7 Αυγ 2024

ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (VΙI) – Παρανοήσεις ή παρερμηνείες Ι. Κανόνων

 

Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος

ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (VΙI)

Παρανοήσεις  ή παρερμηνείες Ι. Κανόνων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - ΤΟ Γ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

- ΤΟ Δ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ  - ΤΟ E’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - ΤΟ ΣΤ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

Αφορμή για τα παρακάτω στοιχεία υπήρξε μιά δημοσίευση άρθρου του αρχιμ. π. Χρυσοστόμου Σαββάτου και νυν  Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας, (Περ. “Εκκλησία”, τευχ. 3, Μάρτιος 2006, σελ. 205-208) ο οποίος επικαλείται σωρεία Ι. Κανόνων σχετικά με το θέμα της διακοπής του μνημοσύνου του επισκόπου στην περίπτωση της κατεγνωσμένης αιρέσεως, δηλαδή στην περίπτωση που ο επίσκοπος κηρύττει δημοσίως και “γυμνή τη κεφαλή” τα αιρετικά διδάγματα.

Ο Σεβασμιώτατος, προς τον οποίον σαφώς δεν ασκώ κριτική αλλά απλώς καταθέτω εν πνεύματι ταπεινώσεως αλλά και  αληθείας τον προβληματισμό μου, επισημαίνει πως : “Η κατεγνωσμένη αίρεση δεν συνεπάγεται  και αυτόματη διακοπή του μνημοσύνου του συγκεκριμένου επισκόπου,” πριν ή συνοδικώς ζητηθή η κατά του επισκόπου φερομένη αιτία και ταχεία προσενεχθή ψήφος κατακρίνουσα αυτόν” (PG 137, 1065 A), γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος σχολιαστής στην ερμηνεία του στον 13ο κανόνα της ίδιας Συνόδου (πρωτοδευτέρας), “ουκ οφείλει τις εξ αυτού (ενν. του Επισκόπου) προ καταδίκης αποσχισθήναι” (PG 137, 1069 A), μάλιστα δε η ” προ της εντελούς απιφάσεως ως τάχα κατεγνωκότα τιυ επισκόπου αυτού”, επιφέρει γιά μεν τον κληρικό την έκπτωση, γιά δε τον λαϊκό τον αφορισμό… “.

Τό ίδιο νόμισμα, όμως, έχει και 2η πλευρά.
Ναι μεν
 “δεν οφείλει τις  του επισκόπου προ καταδίκης αποσχισθήναι”, ωστόσο έχει τη δυνατότητα της διακοπής του μνημοσύνου και φυσικά της αποτειχίσεως και προ της καταδίκης του Επισκόπου όταν αυτός διδάσκει τις δοξασίες των αιρετικών, σύμφωνα με τον 15ο κανόνα της πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τότε όχι μόνο δεν υπόκειται κάποιος τις κυρώσεις που ισχύουν σε κάθε άλλη περίπτωση, αλλά και “της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσεται”!

Το πρόβλημα όμως είναι ότι ουδέποτε τις τελευταίες δεκαετίες κατηγορήθηκε επίσκοπος γιά κατεγνωσμένη αίρεση αν και υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που ξεπέρασαν τα όρια λόγω, κυρίως, μιάς άκριτης και μάλλον σκόπιμης, άρα και κατ’ επίγνωσιν παρεξηγημένης αγαπολογίας των διαλόγων.

    Επειδή το θέμα αυτό είναι ευαίσθητο, θα παραθέσω κάποια σημεία που κατά την πεποίθησή μου συνιστούν υπέρβαση των ορίων της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και ο καθένας ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

1) Η απόδοση στον αιρεσιάρχη Πάπα αποστολικής διαδοχής.
2) Οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς. Ο 33ος κανών της Λαοδικείας απαγορεύει το “συνεύχεσθαι” των λαϊκών μετά των αιρετικών ή σχισματικών ενώ ο 45ος των αγίων Αποστόλων απαγορεύει και την απλή προσευχή την οποία διαχωρίζει από τη συλλειτουργία και προβλέπει την καθαίρεση των κληρικών που δέχονται τους αιρετικούς ως κληρικούς. Η αναγνώριση άλλωστε αποστολικής διαδοχής στον Πάπα και η προσφώνησή του ως επισκόπου Ρώμης δεν του αναγνωρίζει αρχιερωσύνη και στους υπ’ αυτόν κληρικούς ιερωσύνη;
Ο 9ος δε του αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας απαγορεύει την παρουσία έστω και μετανοούντων αιρετικών κατά τη διάρκεια της Θ. Ευχαριστίας.
3) Τα περί κοινού Θεού των 3 μονοθεϊστικών θρησκειών.
4) Η θεωρία “των κλάδων”.
5) Η δήθεν ανάγκη επαναπροσδιορισμού του εκκλησιολογικού μας δόγματος.
6) Η δήθεν “ορθοδοξία” των αιρεσιαρχών Σεβήρου και Διοσκόρου και ο “νεστοριανισμός” του αββά Ισαάκ του Σύρου.
7) Οι ενδοτριαδικές σχέσεις ως θεολογούμενο θέμα.
8) Η αδύναμη κατά της γυναικείας ιερωσύνης επιχειρηματολογία των Ορθοδόξων.
9) Η “μυστική” Εκκλησία και το “μυστικό” σώμα του Χριστού που θα φανερωθεί στα έσχατα.
10) Το κίνημα του θνητοψυχισμού (βλ. Φυλλάδιο “Φωνή Κυρίου”, 8ης Απριλίου 2007!)
11) Η αποδοχή της παναιρετικής “Οικουμενικής Χάρτας”.
12) Η θέση ότι οι παλαιές διαιρέσεις δημιουργήθηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ειπωμένη από κορυφαίο ορθόδοξο επίσκοπο.
13) Ο χαρακτηρισμός των χριστιανικών αιρέσεων αντί “ομολογιών” όπως υποστήριζε προ Κολυμπαρίου η Εκκλησία της Ελλάδος ως “Εκκλησιών”!!!
14) Η πλανεμένη θεωρία της “ευχαριστιακής εκκλησιολογίας”.
15) Η θεώρηση του δαιμονικού οικουμενισμού και της πολυμορφίας των αιρέσεων ως “ευλογία” και “δώρο του Αγίου Πνεύματος”.
16) Το επαίσχυντο και απαράδεκτο γιά την Ορθόδοξη Εκκλησία κείμενο της Ραβέννας στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως “με τους όρους” Εκκλησία”, “η ανά τον κόσμο Εκκλησία”, ” η αδιαίρετος Εκκλησία” και “το σώμα του Χριστού” δεν υπονομεύεται από τη Μικτή Θεολογική Επιτροπή η πεποίθηση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκει εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησία… “!!!
Δηλαδή, η Μία…. Εκκλησία δεν ταυτίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά η τελευταία είναι μέρος της. Της ποιάς;

Πολλά άλλα, δυστυχώς, μπορούμε να επικαλεστούμε αλλά όσα αναφέραμε νομίζω επαρκούν για να επιβεβαιώσουν τον παραπάνω προβληματισμό σχετικά με το τι τελικά είναι αίρεση και πως εφαρμόζονται οι κανόνες περί κατεγνωσμένης αιρέσεως στην περίπτωση των Ποιμένων.

Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, πολλές – φοβάμαι- κατ’ επίγνωσιν παρανοήσεις συμβαίνουν στο θέμα των συμπροσευχών. Μάλιστα, στους οικουμενιστικούς κύκλους αλλοδαπής και ημεδαπής έχει αναπτυχθεί ολόκληρη παραθεολογία γύρω απ’ το θέμα.
Ο μακαριστός Κ. Μουρατίδης εξηγούσε πριν χρόνια, με δημοσίευμά του στο περιοδικό “Κοινωνία”, ότι ο Πάπας Βοϊτίλας είχε εκφράσει την παράλογη απαίτηση να καταργηθούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία οι Ι. Κανόνες “οι οποίοι δεν εναρμονίζονται προς το κλίμα του διαβόητου διαλόγου της Αγάπης…όπως π.χ. τους απαγορεύοντας την συμπροσευχήν… Η κοινωνία εν τη προσευχή θα οδηγήσει ημάς εις την πλήρη ενότητα εν τη θεία Ευχαριστία”!!!

Το κακό, όμως, είναι ότι στην πράξη με τις δηλώσεις “εσωτερικής κατανάλωσης” άλλη εντύπωση δημιουργούν στους ορθοδόξους και άλλα λένε και πράττουν στις επικοινωνίες τους με τους ετεροδόξους αιρετικούς.

Κλασσικό παράδειγμα η απάντηση του τότε αρχιμανδρίτου π. Επιφανίου Οικονόμου (Εφημ. “Η Αλήθεια”, Φεβρουάριος 2002, σελ. 10) σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τη μη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πανθρησκειακή, συγκριτιστική συνάντηση της Ασσίζης το 2001.

Ο π. Επιφάνιος εξήγησε πως “οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες και άλλοι θα προσευχηθούν υπό τον Πάπα. Αντιλαμβάνεται ο αρθρογράφος σας τις συνέπειες που θα είχε η παρουσία εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε μιά τέτοια συμπροσευχή; Πέραν του ότι τέτοιες εκδηλώσεις απαγορεύονται ρητά και κατηγορηματικά από τους ιερούς Κανόνες, τους οποίους σεβόμαστε, και βάσει των οποίων πορευόμαστε, τη σημασία των οποίων ο αρθρογράφος σας δεν αντιλαμβάνεται, γιατί δεν έχει τις θεολογικές προϋποθέσεις, ο εσωτερικός αντίκτυπος και οι πληγές στο Σώμα της Εκκλησίας θα ήταν πολύ μεγάλες”!!!

Αν σκοπός του π. Επιφανίου ήταν να μπερδέψει τον κόσμο, το πέτυχε! Εμένα, επί παραδείγματι, μου δημιουργήθηκαν πολλές απορίες.

1) Το πρόβλημα, δηλαδή, είναι να μην συμπροσευχηθούν “υπό” τον Πάπα αλλά “με” τον Πάπα;
2) Δηλώνουν ότι σέβονται τους Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή. Κι όμως, και σ αυτό κάνουν τα “μαγικά” τους αφού διαχωρίζουν την συμπροσευχή σε “απλή”  που δήθεν επιτρέπεται και η “ευχαριστιακή-λειτουργική” που απαγορεύεται.
3) Πως στην περίπτωση της συμμετοχής μας στην Ασσίζη θα προκαλούσαμε πολύ μεγάλες πληγές στο Σώμα της Εκκλησίας, ενώ με τις συμπροσευχές με τον Πάπα σε Αθήνα και Ρώμη όχι μόνο δεν προκαλέσαμε πληγές αλλά και θεραπεύσαμε και τις ήδη υπάρχουσες;

Πάντως λίγους μήνες νωρίτερα ο Πάπας συμπροσευχόταν (κοινή απαγγελία του “Πάτερ ημών”) με τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην παπική νουντσιατούρα (2001). Τότε είχε σπεύσει ο δημοσιογράφος Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος (Εφημ. “Ταυτότητα”, 4/5/2001, σελ. 7) να προλάβει άλλους δημοσιογράφους με δήλωσή του ότι “δεν θα υπάρξει πουθενά συνάντηση με συμπροσευχή (σ.σ. αυτός είναι ο λόγος που ο Αρχιεπίσκοπος δεν παρίσταται και στο γεύμα το βράδυ της Παρασκευής),…”!

Άρα αναγνώριζαν ότι η πιθανότητα συμπροσευχής με κοινή απαγγελία του “Πάτερ ημών” ήταν απαγορευμένη από τους Ι. Κανόνες.
Το δυστύχημα ήταν ότι τους διέψευσε ο Καρδινάλιος Ναβάρο – Βαλς, διευθυντής τότε του γραφείου τύπου του Βατικανού! (www.katolsk.no/nyheter/2001/05/05-0031.htm “The Greek Prelate did pray with Pope”)

Ο βαθμός αμβλύνσεως των κριτηρίων των Ορθοδόξων που συμμετέχουν σε συνέδρια, διαλόγους και συμβούλια όπως το “πανάριον των αιρέσεων” ΠΣΕ, φαίνεται από πολλά ατυχή συμβάντα όπως αυτό το τραγελαφικό που συνέβη στην περίπτωση Φινλανδού ορθοδόξου ιερέως (Περ. “Παρακαταθήκη”, Μαρ. – Απρ. 2005, τευχ. 41, σελ. 13 (από συνέντευξη που πήρε ο π. Πέτρος Χιρς από τον Χάϊκι Χάτουνεν, εκπρόσωπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Φινλανδίας στο ΠΣΕ, Αθήναι 2005).

Ο π. Χάτουνεν σε ερώτηση του π. Π. Χιρς σχετικά με το αν ήταν αληθές ότι απήγγειλε κάποια ευχή σε πρωινή ακολουθία των Πεντηκοστιανών, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στην Αθήνα, την άνοιξη του 2005, απάντησε : “Αυτό ήταν κάτι ξαφνικό. Ήταν να έρθει κάποιος άλλος, αλλά λόγω της απουσίας του…μου τέθηκε από την Επιτροπή μας, όχι από τους ιδίους τους Πεντηκοστιανούς, Έτσι αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν να απαντήσω θετικά”!
Τα κάστρα, παππούλη μου, από μέσα πέφτουν ευκολώτερα!

Τη ζοφερή αυτή κατάσταση περιέγραφε με αγωνία γιά την Εκκλησία μας ο μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου Αγίου Όρους π. Γεώργιος Καψάνης. (Περιοδικό  “Παρακαταθήκη”, τευχ. 40, Ιαν. – Φεβρ. 2005, σελ. 20-25).

Έγραφε : “Υπάρχουν κληρικοί και λαϊκοί  θεολόγοι οι οποίοι φρονούν εσφαλμένως ότι οι Κανόνες αυτοί (περί συμπροσευχής) έχουν καιρικό χαρακτήρα και γι αυτό σήμερα δεν ισχύουν. Οι ιεροί αυτοί Κανόνες δεν είναι αθεολόγητα νομοτεχνικά κείμενα, αλλά εκφράζουν την Ορθόδοξο θεολογία και εκκλησιολογία… Εκτός τούτου οι συμπροσευχές και μάλιστα οι κοινές λατρευτικές συνάξεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων συντελούν στην περαιτέρω χαλάρωση της δογματικής ευαισθησίας του Ορθοδόξου πληρώματος, το οποίο καθίσταται έτσι ευάλωτο στο συγκρητισμό και στον προσηλυτισμό από τους ετεροδόξους… “.

Η κακή αρχή, όμως, έγινε πολύ πριν με την γενικευμένη τάση που υπήρχε στους πρώιμους οικουμενιστικούς κύκλους, γνήσιος εκπρόσωπος των οποίων υπήρξε ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.

Προς επίρρωσιν τούτου παραθέτω τα παρακάτω λόγια του αειμνήστου καθηγητού Κ. Μουρατίδη ο οποίος επέκρινε τις θέσεις του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου και ως τότε Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μ. Βρεττανίας κυρού Αθηναγόρα.

(Κ. Μουρατίδου, Οι Ιεροί Κανόνες “Στύλος και Εδραίωμα” της Ορθοδοξίας – Απάντησις εις τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Θυατείρων και Μ. Βρεττανίας κ.κ. Αθηναγόραν, Αθήναι 1972, σελ. 6-11)

“Ο Θυατείρων χαρακτηρίζει τους Ιερούς Κανόνες “ανθρωπίνους επινοήσεις, εντάλματα ανθρώπων, σχήματα ανοησιών και μίσους”, όμως διαψεύδεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας που διατρανώνουν την πεποίθησή τους πως “ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν των εκτεθέντων υπό των σαλπίγγων του Πνεύματος Πανευφήμων Αποστόλων, των τε Αγίων έξ Οικουμενικών Συνόδων, και των τοπικώς συναθροισθεισών επί εκδόσει τοιούτων διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα και ους μεν τω αναθέματι παραπέμπουσι και ημείς αναθεματίζομεν, ούς δε τη καθαιρέσει και ημείς καθαιρούμεν, ούς δε τω αφορισμώ και ημείς αφορίζομεν” (Ιερόν Πηδάλιον, Εκδ. “Αστέρος”, σελ. 322).

Συνεπώς, ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας ξέφυγε της αληθείας και εμπειρίας της Εκκλησίας χαρακτηρίζοντας συλλήβδην τους Ι. Κανόνες ως ανθρώπινα επινοήματα μίσους!

Ακόμα και λαϊκοί θεολόγοι της διασποράς έθεταν το θέμα πολύ διαφορετικά, όπως ο Vladimir Lossky που υποστήριζε ορθώς πως “οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλ’ εφαρμογαί των δογμάτων”.

Αλλά έμεινε, δυστυχώς, από την εποχή του Πατριάρχου Αθηναγόρα η αρρωστημένη, πνευματικά και σωτηριολογικά, θέση ότι στο διάλογο της “αγάπης”, η αγάπη ενώνει ενώ τα δόγματα-γρίφοι (Β. Αργυριάδης – Περιοδ.” Ανάπλασις”) διαιρούν!

Στο Πηδάλιο, όμως, διαβάζουμε πως “όποιος ομιλεί από συνοδικούς κανόνας, ο λόγος του έχει τ’ αξιόπιστον, κατά τον στ’ του Νύσσης”, καθώς και ότι ” όποιος κατ’ αυτούς κάμνει, έχειν το ακίνδυνον, κατά τον ίδιον μζ’ του Βασιλείου (” Πηδάλιον” σελ. ιθ).

Ίσως δε να βοηθούσαν στον εν λόγω προβληματισμό και τα παρακάτω του Πηδαλίου : “ταύτα περί Κανόνων διατετάχθω υμίν  παρ’ ημών, ώ Επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε, απειθούντες δε κολασθήσεσθε, και πόλεμον μετ αλλήλων  αΐδιον έξετε, δίκην της ανηκοΐας την προσήκουσαν τιννύντες… Τοις εν καταφρονήσει τιθομένοις τους ιερούς, και θείους Κανόνας των ιερών Πατέρων ημών, οί, και την αγίαν εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν κοσμούντες, προς θείαν οδηγούσιν ευλάβειαν, ανάθεμα”!

Εκτός των Πατέρων, όμως, και του αγ. Νικοδήμου την θέση, επικαλούμαι και νεωτέρων θεολόγων αντίστοιχη με ένα μεγάλο ερωτηματικό, δυστυχώς.

Πρόκειται γιά τον γνωστό και διαπρεπή θεολόγο και ομότιμο  καθηγητή του ΠΑ, κ. Βλάσιο Φειδά.
Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα απ’ την αρχή.
(Βλ. Φειδά, Ιστορικοκανονικαί και εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις ερμηνείας των ιερών κανόνων, Αθήναι 1972, σελ. 15). 

Στο θέμα της αμφισβητήσεως της εγκυρότητος των θείων και ιερών Κανόνων  ο κ. Φειδάς το 1972 υποστήριζε πολύ σωστά πως: “Απώτερος σκοπός λοιπόν της επισήμου ταύτης κανονικής παραδόσεως θα ηδύνατο, καθ’ ημάς, να θεωρηθή η αυθεντική, ορθή και καθολική εναρμόνισις του περιεχομένου της αποκαλύψεως και της ουσίας του μυστηρίου της Εκκλησίας προς τας κατά εποχάς μεταβαλλομένας ιστορικάς συνθήκας της εκκλησιαστικής ζωής,… Ούτω διησφαλίζετο η ενότης της Εκκλησίας εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη, ου μόνον διά της δογματικής προβολής της ορθής πίστεως, αλλά και διά της εν τη πράξει περιφρουρήσεως αυτής ανοθεύτου εκ των αιρετικών και διά της καθολικής βιώσεως αυτής υπό πάντων των πιστών εν βαθεία μυστηριακή ενότητι και υπερόχω ηθική τελειώσει…εις τον υπέρτατον τούτον σκοπόν της εν Χριστώ σωτηρίας αποβλέπουν οι κανόνες ου μόνον των Οικουμενικών, αλλά και των τοπικών συνόδων και των μεγάλων εκκλησιαστικών πατέρων, ως και η καθ όλου ούτως ειπείν κανονικά της Εκκλησίας παράδοσις. Διό και η μόνον επί τη βάσει της προελεύσεως και του θεσπίσαντος οργάνου διαφοροποίησις και αξιολόγησις του κύρους και της αυθεντίας των ιερών κανόνων θα ήτο ου μόνον επικίνδυνος, αλλά και εσφαλμένη… Το κύρος των ιερών κανόνων απορρέει…κυρίως  εκ της αυθεντικής σχέσεως των ιερών κανόνων προς το περιεχόμενο της εν Χριστώ αποκαλύψεως… “!

Πόσο όμορφα και θεολογικά έθετε το θέμα ο κ. Φειδας! Εξαιρετική η τοποθέτησή του. Αλλά… Μετά από 38 χρόνια “διαφωτίστηκε” κι αυτός και μάλλον πνίγηκε στα “νάματα” της παναιρέσεως του Οικουμενισμού! Τι κρίμα, αλήθεια!
Διαβάστε παρακάτω τη θεαματική του μεταστροφή και αναρωτηθείτε τι είναι αυτό το μικρόβιο που παρασύρει και αλλοιώνει το ορθόδοξο φρόνημα;

Δανείζομαι λόγια από την πέννα του εξαίρετου ιερέως π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου στην κριτική-απάντησή του παραπέμπω στη σελίδα impantokratoros.gr

Όπως μας πληροφορεί ο π. Αναστάσιος, ο καθηγητής έγραψε άρθρο με τίτλο “Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους ιερούς Κανόνες” και δημοσιεύθηκε στο επίσημο δελτίο του Ορθοδόξου κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης “Επίσκεψις” (τεύχ. 699/30-4-09, σελ. 11-33).

Ο κ. Φειδάς, παραθεωρώντας τα όσα διατύπωνε γιά το ίδιο θέμα το 1972, στο παρόν άρθρο υποστήριξε πως “είναι ευνόητον ότι ο ΜΕ’ και οι λοιποί σχετικοί Αποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας ή συνιερουργίας… και συνεπώς η αληθής έννοια των ανωτέρω κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την εύλογον και αυτονόητον απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν εθς πάσαν άλλην προσευχήν”. Παρατρέχει όμως κανόνες όπως ο ΞΕ’ κανόνας των Αγ. Αποστόλων (ή ΞΔ’ κατά Ράλλη – Ποτλή), ΛΖ’ της Λαοδικείας, Β’ Αντιοχείας.

Ο κ. Φειδάς, όμως, έγραφε το 1972 (βλ. υποσημείωση 56, σελ. 34-37) πως “Ο με’ Αποστολικός κανών, ορίζων ότι “επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον αφοριζέσθω. Ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαί τι καθαιρείσθω”, ως και οι παρεμφερή ορίζοντες ιεροί κανόνες ι’, και ξδ Αποστολικοί, στ’/θ’ /λβ’/λγ’ /λδ’ / λζ’, Λαοδικείας, εθεωρήθησαν ως περιπεσόντες εις αχρησίαν, ένεκα της υπό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών ακολουθουμένης σήμερον διαφόρου εκκλησιαστικής πράξεως εις τας σχέσεις αυτής μετά των ετεροδόξων και σχισματικών Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών…
Η σύγχρονος όμως εκκλησιαστική πράξις υπόκειται εις την κανονικήν και εκκλησιολιγικήν αξιολόγησιν, προκαλούσα ποικίλας και πολλαπλάς αντιρρήσεις ως προς την κανονικήν αυτής θεμελίωσιν, διό και οι ως άνω κανόνες ου μόνον δεν κατηργήθησαν, αλλά και ρυθμίζουν εθσέτι τας κανονικάς μετά των ετεροδόξων σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αντίθετος τοποθέτησις έναντι των ως άνω κανόνων θα ωδήγει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν εις εσωτερικάς κανονικάς αντιφάσεις ως προς τας σχέσεις αυτής προς τας εξ αυτής μεταγενέστερον αποκοπείσας σχισματικάς εκκλησίας, δεδομένου ότι αι προς αυτάς σχέσεις ρυθμίζονται κατ ακρίβειαν επί τη βάσει της θερουμένης ως εις αχρησίαν περιπεσούσης εν λόγω κανονικής παραδόσεως”.

Συγκρίνατε τώρα τις δύο τοποθετήσεις του ιδίου προσώπου με διαφορά 38 ετών.

Πριν προχωρήσουμε στο επόμενο θέμα ας δούμε κάτι σημαντικό. Αναφερθήκαμε παραπάνω στην παρερμηνεία που κάνει ο κ. Φειδάς στον ΜΕ ‘ Αποστολικό Κανόνα και την μάλλον επιτηδευμένη τεχνική διαχωρισμού της έννοιας του “συνεύχεσθε” σε απλή συμπροσευχή και συλλειτουργική.

Δεν υπάρχει λόγος να αντιτάξουμε επιχειρήματα μιάς και ο π. Αναστάσιος έχει κάνει μιά άρτια και άριστα τεκμηριωμένη κριτική. Μόνο ένα σημείο, γραμματολογικής φύσεως, θα ήθελα να επισημάνω. Ο κ. Φειδάς έγραφε γιά τον ΜΕ’ Κανόνα πως “επίσκοπος ή…αιρετικοίς συνευξάμενος ΜΟΝΟΝ αφοριζέσθω…”!

Δηλαδή, ακόμα και ΜΟΝΟ η απλή συμπροσευχή, σε αντιδιαστολή με τη συλλειτουργική, κι αυτή αρκεί για να αφορισθεί ο κληρικός. Αρκεί, λοιπόν, και μόνο αυτή για να μας καταδικάσει. Από που, λοιπόν, βγάζει το συμπέρασμα ο καθηγητής ότι επιτρέπεται η συμμετοχή σε άλλου είδους προσευχή, παρά μόνο “βιάζοντας” εννοιολογικά και μόνο τη λέξη “συνεύχεσθαι”;

Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η  ανωτέρω εννοιολογική αυθαιρεσία, ένα ακόμη πρόβλημα στην ερμηνεία των ιερών κανόνων, αναδεικνύει το θέμα της μεταβολής της μορφής των κανόνων αναλόγως της εποχής.

Αυτή την αυθαιρεσία είχε πολύ νωρίς επισημάνει ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης ο οποίος υποστήριζε πως “το αίτημα περί μεταβολής της μορφής των Κανόνων είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή ως πρόφασις διά την αλλαγήν και της δογματικής αληθείας των Κανόνων. Είναι δυνατόν θεολόγοι εχόμενοι φιλελευθέρων τάσεων και μη αναγνωρίζοντες την αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας…δεχόμενοι μίαν περιεκτικήν εκκλησιολογίαν, ήτοι εκκλησιολογίαν μη περιορίζουσαν την αληθή Εκκλησίαν εις τα Κανονικά όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας να ζητούν την μεταβολή της μιρφής Κανόνων τινων, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την εξίσωσιν της ημετέρας Εκκλησίας μετά των ετεροδόξων, ήτις μεταβολή προϋποθέτει την αλλαγήν και της δογματικής βάσεως. Κατάργησις επί παραδείγματι των Κανόνων των απαγορευόντων την συμπροσευχήν (οικουμενικοί εσπερινοί, δοξολογίαι κλπ) μαρτυρεί και διά την αλλοίωσιν της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και της Αληθείας διά την οποίαν οι Κανόνες ούτοι μαρτυρούν…η αίρεσις δεν πρέπει επ’ ουδενί να αμνηστεύεται, αλλ’ ουδέ να υπάρχη κοινωνία προσευχών ή μυστηρίων μετά των αιρετικών”!

Έτσι κάπως όμως και το ποίμνιο θα ζημιωθεί αφού θα έχει χάσει την ευκαιρία της ομολογίας αλλά και οι αιρετικοί θα πιστέψουν ψευδώς ότι κατέχουν την Αλήθεια και συνεπώς δε θα χρειάζεται να μετανοήσουν. 

entaksis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου