ιερά Εξέταση στον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στη Χίο βλέπε: Βοξάκη Βασιλείου, Η Παπική Ιερά Εξέταση στον Ελλαδικό χώρο. Η περίπτωση της Χίου. 1550 - 1562, άρθρο αναρτημένο στην ιστοσελίδα "Ακτίνες".  
8.  Ο Δορίνος Κατελούζος της Λέσβου έστειλε τον Ρωμαιοκαθολικό αρχιεπίσκοπο της Μυτιλήνης, Λεονάρδο Ιουστινιάνη, στη Ρώμη το 1449, για να ζητήσει από τον Πάπα να δοθεί άδεια γάμου κατ' οικονομίαν για τον μεγαλύτερο υιό του, Δομένικο, με την πρώτη εξαδέλφη του, που ήταν θυγατέρα του αδελφού του Παλαμήδη.
9. Το 1450 στη Μυτιλήνη υπήρχε Ορθόδοξος επίσκοπος, ο Μηνάς. Η πληροφορία ότι ο επίσκοπος Μηνάς αρχιεράτευσε έως την κατάληψη  της Λέσβου από τους Τούρκους το 1462 δεν φαίνεται πολύ πιθανή. Βλέπε Μουτζούρη Ιωάννου, Επισκοπικός ιστορικός κατάλογος  Μυτιλήνης, Κληρονομία 25 (1993), σελ. 179-239. 
10. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 102.
11. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 88.  
12. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 102. 
13. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 102.
14. Η Μαόνα αποτελούσε ένα είδος ''εμπορικής εταιρείας'' των Γενοβέζων της Χίου που διοικούσε τη Χίο εξ ονόματος της Γένουας.    
15.  Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 546.
16.  Η επιστολή  αυτή του πρώην μητροπολίτη Ρωσίας και τότε καρδιναλίου Ισιδώρου προς τον πρώην μητροπολίτη Νικαίας, Βησσαρίωνα, γράφθηκε στις 6 Ιουλίου 1453 από τον Χάνδακα της Κρήτης, κατά τη διάρκεια της προσπάθειας του Ισιδώρου να επιστρέψει στη Ρώμη. Είχαν παρέλθει μόλις οκτώ μήνες από την άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη και λογικά θα θυμόταν την ημερομηνία. Είναι δύσκολο να την είχε λησμονήσει, καθώς σίγουρα θα την είχε συνδυάσει με την μνήμη του Αγίου Δημητρίου, που τιμάται εκείνη την ημερομηνία, στη Μονή του οποίου στη Θεσσαλονίκη είχε διατελέσει ηγούμενος, προτού χειροτονηθεί μητροπολίτης Ρωσίας. 
17.  Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 1. Τον Δούκα ακολουθούν στο θέμα της αφίξεως των Παπικών αντιπροσώπων στην Κωνσταντινούπολη και τα παρακάτω έργα: Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 103 και Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 17. 
18. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μετάφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.589.
19.  Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 2, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977. σελ.482 - 483. 
20. Ζήση Θεοδώρου π., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος , Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 182.    
21. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Περί των πραχθέντων εν Βιζύη, PG 90,148, ΕΠΕ15Γ,22 και Βενεδίκτου ιερομονάχου Αγιορείτου, Μαξιμιανόν Ταμείον, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, τ. Β΄, σελ.1347. 
22.  Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική συγγραφή, ΙΖ΄. 
23. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 17. 
24.  Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 17. 
25. Ζήση Θεοδώρου π., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος , Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 157. 
26.  Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ είναι γνωστός με τα εξής προσωνύμια: ο Μάμμας, ο της Μαμμής, ο Μελισσινός, ο Πνευματικός.  
27.  Δημητρακοπούλου Ανδρονίκου Αρχ., Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών, Λειψία 1872, σελ.119.  
28. Σάκκου Στέργιου, Άγιος Νεκτάριος και Παπισμός, Ορθόδοξος Τύπος (αρ. φ.1841), Αθήναι 23/7/2010, σελ. 1 - 2. Για τη Σύνοδο του 1450 οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται, άλλοι υποστηρίζουν ότι η Σύνοδος όντως πραγματοποιήθηκε και τα πρακτικά της που σώζονται είναι γνήσια, ενώ άλλοι διατείνονται τα αντίθετα. Βλέπε Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.845.  
29.  Πατρινέλης Χ., Γρηγόριος Γ΄, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ. 7, στ.735.     
30.  Πατρινέλης Χ., Γρηγόριος Γ΄, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ. 7, στ.735. 
31. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄.
32. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 104.
33. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄.
34. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μετάφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.589.
35. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μετάφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.589.
36. Βασιλειάδη Νικολάου, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, Αθήναι 1972, σελ. 83.  
37. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 103.
38. Αδελφός του κεκοιμημένου εκείνη την εποχή Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. 
39. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μεταφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.581.
40. Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1983, σελ.126-127. 
41. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
42. Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 2, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977. σελ.482 - 483. 
43. Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 5, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977, σελ. 486 - 487. 
44. Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 5, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977, σελ. 486 - 487.
45.  Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 5, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977, σελ. 486 - 487. 
46. Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.846.  
47. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη Ιστορική περί σχίσματος, Αθήναι 1912,τ. Β΄, σελ.258–259.
48.  Συροπούλου Σιλβέστρου, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos : Sive Concilii Florentini exactissima narration, Hagae MDCLX,  τμήμα Η΄, κεφ. ΙΗ΄, σελ. 234 - 235.
49. P.G.62,191.
50. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μεταφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.581. 
51. Βλαστού Μ. Αλεξάνδρου, Χιακά, Ερμούπολη 1840 (επανέκδοση Χίος 2000), σελ. 177 - 178.
52. Σφραντζή Γεωργίου, Βραχύ Χρονικό, XXXVI, (Μτφρ. Δήμητρα Μονιού), Αθήνα 2006.
53. Smith Henry Ignatius, Leonard of Chios, Catholic Encyclopedia, Volume 9, 1913.
54. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄.
55. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄. 
56. Αζυμίται = Οι Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιούν στη Θεια Κοινωνία άζυμο άρτο. Τόσο η Καινή Διαθήκη αλλά και η Παράδοση της Εκκλησίας όριζαν ανέκαθεν τη χρήση ένζυμου άρτου. Η χρήση άζυμου είναι μια από τις πολλές καινοτομίες που επέβαλλεστη Δύση η Παπική αυθαιρεσία.
57.  Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 4, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977. σελ.486 - 487. 
58. Μιχαήλ Κριτόβουλου, ΧΧV.
59. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 549 – 550.  
60. «Verum quoniam malo fato Johannes Longus Genuensis, de  Justinianorum  prosapia,  duabus  cum  navibus  suis  magnis  et  armatis  circiter  quadringentis,  mare  decursitans  forte  veniens,  stipendio  ascriptus  imperatoris,  ducatum  militiae  obtinuit,  strenue  defensare  urbem  visus,  reparationem  demolitorum  murorum  vigilantius  agebat,  Theucri  animum  viresque deludere videbatur.» 
61. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 122.    
62. Κατά τον Ιωσήφ Βρυέννιο το 1419 στην Κωνσταντινούπολη κατοικούσαν περίπου 70.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με τον ιστορικό Arnold Toynbee: «Την άνοιξη του 1453, όταν εξαπολύθηκε η οθωμανική επίθεση κατά της Κωνσταντινουπόλεως, ο πληθυσμός της Πόλης ίσως να είχε συρρικνωθεί σε πενήντα χιλιάδες μόλις άτομα». Toynbee Arnold, Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, Αθήνα 1992, σελ. 243. Ο καθηγητής Πέτρος Χαρανής αναφέρει ότι:« Σε μια πόλη της οποίας ο πληθυσμός εκείνη τη ν εποχή ήταν κατά προσέγγιση  50.000, η ύπαρξη 540 μοναχών θα αντιπροσώπευε  μια αναλογία που αντιστοιχεί σε μόλις κάτι παραπάνω από έναν μοναχό σε κάθε εκατό κατοίκους». Charanis Peter, The Monk as an Element of Byzantine Society, Dumbarton Oaks Papers, 1971, No 25, p. 73.
63. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 108.
64. PG 159, 935Α 
65. Σάθας Κωνσταντίνος, Γεώργιος ο Σχολάριος, Χρυσαλλίς (15 Οκτωβρίου 1865), τ. Γ΄, φυλ/ιο 67, σελ.580.   
66. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 307-308 και Ρ G 159, 938.
67. « Minatur nunc Constantini Magni urben, patriam vestram, profugum Christianorum auxilium, et omnium Graecorum tutamentum capere:et sacra Dei templa equinis stabulis profanare» ΡG 159, 938 a -939 d.   
68. Ζώρα Γεωργίου, Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σελ. 117 .
69. Σφραντζή Γεωργίου, Βραχύ Χρονικό, XXXVI, (Μτφρ. Δήμητρα Μονιού), Αθήνα 2006.
70. P.G.160, 263 – 264
71. Ορθόδοξος Τύπος (αρ. φ. 1840), Αθήναι 16/7/2010, σελ.1.
72. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 108. 
73. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 108  και Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 406. 
74. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μεταφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.612.
75. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 109.
76. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 109. 
77. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
78. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μεταφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.612.  
79. Setton Kenneth, The Papacy and the Levant (1204 - 1571), Vol. IV, The Sixteenth Century, American Philosophical Society, Princeton, New Jersey 1984,σελ 130,υποσ. 77. 
80. O Ροδοκανάκης γράφει 3 Ιουνίου, αλλά μάλλον πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, αφού τόσα γεγονότα δεν μπορεί να έγιναν σε διάστημα μόλις 5 ημερών από την Άλωση.  Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 109.
                                                                         Βασίλειος Γ. Βοξάκης Θεολόγος καθηγητής
Συνεχίζεται…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου