13 Οκτ 2012

Κυριακή Δ' Λουκά- Ούτε καλημέρα! (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Οὔτε καλημέρα!
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…» (Τίτ. 3,10)
Οπως εἶπε ὁ Κύριος,ζοῦμε σὲ γενεὰ ποὺ δὲν πιστεύει (βλ. Ματθ. 17,17. Μᾶρκ. 9,19. Λουκ. 9,41) . Ὅποιος ἔχει μέσα του μιὰ σπίθα πίστεως, ἀναστενάζει καὶ λέει· Θεέ μου, σὲ ποιά χρόνια ζοῦμε! Θέλετε παράδειγμα; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ εὐλογημένα οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν τὴ λέξι ἁμαρτία καὶ ἔτρεμαν. Τότε πίστευαν· τώρα καὶ τὴν πιὸ μεγάλη ἁμαρτία τὴν κάνουν ἄφοβα, καὶ σαρκάζουν καὶ εἰρωνεύονται τὸν πιστό.
Ὅπως ἔλεγε μιὰ προφητεία παλαιά, πίνουν τὴν ἁμαρτία σὰν ἕνα κρύο νερό (πρβλ. Ἰὼβ 15,16) .Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα δὲν προκαλοῦν πλέον τὴ φρίκη, πῶς ἐμεῖς νὰ μιλήσουμε τώρα γιὰ θεωρούμενα μικρὰ ἁμαρτήματα; γιατὶ ὑπάρχουν ἁμαρτήματα ποὺ οἱ πολλοὶ δὲν τὰ λογαριάζουν.

Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως εἶνε σὰν τὴ ζυγαριὰ τοῦ φαρμακείου, ζυγίζει καὶ τὸ τελευταῖο γραμμάριο. Τί μᾶς λέει λοιπὸν ὁ Χριστός, ὄχι κάποιος ἄλλος; Λέει, ὅτι θὰ δώσουμε λόγο ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἐγκλήματά μας, ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ γιὰ ἕνα λόγο «ἀργό» (Ματθ. 12,36) , γιὰ κάτι περιττὸ καὶ συκοφαντικὸ ποὺ λέμε. Καὶ γι᾽ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει νὰ προσέχουμε τὴ γλῶσσα μας , τί λέμε- τί συζητᾶμε· γιατὶ «ἡ γλῶσσα κόκκαλα δὲνἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», ὅπως λέει ὁ λαός.
Τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴ γλῶσσα, ποὺ πέφτει καθημερινῶς σὲ ἁμαρτήματα μεγάλα, τονίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Μᾶς ἐφιστᾷ τὴν προσοχὴ στὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ καὶ μάλιστα σ᾽ ἕνα ὡρισμένο ἁμάρτημα. Σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει· Προσέχετε τί συζητᾶτε, τί συζητήσεις κάνετε μὲ διαφόρους ἀνθρώπους καὶ πρὸ παντὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Μὴν ἀνοίγετε κουβέντα μὲ αἱρετικό,διότι οἱ συζητήσεις αὐτὲς εἶνε «ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι»(Τίτ. 3,9). Ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνες. Ὅσοεἶνε ἐπικίνδυνο νὰ κουβεντιάζῃς μὲ ἕνα πόρνο ἢ μοιχὸ ἢ μέθυσο, ἄλλο τόσο ἐπικίνδυνοεἶ νε νὰ μιλᾷς καὶ μ᾽ ἕναν αἱρετικό. Γι᾽ αὐτὸ τὸν κίνδυνο πρέπει νὰ μιλήσουμε λεπτομερέστερα.
Τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, τὰ ἔγραφε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητή του Τίτο, πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς μεγαλονήσου Κρήτης. Ἂν ἡ Κρήτη εἶχε τότε πεντακόσες χιλιάδες κατοίκους, οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦταν παραπάνω ἀπὸ πεντακόσους. Ἀλλὰ οἱ λίγοι ἐκεῖνοι ἦταν συνεπεῖς, ζύγιζαν παραπάνω ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν σημερινῶν ψευτοχριστιανῶν. Ἦταν ζωντανοί, θερμοί, εἶχαν ζῆλο νὰ μεταδώσουν τὸ Χριστιανισμὸ καὶ σὲ ἄλλους. Ζοῦσαν ἀνάμεσα σὲ ἑβραίους καὶ εἰδωλολάτρες, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ φέρουν κάθε ἄνθρωπο στὴν ἀλήθεια. Ἔπιαναν καθέναν ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἄνοιγαν μαζί τους συζητήσεις. Κι ἀπὸ ἕναν ὑπερβολικὸ ζῆλο, ποὺ εἶχαν, οἱ διάλογοι ἐκτείνονταν πολύ, οἱ συζητήσεις καταντοῦσαν ἀτέρμονες.
Μὴν περιμένετε ἄλλο Χριστό, ἔλεγαν στοὺς ἑβραίους (ποὺ περίμεναν κι ἀκόμα περιμένουν)·ὁ Χριστὸς ἦρθε, γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Τὰ εἴδωλα δὲν εἶνε θεοί, ἔλεγαν στοὺς ἐθνικούς, ἡ σοφία δὲν εἶνε ὁ Πλάτωνας κι ὁ Ἀριστοτέλης· ἡ σοφία εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
«Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ»(θ. Λειτ. εἰσοδ.) .Πολλοὺς τοὺς ἔπειθαν. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἦταν πείσμονες, δὲν μετανοοῦσαν· καὶ ὁ πιστὸς συνεχίζοντας νὰ συζητῇ μαζί τους ματαιοπονοῦσε . Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· Ὅταν ἔχῃς νὰ κάνῃς μὲ αἱρετικὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἐμμένει σὲ «νομικὰς» ἀντιλήψεις (Τίτ. 3,9), ἐὰν βλέπῃς μὲ μία ἢ καὶ δεύτερη νουθεσία δὲν πείθεται, μὴ συνεχίζεις τὴ συζήτησι· ἄφησέ τον καὶ κρατήσου ἐσὺ στὴν Ὀρθόδοξο πίστι.
Ὁ κίνδυνος αὐτὸς ὑπῆρχε πάντα, ἀγαπητοί μου. Διότι καὶ μετὰ τοὺς ἀποστόλους ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔβαζαν τὴ γνώμη τους παραπάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρω δυὸ παραδείγματα καὶ τελειώνω.
Κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶνε βράχος ἄσειστος τῆς ἀληθείας, καὶ διδάσκει στὸ «Πιστεύω», ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «ὁμοούσιος τῷ Πατρί, δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»(Σύμβ. πίστ. 2). Μεγάλα λόγια γραμμένα ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα μαρτύρων. Τί σημαίνει ἐκεῖνο τὸ «ὁμοούσιος»; Ἔχει μεγάλη σημασία. Σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἕνα μὲ τὸ Θεό, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἔρχονταν λοιπὸν οἱ ἀρειανοὶ καὶ ἔλεγαν· –Σᾶς παρακαλοῦμε, σ᾽ αὐτὸ τὸ «ὁμοούσιος» , ποὺ λέτε ἐσεῖς, νὰ προσθέσουμε ἕνα γράμμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τὸ γράμμα γιῶτα (ι), καὶ ἀπὸ «ὁμοούσιος» νὰ τὸ κάνουμε «ὁμοιούσιος». Δὲν εἶνε κάτι τόσο σοβαρό. –Ὄχι, εἶπαν οἱ πατέρες τῆς Πρώτης (Α΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Μέγα Ἀθανάσιο· γιατὶ ἂν ποῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶνε «ὁμοιούσιος», παύει πλέον νὰ εἶνε Θεός. Δὲν δέχτηκαν νὰ προστεθῇ οὔτε ἕνα μικρὸ γράμμα.Γιατὶ ὅποιος ἀφαιρέσῃ ἢ προσθέσῃ κάτι στὰ ἱερὰ κείμενα, ἁμαρτάνει θανάσιμα (πρβλ. Ματθ. 5,18. Ἀπ.22,18-19) . Οὔτε προσθήκη οὔτε ἀφαίρεσι δέχεται ἡ Ὀρθοδοξία. Εἶνε σὰν τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ ποὺ δὲν δέχεται οὔτε τρίχα. Κ᾽ ἐπειδὴ οἱ ἀρειανοὶ ἐπέμεναν στὴν πλάνη, τελικὰ οἱ πατέρες τοὺς ἀφώρισαν· ἔγινε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…»(Τίτ. 3,10).
Καὶ ἕνα δεύτερο παράδειγμα, ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Ἑβδόμης (Ζ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787μ.Χ.). Αἰῶνες μετὰ τοὺς ἀρειανοὺς παρουσιάστηκαν ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ εἰκονομάχοι. Αὐτοὶ ἔλεγαν κάτι ποὺ λένε μέχρι καὶ σήμερα οἱ προτεστάντες καὶ οἱ ἰεχωβῖτες· –Οἱ εἰκόνες, λέει, ποὺ προσκυνᾶτε εἶνε εἴδωλα, καὶ ἡ Βίβλος λέει«Οὐ ποιήσεις σ εαυτῷ εἴδωλον»(Ἔξ. 20,4. Δευτ. 5,8) . Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε τὶς ἅγιες εἰκόνες ὡς εἴδωλα. Ἐρωτῶ τοὺς προτεστάντες καὶ τοὺς ἰεχωβῖτες νὰ μοῦ ἀπαντήσουν· Στὸ σπίτι, στὸ σαλόνι τους, δὲν ἔχουν φωτογραφίες τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα τους; Ἔχουν. Ἐγὼ βρέθηκα μιὰ μέρα σὲ σπίτι ἑνὸς ἰεχωβίτη καὶ πῆγα νὰ ξεκρεμάσω τὴ φωτογραφία τῆς μάνας του. Δὲν μὲ ἄφησε. –Ἄ, λέω, ἐσὺ δὲν ξεκρεμᾷς τὴ φωτογραφία τῆς μάνας σου, ποὺ μπορεῖ  νά ᾽ταν ἁμαρτωλή, κ᾽ ἐμεῖς θέλεις νὰ ξεκρεμάσουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἀπὸ τὸ σαλόνι τοῦ Χριστοῦ, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς μας; Ποτέ!
Δὲν προσκυνοῦμε εἴδωλα· ἔχουμε τὶς εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς βλέπουμε καὶ νὰ παραδειγματιζώμαστε. Ὄχι, δὲν εἶνε ὀρθόδοξοι αὐτοὶ ποὺ ἔκαψαν τὶς εἰκόνες. Ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίστηκε ἑκατὸ χρόνια κατὰ τῆς αἱρέσεως αὐτῆς καὶ τέλος νίκησε· οἱ αἱρετικοὶ ἔμειναν ἀναπολόγητοι. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος σήμερα λέει γιὰ τὸν αἱρετικό, «ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3,11). Τί σημαίνει «αὐτοκατάκριτος»; Μὴ φύγῃς ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ αὐτό· ἐδῶ βαπτίσθηκες, ἐδῶ βύζαξες τὸ γάλα τῆς μάνας σου, ἐδῶ στεφανώθηκες, ἐδῶ παρηγορήθηκες. Τί κακὸ σοῦ ἔκανε ἡ Ὀρθοδοξία; ποῦ ἔσφαλε; Φεύγεις καὶ πᾷς στοὺς ἰεχωβῖτες, στοὺς φράγκους, στοὺς προτεστάντες; δίνεις κλωτσιὰ στὴ μάνα σου, στὴν κολυμβήθρα σου, στὶς εἰκόνες, στὰ ἅγια μυστήρια; Ἔ, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ᾽ ἀρνηθῇς τὴν Ὀρθοδοξία, θά ᾽χῃς μέσα σου κάρβουνο ἀναμμένο. Ὅποιος ἀφήνει τὴν πίστι τῶν πατέρων μας πού ᾽νε ποτισμένη μὲ αἵματα, δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸν δικάσῃ ἡ Ἐκκλησία· εἶνε «αὐτοκατάκριτος», ἡ συνείδησις θὰ φωνάζῃ μέσα του· Εἶσαι Ἰούδας, πρόδωσες τὸ Χριστό!
Νὰ ἐφαρμόσουμε, ἀδελφοί μου, αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος· Μακριὰ ἀπ᾽ τοὺς αἱρετικούς! Εἶδες τί ἔπαθε ἡ Εὔα; Γελάστηκε, ἄνοιξε ψιλοκουβέντα μὲ τὸν διάβολο καὶ κατήντησε νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὸν παράδεισο. Ἔτσι μιλᾶνε καὶ οἱ χιλιασταί · μέλι στάζουν τὰ χείλη τους, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ ἔχουν φαρμάκι. Μακριὰ ἀπ᾽ αὐτούς! Ὅπως φεύγεις ἀπὸ ἕνα σπίτι ἁμαρτωλό, ἔτσι νὰ φεύγῃς κι ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς αἱρέσεως. Αὐτὰ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, τι λέει; Κάτι φοβερώτερο· Ἂν χτυπήσῃ τὴν πόρτα σου μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα καὶ ζητήσῃ ψωμί, νὰ τῆς δώσῃς· ἂν ἕνας κακοῦργος σοῦ ζητήσῃ ἕνα ποτήρι νερό, νὰ τοῦ δώσῃς· εἶνε ἄνθρωποι· ἂν χτυπήσῃ τὴν πόρτα σου αἱρετικὸς μὲ φυλλάδια, τί νὰ κάνῃς; Μὴν ἀκοῦτε ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, ἀκοῦστε τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη· Ἄν, λέει, παρουσιαστῇ αἱρετικός, ἄνθρωπος ποὺ πολεμεῖ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν πίστι μας, οὔτε καλημέρα νὰ μὴν τοῦ λές(βλ. Β΄ Ἰω. 10-11).
Δὲν ἔχουμε κουβέντες οὔτε μὲ προτεστάντες οὔτε μὲ τὸν πάπα· εἶνε ὅλοι ἄπιστοι. Θὰ μείνουμε ὀρθόδοξοι στὰ φτωχά μας βράχια. Δὲ μᾶς ἔμεινε τίποτε ἄλλο. Χάσαμε τὴν Πόλι, τὴ Μικρὰ Ἀσία… Μείναμε μὲ τὴν πίστι μας τὴν Ὀρθόδοξο.
Ζητοῦν νὰ μᾶς τὴν πάρουν; Νὰ μείνουμε πιστοί, πιστοὶ μέχρι θανάτου , ὣς τὴν τελευταία στιγμή, νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»(Λουκ. 23,42)· ἀμήν
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ προσφυγικῆς περιοχῆς τῶν Ἀθηνῶν τὴν 13-10-1963.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου