19 Απρ 2020

Ἡ καλὴ ὁμολογία στὸ σύγχρονο ἐκκλησιαστικὸ γίγνεσθαι – Τὸ Κολυμπάρι, τὸ Κίεβο καὶ ἡ Κορώνα

Προβληματίζει ο Μητροπολίτης Κέρκυρας που παροτρύνει τους πιστούς ...
Ἡ καλὴ ὁμολογία στὸ σύγχρονο ἐκκλησιαστικὸ γίγνεσθαι – Τὸ Κολυμπάρι, τὸ Κίεβο καὶ ἡ Κορώνα
Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου,Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ) 
1. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου.
Πρὶν τέσσερα χρόνια ἀφιέρωσα πολὺ χρόνο γράφοντας σχεδὸν δύο ἑκατοντάδες σελίδες σχετικὰ μὲ τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ὁκτῶ κειμένων της. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετοὺς μήνες, ἔχοντας ἐξαντλήσει ὅσα εἶχα νὰ ἐκφράσω καὶ διαπιστώνοντας τὴν γενικὴ γραμμὴ ποὺ ἐπικράτησε στὴν πλειοψηφία, ἡ ὁποία ἀναγνώριζε τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀποκλίσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου, δηλαδὴ τὴν γραμμὴ τὸ νὰ «τὴν ἀφήσουμε νὰ σβήσει μόνη της», 

ἀσχέτως ἄν συμφωνούσα ἤ ὄχι μὲ αὐτὴν τὴν γραμμή, ἀποφάσισα νὰ ἀναφέρομαι σὲ αὐτὴν μόνο περιστασιακά, ὅποτε προέκυπταν διάφορες κατάλληλες ἀφορμές. Ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπὸ τότε ἔχουν ξαναελεγχθεῖ  προσεκτικὰ καὶ ἐπισταμένα καὶ δὲν ἔχουν ἐντοπιστεῖ θεολογικὰ σφάλματα ὡς πρὸς αὐτὸ ποὺ πρεσβεύουν, παρὰ μόνο κάποιες ἐκφραστικὲς ἀτέλειες καὶ ἐπιμέρους ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες συχνὰ καλύπτονταν μὲ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη τοῦ σχετικοῦ θέματος σὲ ἑπόμενα ἄρθρα. 
   Πρὶν περίπου ἑνάμισο χρόνο, ἡ Οὐκρανικὴ Κρίση ἄρχισε νὰ ἀφορὰ σοβαρὰ πλέον ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, καὶ ὄχι μόνο, μετὰ τὶς μονομερεῖς πρωτοβουλίες τοῦ Οὐκρανικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἐκεῖ τοπικὴ Ἐκκλησία.  Στὴν ἀρχὴ σιώπησα παρόλο ποὺ ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶχα διαμορφώσει τὶς βασικὲς ἀπόψεις καὶ προτάσεις μου. Μετὰ ἀπὸ κάποια πρώτα κείμενα, πρὶν τὸ θέμα ἔρθει στὴν ἐν Ἑλλάδι ΙΣΙ ἔγραψα μιὰ ἐκτενὴ πολυσέλιδη ἐργασία καὶ τὴν ἀπέστειλα πρὶν τὴν δημοσίευσή της στὴν ΙΣΙ. Τελικά, συνέχισα νὰ γράφω κείμενα περὶ τοῦ Οὐκρανικοῦ, τὰ ὁποία εἶτε ἔστειλα σὲ Ἱεράρχες, εἶτε δημοσίευσα. Κατὰ τὸ «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 12,9), ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο οἱ ἐπιπτώσεις τῆς προσπάθειάς μου αὐτῆς στὴν προσωπική μου ζωὴ ἦταν οἱ ἀκόλουθες.
Ἄμεσα συσχετισμένη μὲ τὴν ἐνασχόλησή μου μὲ τὸ Οὐκρανικό ὑπήρξε μιὰ σοβαρὴ ἀτυχία στὴν ἐργασία μου φέτος.  Παραμέλησα τοὺς οἰκείους μου, πράγμα ὄχι ἁπλό καὶ εὔκολο γιὰ ὅλους μας. Ὑπέμεινα διαδικτυακὸ μπούλινγκ γιὰ τὶς δημόσιες τοποθετήσεις μου στὸ Οὐκρανικό, ὄχι μόνο ἀπὸ λαϊκούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἱερωμένους, ποὺ ξεπέρασαν πολὺ τὰ ὅρια τῆς θεμιτῆς ἀντιπαράθεσης.
Κατηγορήθηκα ἀπὸ πολλούς, γιατὶ μετὰ τὴν σύγκληση τῆς ἐν Ἑλλάδι ΙΣΙ γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα δήλωσα ὅτι δὲν θὰ ἐκκλησιάζομαι στὴν περιοχὴ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ ὄπου ἀλλοῦ λειτουργεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὡς πρόεδρος τῆς Συνόδου, ὅπου λήφθηκε ἡ σχετικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ χωρὶς εὐσταθὴ ἱεροκανονικὰ ἐπιχειρήματα καὶ χωρὶς νόμιμη ψηφοφορία -βέβαια καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους νὰ εὐθύνονται ἐπίσης πίσω ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο γι΄ αὐτό-, ὅπως καὶ δὲν θὰ ἐκκλησιάζομαι, ὅπου διαβάζονται τὰ νέα δίπτυχα, ποὺ συμπεριλαμβάνουν καὶ δέκατο πέμπτο Προκαθήμενο, τὸν τῆς Οὐκρανίας. Αὐτὴ ἡ ἀπόφασή μου εἶχε ἀργότερα μιὰ σημαντικὴ προσωπικὴ ἐπίπτωση στὴ ζωή μου, ποὺ ἀποτέλεσε σοβαρὴ δοκιμασία γιὰ μένα, τὴν ὁποία βέβαια δὲν μπορῶ νὰ ἐκμυστηρευτῶ σὲ ἄλλον πέρα ἀπὸ τὸν πνευματικό πατέρα μου.  
Τελικά, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ κατέληξα γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ νοσοκομεῖο χάριν ἀσθενοὺς συγγενικού μου προσώπου. Αὐτὸ ἐκ πρώτης ὄψεως προβάλλει ἄσχετο ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, ὡστόσο ὅμως ὅπως θὰ ἐξηγήσουμε παρακάτω, ἔχει κάποιο οὐσιαστικὸ νόημα ποὺ ἀφορὰ ἄμεσα ὅλα αὐτὰ ποὺ ἤδη εἰπώθηκαν.
Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν πορεία ἐνασχολήσεώς μου μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα προσπαθοῦμε νὰ ἐκθέτουμε τὶς ἀπόψεις μας καὶ νὰ ἐκφράζουμε τὶς διαφωνίες μας ἐξηγῶντας τὰ ἐπιχειρήματά μας, ἀποφεύγοντας νὰ ἐρχόμαστε σὲ προσωπικὲς προστριβὲς καὶ νὰ κατηγοροῦμε συγκεκριμένα πρόσωπα γιὰ τὶς ἀπόψεις τους.  Ζητοῦμε συγγνώμη ἂν κάποτε μὲ κάποιον ἄθελά μας ὑπερβήκαμε αὐτὰ τὰ ὅριά μας καὶ δὲν τὸ τηρήσαμε αὐτό.
2. Οἱ ἱεροῖ κανόνες ι’ τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων καὶ ιε’ τῆς ΑΒ’.
Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο θὰ πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ τὸν κάθε καλοπροαίρετο ὅτι ἀντιδροῦμε σὲ ὅλους ὅσους θεωροῦμε ὅτι δὲν βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν 7 (+2) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὄχι στρεφόμενοι μὲ ἐμπάθεια ἀπέναντί τους, ἀλλὰ διατηρώντας τὴν ἀγάπη καὶ κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο συμφωνοῦμε μὲ τὴν εὔλογη διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροῦς κανόνες (τὸν ιε’  ἱερὸ κανόνα τῆς ΑΒ’ Συνόδου στὴν περίπτωση αἵρεσης (Κολυμπάρι) καὶ τὸν ι’ ἱερὸ κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὸν β’ ἱερὸ κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχεία Συνόδου, ποὺ εἶναι ἐπικυρωμένος ἀπὸ τὸν β’ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴν ὁποιαδήποτε περίπτωση ἀκοινωνησίας, περιλαμβανομένου τοῦ σχίσματος (Οὐκρανία)), ἀπὸ ὅποιους ἐπιθυμοῦν καὶ μποροῦν νὰ τὸ πράξουν, ὡς μέσω ἔκφρασης τῆς ἀντίθεσής τους σὲ λόγους καὶ πράξεις Ἱεραρχῶν εἰς βάρος τῆς πίστης ἤ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κρίσιμο σημεῖο στὴν στάση ὅλων τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Παράδοσης ἀπέναντι στοὺς θιασώτες τοῦ Κολυμπαρίου καὶ τοῦ Οὐκρανικοῦ εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνουμε διώκτες τους. Ὄχι βέβαια μὲ κοσμικὴ δύναμη ἐναντίων τους, ποὺ ἔτσι καὶ ἀλλιῶς δὲν τὴν ἔχουμε, ὅπως ἀντιθέτως ἔχουν ἐκείνοι, ἀλλὰ νὰ μὴν τοὺς διώκουμε μὲ τὸ πάθος μας καὶ μὲ ὕβρεις. Γι᾽ αὐτὸ ἀγωνίστηκα ὡς τώρα καὶ μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα πρέπει νὰ κατανοοῦμε τοὺς σχετικοὺς κανόνες (ποὺ ἀναφέρονται παραπάνω), οἱ ὁποίοι δίνουν τὴν δυνατότητα εὐπρεποὺς κατάλληλης ἀντίδρασης ἐντὸς τῶν ἱεροκανονικῶν ἤ ἐκκλησιαστικῶν ὁρίων, ὄχι γιὰ τὴν προσβολὴ κάποιου προσώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴν διόρθωση ἤ ἔστω τὸν περιορισμὸ τῶν κακῶς κειμένων. 
 Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διερχόμαστε ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἤ νὰ ξεφεύγουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, γιατὶ τὰ παραπέρα ἀνήκουν σὲ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ στὸ Χριστό καὶ δὲν εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ διώκουμε τοὺς ἄλλους μὲ τὸν ὁποιοδήποτε τρόπο, ἀκόμα καὶ ὅταν ἀπειλοὺν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἄν ἐπιθυμοῦμε νὰ τὰ ὑπερασπισθοῦμε, πρέπει νὰ διωχθοῦμε ἐμεῖς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τῶν προαναφερθέντων σχετικῶν ἱερῶν κανόνων καὶ αὐτὸ τὸ παράδειγμα μᾶς ἄφησαν οἱ ἁγίοι πατέρες. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἀποφασίζεις νὰ μὴν ἐκκλησιάζεσαι ὅπου λειτουργεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πιθανὸν τὸν Ἀρχιεπίσκοπο νὰ μὴν τὸν ἀπασχολήσει καθόλου ἡ περίπτωσή σου καὶ πὼς ἡ ἐνέργειά του σὲ ὁδήγησε στὴν κατ’ ἀνάγκη ἀπόφασή σου, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα κυριολεκτικὰ αὐτοεξορίζεσαι ἀπὸ τὴν περιοχή του.  Ὁ διωγμένος εἶσαι καθαρὰ ἐσύ. Οἱ ἐσφαλμένες θέσεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν ὁμοφρόνων του πέριξ αὐτοῦ, σὲ κατέστησαν διωγμένο.
Ὅμως σὲ καμιὰ περίπτωση ἀπὸ τὴν πλευρά σου δὲν φθάνει αὐτό. Ὀφείλουμε νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὸν Πατριάρχη μας, τὸν Ἀρχιεπίσκοπό μας, τὸν Μητροπολίτη μας, ὅσο καὶ νὰ μᾶς ἀπογοήτευσαν καὶ νὰ μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τὴν ὅλη στάση τους. Αὐτοὶ μπορεῖ νὰ μᾶς διώκουν ἀπὸ κοντά τους μὲ ὅσα κάνουν, ἐμεῖς θὰ πρέπει ναὶ μὲν νὰ ἀντιδροῦμε μὲ τὸ δέον καὶ εὐπρεπὴ τρόπο, χωρὶς ὅμως νὰ παύουμε νὰ τοὺς ἀγκαλιάζουμε καὶ ἄς μᾶς πονοῦν.
    Γι΄ αὐτὸ ἄλλωστε ἄν θὰ συναντοῦσα πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν Ἀρχιεπίσκοπό μας ἤ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη θὰ ἀσπαζόμουν τὴν δεξιά τους, ἀποδίδοντάς τὴν ὀφειλόμενη τιμὴ στὸ πρόσωπό τους γιὰ τὸ ἀξίωμα ποὺ κατέχουν πέρα ἀπὸ τὰ λάθη καὶ τὶς ἀστοχίες τους. Καὶ  βέβαια κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ μόνος του Πανορθόδοξη Σύνοδος, οὔτε μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀλάθητος Πάπας γιὰ νὰ τὸ ἀμφισβητήσει αὐτό.
«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·», (Μτ. 5,39). Καὶ ἴσως ἐδῶ κάποιος δυσανασχετήσει λέγοντας: «Ἔως πότε; Δὲν πάει ἄλλο». Ξαναεπιστρέφω ἐδῶ στὶς μέρες μου στὸ νοσοκομεῖο. Πολλοὶ ἄνθρωποι γύρω μας πονάνε, καὶ πολὺ συχνὰ τὸ δράμα τους, οὔτε κὰν τὸ φανταζόμαστε, ὅταν ζοῦμε ὑγιεῖς μακριὰ ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Μάλιστα ἀποφεύγουμε καὶ τὴν παραμικρὴ ἐπίσκεψη, ὡσὰν αὐτὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν. Ὅμως Κύριος δίδαξε νὰ συμπονοῦμε τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ τὸ ἀκοῦμε αὐτὸ εἶναι αὐτὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀποκρεῶ περὶ τῆς Ἧμέρας τῆς Κρίσεως: «ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με», Μτ. (25, 35-36). Ἴσως ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε τὸ ἀντίβαρο στὰ ὅσα σοβαρὰ πράττουν οἱ Ἱεράρχες μας καὶ σὲ ὅσες ἀπογοητεύσεις μᾶς δίνουν. Δηλαδὴ τὸ ἀντίβαρο θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ προσωπικό μας βίωμα, τὸ ἐναρμονισμένο  μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ὀφείλουμε νὰ ἀντιδροῦμε ὅταν διαφωνοῦμε μαζί τους στὰ σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα τῶν ἡμερῶν μας, ὅμως γιὰ νὰ λυθοῦν αὐτὰ χρειάζεται πανορθόδοξη ἀντιμετώπιση, ὅπου ὅμως ἔχουν περιπλεχθεῖ τὰ πράγματα στὴν ἐποχή μας εἶναι μάλλον ἀπίθανο νὰ πορευθοῦμε πρὸς σύγκληση μιὰς κανονικῆς Πανορθόδοξης Συνόδου, ἡ ὁποία νὰ ἐπιφέρει οὐσιαστικοὺς καὶ ἐπωφελεῖς καρπούς. Μόνο κατ’ εὐδοκία καὶ ἐπέμβαση Θεοῦ μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ κάτι τέτοιο, γι’  αὐτὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ ἐλκύσουμε τὸ ἔλεός Του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐξαρτάται ἀπὸ τὸ πόσο ὁ καθένας μας προσαρμόζει τὴν ζωή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ μετάνοια καὶ προσευχή. 
Τὸ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὴν μιὰ νὰ ὑπερασπιζόμαστε δυναμικὰ καὶ τρανταχτὰ τὴν πίστη, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ χωρὶς νὰ συμμεριζόμαστε καὶ νὰ συμπονοῦμε τὸν πλησίον μας δὲν ὁδηγεῖ πουθενὰ καὶ δὲν λύνει τίποτα, ἐπειδὴ ἁπλὰ οὔτε καὶ ὁ Θεὸς μᾶς συμμερίζεται ἔτσι, οὔτε καὶ θέλει νὰ μᾶς βοηθήσει καὶ ἐπιτρέπει νὰ βάλλεται ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων μας καὶ νὰ κλονίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησία μας. Ἄς ὁμολογήσουμε πῶς ἀγαπάμε πιὸ πολὺ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὰ «δικά μας» -τσέπη, θέση, κύκλο μας-, ἐνῶ τὸν ἄγνωστο ἤ καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει διαφορετικὲς ἀπόψεις ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ πλησίον μας καὶ νὰ ἔχει ἀνάγκη, τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι ὅτι ἐθελοτυφλοῦμε καὶ δὲν λογαριάζουμε αὐτὸν καὶ τὴν ἀνάγκη του, ἔστω καὶ ἄν αὐτὴ ἡ ἀνάγκη του εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἀδελφικὸς λόγος.  Καὶ ἔτσι δὲν ἐλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς ἐπακόλουθο ἐπιτρέπει κατὰ τὸν λαό, δηλαδὴ ἐμᾶς, νὰ εἶναι καὶ οἱ ὅποιοι ἄρχοντές μας. Γι’ αὐτὸ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, γνωρίζοντας τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν λαό του δὲν συγκαλεῖ Πανορθόδοξη γιὰ νὰ λύσει τὰ προβλήματα, μὲ πρῶτο τὸ Οὐκρανικό, γιατὶ τέτοιοι ποὺ εἴμαστε, ἄν θὰ γίνει Πανορθόδοξη δὲν θὰ γίνει σωστά, ὅπως συνέβη στὸ Κολυμπάρι, καὶ τίποτα δὲν θὰ λυθεῖ.    
3. Τὸ Οὐκρανικὸ Ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα, ἡ συνάντηση στὸ Ἀμμάν καὶ τὰ Πρωτεία.
Καὶ αὐτὸ ἔγινε στὸ Ἀμμάν. Προσπάθησε ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων νὰ βοηθήσει καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ δὲν ἔχει μονιάσει μὲ τὸν πλησίον του, τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ Κατάρ. Μὰ, ἄν δὲν τὰ βρίσκετε ἀκόμα Μακαριώτατε μὲ τὸν πλησίον σας, τὸν γείτονά σας, πῶς θὰ λύσετε ἕνα πρόβλημα ποὺ ταλανίζει ὅλον τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο καὶ θὰ τὸν βοηθήσετε νὰ βρεῖ τὴν χαμένη ἑνότητα; Τὸ Οὐκρανικὸ εἶναι βέβαια ἄκρως σημαντικότερο ἀπὸ τὸ δικό σας πρόβλημα, ἀλλὰ γιὰ νὰ συνεισφέρετε στὴν λύση τοῦ σημαντικότερου καὶ μεγαλύτερου προβλήματος, πρέπει πρώτα νὰ λύσετε τὸ μικρότερο δικό σας πρόβλημα, γιατὶ τότε μόνο θὰ ἔλξετε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ μπορέσετε ἔτσι νὰ πετύχετε πραγματικὰ κάτι καὶ γιὰ τὸ ἄλλο.
Καὶ ἐνῶ θέλαμε νὰ πιστέψουμε ὅτι κάτι καλὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτεύχθει στὸ Ἀμμάν, ὑπομόνευσε κάθε προσπάθεια ἐκεῖ γιὰ εἰρήνη καὶ ἑνότητα ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων μὲ τοὺς λόγους του ἀμέσως μετὰ τὴν συνάντηση εἰς βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ἀντὶ νὰ βοηθήσει στὴν καταλλαγὴ καὶ στὴν καλλιέργεια πνεύματος συμφιλίωσης καὶ εὔρεσης κοινὰ ἀποδεκτῆς λύσης, δυναμίτισε ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα. Καὶ βέβαια δὲν ἦταν καλύτερες οἱ ἀπαντήσεις τῆς ἄλλης πλευρᾶς τῶν φιλοπατριαρχικῶν κύκλων. Γιὰ παράδειγμα ὁ κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Μητροπολίτη Ἰλαρίων, παρουσίασε τὴν συνάντηση στὸ Ἀμμὰν μὲ τὸ χειρότερο τρόπο καὶ κατέληξε ὅτι πρέπει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ προσκαλέσει τοὺς Ὀρθόδοξους Προκαθήμενους σὲ Πανορθόδοξη Σύνοδο ἐκτὸς αὐτοὺς ποὺ παρευρέθηκαν στὸ Ἀμμάν…[1]! Παρομοίως στὸ ἴδιο πνεῦμα ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος στράφηκε ἐναντίων τῶν συμμετεχόντων στὴν συνάντηση στὸ Ἀμμὰν ὡς ἐνόχων παραβίασης ἱερῶν κανόνων, καθὼς ἰσχυρίστηκε τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δὲν ἦταν ἀρμόδιο νὰ συγκαλέσει Σύνοδο, καὶ πιὸ βαρύτιμα ὡς διαπραξάντων τὸ πλημμέλημα τῆς φατρίας, ὄπου ἐπομένως θὰ πρέπει νὰ ἀπολογηθοῦν γι’ αὐτὸ καὶ πιθανὸ νὰ τιμωρηθοῦν σὲ μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύναξη ἤ Σύνοδο [2].
Πρόκειται καθαρά γιὰ ἕναν ἀνταγωνισμὸ Πρωτείων, Προνομίων καὶ Δικαιοδοσιῶν μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἐπιδιώκει νὰ αὐξήσει τὰ ἱστορικὰ κεκτημένα του καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας νὰ προσπαθεῖ νὰ τοῦ τὰ περιορίσει καὶ ἄν εἶναι δυνατὸν καὶ νὰ τοῦ τὰ μειώσει. Ἔτσι τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας στὴν περίπτωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἶναι ἀδύνατον νὰ συμμεριστεῖ τὴν θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ καταδέχεται εἰς βάρος τῆς κανονικῆς τάξης νὰ βρίσκεται διὰ τοῦ καθεστῶτος τῶν Νέων Χωρῶν ὑπὸ ἕνα εἶδος ἐπιτροπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χωρὶς νὰ ἔχει ἀναγνωρίσει δικό της Πρῶτο, ἀλλὰ μόνο Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου της, ἀφήνοντας ἐλεύθερη τὴν θέση τοῦ Πρώτου νὰ τὴν διεκδικεῖ, τουλάχιστον στὶς Νέες Χῶρες, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.  Ὅμως σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες προβλέπουν τὴν ὕπαρξη ἐκείνου τοῦ Ἱεράρχη, ποὺ χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικατασταθεῖ ἤ νὰ ἐκπροσωπηθεῖ ἀπὸ ἄλλον ἀντιπρόσωπο-ἐκπρόσωπο, συγκαλεῖ καὶ προεδρεύει στὶς τοπικὲς Συνόδους καὶ εἶναι πρόεδρος στὴν ἐκδίκαση ὑποθέσεων ἐντὸς δικαιοδοσίας του, ἡ ὁποία γιὰ τὸν «ἔξαρχο τῆς διοικήσεως», δηλαδὴ τὸν Προκαθήμενο τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας εἶναι τελεσίδικη καὶ ἀνέγκλητη. Αὐτὸ φυσικὰ καὶ ὅπως ἐπιβεβαιώνεται μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ κατ’ ἀναλογία σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης νὰ εἶναι ἀναντικατάστατος ἤ νὰ δέχεται ἔγκλητο ὑποθέσεων ποὺ ἔχουν ἤδη ἐκδικαστεῖ ἀπὸ τὸν «ἔξαρχο τῆς διοικήσεως». Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὡς εὐνόητον γιὰ τὸν «Πρῶτο μεταξὺ ἴσων», θὰ γινόταν μετάβαση του στὸν «Πρῶτο ἄνευ ἴσων», ἤ μὲ ἄλλα λόγια θὰ ὁδηγούμασταν στὸν ἀλάθητο Πρωτεῖο, καταλύοντας ἔτσι τὸ πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ θέλει τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο στὸν Οὐρανό, ἀλλὰ καὶ ἐπιγείως νὰ ὁδηγεῖ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας, μέσω τῶν διεξαγόμενων ἐν Ἁγίω Πνεύματι Οἰκουμενικῶν ἤ Πανορθοδόξων Συνόδων. Ἀλάθητος Δίκαιος Κριτὴς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μόνον, ποὺ μᾶς κρίνει ὅλους, περιλαμβάνοντας καὶ τῶν μεταξὺ ἴσων Πρῶτο τῆς Ἐκκλησίας Του. Διαφορετικά, ἄν οἱ σχετικοὶ ἱεροὶ κανόνες ποὺ ἀφοροῦν τοὺς Προκαθήμενους ἀναχθοῦν ἀπὸ τοπικὸ σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο ἀποδίδοντας στὸν «Πρῶτο τῶν Πρώτων» ἀντίστοιχες κατ’ ἀναλογία ἐξουσίες καὶ ἀρμοδιότητες, ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω, τότε ἄν ἐκεῖνος ὑποπέσει σὲ αἵρεση ἤ σχίσμα, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἀναντικατάστατος καὶ θὰ ἔχει δικαστικὲς ἀρμοδιότητες ὑπὲρ τῶν ὑπολοίπων, ποιὸς καὶ πῶς θὰ συγκαλέσει Πανορθόδοξη, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἐλέγξει;  
Βέβαια ἄν δὲν μπορεῖ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης νὰ κατοχυρώσει στοὺς ἱεροῦς κανόνες χωρὶς ἀμφισβήτηση τὸ Πρωτεῖο του μὲ αὐξημένες ὑπερεκκλησιαστικὲς ἀρμοδιότητες πέρα αὐτῶν τοῦ «Πρωτείου μεταξὺ ἴσων» ἀνάμεσα στοὺς Πατριάρχες μπορεῖ νὰ αὐξήσει τὶς ἀρμοδιότητές του μεταξὺ τῶν «κατ’ ὄνομα» αὐτοκέφαλων καθεστώτων, στὴν πραγματικότητα ὅμως καθεστώτων ὑπὸ ἑνὸς εἴδους ἐπιτροπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀκόμα πιὸ ἔντονη ἀντίδραση τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ποὺ ὡς τὴν χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας μονοπολοῦσε αὐτὸ τὸν ρόλο. Ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ κλιμάκωση τῆς ἔντασης μεταξὺ τῶν δύο πόλων Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας ποὺ καλλιεργοῦταν ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες, ἀλλὰ μὲ τὰ τελευταία γεγονότα ὀξύνθηκε πολὺ περισσότερο. Στὴν κούρσα τοῦ ἀνταγωνισμοῦ οἱ ἐνέργειες τῆς Κωνσταντινούπολης εἰς βάρος τῆς Μόσχας χρησιμοποιοῦνται ὡς ἄλλοθι ἀπὸ τὴν δεύτερη στὶς δικές της κινήσεις στὴν σκακιέρα τῶν κατ’ ἄνθρωπο ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων. Πρόκειται γιὰ ἕναν φαύλο κύκλο ποὺ μπορεῖ νὰ διερρηχθεῖ μόνο ἄν ἡ φιλαρχία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀγάπη τῆς κορώνας, ἤ καταλληλότερα μίτρας, ἐγκαταληφθεῖ καὶ ἀφήσει ἔτσι ἐλεύθερο τόπο, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ εἰσέλθει ἡ παραγκωνισμένη φιλαδελφία (βλ. περισσότερα στὴν σχετικὴ μελέτη μας [3]).  
Τελικὰ ἡ ἐπέλαση τοῦ κορώνα-ἰοῦ εἶναι ὡς μιὰ προτύπωση τοῦ ἄλλου ἰοῦ, τοῦ πνευματικοῦ ἰοῦ τοῦ πρωτείου καὶ τῆς ἐξουσίας σὲ κάθε μορφὴ ἡγεσίας, εἶτε πολιτική, εἶτε ἐκκλησιαστική. Ὅλα τὰ ἔθνη χρειάζονται ἕναν παγκόσμιο ἡγέτη, ἕναν αὐτοκράτορα, ὅλες οἱ «ἐκκλησίες» χρειάζονται ἕναν πρῶτο, ἕναν πάπα.      
4. Ὁ κορωνοιὸς καὶ τὸ κλείσιμο τῶν Ἐκκλησιῶν.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἔπρεπε νὰ ληφθοῦν αὐστηρὰ μέτρα γρήγορα καὶ ἀποτελεσματικά, ἐφόσον κάλπαζε πρὸς τὸ μέρος μας ὁ ἰός, ἀσχέτως τῆς φυσικῆς ἤ τεχνιτῆς προέλευσής του, ὅπως καὶ λήφθηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση καὶ γλυτώσαμε ὡς σήμερα, ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἐκατόμβες θυμάτων, ποὺ ὑπάρχουν σὲ ἄλλες χῶρες (Ἀμερική, Ἰταλία, Ἰσπανία, Γαλλία), οἱ ὁποῖες ἄργησαν νὰ λάβουν τὰ κατάλληλα μέτρα. Ὡστόσο ἡ ἀπαγόρευση τῆς θείας λατρείας ποὺ ἀποφάσισε ἡ κυβέρνησή μας στὶς πρώτες σχετικὲς ἀποφάσεις της, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἡ λειτουργία τῶν καταστημάτων τροφοδοσίας συνέχισε, ἔστω καὶ μὲ περιορισμοὺς, ἦταν ὑπερβολικὴ καὶ παράνομη ὡς ἀντισυνταγματικὴ καὶ ἀντίθετη στὶς διεθνὲς εὐρωπαϊκὸ δίκαιο, χωρὶς νὰ προβλέπεται οὔτε σὲ περιπτώσεις ἐκτάτου ἀνάγκης, καθὼς ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία εἶναι δικαίωμα, ποὺ δὲν εἶναι λιγότερο σημαντικὸ ἀπὸ τὸ δικαίωμα τῆς ζωῆς (βλέπε ἄρθρα κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου [4]-[7]). Ὁ ὁποιοσδήποτε μπορεῖ νὰ κατανοήσει μὲ ἁπλὴ κοινὴ λογικὴ ὅτι ἡ παρουσία στὸν Ἱερὸ Ναὸ μὲ τὰ ἴδια περιοριστικὰ μέτρα προφύλαξης ἀπὸ τὴν μετάδοση τοῦ ἰοῦ λόγω συνωστισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν παρουσία στὰ καταστήματα μὲ τὰ ἴδια μέτρα. Ἄλλες χῶρες μᾶς ἔδωσαν τὸ καλὸ παράδειγμα τῆς κανονικῆς λειτουργίας τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τους παρόλα τὰ ἀναγκαία περιοριστικὰ μέτρα, ὅπως στὴν Γεωργία, στὴν Βουλγαρία, στὴν Λευκορωσία. Μήπως πετύχαμε ἐμεῖς τίποτα περισσότερο ἀπὸ αὐτοῦς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τὸ μόνο περισσότερο ποὺ πετύχαμε ἦταν νὰ κλείσουμε τὶς Ἐκκλησίες ποὺ δὲν εἶχαν κλείσει ποτὲ στὰ χρονικὰ σὲ περιπτώσεις ἐπιδημιῶν, ἀντὶ νὰ προστρέξουμε περισσότερο σὲ αὐτὲς κατὰ τὴν συνήθη ἐκκλησιαστικὴ τακτικὴ μὲ δεκάδες παραδείγματα μέσα στοὺς αἰῶνες σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἐπιδημίας, ἀκόμα καὶ ὑπὸ τὴν ἐξουσία ἀλλοθρήσκων, ἀθέων, ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων.
Ἕνα περιστατικὸ ποὺ δημοσιεύθηκε ὅπου δήθεν ὁ Καποδίστριας τὸ 1928 ἔκλεισε γιὰ λίγους μήνες τὶς Ἐκκλησίες λόγω πανώλης σὲ νησιὰ τοῦ Σαρωνικοῦ καὶ σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς Πελοποννήσου διαψεύστηκε πανηγυρικά ([8]-[11]), καθὼς ἀνάμεσα στὰ μέτρα ποὺ μαρτυροῦνται ὅτι λήφθηκαν δὲν περιλαμβάνεται τὸ κλείσιμο Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ ἀντίθετα μαρτυρεῖται ὅτι γίνονταν κανονικὰ γάμοι, βαπτίσεις καὶ κηδείες,  καὶ τὸ κλείσιμο τῶν Ἐκκλησιῶν μαρτυρεῖται μόνο στὸ λίγων μηνῶν μεταγενέστερο σχετικὸ ψήφισμα, τὸ ὁποῖο ὅμως τελικὰ ποτὲ δὲν δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα τῆς κυβερνήσεως καὶ ποτὲ δὲν ἐφαρμόστηκε ὡς νόμος, τουλάχιστον ὄχι ἐπὶ Καποδίστρια. Μαρτυρείται ὡστόσο ὅτι ἐφαρμόστηκε ἐπὶ Ὄθωνος τὸ 1837 σὲ πολὺ περιορισμένη περιοχὴ γιὰ μικρὴ διάρκεια καὶ ἐπομένως αὐτὸ που ἔκανε ἡ σημερινὴ Κυβέρνησή μας δὲν βρίσκει ἀντίστοιχό του σὲ πράξη τοῦ Ἕλληνα Πολιτικοῦ ποὺ ἔδωσε καὶ τὴν ζωή του πηγαίνοντας νὰ ἐκκλησιαστεῖ, ἀλλὰ σὲ πράξη τοῦ διαδόχου του προτεστάντη Φράγκου Πολιτικοῦ. Πραγματικὰ εἶναι ἀγενὲς καὶ ἀσεβὲς νὰ ἐμποδίζουν πλήρως τὸ ποίμνιο, εἶτε συνειδητά καὶ σκόπιμα, εἶτε ὄχι, νὰ προστρέξει, ἔστω καὶ μὲ περιοριστικὰ μέτρα, στὸν Οἴκο τοῦ Θεοῦ  νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ λάβει τὴν ἐκ τῶν ἄνω βοήθεια σὲ τέτοιες δύσκολες ὧρες (βλέπε ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ γιὰ τὴν πολύπλευρη ἁγιογραφικὴ ἐρμηνεία τῆς περιστάσεως). Ὅσο γιὰ τὴν στάση τῆς Ἱεραρχίας μας ποὺ εὐθυγραμμίστηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὶς ὀδυνηρὲς κυβερνητικὲς ἀποφάσεις χωρὶς καμιὰ ἀντίδραση, ἄς μὴν ποῦμε τίποτα καλύτερα ἐπὶ τοῦ παρόντος. Καλύτερη ἡ σιωπή, ὅπως τὴν ζήτησαν ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι.  
5. Ἱερὴ Παράδοση, Ὀρθοδοξία, Ὀρθοπραξία.
Ὅσο λοιπὸν σὰν τὸν κορωνοϊὸ ποὺ ἐξαπλώνεται, ἰσχυροποιεῖται καὶ ὁ ἰὸς τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ πρωτείου, τόσο ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ θὰ συνεχίζει ἀργὰ ἀργὰ νὰ διαρρηγνύεται. Ὡστόσο ὁ καθένας μας μπορεῖ, ἄν θέλει, νὰ συμβάλλει κατὰ κάποιο τρόπο θετικὰ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐξελίξεις, ὅταν κάνει ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ ταπείνωση, σὲ ἀντίβαρο τῆς φιλαρχίας, τὸν δικό του καλὸ πνευματικὸ ἀγώνα («ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ», Β’ Τιμ. 2,5). Καὶ σὲ αὐτόν, τὸ κατὰ τὴν οὐσίαν σημαντικό, καὶ ἡ ὅλη βάση γιὰ νὰ γίνεται ὀρθά, εἶναι νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε ἀποκλειστικὰ μόνο νὰ ὀρθοδοξοῦμε, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς καὶ στὸ νὰ ὀρθοπραττοῦμε μὲ τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά μας καὶ τὴν πρὸς τοὺς ἄλλους ἀγάπη μας. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο μόνο, σὲ ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ παραδειγματισμὸ ἀπὸ τὴν ζωή καὶ τὴν ἔμπρακτη διδασκαλία τους, ἰδιαιτέρως μάλιστα ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς μας ἁγίους γέρωντες (Παΐσιο, Πορφύριο καὶ λοιπούς), θὰ διαφυλαχθοῦμε καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ τὴν νόθευση τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Τὸ καλὸ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ δυνατότητα ποὺ μᾶς προσφέρει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅπου μποροῦμε νὰ ἐπιλέξουμε μέσα ἀπὸ μιὰ πληθώρα ἀξιόλογων πνευματικῶν βιβλίων καὶ εὔκολα νὰ τὰ προμηθευτοῦμε, ὅπως καὶ ὅτι ἔχουμε τὰ μέσα ὥστε γρήγορα καὶ ἔγκυρα νὰ ἐνημερωθοῦμε γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἄλλα θέματα.  
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὀφείλουμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ὅσους διακρίνονται γιὰ τὸ ἔλλειμμα Ὀρθοδοξίας, ἀσπάζονται τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν προωθοῦν, εἶναι θιασώτες καὶ διδάσκαλοι μεταπατερικῶν διδασκαλιῶν καὶ ἐπικροτοῦν καὶ ὑποστηρίζουν τὴν ἔνωση, δὲν εἶναι τοῦ «θέλοντος» ἤ τοῦ «τρέχοντος» νὰ τοὺς πείσει κανεὶς νὰ ἐπαναφέρουν τὰ φρονήματά τους κατὰ στὴν ὀρθόδοξη ὁδό, ἀλλὰ τοῦ «ἐλεοῦντος Θεοῦ». Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε ἄν ἀγαποῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν πλανεμένο πλησίον μας εἶναι νὰ εὐαρεστοῦμε ὅσο μποροῦμε τὸν Θεό, ὥστε καὶ νὰ διαφυλάττει τὴν πίστη μας καὶ νὰ φωτίσει τὸν πλησίον μας. Καθῶς σήμερα, ἔν μέσω χαλεπῶν καιρῶν καὶ πολυμέτωπης κρίσης ποὺ ἔχει συμπαρασύρει καὶ τὴν Ἐκκλησία, καθίσταται ἄκρως ἀναγκαῖο να παραμείνουμε ὑπὸ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν οἰκονομία τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει γιὰ τὴν πολὺ ἁμαρτία καὶ ἀναξιότητά μας, γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτὸ ἄς ἀπέχουμε ἐπιμελῶς καὶ ἐπισταμένως ἀπὸ συμμετοχὲς σὲ συμπροσευχὲς μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, καὶ μὴν ἀνεχόμαστε ποτὲ νὰ παραβρεθοῦμε ὁπουδήποτε λαμβάνει χώρα διακοινωνία μεταξὺ διαφορετικῶν ὁμολογιῶν.  Ἐπίσης δὲν θὰ πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὴν πνευματικὴ ἐπιρροὴ σὲ ἐμᾶς ποὺ ἔχει ὁ ἱερέας μὲ τὸν ὁποῖο ἐκκλησιαζόμαστε, πολὺ περισσότερο ἄν εἶναι καὶ πνευματικός μας πατέρας. Γι’ αὐτὸ πολὺ ὄφελος ἀπορρεεῖ ὅταν προσέχουμε ποὺ συνηθίζουμε νὰ ἐκκλησιαζόμαστε, ἀναζητῶντας τοὺς παραδοσιακούς, μὲ σεβασμὸ στὴν ἱερὰ παράδοση, καὶ ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ κριτήριο ἱερεῖς.    
Τὸ κεντρικὸ ἀμφιλεγόμενο δογματικὸ σημεῖο καὶ μήλο τῆς ἔριδος στοὺς θεολογικοὺς διορθοδόξους διαλόγους τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτάται ὅλη ἡ βάση τῆς προσέγγισης τῶν μὴ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καὶ τελικὰ καὶ τῶν μὴ Χριστιανῶν, καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὸ ποιὲς εἶναι οἱ προυποθέσεις, τόσο τοῦ διαχριστιανικοῦ, ὅπως καὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου, εἶναι ἄν ὑπάρχει σωτηρία ἤ ὄχι ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀνάγεται στὴν ὕπαρξη ἤ ὄχι «στοιχείων ἐκκλησιαστικότητας» καὶ κατὰ συνέπεια ἐγγύρων μυστηρίων καὶ θείας Χάρης ἐκτὸς Αὐτῆς. Γιατὶ ἡ τέλεση ἐγγύρων μυστηρίων μὲ τὴν θεία Χάρη εἶναι αὐτὴ ποὺ σώζει. Τελικὰ ὑπάρχουν ἤ ὄχι ἄλλες «ἐκκλησίες» ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, ἔστω ἐλλειπεῖς καὶ ἀτελεῖς;
Ἕνα ἰδιαίτερα κρίσιμο πρόσωπο στὴν προσέγγιση τοῦ ζητήματος εἶναι ὁ πρωθιερέας π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τὴν θεολογικὴ θέση τοῦ ὁποίου ἐπὶ τοῦ θέματος χρησιμοποιοῦν καὶ οἱ δύο πλευρές, παραδοσιακοὶ καὶ φιλενωτικοί, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει καθένας τὸ πιστεύω του.  Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ π. Γεώργιος δὲν εἶχε ἀποκλείσει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς σωτηρίας καὶ τῶν ἐκτὸς τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἄποψή του εἶχε βασιστεῖ ἡ συμμετοχή του στὸ ΠΣΕ ὡς ἱδρυτικὸ μέλος μέχρι τὸ 1961. Βέβαια τὸ «δὲν ἀποκλείω» κάτι εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ μὲ τὸ «ἀποδέχομαι ὡς βέβαιο» κάτι καὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι ἰσχύει. Ὁ π. Γεώργιος, ὅπως καὶ νὰ παρουσιάζουν τὶς θεολογικές του θέσεις ἐπὶ τοῦ θέματος οἱ «ὑπέρμαχοι τῆς συμμετοχῆς μας στὸ ΠΣΕ καὶ στὴν ὅλη οἰκουμενικὴ κίνηση, δὲν ὑποστήριζε ὅτι ὑπάρχει μὲ βεβαιότητα ἡ σωτηρία ἐκτὸς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀρθοπραττόντας ἀποχώρησε τελικὰ ἀπὸ τὸ ΠΣΕ, ὅταν μεταβλήθηκαν οἱ προυποθέσεις συμμετοχῆς σὲ αὐτὸ εἰς βάρος τῆς ἱεραποστολικῆς προσπάθειας του ἐντὸς αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ὁ βασικὸς λόγος τῆς συμμετοχῆς του ἐν αὐτό καὶ ἡ ὁποία στόχευε στὴν ὀρθὴ Ὀρθόδοξη ὁμολογία μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἐπίγνωση καὶ ἒν μετανοία ἐπιστροφὴ τῶν ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐντὸς της. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἦταν γιὰ τὸν μακαριστὸ π.Γεώργιο ἀδιαπραγμάτευτη καὶ ὅταν τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ δυνατότητα τῶν ξεχωριστῶν καὶ ἀνόθευτων δηλώσεων, ἁπλὰ ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος πιὰ συμμετοχής του στὸ ΠΣΕ καὶ γι’ αὐτὸ χωρὶς χρονοτριβὴ ἀπεχώρησε.  Γιατὶ δὲν τὸν μιμοῦνται αὐτοὶ ποὺ παραφράζουν τὸ θεολογικὸ ἔργο του γιὰ νὰ δικαιώσουν τὸν οἰκουμενιστικὸ ἀγώνα τους καὶ τὰ «ἐπιτεύγματά» τους;
Ἀντίθετα ὅμως οἱ θεολόγοι τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἐκτὸς τῆς Μίας Ἁγίας Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου, θέλησαν νὰ ἐπιβάλλουν πανορθοδόξως καὶ μὲ συνοδικὴ κατοχύρωση τὴν «βεβαιότητά» τους γιὰ τὴν δυνατότητα σωτηρίας ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἔτσι στὴν Σύνοδο στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 προσπάθησαν νὰ ἀποδώσουν τὸ ὄνομα «Ἐκκλησίες» στοὺς ἑτεροδόξους ὡς «ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν» καὶ ἔτσι νὰ ἐπιτύχουν τὴν de facto ἀναγνώριση τῆς ὕπαρξης ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἐκτὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐφόσον ἡ ὕπαρξη τῶν ἑτεροδόξων εἶναι μιὰ συνεχῆς πραγματικότητα μέσα στὴν ροὴ τῆς δισχιλιετῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ὅμως ἡ Ἱερὰ Παράδοσή μας τῶν 7 (+2) Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐνῶ ἀδιαλείπτως ἀναφέρεται σὲ ἑτεροδόξους, ποτὲ δὲν τοὺς ὀνομάζει συνοδικὰ «ἐκκλησίες», ἀλλὰ αἱρετικοὺς καὶ πλανεμένους, τονίζοντας ὅτι ἡ διαφύλαξη τῆς ἀλήθειας διασφαλίζει τὴν σωτηρία, ἡ ὁποία ἐπομένως εἶναι βέβαιη μόνο ἐντὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς μόνης ποὺ ἔχει διαφυλάξει τὴν ἀλήθεια. Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν μᾶς ἔχουν διδάξει γιὰ ἄλλες «ἐκκλησίες», εἶτε μέσα σὲ εἰσαγωγικὰ ἤ ἐκτὸς, εἶτε μὲ πρῶτο γράμμα κεφαλαῖο ἤ μὲ μικρό.
Ἄρα λοιπὸν δὲν ὑπάρχουν «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας» ἐκτὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δὲν ὑπάρχουν ἔγγυρα μυστήρια, θεία Χάρη, σωτηρία ἐκτὸς Αὐτῆς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὶ συμβαίνει ἐκτὸς κανονικῶν ὁρίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιατὶ ἁπλὰ δὲν μᾶς ἀποκαλύφθηκε καὶ δὲν μᾶς παραδόθηκε. Καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: στὴν Ἐκκλησία, ὡς μέλη της, μᾶς παρέχονται κατὰ τὸ μέγα ἔλεος καὶ προνοία τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ὅλα ὅσα χρειαζόμαστε γιὰ τὴν βέβαια σωτηρία τὴν δική μας καὶ τῶν ὅσων διδάξουμε μὲ αὐτά, ἐφόσον συμμορφώσουμε τὴν ζωή μας σύμφωνα μὲ αὐτὰ καὶ τὰ ἀκολουθήσουμε. Τὰ ὑπόλοιπα δὲν μᾶς χρειάζονται καὶ δὲν μᾶς παραδόθηκαν γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε μετὰ βεβαιότητα γι’ αὐτά. Ὁ Θεὸς κρατάει στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία του πῶς θὰ χειριστεῖ τοὺς ἐκτὸς Ὀρθοδοξίας, εἴτε Χριστιανούς, εἶτε ὄχι, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι παντελῶς ἄτοπο ὅταν σὲ ἄλλες περιπτώσεις κάποιοι Ὀρθόδοξοι ἀρνοῦνται κάθε ὁδὸ σωτηρίας γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, κάποιοι Ὀρθόδοξοι, τὸ συνήθες στοὺς θιασῶτες καὶ ὑπέρμαχους τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, μιλάνε γιὰ βεβαίους ὁδοὺς σωτηρίας καὶ ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιὰ «ἕτερες Ἐκκλησίες», γιὰ ἔγγυρα μυστήρια ἑτεροδόξων. Αὐτὸ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν τὸ ἐννοοῦσε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τουλάχιστον ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη στάση του μέσα στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τὴν πορεία του ὡς μέλος τοῦ ΠΣΕ. Ἄν θέλουμε νὰ κάνουμε κάτι γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς μας, ποὺ ὅντες ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἔχουν γνωρίσει τὴν ὄντως ἀλήθεια, εἶναι νὰ τοὺς τὴν διδάξουμε ἐμπράκτως μὲ τὸ ἐν Χριστῶ παράδειγμά μας καὶ παράλληλα νὰ προσευχόμαστε ὑπὲρ φωτισμού καὶ σωτηρία τους.  
Καὶ ἔρχεται ἐδὼ τὸ εὔλογο ἐρώτημα: Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ «ἐντὸς τῶν τειχῶν» τῆς Ἐκκλησίας μας «λιβανίζουν» συνεχῶς τὶς «ἕτερες Ἐκκλησίες», καὶ συμμετέχουν στὶς προσευχές τους ἤ ἀκόμα καὶ στὰ μυστήριά τους, τὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε; Τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀγνοοῦμε τὶς «ἕτερες διδασκαλίες» τους, ποὺ εἶναι ξένες τῆς Ἱερῆς μας Παραδόσεως,  καὶ ἐμεῖς νὰ τὴν διαφυλάττουμε καὶ νὰ παραμένουμε πιστοὶ σὲ αὐτήν, προσευχόμενοι καὶ ὑπὲρ αὐτῶν, καὶ ἄφοβα ὁμολογοῦντες ὅταν καλούμαστε. Χωρὶς νὰ ξεχνοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ὀρθοδοξία, ἄν δὲν ὑπάρχει καὶ ὀρθοπραξία. Ἄν τηροῦμε τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ ὅπως λέμε ὅτι ἀγαπάμε τὸν Θεό, ποὺ δὲν Τὸν βλέπουμε, ἀγαπάμε καὶ τὸν ἀδελφό μας δίπλα μας, τότε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωντανὴ στὴν ζωή μας καὶ νιώθουμε νὰ μᾶς πληρεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. Εἶναι οἱ πολλὲς ἁμαρτίες μας ὅμως, ποὺ πολλάκις μᾶς ἐμποδίζουν νὰ πλησιάζουμε κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τὸ ἀναγκαῖο αὐτό, γι’ αὐτὸ καὶ τόσο σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, ὅσο καὶ σὲ ἐπίπεδο τοπικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ποίμνια μὲ τοὺς ἱερεῖς τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς τους, ὀφείλουμε δακρύβρεχτοι καὶ γονυπετεῖς νὰ μετανοοῦμε ἀδιάλειπτα, ὅπως οἱ Νινευίτες μὲ τὸν Βασιλιά τους, ἀποδεχόμενοι τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνά. Τὸ κάνουμε στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ΄πρεπε;
Ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μὴν ξεχνάμε ὅτι ἀποκτώντας ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τότε γίνεται ὀρατὸ στὴν ἀντίληψή μας, ὅτι Ἐκεῑνος ποὺ εἶπε «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μτ. 28,20), θὰ διαφυλάξει ἕως ἐσχάτων τόσο τὴν ἀληθινή πίστη Του, ὅσο καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας ὅτι ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους Προκαθήμενους μὲ τοὺς ἐπισκόπους τους νὰ «κάθονται στὸ ἴδιο τραπέζι» ἀποφασισμένοι ταπεινὰ μὲ εἰλικρίνεια καὶ πρόθυμα μὲ πραγματικὲς ἀμοιβαῖες θυσίες νὰ λύσουν ἐν Κυρίω τὰ σύγχρονα ἐκκλησιαστικὰ προβλήματά (βλ. πρόταση λύσης γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Οὐκρανικοῦ στὴν σχετικὴ μελέτη μας [12]). Πραγματικὰ Παναγιώτατε Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μακαριώτατε Μόσχας ἄν δίνατε τὰ χέρια, ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἔδινε λύσεις σὲ ὅλα ὅσα ταλαιπωροῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σήμερα κατὰ τὸ «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί» (Β’ Τιμ. 3,1), καὶ θὰ εἰσάκουγε ἀμέσως τὴν προσευχή σας νὰ κοπάσει ἡ θανατηφόρος Πανδημία, ὄχι μόνο σὲ μᾶς, ἀλλὰ γιὰ χάρη σας σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Καθῶς «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», (Λκ. 18,27).
Χριστὸς Ἀνέστη!
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
Σχετικὰ μὲ τὴν περίσταση τῆς ἐπιδημίας τοῦ Κορωνοιοῦ ἁγιογραφικὰ χωρία.
1) Οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν οἱ πρώτοι ποὺ νόσησαν ἀπὸ ἕναν ἰό, αὐτὸν τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ, ποὺ παρακούοντας γεύθηκαν λόγω τῆς ἀμέλιας, περιεργείας καὶ ἀγνωμοσύνης τους πρὸς τὸν Κρίστη τους μὲ ὀδυνηρὸ γι’ αὐτοῦς ἀποτέλεσμα, τὸ ὁποῖο μετάνιωναν ὅλη τὴν μετέπειτα ζωή τους: 

«καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα… καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», Γεν. 3, 6-24.
2) Ὁ Νώε, ὅταν βρέθηκε μέσα στὴν μεγαλύτερη φυσικὴ καταστροφὴ ὅλων τῶν αἰώνων, σώθηκε γιατὶ βρισκόταν μέσα στὴν κιβωτό, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο μὲ θεία ἐντολή, καὶ τότε ἀκριβῶς ἦταν ἡ ὦρα ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ μείνει ἀπ΄ ἔξω:
«καὶ ἐγένετο ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας. ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτόν… καὶ ἐξήλειψε πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ», Γεν. 7,12-23. 
3) Κατὰ τὴν περιπλάνησή τους στὴν ἔρημο οἱ Ἰσραηλίτες πολλὲς φορὲς ἔδειξαν ἀγνώμονες καὶ σκληρόκαρδοι πρὸς τὸν Θεὸ, καὶ αὐτὸ τοὺς ὁδηγοῦσε σὲ καταστροφὲς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σώζονταν μόνο μὲ τὴν  βαθιὰ μετάνοια καὶ τὴν θερμὴ προσευχή: 
«Καὶ ἦν ὁ λαὸς γογγύζων πονηρὰ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἤκουσε Κύριος καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ, καὶ ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς πῦρ παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγε μέρος τι τῆς παρεμβολῆς. καὶ ἐκέκραξεν ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν, καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἐκόπασε τὸ πῦρ», Ἀρ. 11,1-2.
Ὅπως καὶ «Καὶ ὁ ἐπίμικτος ὁ ἐν αὐτοῖς ἐπεθύμησεν ἐπιθυμίαν, καὶ καθίσαντες ἔκλαιον καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ εἶπαν· τίς ἡμᾶς ψωμιεῖ κρέα; ἐμνήσθημεν τοὺς ἰχθύας, οὓς ἠσθίομεν ἐν Αἰγύπτῳ δωρεάν, καὶ τοὺς σικύους καὶ τοὺς πέπονας καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόρδα· νυνὶ δὲ ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος, οὐδὲν πλὴν εἰς τὸ μάννα οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν·… καὶ πνεῦμα ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου καὶ ἐξεπέρασεν ὀρτυγομήτραν ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν ὁδὸν ἡμέρας ἐντεῦθεν καὶ ὁδὸν ἡμέρας ἐντεῦθεν, κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς, ὡσεὶ δίπηχυ ἀπὸ τῆς γῆς. καὶ ἀναστὰς ὁ λαὸς ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐπαύριον καὶ συνήγαγον τὴν ὀρτυγομήτραν, ὁ τὸ ὀλίγον, συνήγαγε δέκα κόρους, καὶ ἔψυξαν ἑαυτοῖς ψυγμοὺς κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς. τὰ κρέα ἔτι ἦν ἐν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν πρινὴ ἐκλείπειν, καὶ Κύριος ἐθυμώθη εἰς τὸν λαόν, καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν πληγὴν μεγάλην σφόδρα», Ἀρ. 11, 4-34.
Ἐπίσης καὶ «καὶ κατελάλει ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ κατὰ Μωυσῆ λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, ἀποκτεῖναι ἐν τῇ ἐρήμῳ; ὅτι οὐκ ἔστιν ἄρτος οὐδὲ ὕδωρ, ἡ δὲ ψυχὴ ἡμῶν προσώχθισεν ἐν τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ τούτῳ. καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν. καὶ παραγενόμενος ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν ἔλεγον· ὅτι ἡμάρτομεν, ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ σοῦ· εὖξαι οὖν πρὸς Κύριον, καὶ ἀφελέτω ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ὄφιν. καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ λαοῦ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται. καὶ ἐποίησε Μωυσῆς ὄφιν χαλκοῦν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν καὶ ἔζη», Ἀρ. 21, 5-9.
4) Ὁ Δαυὶδ, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ βασιλέας τοῦ Ἰσραήλ, δὲν ἀπεῖχε οὔτε αὐτὸς ἀπὸ μεγάλες ἁμαρτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες, ἀφοῦ τὶς ἐπλήρωσε ἀκριβά, μετάνιωσε γι’ αὐτὲς βαθιά. Ἐκτὸς τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνο ποὺ ἔκανε, ἄλλη ἁμαρτία του ἦταν:
 «Καὶ προσέθετο ὀργὴν Κύριος ἐκκαῆναι ἐν Ἰσραήλ, καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ ἐν αὐτοῖς λέγων· βάδιζε, ἀρίθμησον τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν Ἰούδαν. καὶ εἶπεν ὀ βασιλεὺς πρὸς Ἰωὰβ ἄρχοντα τῆς ἰσχύος τὸν μετ᾿ αὐτοῦ· δίελθε δὴ πάσας φυλὰς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἐπίσκεψαι τὸν λαόν, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν τοῦ λαοῦ. καὶ εἶπεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· καὶ προσθείη Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν λαὸν ὥσπερ αὐτοὺς καὶ ὥσπερ αὐτοὺς ἑκατονταπλασίονα, καὶ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως ὁρῶντες· καὶ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἱνατί βούλεται ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ; καὶ ὑπερίσχυσεν ὁ λόγος τοῦ βασιλέως πρὸς Ἰωὰβ καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως. καὶ ἐξῆλθεν Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς ἰσχύος ἐνώπιον τοῦ βασιλέως ἐπισκέψασθαι τὸν λαὸν τὸν Ἰσραήλ …καὶ ἔδωκεν Ἰωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἐγένετο Ἰσραὴλ ὀκτακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν δυνάμεως σπωμένων ῥομφαίαν καὶ ἀνὴρ Ἰούδα πεντακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν μαχητῶν…καὶ εἰσῆλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ ἀνήγγειλε καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἔκλεξαι σεαυτῷ γενέσθαι, εἰ ἔλθῃ σοι τρία ἔτη λιμὸς ἐν τῇ γῇ σου, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἔμπροσθεν τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἔσονται διώκοντές σε, ἢ γενέσθαι τρεῖς ἡμέρας θάνατον ἐν τῇ γῇ σου· νῦν οὖν γνῶθι καὶ ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με ῥῆμα …καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ Δαυὶδ τὸν θάνατον. καὶ ἡμέραι θερισμοῦ πυρῶν, καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν Ἰσραὴλ ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ὥρας ἀρίστου, καὶ ἤρξατο ἡ θραῦσις ἐν τῷ λαῷ, καὶ ἀπέθανεν ἐκ τοῦ λαοῦ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν …καὶ ἐξέτεινεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ τοῦ διαφθεῖραι αὐτήν, καὶ παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ διαφθείροντι ἐν τῷ λαῷ· πολὺ νῦν, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἦν παρὰ τῇ ἅλῳ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν τὸν ἄγγελον τὸν τύπτοντα ἐν τῷ λαῷ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ἠδίκησα καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα, καὶ οὗτοι τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; γενέσθω δὴ ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου. καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβηθι καὶ στῆσον τῷ Κυρίῳ θυσιαστήριον ἐν τῷ ἅλωνι Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου …καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Δαυὶδ θυσιαστήριον Κυρίῳ. καὶ ἀνήνεγκεν ὁλοκαυτώσεις καὶ εἰρηνικάς. καὶ προσέθηκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπ᾿ ἐσχάτῳ, ὅτι μικρὸν ἦν ἐν πρώτοις. καὶ ἐπήκουσε Κύριος τῇ γῇ, καὶ συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ», Β’ Βασ. 24,1-25.
5) Ὁ Σολομώντας στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ ποὺ ἔκτισε ἔκανε ἰδιαίτερη μνεία στὴν προσευχή του κατὰ θανατικοῦ, δηλαδὴ θανατηφόρας ἐπιδημίας, ὥστε ὅποιος προσεύχεται στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιδημία νὰ τὸν εἰσακούει ὁ Κύριος:
«λιμὸς ἐὰν γένηται, θάνατος ἐὰν γένηται, ὅτι ἔσται ἐμπυρισμός, βροῦχος, ἐρυσίβη ἐὰν γένηται, καὶ ἐὰν θλίψῃ αὐτὸν ὁ ἐχθρὸς αὐτοῦ ἐν μιᾷ τῷν πόλεων αὐτοῦ, πᾶν συνάντημα, πάντα πόνον, πᾶσαν προσευχήν, πᾶσαν δέησιν, ἐὰν γένηται παντὶ ἀνθρώπῳ ὡς ἂν γνῶσιν ἕκαστος ἁφὴν καρδίας αὐτοῦ καὶ διαπετάσῃ τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν οἶκον τοῦτον, καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου καὶ ἵλεως ἔσῃ καὶ ποιήσεις καὶ δώσεις ἀνδρὶ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, καθὼς ἂν γνῷς τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ὅτι σὺ μονώτατος οἶδας τὴν καρδίαν πάντων υἱῶν ἀνθρώπων, ὅπως φοβῶνταί σε πάσας τὰς ἡμέρας, ὅσας αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκας τοῖς πατράσιν ἡμῶν. Αι πράξεις δε αυταί του ελέους και της τιμωρίας σου προς τους ανθρώπους θα έχουν αποτέλεσμα να σε φοβούνται και σε σέβωνται όλας τας ημέρας της ζωής των, όσας θα ζουν εις την γην, την οποίαν συ έδωκες κληρονομίαν στους προπάτοράς μας», Γ’ Βασ. 8,37-40.
6) Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν μετὰ τὶς ἁμαρτίες τους στερήθηκαν τὸν τόπο τους καὶ τὸ ναό τους, καθὼς σύρθηκαν αἰχμάλωτοι στὴν Βαβυλώνα, ἀναπωλοῦσαν τὸν τόπο τους καὶ τὸ ναό τους, καὶ προσεύχονταν στρεφόμενοι πρὸς τὰ ἐκεῖ, πρὸς τὸν τόπο τους, ὅπου παλιὰ ὑπήρχε καὶ ὁ ναός τους:
«Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών …πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου…», Ψ. 136, 1-6.
7) Ἀναγινώσκοντας τὴν προσευχὴ τοῦ Ἀζαρίου, τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν παίδων, τὴν ὥρα ποὺ βρίσκονταν ἐν τῶ μέσω τῆς πυρωμένης καμίνου, ὅπου τοὺς εἶχε ρίξει ὁ Ναβουχοδονόσωρας, ἐπειδὴ δὲν προσκυνοῦσαν τὸ εἴδωλό του, χωρὶς νὰ καίγονται, διαπιστώνουμε τὴν ἀκριβὴ παραλληλία μὲ τὴν παρούσα μας κατάσταση, ὅπου λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας, βρισκόμαστε ἐκτὸς τῶν ἱερῶν ναῶν μας, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε θυσία στὸν Θεό. Ἄς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς μετανοίας τους ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ:
«Καὶ συστὰς Ἀζαρίας προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν· Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια, καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.      ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν, οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται. καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν. καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε. μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν διὰ Ἁβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ Ἰσαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιόν σου, οἷς ἐλάλησας πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης. ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος· ἀλλ᾿ ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων, οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι ὄπισθέν σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ σε...», Δαν. 3,25-45.
 8) Γιὰ τὴν μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, μετὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ, καθότι εἶναι ἡ πιὸ γνωστὴ περίπτωση ὁμαδικῆς μετανοίας, δὲν θὰ ἀναφέρουμε τίποτα ἄλλο πέρα ἀπὸ τὴν εὐτυχὴ κατάληξή της:
«Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν (!) ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε», Ἰων, 3,10.
9) Ἡ πιὸ χαρακτηριστική, ἀλλὰ καὶ θαυμαστή, περίπτωση ἀρρώστιας, καὶ ὑπομονῆς σὲ αὐτή, εἶναι αὐτὴ τοῦ Ἰὼβ:   
«Οὕτως ἀναστὰς Ἰὼβ ἔῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκείρατο τὴν κώμην τῆς κεφαλῆς καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν· αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἐν τούτοις πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ», Ἰώβ. 1,20 -22, καὶ «εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν; ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ», Ἰώβ. 2,10, καὶ «ὁ δὲ Κύριος ηὔξησε τὸν Ἰώβ· εὐξαμένου δὲ αὐτοῦ καὶ περὶ τῶν φίλων αὐτοῦ, ἀφῆκεν αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν. ἔδωκε δὲ ὁ Κύριος διπλᾶ ὅσα ἦν ἔμπροσθεν Ἰὼβ εἰς διπλασιασμόν … ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν· ἦν δὲ τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα μύρια τετρακισχίλια, κάμηλοι ἑξακισχίλιαι, ζεύγη βοῶν χίλια, ὄνοι θήλειαι νομάδες χίλιαι», Ἰώβ. 42,10-12.
10) Γιὰ τὴν προσευχή μας καὶ ὅτι τὴν εἰσακούει ὁ Θεὸς ὡς πρὸς τὸ πραγματικὸ ὄφελός μας, ἄν ἐπιμένουμε καὶ πιστεύουμε ὡς τέλους,  γράφει τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο:
«κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται. τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα αἰτήσει ὁ υἱὸς ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ καὶ ἰχθύν, μὴ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ καὶ ἐὰν αἰτήσῃ ᾠόν, μὴ ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον; εἰ οὖν ὑμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροί, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν; Λκ. 11, 9-13 καὶ «ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾿ αὐτοῖς; λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει. πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;», Λκ. 18, 7-8.
11) Ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες θεραπείες ποὺ ἔκανε στὸν ἐπίγειο βίο Του ὁ Κύριος, μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς καὶ περιγραφικὲς εἶναι τῆς βαθιὰ πιστῆς αἱμορροούσης γυναικός:  
«Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο; καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου», Μκ. 5,25-34.
12) Ἀπὸ πυρετὸ εἶχε θεραπεύσει ὁ Κύριος τὴν πενθερὰ τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου:
«Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν Πέτρου εἶδε τὴν πενθερὰν αὐτοῦ βεβλημένην καὶ πυρέσσουσαν· καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ», Μτ. 8, 14-15.    
13) Στὸ πρόσωπου τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο Του ἐκπληρώθηκαν οἱ προφητείες ὅτι Αὐτὸς ἐθεραπεύει τὶς ἀσθενεῖες καὶ τὶς νόσους μας: «ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν», Μτ. 8,17.
14) Τὴν θεραπευτική Του δύναμη μεταβίβασε στοὺς διαδόχους Του Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους αὐτῶν, σημερινῶν ἐπισκόπων: 
«Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν … πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε». Μτ. 10,1-8.
15) Νὰ προσέξουμε μὴν καταντήσουμε νὰ θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία τόπο μόλυνσης, ἀντὶ ἁγιασμοῦ, καὶ ἐγκαταλείψουμε τὸν Χριστὸ ποὺ βρίσκεται σὲ Αὐτή, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι παρέδωσαν τὸν Χριστὸ στὸ Πραιτώριο καὶ αὐτοὶ ἔμειναν ἀπ΄ ἔξω γιὰ νὰ μὴν μολυνθοῦν:
«Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα», Ἰω. 18,28. 
16) Μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὅπως καθαρίζουμε τὰ χέρια μας συνεχῶς γιὰ νὰ μὴν μολυνθοῦμε, ἔτσι πρέπει νὰ καθαρίζουμε καὶ τὴν ψυχή μας, γιατὶ διαφορετικὰ τὶ θὰ μᾶς ὀφελήσει ἡ ἐξωτερικὴ καθαριότητα; Ὁ Πόντιος Πιλάτος, ἐπειδὴ ἔνιψε τᾶς χείρας του, δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι ἔνοχος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀθώου ποὺ παρέδωσε νὰ σταυρωθεῖ:
«ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε». Μτ. 27,24.
17) Νὰ προσέξουμε μὴν ἐγκαταλείψουμε τὸν Χριστό, ὅπως τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ μαθητὲς Του γιὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων, τώρα ἐμεῖς γιὰ τὸν φόβο τοῦ ἰοῦ καὶ τῶν μέτρων:
«τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», Ἰω. 20,19.
18) Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στοὺς Κορινθίους εἶχε μιλήσει γιὰ τὴν δική του σωματικὴ ἀσθένεια, ἡ ὁποία τοῦ φανέρωσε ὁ Κύριος ὅτι στὴν πραγματικότητα τὸν δυναμώνει καὶ τὸν τελειοποιεῖ:  
«Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», Β’ Κορ. 12, 7-9.       
19)  Τέλος νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕναν ἁγιοπατερικὸ λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν: 
 «Ἡμάρτηκα, καὶ τί ποιήσω; Ἰατρὸν ἔχεις ἀνώτερον τῆς ἀῤῥωστίας, ἰατρὸν ἔχεις νικῶντα τοῦ νοσήματος τὴν φύσιν, ἰατρὸν ἔχεις νεύματι θεραπεύοντα, ἰατρὸν ἔχεις θελήματι διορθούμενον, καὶ δυνάμενον καὶ βουλόμενον. Οὐκ ὄντα σε παρήγαγεν· ὄντα σε καὶ διαστραφέντα πολλῷ μᾶλλον διορθῶσαι δυνήσεται», ἁγίου Ἰωάννου  Χρυσοστόμου, «Εἰς τὴν ἐπίλυσιν τῆς Χαναναίας».
Πηγὲς
[1] Δρ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Περί τῆς δήλωσης τοῦ Μητροπολίτη Ἰλαρίωνα» στὴν Romfea.gr.
[2] Δρ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος, «Περί τῆς δήλωσης τοῦ Μητροπολίτη Ἰλαρίωνα» στὴν Romfea.gr.
 [3] Τοῦ ἰδίου, «Νεώτερης Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στοιχεῖα καὶ Περιεχόμενο τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας», ποὺ ἀποτελεῖ τὸ 2ο Μέρος τοῦ  «Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ Οὐκρανικοῦ.
 [4] Δρ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Ἡ προσωρινὴ ἀπαγόρευση τῆς λατρείας, γιὰ τὴν προστασία τῆς ὑγείας, παραβιάζει τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία» στὴν Romfea.gr.
[5] Δρ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Γιατὶ ἡ Κυβέρνηση ἐπιμένει νὰ παραβιάζει τὴν ἐλευθερία τῆς λατρείας καὶ γιατὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὴν ὑποστηρίζει;» στὴν Romfea.gr.
[6] Δρ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Ἐπίπλαστη ‘οἰκονομία’ κυβερνητικῆς ἀπαίτησης καὶ ἀπόφασης» στὴν Romfea.gr.
[7] Δρ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Ἀτεκμηρίωτη συκοφαντικὴ ἐπίθεση τοῦ κ. Φειδά ἐναντίον μου, πρὸς ὑποστήριξη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου» στὴν Romfea.gr.
[8] Δρ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος, «Ὁ Ἱωάννης Καποδίστριας δὲν ἔκλεισε τελικῶς τοὺς ἱερούς ναούς» στὴν Romfea.gr.
 [9] Έξαρχος Γεώργιος, «Fake News: Ὁ Καποδίστριας δὲν ἔκλεισε ποτὲ τὶς Ἐκκλησίες» στὴν Romfea.gr.
[10] Νεκτάριου Δαπέργολα, «Ὁ Καποδίστριας, ἡ πανούκλα καὶ τὸ νέο τερατούργημα τῆς ἀποδόμησης» στὶς aktines.blogspot.com.
[11] Νικόλαος Καρζῆς, «Ὄχι, ὁ Καποδίστριας δέν ἦταν σάν τούς σημερινούς Πολιτικούς» στὶς aktines.blogspot.com.
[12] Τοῦ ἰδίου, «Πρόταση διευθέτησης τοῦ Oὐκρανικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ζητήματος», ποὺ ἀποτελεῖ τὸ 3ο Μέρος τοῦ  «Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ Οὐκρανικοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου