3 Αυγ 2024

Ταφή ή Καύση των νεκρών;

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΣΩΜΟΝ ΤΑΦΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ - Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας  Θεσσαλονίκης

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος

«Ταφή καί καύση τῶν κεκοιμημένων νεκρῶν» Κυριακή Στ΄ Ματθαίου - 4 Αὐγούστου 2024

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτά Παίδων τῶν ἐν Ἐφέσῳ, πού ξύπνησαν μετά ἀπό ὕπνο σχεδόν δύο αἰώνων καί ἀπέδειξαν τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, σέ συνδυασμό με τήν σύναξη τῶν Σαμίων Ἁγίων, τῶν ὁποίων τά ἱερά Λείψανα εἶναι ἀποθησαυρισμένα στούς ἱερούς Ναούς μας, μᾶς ὠθεῖ νά ἀναφερθοῦμε σήμερα στη θεολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία δυστυχῶς τείνει νά ἀντικατασταθεῖ με τήν καύση, γιά λόγους, ἀγνοίας ἴσως καί ἐλλειποῦς ἀγάπης πρός τόν κεκοιμημένο, ἀφοῦ οἰκονομικῶς εἶναι κατά πολύ ἀκριβότερη.

Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἰδιαιτέρως τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων καί τῶν Μαρτύρων, πού δέν θά τά εἴχαμε ἄν εἶχαν ἀποτεφρωθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἐνάργεια φιλοσοφεῖ τήν ματαιότητα τῆς ζωῆς στά Κοιμητήρια. Ἀκόμη κι ἡ ὀνομασία κοιμητήριο δηλώνει τήν παροδική κατάπαυση. Τό σῶμα κοιμᾶται τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ἡ ψυχή ὅμως συνεχίζει νά ζεῖ σέ ἄλλη διάσταση μέχρι τήν Β΄ Παρουσία καί τήν ἀνάσταση τοῦ σώματος.

Ἀρχικῶς νά τονίσουμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἐπιτρέπει νά κακοποιεῖται ἤ νά καταστρέφεται τό ἀνθρώπινο σῶμα, διότι εἶναι ὁ Ναός τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στούς Κορινθίους μέ αὐστηρότητα: “Δέν ξέρετε ὅτι εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας; Ἄν κάποιος φθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ, θά φθείρει αὐτόν ὁ Θεός. Γιατί ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος, οἱ ὁποῖοι εἶστε ἐσεῖς” (Α’ Κορ. γ’ 16-17). Ἀφ’ ᾗς στιμῆς λοιπόν ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων τά καταστρέφει, ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή διδασκαλία καί τήν ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.

Ἐκτός τούτου γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ ταφή τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ ἀπόρροια τῆς δογματικῆς της διδασκαλίας, καθώς στήν ταφή τά νεκρά σώματα παραδίδονται στή διαφθορά, ἀλλά δέν καταστρέφονται, ὅπως συμβαίνει μέ τήν καύση καί τόν θρυματισμό τους μετά ἀπό αὐτήν καί μέλλουν νά ἀναστηθοῦν κατά τήν προσδοκώμενη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὁπότε και θά ἑνωθοῦν μέ τίς ψυχές.

Ἀρκεῖ νά ἐπισημάνουμε, ὅτι ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπέθανε, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση Του, πάνω στόν Τίμιο Σταυρό καί ἐνταφιάσθηκε, καθιστώντας τό κενό Του Μνημεῖο σημεῖο ἀναφορᾶς, ἔχουμε ἠθική ὑποχρέωση νά Τόν μιμηθοῦμε. Ἐξάλλου ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔγινε πρωτότοκος των νεκρῶν (βλ. Κολοσ. α’ 18), δηλαδή ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού θά ἀκολουθήσουμε τήν ἴδια πορεία καί πεθαίνοντας θά ἐνταφιασθοῦμε προσδοκώντας τήν ἀνάστασή μας. Ἐπίσης τό σῶμα μας δημιουργήθηκε ἀπό τό χῶμα, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί στό χῶμα ἐπιστρέφει προσωρινά σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ (βλ. Γέν. Γ΄ 19).

Ἐκτός ὅμως ἀπό τά ὅσα ἀναφέρθηκαν, ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι σύμφωνη, οὔτε μέ τό ἦθος καί τά ἔθιμά μας ὡς Ἑλλήνων. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα γνωρίζουμε, ὅτι οἱ Ἕλληνες πρόγονοί μας ἐνεταφίαζαν τούς νεκρούς καί μάλιστα σώζονται καί περίτεχνοι τάφοι, ὅπως ὁ τύμβος τοῦ Μαραθώνα. Οἱ Ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, ἀκόμη κι ὅταν ἀναγκάζονταν νά καύσουν τά σώματα τῶν νεκρῶν στρατιωτῶν στά πεδία τῶν μαχῶν, φοβούμενοι τίς ἐπιδημίες, συγκέντρωναν τά ὁστά καί τήν στάχτη μέσα σέ μεγάλα πήλινα δοχεῖα, ὅπου τά ἐνεταφίαζαν κατά τήν ἐπιστροφή τους, ὅπως μᾶς διασώζει ὁ Θουκυδίδης στόν μνημειώδη Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους καθώς τέτοιες λήκιθοι ἤρθαν στό φῶς ἀπό τίς ἀνασκαφές τοῦ ΜΕΤΡΟ στόν Κεραμεικό. Στόν Ἐπιτάφιο αὐτό ὑπάρχει καί τό γνωστό ρητό τό ὁποῖο σύν τοῖς ἄλλοις κοσμεῖ καί τό ταφικό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου: «Ἀνδρῶν γάρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος».

Ὁ μεγάλος τραγικός μας ποιητής ἐπίσης ὁ Σοφοκλῆς στήν τραγωδία του «Ἀντιγόνη» τῆς ὁποίας τό περιεχόμενο ἐρείδεται πάνω ἀκριβῶς στήν ἐπιχείριση ταφῆς τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ της Πολυνείκη, παρά τήν ἀντίθετη διαταγή τοῦ βασιλιᾶ Κρέοντα, ἡ Ἀντιγόνη θυσιάζει τήν ζωή της γιά νά ἐνταφιάσει τόν ἀδελφό της λέγοντας μάλιστα «καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν» τό ὁποῖο σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση σημαίνει, εἶναι καλό νά ἐνταφιάσω τόν Ἀδελφό μου κι ἄς πεθάνω γι’αὐτό.

Ὅμως καί στή νεώτερη Ἱστορία μας ἀπό τά ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 μαθαίνουμε, πώς ἀποφασιζόταν ἀνακωχή τοῦ πολέμου γιά νά ἐνταφιαστοῦν οἱ ἑκατέρωθεν νεκροί. Ὅσοι ἐπίσης διώχθηκαν ἀπό τίς πατρογονικές ἑστίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τό 1922, μαζί τους ἔφεραν ἱερές εἰκόνες καί ἱερά λείψανα, ὡς τά πολύτιμα κειμήλια τῆς ζωῆς τους. Στόν Ἐθνικό μας Ὕμνο ἐπίσης ἡ ἐλευθερία ἔρχεται “ἀπ’ τά κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά” καί ὄχι ἀπό τήν στάχτη τους!

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν στερεῖται τῆς πίστεως τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς βεβαιότατης ἐλπίδας τῆς ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Μπορεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν νά περιβάλλεται ἀπό διάφορα λογικοφανή ἐπιχειρήματα, ἀλλά δέν ἔχει βάσεις καί ἐρείσματα οὔτε στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, οὔτε ὅμως στήν ἀρχαία καί νεώτερη πολιτισμική μας κληρονομιά.

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ στυγνή ἔκφραση μηδενισμοῦ, διότι καταστρέφει καί ἐξαφανίζει μέ αὐθάδεια τό ἀνθρώπινο σῶμα, κόντρα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγάλο κρίμα στό ὄνομα μιᾶς ἀπροσδιόριστης ἐλευθερίας ἤ ἀκόμη κι ἕνεκα τοῦ σεβασμοῦ τῆς τελευταίας ἐπιθυμίας τοῡ ἀποθανόντος, ὁ ὁποῖος εἶχε ζητήσει νά ἀποτεφρωθεῖ, να τηρεῖται ἀπό τούς συγγενεῖς μιά ἀφιλάνθρωπη στάση και να τόν παραδίδουν ὄχι απλά στην καύση, αλλά στην ἀποτέφρωση και τον ἀφανισμό, στερώντας του ὅλες τις προσευχές της Εκκλησίας.

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν στερεῖται τοῦ συναισθήματος καί τῆς ζεστασιᾶς τοῦ προσωρινοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ κεκοιμημένου. Ἀντί ἀγάπης πρός τόν κεκοιμημένο ἐκφράζει μιά ἀδικαιολόγητη ἀντιπάθεια, ἕνα μίσος πρός τόν ἄνθρωπο, τό σῶμα του καί τήν ψυχή του. Στερεῖται τῆς φροντίδας του, ὡς ἐποφειλομένης τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης στό πρόσωπο τοῦ προσφιλῶν συγγενῶν ἤ καί τῶν ἐχθρῶν ἀκόμη, μέ ὅλη τήν ἱερότητα πού τούς συνοδεύει. Κυρίως ὅμως στερεῖ τήν φιλότιμη ἔκφραση τῆς συνοδείας τοῦ κεκοιμημένου στήν τελευταία ἐπί γῆς προσωρινή κατοικία μέχρι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.

Τό ἀποτεφρωτήριο ἔναντι του κοιμητηρίου στερεῖται ὅλης αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τήν ὀνομάζουμε κηδεία, ἀπό τό ρῆμα κήδομαι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, πού σημαίνει φροντίζω. Μιά φροντίδα πού δέν σταματᾶ στήν ταφή, ἀλλά συνεχίζεται διά βίου, διότι ἐπιστρατεύει τήν ἀγάπη μέσα ἀπό τήν προσευχή, τήν λειτουργική μνημόνευση, τόν εὐτρεπισμό τοῦ μνήματος, τό ἄναμμα τοῦ καντηλιοῦ, τά ἄνθη πού ἀνάγουν στόν χλοερό τόπο τῆς ἀνάπαυσης τῆς ψυχῆς καί τόν σταυρό στό προσκεφάλι τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ, πού κοιμᾶται τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, βλέποντας πρός τήν ἀνατολή, ἔτοιμος νά σηκωθεῖ, στό ἐγερτήριο σάλπισμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας!

Ὁ Θεός καταδέχθηκε νά πεθάνει καί νά ἀναστηθεῖ γιά νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως κι ο ἄνθρωπος τώρα νά ἐπιθυμεῖ νά καεῖ γιά νά εἶναι αἰωνίως νεκρός; Νά θέλει ὁ Θεός νά σώσει τόν ἄνθρωπο, κι ἐκεῖνος νά θέλει νά χαθεῖ!

Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, ἀπαιτεῖ τήν τιμή τοῦ ἐνταφιασμοῦ στούς κεκοιμημένους καί τήν ἀπαραίτητη πνευματική συμπαράστασή μας γιά τήν ἀνάπαυσή τους, ἐν ἀναμονή καί τῆς δικῆς μας μεταστάσεως, ὅταν θελήσει ὁ Θεός, καί τῆς ἀναστάσεώς μας ἐκείνη τήν ἡμέρα γιά τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου