Ὁ
K. Rahner καὶ ἡ διάκρισις Θεολογίας καὶ Οἰκονομίας
Τοῦ κ. Εὐλαλίου
Θωμαΐδου, θεολόγου – ἐκπαιδευτικοῦ
Τὸ κύριο ἀξίωμα τοῦ Γερμανοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου, ἐπάνω στὸ ὁποῖο θεμελιώνει ὅλη τὴ θεολογική του σκέψη (θρησκευτικὸς περσοναλισμός), ἔχει ὡς ἑξῆς: «ἡ ἀΐδια τριάδα ταυτίζεται μὲ τὴν οἰκονομικὴ καὶ ἡ οἰκονομικὴ τριάδα ταυτίζεται μὲ τὴν ἀΐδια τριάδα» [1]. Ἐν ὀλίγοις, θεολογία καὶ οἰκονομία, τουλάχιστον κατὰ τὴ σύγχρονη ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία, εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα. Συνεπῶς, δὲν γίνεται πλέον ἀποδεκτὴ ἡ πατερικὴ διάκριση μεταξύ τοῦ Θεοῦ δι’ αἰτίαν (οἰκονομία – ἀποκάλυψη – συγκατάβαση) καὶ τοῦ Θεοῦ κατ’ Αὐτὸν (θεολογία – τρόπος ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ – ἄρρευστη κίνηση) [2]. Τὸ πρόσχημα τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα ἄρση τῆς διάκρισης μεταξύ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας εἶναι ἡ προσπάθεια θεμελίωσης μίας πραγματικῆς σχέσης μεταξύ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸν ὅρο πραγματικὴ δὲν ἐννοεῖται κάτι ἄλλο παρὰ ἡ σχέση πρόσωπο πρὸς πρόσωπο [3].
Κατὰ τὸν Κ. Rahner, ὁ σύγχρονος
χριστιανισμὸς λησμόνησε τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν κατάντησε
περισσότερο μονοθεϊστικὸς παρὰ τριαδικός. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐφαρμόζουν
καμία λειτουργικὴ διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας ἐπὶ τῆς θείας οἰκονομίας,
καθότι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου θεότητας εἶναι ἀναμφιλέκτως κοινά, ἐνῷ
οἱ παραδοσιακοὶ δυτικοὶ συγγραφεῖς (Αὐγουστῖνος καὶ Θωμᾶς Ἀκινάτης) δέχονται
καὶ ἐκεῖνοι, μὲ τὴ σειρά τους, τόσο τὰ κοινὰ ἔργα ὅσο καὶ τὶς λεγόμενες ἰδιοποιήσεις
[4]. Ἐπίσης, κάποιοι Λατῖνοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη ὅτι
ὁποιοδήποτε πρόσωπο ἢ ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ,
καθιστώντας τὴ σάρκωση ἕνα ἐξωτερικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο δὲν ἀντανακλᾶ τὴν ἐσωτερικὴ
ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας [5]. Ἐν τέλει, ἐὰν ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης
φύσεως θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, τότε αὐτή, ὄντας ἕνα ἁπλὸ ἐξωτερικὸ
γεγονός, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὶς ἴδιες τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις τῆς
ἀκτίστου θεότητας.
Ἡ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα ἀποκάλυψη τῶν ἴδιων τῶν ἐνδοτριαδικῶν
σχέσεων πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, τουλάχιστο στὴν ἔλλογή της ἔκφανση,
συμβαίνει γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι πρέπει, πλέον, νὰ ὑπερβληθεῖ τὸ παραδοσιακὸ
δυτικὸ σχῆμα τῆς κτιστῆς ἐνέργειας ἢ τοῦ κτιστοῦ ἀποτελέσματος ποὺ φανερώνει τὴν
ὕπαρξη τῆς ἀπροσπέλαστης θείας οὐσίας [6]. Αὐτὴ ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὸν
Τριαδικὸ Θεὸ διὰ τῶν ὑποταγμένων στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ κτισμάτων, κατὰ τὸν ἱερὸ
Αὐγουστῖνο πάντοτε, δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὴ καὶ ἄμεση. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς
προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ Κ. Rahner.
Ὅμως, γιὰ ὅλη τὴν ρωμαιοκαθολικὴ θεολογικὴ
παράδοση δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν ἄκτιστες ἐνέργειες ἢ κοινὲς διακρίσεις. Δὲν
μποροῦν νὰ καταλάβουν οἱ δυτικοὶ θεολόγοι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι
ὁ ἑαυτὸς τοῦ Θεοῦ (γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἄκτιστες), εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε νὰ
προσλάβουμε ἀπ’ Αὐτὸν (ἀμέριστος μερισμὸς τῆς μίας θείας ἐνεργείας), εἶναι τὰ ἄκτιστα
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἐπουράνιος ἄρτος τῶν ἀγγέλων, ἡ ἀποκαλυπτικὴ
συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅ,τι δὲν εἶναι Θεὸς καὶ ἡ ἀπεργαστικὴ τῶν ἐκτὸς τοῦ
Θεοῦ ὄντων βουλητικὴ ἐνέργεια. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐνέργειες μᾶς δίδονται –
χαρίζονται, καλοῦνται Θεὸς ἢ ζωὴ δι’ αἰτίαν, εἰδάλλως ἐὰν δὲ μᾶς δινόταν, τότε
θὰ εἴμασταν ἢ θεοὶ κατὰ φύσιν, καθότι θὰ τὶς εἴχαμε ἐκ φύσεως, ἢ ἐντελῶς ἀπομακρυσμένοι
ἀπὸ τὸ Θεό, καθότι δὲ θὰ ὑπῆρχε καμία ἐπικοινωνία ἢ ὁδὸς πρὸς τὸ Θεό. Συνεπῶς,
ἡ θεολογία καὶ ἡ οἰκονομία δὲ διαφέρουν ὡς πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ τά δύο εἶναι
ὁ Θεός, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν κίνηση. Ἡ θεολογία ἀφορᾶ στὴν ἀρχὴ τῆς κινήσεως, γι’ αὐτὸ
τόσο ἡ οὐσία ὅσο καὶ οἱ τριαδικές της ὑποστάσεις εἶναι
πράγματα ἀμέθεκτα, ἐνῷ ἡ οἰκονομία ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν
κτίση, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτή [7].
Τέλος, σὲ ὅ, τί ἀφορᾶ στὴ σάρκωση – πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης
φύσεως στὴ μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου, αὐτὴ δὲ μᾶς δεικνύει τὴν ἀΐδια ζωὴ τῆς Ἁγίας
Τριάδας (μία οὐσία ποὺ ὑπάρχει σὲ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις), ἀλλὰ τὴν δι’ αἰτίαν
θεία ζωή. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ Υἱὸς διὰ τῆς ὑποστατικῆς του παρουσίας μέσα στὸ ἀνυπόστατο
ἀνθρώπινο πρόσλημμα τὸ καθιστᾶ ὁμόθεο. Ἐμεῖς ὡς πιστοὶ μετέχουμε στὸ θεωμένο ἀνθρώπινο
πρόσλημμα τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες ποὺ ἔχει στὴν
πληρότητά των τὸ θεῖο σῶμα. Ἄρα, ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ
συμβαίνει, ὥστε νὰ μπορέσει ἡ ἀνθρωπότητα νὰ διατηρήσει ἐντός της τὶς ἄκτιστες
θεῖες ἐνέργειες. Ἡ σάρκωση ἔγινε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ τὴ «διευκόλυνση» τοῦ
ἀνθρώπου νὰ ἐπαναπροσλάβει ἐκεῖνο ποὺ ἔχασε μὲ τὴν πτώση καὶ μὲ τὰ συνεχῆ του
μεταπτωτικὰ ἁμαρτήματα [8] καὶ ὄχι γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὸ ἐσώτερο εἶναι του ὁ
Θεός.
Ἡ φανέρωση τῶν ὑποστατικῶν σχέσεων κατὰ τὸν Rahner
σημαίνει σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας
Τριάδας, πρᾶγμα ποὺ δεικνύει ὅτι ἀπὸ τὴν κτιστὴ ἐνέργεια (Σκύλλα) οἱ παπικοὶ
πέρασαν στὴν αἵρεση τοῦ Μεσσαλιανισμὸ (Χάρυβδη). Τὸ εἰρωνικὸ στὴν προκειμένη
περίπτωση εἶναι πὼς οἱ ἴδιοι οἱ Λατῖνοι κατηγοροῦν τὴν παλαμικὴ διάκριση μεταξύ
τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν στὸ Θεὸ ὡς κατάλοιπο τοῦ Μεσσαλιανισμοῦ, ἐνῷ ὁ K.
Rahner ὑποστηρίζει ὅτι μετέχουμε στὶς ἴδιες τὶς θεῖες ὑποστάσεις, τὶς ὁποῖες
ταυτίζει μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, ὅπως κάνουν ἀκριβῶς οἱ Μεσσαλιανοί.
Σημειώσεις:
[1] L. F. Ladaria, La Trinita mistero di comunione,
traduzione: M. Zapella, edizioni Paoline, Milano 2004, p. 13. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ
στὴν παρουσίαση ὁρισμένων θέσεων τοῦ Rahner στὸ παρὸν μας ἄρθρο, θὰ βασιστοῦμε
στὸ βιβλίο τοῦ Ἱσπανοῦ Ἰησουίτη L. F. Ladaria.
[2] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ρῆσις ἐκ τῶν Θησαυρῶν τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου, 5, Π. Χρήστου Δ’, σσ. 105-106
[3] Οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν τὴ
θεολογία ἀπὸ τὴν οἰκονομία καὶ ὄχι τὴν θεολογικὴ τριάδα ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ
τριάδα. Ὁ ὅρος οἰκονομικὴ τριάδα εἶναι ἐσφαλμένος, διότι παραπέμπει στὴ
λειτουργικὴ διάκριση τῶν ὑποστάσεων, ἡ ὁποία παραπέμπει, μὲ τὴ σειρά της, στὴν ἀναπαραγωγὴ
τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων πρὸς τὴν κτίση ἢ τουλάχιστο στὴ διάκριση τῶν θείων
προσώπων ἢ ὑποστάσεων κατὰ τὸ ξεχωριστὸ ἔργο ποὺ ὑποτίθεται ὅτι αὐτὲς ἐπιτελοῦν
στὴ θεία οἰκονομία. Τοὺς ὅρους «θεολογικὴ τριάδα» καὶ «οἰκονομικὴ τριάδα» ἀναφέρει
συνεχῶς καὶ ἀτυχῶς ὁ καθ. Ν. Ματσούκας, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶχε κανένα πρόβλημα νὰ
εἰσάγει τὴ λειτουργικὴ διάκριση στὸν ἀκαδημαϊκὸ θεολογικὸ χῶρο. Βλ. ἐνδεικτικὰ
τὸ κακογραμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις βιβλίο του «Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατὰ
τὸν Μάξιμο Ὁμολογητή», ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1980, σελ. 60.
[4] Ἰδιοποίηση ἢ appropriazione εἶναι ὅταν ἀποδίδεται ἕνα
κοινὸ ὄνομα σὲ κάποιο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας μεμονωμένα, προκειμένου νὰ
τονιστεῖ ὁ ὑποτιθέμενος ξεχωριστός του ρόλος στὴ θεία οἰκονομία. Παραδείγματος
χάριν, τὸ Ἅγ. Πνεῦμα θεωρεῖται ὡς ἁγιάζον τὴν κτίση ὑποστατικὰ καὶ
γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἀποκαλεῖται ὑποστατικὴ ἢ ἐνυπόστατη ἁγιότητα (ὑποστατικὴ
ἁγιαστικὴ δύναμη). Βλ. Υ. Spiteris, Palamas: la grazia e l’esperienza. Gregorio
Palamas nella discussione teologica, Edizioni Lipa, Rome 1998, p. 83. Τὸ ἀκριβῶς
ἀντίθετο ὑποστηρίζουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὅτι ὁ ἁγιασμὸς εἶναι
κοινὸς καὶ ὄχι ἴδιον κάποιου προσώπου. Βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Πρὸς Εὐστάθιον περὶ
Τριάδος, JAEGER III, 1, σελ. 11: «Ἐὰν δὲ μίαν νοήσωμεν τὴν ἐνέργειαν Πατρὸς τε
καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος ἁγίου ἐν μηδενὶ διαφέρουσάν τι ἢ παραλλάσσουσαν, ἀνάγκη
τῇ ταυτότητι τῆς ἐνεργείας τὸ ἡνωμένον τῆς φύσεως συλλογίζεσθαι. Ἁγιάζει καὶ
ζωοποιεῖ καὶ παρακαλεῖ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ὁμοίως ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ μηδεὶς κατ’ ἐξαίρετον ἀπονεμέτω τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος τὴν
ἁγιαστικὴν ἐξουσίαν ἀκούσας τοῦ Σωτῆρος ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ περὶ τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν
Πατέρα λέγοντος· «Πάτερ, ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου».
[5] Βλ. τὸ βιβλίο τοῦ L. F. Ladaria.
[6] Ὅπ. π.
[7] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς
Θεότιμον, 17, Π. Χρήστου Β’, σελ. 243
[8] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὁμιλία ΜΓ’, 10, ΕΠΕ 11, σελ.
38: «Ἐκεῖνα (δηλαδὴ τὰ ἄψυχα σώματα) μὲν γὰρ τοιαῦτα μένει, οἵα καὶ γέγονεν, ἡμεῖς
δὲ ἠχρειώσαμεν ἑαυτοὺς ἐφ’ ᾧ γεγόναμεν ἀθετήσαντες, καὶ τὴν τιμὴν εἰς ἀτιμίαν
μετεσκευάσαμεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σάρκωση γίνεται δι’ αἰτίαν καὶ ἡ αἰτία δὲν εἶναι
ἄλλο παρὰ ἡ ἀχρείωση, ἡ ὁποία ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσλάβουν τὶς
θεοποιητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου ἁγιάζει τὴ
φύση τῆς ἀνθρωπότητας, οὕτως ὥστε νὰ ἁγιαστοῦμε ὅλοι μας (ὡς φύση) στὸ πρόσωπό
Του. Καὶ ἐπαναλαμβάνω: ἡ σάρκωση ἐντάσσεται στὴν θεία οἰκονομία, ἤτοι στὶς ἄκτιστες
θεῖες ἐνέργειες καὶ δὲ φανερώνει τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Διά της α΄ι΄΄δίου αγιοτριαδικής κοινωνίας στα φυσικά ιδιώματα -ενέργεια,κοινωνεί ο τριαδικός Θεός με τον άνθρωπο.Ποτέ διά της αμεθέκτου φύσεως του,ούτε διά των υποστάσεων του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοινωνώντας του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου,κοινωνούμε και των ακτίστων και κοινών αγιοτριαδικών φυσικών ιδιωμάτων που εκείνος φέρει, και θεοποιούμαστε κατά χάριν,όχι κατά φύσιν.
Ακοινώνητα μεταξύ των θείων προσώπων τα υποστατικά τους ιδιώματα ,κοινωνητά τα φυσικά ιδιώματα και η μία και κοινή φύσις αυτών.
Οι Παπικοί ταυτίζουν τον τρόπο εκπορεύσεως με τον τρόπο αποκαλύψεως του Αγίου Πνεύματος και καταργούν τις άκτιστες ενέργειες,δηλαδή την κατά χάριν θέωση του ανθρώπου.
Ταυτίζουν οικονομία και θεολογία.