16 Οκτ 2024

Ἡ κριτικὴ τῆς Catherine LaCugna εἰς τὴν ὀρθόδοξον πατερικὴν παράδοσιν

Ἡ κριτικὴ τῆς Catherine LaCugna εἰς τὴν ὀρθόδοξον πατερικὴν παράδοσιν

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Ἡ ρωμαιοκαθολικὴ θεολόγος C. LaCugna μπορεῖ κάλλιστα νὰ θεωρηθεῖ ὡς μαθήτρια τοῦ K. Rahner, ἄλλωστε τὸ ὁμολογεῖ καὶ ἡ ἴδια ρητὰ στὸ πρόλογο τοῦ πιὸ σημαντικοῦ βιβλίου της. Τὸ θεμελιῶ­δες ἀξίωμα τοῦ R., ἤτοι ἡ ταυτότητα μεταξὺ τῆς ἀΐδιας καὶ τῆς οἰκονομικῆς τριάδας, φαίνεται ὅτι διαπνέει ὁλάκερη τὴ θεολογικὴ σκέψη τῆς ἀνωτέρω ἀναφερθείσης φεμινίστριας θεολόγου τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ὁμολογίας, ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω.

  Ἡ LaCugna, στὸ βιβλίο της «God for us» [1], ἀσκεῖ ἔντονη κριτικὴ σὲ ὅλη τὴν προγενέστερη τοῦ K. Rahner χριστιανικὴ παράδοση, δηλαδὴ τόσο στὴν «κλασσικὴ» ἀνατολική, ὅσο καὶ στὴ κλασσικὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη. Κατ’ αὐτήν, τόσο οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, οἱ Καππαδόκες καὶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅσο καὶ οἱ ἱερὸς Αὐγουστῖνος καὶ Θωμᾶς Ἀκινάτης, δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ νὰ ἐξοστρακίσουν τὴν Ἁγία Τριάδα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν. Αὐτὸς ὁ ἐξοστρακισμὸς ἔγινε, σύμφωνα μὲ τὴν LaCugna πάντοτε, λόγῳ τῆς διάκρισης ποὺ θεμελιώθηκε μεταξὺ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει κάποια ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παραμένει κρύφια καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ  τὴν  κτιστὴ  πρα­γματικότητα. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνωτέρα συλλογιστική, ἐὰν ἡ ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ οὐσία καὶ οἱ τριαδικές της ὑποστάσεις, εἶναι πράγματα ἀκοινώνητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ἢ πραγματική, καὶ τοῦτο, διότι ὁ Θεὸς δὲν θὰ προσέφερε τὸν ἑαυτό του ἀνιδιοτελῶς σὲ ὁ,τιδήποτε δὲν εἶναι Θεός.

  Ἡ LaCugna θεωρεῖ ὡς ὑπαίτιο τῆς λήθης τῆς ταυτότητας ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ὑφίσταται μεταξὺ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας τὸ Μ. Ἀθανάσιο. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος κληροδότησε στοὺς μετέπειτα ἀπὸ αὐτὸν Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, τόσο στοὺς Ἕλληνες ὅσο καὶ στοὺς Λατίνους, τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος πάσχει μόνο κατὰ τὴ σάρκα καὶ ὄχι κατὰ τὴ θεότητα [2]. Εἶναι προφανὲς τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ LaCugna ὑποστηρίζει τὸ θεοπασχητισμό, προκειμένου νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ πόνος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ψεύτικος ἢ ἀκόμη καὶ ὑποκρισία. Καὶ μόνο ποὺ ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, πάντως, σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει καταλάβει οὔτε στὸ ἐλάχιστο τὸ μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως. Ἐκεῖνος ποὺ πάσχει ἐπάνω στὸ Σταυρὸ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος ἐν σαρκί. Ἐφόσον, λοιπόν, στὸ Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις καὶ ὄχι δύο ὑποστάσεις, ἕπεται ὅτι πάσχων (ἑκουσίως ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα) εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου κατὰ τὴ θνητή της φύση. Ἐὰν ὁ Χριστὸς ἔπασχε κατὰ τὴ θεότητα, τότε θὰ ἔπασχε ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα στὸ σύνολό της, καθότι δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ τῆς θεότητας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Καὶ ἐάν, ἀκολούθως, ἔπασχε ἡ Τριάς, τότε δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ Θεός.

  Στὴ συνέχεια ἡ LaCugna κατηγορεῖ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες ὅτι ἀλλοίωσαν τὴ θεολογία τῆς Βίβλου καὶ τῆς πρώιμης χριστιανικῆς παράδοσης. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανούς, σύμφωνα μὲ τὴ LaCugna πάντοτε, ὑπάρχει ταυτότητα μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Πατρὸς (πατρομονισμός). Ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ βασίζεται στὴ μοναρχία τοῦ Πατρός [3]. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατὴρ ποὺ μεταδίδει τὴ θεότητά του στὶς αἰτιατὲς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, δηλαδὴ στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα. Ὅμως, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔδωσαν τὸ κέντρο βάρους τῆς θεολογίας των στὸ ὁμοούσιο τῆς ἀκτίστου θεότητας, δηλαδὴ στὴ μία θεία οὐσία, καὶ ὄχι πλέον στὶς τριαδικές της ὑποστάσεις [4]. Ἡ ἀνωτέρω ὑποτιθέμενη πρόταξη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ Πατρός, ὅπως καὶ τῶν λοιπῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ σὲ ἕνα εἶδος μυστικοῦ – νεοπλατωνικοῦ μυστικισμοῦ καὶ καταλήγει στὸν πλήρη διαχωρισμὸ τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν οἰκονομία στὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ἐν ὀλίγοις, ἐκεῖνο ποὺ δὲν θέλει ἡ LaCugna μὲ τίποτε εἶναι τὸ ἀκοινώνητο τῆς θείας οὐσίας καὶ τῶν τριαδικῶν της ὑποστάσεων, πράγματα ποὺ θεμελιώθηκαν ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες.

  Στὴ συνέχεια ἡ LaCugna, ἀφοῦ ἐπέκρινε τοὺς ἱερὸ Αὐγουστῖνο καὶ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη σχετικὰ μὲ τὸν ὑποστηριζόμενο ἀπὸ αὐτοὺς διαχωρισμὸ μεταξὺ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας (κοινὰ ad extra ἔργα καὶ ἰδιοποιήσεις), ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν κάνει κάτι ἄλλο παρὰ νὰ διευρύνει τὸ χάσμα μεταξὺ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας, καθὼς ἀποδέχεται ἀναμφιλέκτως τὴ διάκριση μεταξὺ τῆς ὑπερούσιας οὐσίας τοῦ Θεοῦ, τῶν ὑποστάσεων καὶ τῶν ἐνεργειῶν, κινούμενος προφανῶς σὲ νεοπλατωνικὰ πλαίσια σκέψης. Πλέον, τὸ ὀντολογικὸ πρωτεῖο ἀνήκει στὴν ὑπερούσια οὐσία καὶ ὄχι στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας. Στοὺς Καππαδόκες Πατέρες ἡ οὐσία τῆς θεότητας (ὑποτίθεται) ὑπάρχει ὡς Πατήρ, ὡς Υἱὸς καὶ ὡς Ἅγ. Πνεῦμα, ἐνῷ στὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμὰ ἡ οὐσία τίθεται ἐπέκεινα τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων [5]. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας ὑπάγονται στὴν ὑπερούσια οὐσία τοῦ Θεοῦ, θεωρούμενα ὡς τρόποι ὕπαρξης, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἶναι ἀμέθεκτα ἀπὸ τὴν ἔλλογη κτιστὴ πραγματικότητα, ἕνεκα τοῦ ἀκοινώνητου χαρακτήρα τῆς οὐσίας. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ οὐσία καὶ οἱ ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ τίθενται ἐκτὸς τοῦ πλαισίου τῆς θείας οἰκονομίας.

Ἀκόμη, τὴν LaCugna, τουλάχιστο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴ θεία οἰκονομία, τὴν προβληματίζει ἡ παλαμικὴ πραγμάτευση τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Οἱ θεῖες ἐνέργειες δὲν ἀποδίδονται μὲ ξεχωριστὸ τρόπο σὲ κάθε πρόσωπο (δὲν ἔχουν προσωπικὸ χαρακτῆρα), ὅπως θὰ ἤθελαν οἱ K. Rahner καὶ LaCugna, ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις ἀνεξαιρέτως καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ τρόπο. Πάντως, στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ LaCugna φαίνεται νὰ καταλαβαίνει καλύτερα τὸν ἅγ. Γρηγόριο σὲ σχέση μὲ τοὺς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους, παρότι τὸν ἐπικρίνει θεολογικά. Ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας δὲν μποροῦν νὰ διακρίνονται μὲ βάση τὸ ἔργο ποὺ αὐτὲς ἐπιτελοῦν στὴν κτιστὴ πραγματικότητα, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἐκείνη ἐπιτίθεται στὸν ἡσυχαστή μας ἅγιο. Οἱ θεολογικές της προκείμενες, ἤτοι αὐτὲς τοῦ Rahner, δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ ἀποδεχτεῖ τὴ μὴ λειτουργικὴ διάκριση τῶν προσώπων, καθότι ἐὰν ἡ θεολογία καὶ ἡ οἰκονομία ταυτίζονται, τότε θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε λειτουργικὴ διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἰδάλλως δὲν θὰ ὑπῆρχαν ὑποστατικὲς διακρίσεις. Ὁ οἰκονομικὸς σαβελλιανισμὸς (ταύτιση τῶν προσώπων στὴν οἰκονομία) θὰ σήμαινε καὶ θεολογικὸ σαβελλιανισμὸ (ταύτιση τῶν προσώπων στὴ θεολογία), καθότι ἡ διάκριση θεολογίας καὶ οἰκονομίας δὲν εἶναι ἀποδεκτή, κατὰ τὴ LaCugna πάντοτε.

  Ὅμως, ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν ὑποστηρίζει κανένα εἶδος πρωτείου. Τόσο ἡ οὐσία καὶ οἱ τριαδικές της ὑποστάσεις ὅσο καὶ οἱ θεῖες ἐνέργειες ἀποτελοῦν τὸ πλήρωμα ἢ ἄθροισμα τῆς θεότητας [6]. Τὸ ἀμέθεκτο τῆς οὐσίας καὶ τῶν τριαδικῶν της ὑποστάσεων δὲ σημαίνει κάποια ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Ἐν ὀλίγοις, ὁ ἄνθρωπος διὰ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν γίνεται θεὸς (κατὰ χάριν), παρότι δὲν εἶναι Θεὸς κατὰ φύσιν. Αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι θεὸς κατὰ χάριν εἶναι οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, ὁ μεριζόμενος ἑαυτὸς τοῦ Θεοῦ, μεριζόμενος ἕνεκα τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας νὰ Τὸν προσλάβουμε ὅλον, παρότι Ἐκεῖνος εἶναι ὅλος παρὼν στὶς ἐνέργειές Του. Οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες, λοιπόν, δὲν εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ Θεό, παρότι διαφέρουν ἀπὸ τὴν ὑπερούσια οὐσία Του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν πηγή των. Ἔτσι, στὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ δὲ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κανένα εἶδος ἀποξένωσης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, καθὼς ἡ οἰκονομία (ἐνέργεια) δὲν εἶναι κτιστή. Ἴσα ἴσα ποὺ ἡ διάκριση θεολογίας καὶ οἰκονομίας ἤ, ἀλλιῶς, ἡ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν διασφαλίζει ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τὴν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἄκτιστη θεία πραγματικότητα, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποφεύγεται ὁποιοδήποτε εἶδος πανθεϊσμοῦ.

  Συμπερασματικά, ἡ LaCugna ἐφαρμόζει ἰδεαλιστικὲς προκείμενες στὴ θεολογική της σκέψη, καθὼς ταυτίζει αὐτὸν ποὺ πράττει μὲ τὴν ἴδια του τὴν πράξη. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ σελ. 119 τοῦ ἀνωτέρω βιβλίου της κάνει λόγο γιὰ ταύτιση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μὲ τὸ ἔργο του, ἤτοι ταύτιση τῆς ὑπόστασης τοῦ Πνεύματος μὲ τὸν ἁγιασμό. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ἡ σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη δὲν ἀνέχεται νὰ ὑπάρχει κάτι ἀμέθεκτο στὸ Θεὸ ἤ, ἀλλιῶς, δὲ μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὴ διάκριση μεταξὺ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας, καθότι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ πράξη του πρὸς τὴν κτίση.

Σημειώσεις:

[1] C. M. LaCugna, God for us: The Trinity and Christian Life, Harper Collins Publishers, San Francisco 1991. Ὅλες οἱ παραπομπὲς στὶς ἀπόψεις τῆς LaCugna θὰ γίνονται μὲ βάση αὐτὸ τὸ βιβλίο.  [2] Ὅπ.π., σελ. 35.  [3] Ἡ ἐξάρτηση τῆς LaCugna ἀπὸ τὸ Rahner εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ προφανής.  [4] Ὅπ.π., σελ. 71-72. [5] Ὅπ.π., σελ. 194. [6] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὅτι Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνός εἰσιν οἱ διχοτομοῦντες, 2, Π. Χρήστου Β’, σσ. 263-264.

orthodoxostypos.gr

2 σχόλια:

  1. Ο αποβιωσας μητροπολιτης Περγαμου Ιωαννης Ζηζιουλας ειχε τις ιδιες αιρετικες αποψεις με την LaCugna στα θεματα του πατρομονισμου και του μεθεκτου της τριαδικης υποστασεως του υιου.
    Εφοσον ο οικουμενικος Πατριαρχης διδασκει τον Ζηζουλα σαν ορθοδοξο θεολογο, οφειλει να απολογηθει στην Εκκλησια για τις αιρεσεις που διδασκει ο ιδιος δια μεσου του Ζηζιουλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή