15 Απρ 2020

Ευαγγελία Μπίτου, Τα πάθη τα σεπτά …ως φώτα σωστικά

kantonopou's blog » Αρχεία Ιστολογίου » Εξήλθεν αίμα και ύδωρ… Η ...
Τα πάθη τα σεπτά  …ως φώτα σωστικά
                  Μεγάλη Εβδομάδα! Μεγάλη όχι για την χρονική της διάρκεια – αυτή  ούτως ή άλλως δεν αλλάζει-, αλλά για τα συντελούμενα συγκλονιστικά γεγονότα, που δίνονται πολύ περιληπτικά   στο πρώτο τροπάριο που ακούμε:

                «Τα πάθη τα σεπτά η παρούσα ημέρα/ ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω∙/ Χριστός γαρ επείγεται του παθείν αγαθότητι∙/ ο τα σύμπαντα εν τη δρακί περιέχων,/ καταδέχεται αναρτηθήναι εν ξύλω/ του σώσαι τον άνθρωπον».
                Και πιο απλά∙ η παρούσα ημέρα, δηλαδή η Μ. Δευτέρα –εμείς το ακούμε το βράδυ της Κυριακής των Βαϊων – «ανατέλλει», προβάλλει, ως φώτα  σωστικά  τα σεπτά πάθη του Χριστού, του Κυρίου και Θεού μας. Και είναι σεπτά – από την ίδια ρίζα με το σέβομαι -, σεβαστά, ιερά, διότι η αιτία είναι η αγαθότητα, η φιλανθρωπία  του Χριστού, ο οποίος σπεύδει –«επείγεται» – στο πάθος από την αγάπη του προς τον άνθρωπο. Αυτός που μέσα  στη χούφτα του – «εν δρακί» – κρατάει ως Θεός τα σύμπαντα, αυτός καταδέχεται να κρεμασθή- «αναρτηθήναι»- στο ξύλο του σταυρού∙ να σταυρωθεί δηλαδή, για  τον άνθρωπο.                   
                Με τους υπέροχους κατανυκτικούς ύμνους, ντυμένους  το βυζαντινό μέλος, που αγγίζουν τις καρδιές των πιστών, και με τις ευαγγελικές περικοπές η Εκκλησία προβάλλει τα  θεία και σωτήρια πάθη.  Γιατί υπάρχουν ασφαλώς και τα άλλα πάθη, τα ψυχοφθόρα, οι αδυναμίες, που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο. Και αυτά παρουσιάζονται ενώπιόν μας.
                Από τη μια λοιπόν ο άνθρωπος ο τρεπτός, ο ευμετάβολος, που κινείται μεταξύ του καλού και κακού, και από την άλλη ο Πάσχων από αγάπη για το πλάσμα του Θεός.   
               Ποικίλλουν οι τύποι ανθρώπων.  Αρχιερείς και άρχοντες, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, που τηρούν τους τύπους και ενοχλούνται διότι ο Χριστός θεραπεύει το Σάββατο,  θέτουν με δόλο ερωτήσεις –εν ποια εξουσία ταύτα ποιείς; Έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ου; …», για να  παγιδεύσουν τον Χριστό. Δριμύτατα ελέγχει την υποκρισία τους με τα «ουαί υμίν…»  Ανάμεσά τους και άρχοντες που πίστεψαν στον Χριστό, αλλά δεν το ομολογούσαν από φόβο∙ «ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού», ακούμε. Το τι θα πει ο κόσμος μέτρησε περισσότερο. Αλλά και ο πολιτικός άρχοντας, ο Πιλάτος, φοβούμενος μη χάσει την εξουσία, αν τον κατηγορήσουν στον Καίσαρα, καταδικάζει τον αθώο, «νίπτων τας χείρας του». Σκληροί, άξεστοι οι στρατιώτες στους οποίους παραδίδεται.
               Από την άλλη  ο πάγκαλος Ιωσήφ, ο οποίος, αισθανόμενος διαρκώς ως κατενώπιον Θεού, δεν υποκύπτει στον πειρασμό της γυναίκας του Πετεφρή.  Παρόμοια και η στάση των τριών παίδων, οι οποίοι ρίχθηκαν  στην  κάμινο για την πίστη τους.  Μαζί τους και οι πέντε φρόνιμες παρθένες που φρόντισαν να είναι έτοιμες για την υποδοχή του νυμφίου, αλλά και αυτοί που εργάσθηκαν το τάλαντο που τους έδωσε ο Θεός.     
                Τύποι καθημερινοί, ο ένας γιος που αρνείται στην προτροπή πατέρα να δουλέψει στον αμπελώνα αλλά μετά πάει,  ενώ ο άλλος που είπε ναι  δεν πήγε∙  και οι εργάτες του αμπελώνος που, για να τον οικειοποιηθούν, σκοτώνουν τους δούλους, αλλά και τον κληρονόμο, δεν είναι ασυνήθιστοι. Συνηθισμένος τύπος και ο ράθυμος που δεν εργάσθηκε το τάλαντό του, και  οι μωρές παρθένες που δεν προνόησαν να έχουν λάδι για τις λαμπάδες, ταιριάζουν με την άκαρπη συκή.
               Στα εμβληματικά πρόσωπα η πόρνη, «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», η οποία   «το πολύτιμον μύρον έμιξε (έσμιξε) μετά δακρύων» και « εκπλύνει τους πόδας και εκμάσσει (σκουπίζει) θριξί (με τα μαλλιά της)» λέγοντας∙ «Μη μου παρίδης (παραβλέψεις) τα δάκρυα η χαρά των αγγέλων». Αυτή πήγε «βοώσα προς τον λυτρωτήν∙  φιλάνθρωπε και οικτίρμον (σπλαχνικέ), εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι  (απάλλαξέ) με,  και έλαβε άφεση.   
                    Στο Προσκήνιο και οι μαθητές που τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν. Ένας από αυτούς, πηγαίνοντας για την Βηθανία, είπε, «άγωμεν και ημείς ίνα συναποθάνωμεν μετ’ αυτού», δύο ζητούν πρωτοκαθεδρία, να είναι εις εκ δεξιών του και εις εξ ευωνύμων∙ οι τρεις, που τον συνόδευαν πάντα στα πιο σημαντικά, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον ύπνο τις πιο τραγικές του στιγμές. « Ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι (να αγρυπνήσετε) μετ’ εμού! … Το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής», θα τους πει.  Ο Πέτρος, ο δυνατός, που την ώρα της συλλήψεως βγάζει την μάχαιρα και κόβει το αυτί του Μάλχου, τον αρνείται τρις! Οι άλλοι σκόρπισαν. Ο Ιωάννης βέβαια τον ακολούθησε ως τον σταυρό, όπου του παρέδωσε την Παναγία μητέρα του.
               Και ο Ιούδας, του οποίου έπλενε τα πόδια, όπως όλων,   τον παραδίδει - με φίλημα μάλιστα!- τον προδίδει δια φιλαργυρίαν∙  τον πωλεί αντί τριάκοντα αργυρίων!∙ «Έστησαν τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν του τετιμημένου». Τόσο τον κοστολόγισε! «Εθος γαρ τοις κλέπτουσι ρίπτειν τα τίμια», σχολιάζει ο υμνογράφος∙ ήτοι οι κλέφτες συνηθίζουν να ρίχνουν την τιμή.
               Τύποι ανθρώπινοι και οι ληστές εν μέσω των οποίων σταυρώθηκε.  Ο ένας τον βλασφημεί, ενώ ο άλλος  λέγει στον Χριστό το «μνήσθητί μου, Κύριε εν τη βασιλεία σου», και μπαίνει πρώτος στον παράδεισο.              
              Τέλος, ο ευεργετημένος λαός που τον υποδέχθηκε με το «ωσαννά…», φωνάζει το «άρον άρον σταύρωσον». «Λαός μου τι εποίησα σοι, και τι μοι ανταπέδωκας!»  
               Αξίζει να εστιάσομε στην στάση κάποιων προσώπων περισσότερο. Ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστό, αλλά έκλαψε πικρά, τον κήρυξε Θεό, φυλακίσθηκε και σταυρώθηκε γι’ αυτόν. Ο Ιούδας πωλεί τον ατίμητο και όταν συνειδητοποιεί τι έκανε,  επιστρέφει τα αργύρια, αλλά οι άρχοντες τον αντιμετωπίζουν ψυχρά∙ τον αφήνουν με τις ευθύνες του. Για μια ακόμη φορά όμως θα προσπαθήσουν να είναι σύμφωνοι με το γράμμα του νόμου. Με τα χρήματα αυτά θα αγοράσουν τον Αγρό του Κεραμέως για τον ενταφιασμό των ξένων. Ο Ιούδας δεν τρέχει να ζητήσει συγγνώμη, αλλά απεγνωσμένος, απελπισμένος, απαγχονίζεται. Τίποτε πιο βαρύ από την απόγνωση την απελπισία! Αντίθετα η αμαρτωλή γυναίκα εξομολογείται συντετριμμένη την αμαρτία της!
               Πολύ εύστοχα η εκκλησία μας αντιπαραβάλλει τον Ιούδα και την πόρνη για τη στάση τους. «Εθεώρει την πόρνην φιλούσαν τα ίχνη και εσκέπτετο δόλω της προδοσίας το φίλημα» «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις∙ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον (μύρον), ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον∙ αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκε, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο∙ αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού». Πόσο δυνατή αποδείχθηκε η αμαρτωλή και πόσο αδύναμος ο Ιούδας!  Το αισθητοποιούν οι αντιθέσεις. 
               Για όλους αυτούς, δηλαδή για όλους εμάς,  ο υιός του Θεού συλλαμβάνεται νύχτα, ενώ καθημερινά δίδασκε  ενώπιόν τους.                   
               Οι Αρχιερείς και  οι άρχοντες, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, τον εξετάζουν και εκεί δέχεται το πρώτο ράπισμα από δούλο. Τον παραδίδουν στον Πιλάτο, εκπρόσωπο της πολιτικής εξουσίας της Ρώμης.   Εκείνος, αν και δεν βρίσκει σε αυτόν ενοχή, τον παραδίδει σε εμπαιγμούς και εμπτυσμούς και φραγγελώματα. Οι στρατιώτες  τον εξέδυσαν και τον ενέδυσαν χλαμύδα κοκκίνη, του φόρεσαν ακάνθινον στέφανον και τον ενέπαιζαν λέγοντες, «χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων».  Τέλος οδηγείται στον σταυρό, την  πιο ατιμωτική για την εποχή ποινή.
                Φορτωμένος τον σταυρό αναβαίνει στον Γολγοθά, τον τόπο του Μαρτυρίου. Αλλά και επί του σταυρού συνεχίζεται το μαρτύριο. Οι παρευρισκόμενοι φώναζαν∙ «Ει  υιός ει (είσαι) του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού». Οι «αρχιερείς εμπαίζοντες, μετα γραμματέων και πρεσβυτέρων και φαρισαίων ελεγον»∙   «αλλους έσωσεν,  εαυτόν ου δύναται σωσαι». Ακόμη και ο ένας από τους συσταυρωθέντες ληστές τον βλασφημεί∙ «ει συ ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς».  Και σε εκείνες τις ώρες ακούγεται το «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».
                Αυτά πάσχει ο Χριστός,  τόσο ταπεινώνεται από τον άνθρωπο, για τον οποίο έγινε άνθρωπος, για να τον κάνει θεό!  Την ταπείνωση  υποδεικνύει και στους μαθητές, πλένοντάς τους τα πόδια. «Ο πρώτος ουν υμών έστω πάντων διάκονος, ο δε άρχων ως αρχόμενος, ο προκριθείς ως έσχατος»,  τους συμβουλεύει. Ποιος αρχόμενος το αντέχει; Ποιος υπερήφανος μπορεί να το ακούσει; Εκείνος όμως θέλει μεταξύ των ταπεινών  τους μαθητές του∙ «ταπεινά φρονούντες ανυψώθητε» και «μη φρονείτε υψηλά, αλλα συναπάχθητε τοις ταπεινοίς». Η ταπείνωση είναι όντως πολύ μεγάλη! Η ταπείνωση δεν έχει καμία σχέση με τα αισθήματα κατωτερότητας. Θέλει αγάπη πραγματική, θέλει αυτογνωσία, θέλει πίστη!  Πόσο ψηλά ανεβάζει τον άνθρωπο!
               Ο Χριστός, Θεός της αγάπης, έφθασε στη άκρα ταπείνωση, έφθασε ως τον τάφο, για να αναστηθεί και να συναναστήσει τον άνθρωπο! Το μέγεθος της  θυσίας του, όπως και της αγάπης του, ασύλληπτο. Ο απαθής Θεός πάσχει για τον εμπαθή άνθρωπο από αγάπη και μόνον! Μυστήριο μέγα, γι’ αυτό και η Εβδομάδα Μεγάλη!
                Το προσεγγίζει μόνο η πίστη, η οποία αυθόρμητα αναφωνεί «Δόξα, Χριστέ, τη μακροθυμία σου!»              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου