22 Οκτ 2024

Ἡ θεολογικὴ σκέψις τοῦ J. Moltmann

 

Ἡ θεολογικὴ σκέψις τοῦ J. Moltmann

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

     Οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι μετὰ τοὺς K. Barth καὶ K. Rahner, τόσο οἱ προτεστάντες (πχ. J. Moltmann) ὅσο καὶ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ (πχ. C. LaCugna [1]), ἐπιχειροῦν νὰ θεμελιώσουν τὴν ἑνότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πάνω στὶς ἀμοιβαῖες διαπροσωπικὲς σχέσεις, τουτέστιν στὴν ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τῆς ἀκτίστου θεότητας, καὶ ὄχι πλέον στὸ δόγμα τῆς ὀντολογικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός, ἤτοι στὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς αὐτοκοινοποίηση τῆς οὐσίας (θεολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ κοινοποίηση) στὰ αἰτιατὰ πρόσωπα, δηλαδὴ σὲ αὐτὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος.

 Τόσο ὁ ὅρος τοῦ Barth «τρόπος τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ» ὅσο καὶ ὁ ὅρος τοῦ Rahner «τριπλὸς τρόπος ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ», πρᾶγμα ποὺ προσπαθοῦν νὰ καταδείξουν τὶς διακρίσεις ἐντός τῆς θεότητας, εἶναι ὅροι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἐξάλειψη τῶν προσωπικῶν διαφορῶν (οἰκονομικὸς καὶ θεολογικὸς σαβελλιανισμός [2]) καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει ὁ J. Moltmann.

  Ἔχοντας ὑπόψιν μας τὰ ἀνωτέρω εἰσαγωγικὰ ἐκτεθέντα μποροῦμε κάλλιστα νὰ προχωρήσουμε στὴν πραγμάτευση ὁρισμένων θεμελιωδῶν θέσεων τῆς θεολογικῆς σκέψη τοῦ J. Moltmann, ἡ ὁποία ἔχει ἐπηρεάσει τὴν πλειονότητα τῶν σύγχρονων ὀρθόδοξων ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων. Γιὰ τὸν M. ὁ κύριος ἐχθρός τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ μονταλισμό, ἤτοι ὁ σαβελλιανσιμὸς – τροπικὸς μοναρχιανισμός. Οἱ θεολόγοι πρὶν τὸ M. δὲ μπόρεσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ σχεσιακὸ χαρακτῆρα τοῦ προσώπου. Ἐν ὀλίγοις, τὸ «ἐγὼ» δὲ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἄνευ τοῦ «ἐσύ», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει προσωπικότητα ἄνευ σχέσεως ἢ ἀναφορᾶς, οὔτε ὅμως ἀναφορὰ ἄνευ προσωπικότητας. Ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση μὲ τὸ κάθε ἄλλο (Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος) εἶναι δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου πράγματος, κατὰ τὸ M. πάντοτε [3].

  Ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ δὲ βασίζεται στὴ μία οὐσία τῆς θεότητας, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ κλασσικὲς θεολογικὲς παραδόσεις τῆς δυτικῆς καὶ τῆς ἀνατολικῆς χριστιανοσύνης, οὔτε σὲ μία ἀπόλυτη ὑποκειμενικότητα (ὅπως πρεσβεύει ὁ πατρομονισμὸς τοῦ Rahner), ἀλλὰ βασίζεται στὴν ἀμοιβαία – ἀγαπητικὴ σχέση τῶν τριαδικῶν προσώπων. Αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία σχέση καλεῖται ἀλληλοενοίκηση [4], ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ταυτίζεται μὲ τὴν πατερικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων. Ἡ ἀνωτέρω ἀλληλοενοίκηση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων ἀνατρέπει τόσο τὸν ἀρειανισμὸ – πατρομονισμὸ ὅσο καὶ τὸ σαβελλιανισμὸ – κοινότητα τῆς οὐσίας. Οἱ ἀμοιβαῖες σχέσεις ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδας μᾶς δείχνουν ὅτι κανένα πρόσωπο τῆς ἀκτίστου θεότητας δὲν προηγεῖται ἔναντι τοῦ ἄλλου. Ἐὰν στοὺς Barth καὶ Rahner ἐπικρατεῖ τὸ θεῖο ἐγὼ – θεία ὑποκειμενικότητα – Πατήρ, στὸν J.  Μoltmann ἐπικρατεῖ τὸ ἐμεῖς. Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ὁ Μ. βλέπει τὴν Ἁγία Τριάδα ὡς μία κοινότητα τριῶν «ἐγώ», τὰ ὁποῖα διὰ τῶν ἀμοιβαίων τους σχέσεων ἑνώνονται στὴν προοπτική τοῦ ἐμεῖς. Αὐτὰ τὰ ἐγὼ ἔχουν τρεῖς προσωπικὲς βουλήσεις, ἐνέργειες, ἐλευθερίες καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν τρία ξεχωριστὰ κέντρα αὐτοσυνειδησίας.

  Ὅμως, ἡ πατερικὴ ἀλληλοπεριχώρηση δεικνύει τὰ κοινά τῆς θεότητας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητας ἔχουν μία καὶ κοινὴ βούληση, δύναμη, ἐνέργεια, ἐλευθερία καὶ ἐντέλει μία καὶ κοινὴ αὐτοσυνειδησία, καθότι ἔχουν μία οὐσία ἢ φύση. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸν Ἑαυτὸ του μέσῳ τῆς οὐσίας Του καὶ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα μέσῳ τῆς ἀκτίστου βουλήσεώς Του [5]. Ἑπομένως, ἐὰν γνωρίζει ὁ Θεὸς τὸν Ἑαυτὸ του κατὰ τὴν οὐσία Του, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ αὐτοσυνειδησία (μὲ τὴν ἔννοια τῆς γνώσης πάντοτε), ἂν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἕνας τέτοιος ἀναχρονιστικὸς ὅρος γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως, εἶναι μία καὶ κοινή. Ἑπομένως, κανένα «ἐμεῖς» δὲν ὑπάρχει στὴν Ἁγία Τριάδα, τὸ ὁποῖο συστήνεται ἀγαπητικὰ ἢ μέσῳ ἀμοιβαίων σχέσεων, οἱ ὁποῖες ὑποτίθεται ὅτι ἑνώνουν τὰ τριαδικὰ πρόσωπα σὲ μία κοινότητα – community. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας δὲ γνωρίζει τὸν ἑαυτὸ του ὄντας σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς οὐσίας, τουτέστιν καθὸ Θεός. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο τὸ καινοδιαθηκικὸ χωρίο «οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς» δὲ δηλώνει καμία ἀμοιβαία ἀγαπητικὴ σχέση (ἐρῶν καὶ ἐρώμενος), οὔτε ἐπίσης ἕνα ἐνδοτριαδικὸ «ἐμεῖς», ἀλλὰ δεικνύει ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι γέννημα ποὺ προέρχεται ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, ὅπως ἀναφέρει μὲ ἐνάργεια ὁ Μ. Ἀθανάσιος [6].

  Ἡ ἀμοιβαία ἀλληλοπεριχώρηση ἢ ἀλληλοενοίκηση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, θεωρούμενη ὡς ἀγαπητικὴ κοινότητα ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ἔχουν δική τους ξεχωριστὴ θέληση καὶ ἐνέργεια, ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Χρ. Γιανναρᾶ, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὰ νεοελληνικὰ θεολογικὰ πράγματα. «Ἔχουν κοινὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης τὰ πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας καὶ θελημένα (ἐλευθέρως) κοινὴ τὴν ἐνέργεια – συντονισμένα τὰ προσωπικὰ θελήματα» [7]. Ἡ προαναφερθεῖσα ἄποψη τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ θυμίζει τὴν ἄποψη τοῦ Μ. σχετικὰ μὲ τὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ὡς σύγκλιση καὶ σύμπτωση τριῶν ὑποστατικῶν ἢ προσωπικῶν βουλήσεων [8]. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλ­ληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως καὶ ὄχι τοῦ προσώπου, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ὑπάρχει σύγκλιση ἢ συμφωνία τριῶν ὑποστατικῶν θελημάτων ἢ βουλήσεων, ἀλλὰ ὑπάρχει ταυτότητα βουλήσεως ἢ θελήσεως, λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος θέλουν μὲ τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ θέληση τὸ ἴδιο θελητό, δηλαδὴ τὸ ἴδιο θέλημα. Σὲ περίπτωση ποὺ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ ὕπαρξη τριῶν ὑποστατικῶν θελημάτων ἢ βουλήσεων ἐντός τῆς ἀκτίστου θείας πραγματικότητας, τότε θὰ ὁδηγηθοῦμε, σύμφωνα μὲ τὸ Μ. Ἀθανάσιο, ἀναπόφευκτα στὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀπόψεως τοῦ μερισμοῦ τοῦ ἑνὸς θείου θελήματος στὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητας [9]. Αὐτὴ ἡ προαναφερθεῖσα ταυτότητα τῆς βουλήσεως δὲν προέρχεται ἀπὸ κάποια συμφωνία, σύγκλιση καὶ συντονισμό, διότι τὸ θεῖο θέλημα εἶναι ἕνα, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἐκ τῆς μίας θείας οὐσίας. Ἐπίσης, τὸ θέλημα ἐκφράζεται διὰ τῆς ὑποστάσεως ἢ διὰ τοῦ προσώπου, δίχως αὐτό, ὅμως, νὰ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα εἶναι καὶ προέρχεται ἐκ τοῦ προσώπου. Συνεπῶς, τὸ θεῖο θέλημα, τὸ ὁποῖο σημαίνει τὴν ὀρεκτικὴ καὶ θελητικὴ δύναμη τῆς θείας φύσεως, ἀναφέρεται στὴ μία ἄκτιστη θεία οὐσία καὶ ὄχι στὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις.

  Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Τριάδας ὡς ἕνα «ἐμεῖς» ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία ξεχωριστὰ κέντρα αὐτοσυνειδησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας καθαρὸς ἀνθρωποκεντρισμός καθότι καθιστᾶ τὸ Θεὸ ἕνα εἶδος οἰκογένειας, συλλόγου, ἑταιρείας ἢ συλλογικῆς κοινότητας (ἀκόμη καί θρησκευτικῆς). Καὶ ἐὰν ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ὅπως μία ἀνθρώπινη κοινότητα, τότε δὲν ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως πρόβλημα στὸ νὰ ἐξεικονίζεται στὴν κτιστὴ πραγματικότητα, τουλάχιστον κατὰ τοὺς μεταπατερικοὺς θεολόγους.

Σημειώσεις:

[1] Ὁρισμένες ἀπόψεις τῆς LaCugna ἐξετάστηκαν στὸ προηγούμενό μας ἄρθρο. [2] Σύμφωνα μὲ τὸν προτεστάντη θεολόγο J. Moltmann, ἡ σκέψη τοῦ K. Rahner μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἕνα εἶδος σαβελλιανισμοῦ. Ὁ R. δὲν ἔφτασε ποτὲ στὸ σημεῖο νὰ θεωρήσει τὰ τριαδικὰ πρόσωπα ὡς ἔχοντα τρεῖς προσωπικὲς αὐτοσυνειδήσεις, καθότι φοβόταν ὅτι τοῦτο θὰ μποροῦσε νὰ καταλήξει σὲ ἕνα ἰδιότυπο τριθεϊσμό. Βλ. L. F. Ladaria, La Trinita mistero di comunione, traduzione: M. Zapella, edizioni Paoline, Milano 2004, p. 143. [3] Ὅπ.π., p. 146. [4] Ὅπ.π. [5] Ἰωάννης Χρυσόστομος, Περὶ Ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ, Λόγος Β΄, Migne PG 48, 714-715 καὶ γ΄, 712. Βλ. ἐπίσης Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις μετὰ Γρηγορᾶ, 25, Π. Χρήστου Δ΄, σσ. 226-227. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ τὴν οὐσία του, ἐνῷ τὰ ἔλλογα κτίσματα γνωρίζουν τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ ποικίλα ἀποτελέσματα τοῦ ἀκτίστου δημιουργεῖν (δημιουργικὴ δύναμη) – ἄκτιστοι λόγοι τῶν ὄντων. [6] Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Κατὰ Ἀρειανῶν Α΄, Migne PG 26, 44C. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀποδιδόμενος στὸν Υἱὸ ὅρος «ἀγαπητὸς» δεικνύει τὴν οἰκειότητα – ταυτότητα τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως ποὺ ἔχει ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως καὶ μὲ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα προβλητικῶς, ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης. Βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Γ’, 65, JAEGER II, σελ. 27. [7] Βλ. ἀκόμη Χρ. Γιανναρᾶς,  Ἕξι Φιλοσοφικὲς Ζωγραφιές, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2011, σελ 120: «Λέμε: ὁ Πατὴρ δημιουργεῖ τὰ πάντα διὰ τοῦ Λόγου – Υἱοῦ ἐν Πνεύματι — ὁ Υἱὸς – Λόγος σαρκοῦται συνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος καὶ εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς — τὸ Πνεῦμα ἱδρύει καὶ συγκροτεῖ τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας πεμπόμενο ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ βουλήσει τοῦ Πατρός. Ὅ,τι μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ὡς φανέρωση ἔργων – ἐνεργημάτων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀποτέλεσμα κοινῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς Θεότητας. Ὄχι μιᾶς, ἑνικῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας, ἀλλὰ τριῶν θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν πού διατηροῦν ἀκέραιη τὴν ὑποστατική τους ἑτερότητα συγκλίνοντας, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, στὸ κοινὸ ἐνέργημα». [8] J. Moltmann, The Trinity and the Kingdom: The doctrine of God, Fortress Press, Minneapolis 1993, σελ. 171 – 202. [9] Βλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περὶ Πίστεως λόγος ὁ μείζων, PG 26, 1289D – 1232A: «ὁ πατὴρ μοὶ ἐνετείλατο τί εἴπω καὶ τί λαλήσω, καὶ τὸ οὐκ ἦλθον, ἵνα ποιήσω τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός; ἕτερον ἔχει θέλημα ὁ πατὴρ καὶ ἕτερον ὁ υἱός, ὡς αὐτοὶ φρονοῦσιν. εἰ γὰρ μεμερισμένον ἔχουσιν τὸ θέλημα, πῶς λέγει ποιήσωμεν ἄνθρωπον καὶ τὰ ἑξῆς;».

orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου