11 Ιουλ 2024

Γνωρίζοντας τὴν γνώση

«Γνωρίζοντας τὴν γνώση»

Τοῦ κ. Δημητρίου Μπαγλατζῆ, Προπτ. Φοιτητῆ Φιλοσοφίας Ε.Κ.Π.Α

  Ἀπὸ περιέργεια καὶ θαυμασμὸ ξεκίνησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ φιλοσοφοῦν, νὰ ψάχνονται καὶ νὰ ἐρευνοῦν. Στὴν ἀρχὴ τὰ καιρικὰ φαινόμενα καὶ οἱ μεταβολὲς τῆς φύσης ἀποτελοῦσαν τὸ κύριο ἀντικείμενο μελέτης τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Κατὰ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μελετώντας τὶς φυσικὲς διαδικασίες, παρουσιάζονταν συνθετότερα ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν καὶ προβλημάτιζαν τοὺς ἀνθρώπους μέχρι καὶ σήμερα  [1]. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ποὺ θὰ συζητήσουμε εἶναι ἡ διαδικασία ἐπίτευξης τῆς γνώσης ἢ ἀλλιῶς μὲ τὴ φιλοσοφικὴ ὀνομασία γνωσιοθεωρία.

  Ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐκ τῆς ἀρχαιότητας μέχρι καὶ στὴν σήμερον ἡμέρα ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπίτευξή της διαφέρει ἀπὸ θεωρία σὲ θεωρία, καθὼς καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι κάτοχοι αὐτῆς τῆς γνώσης. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐντυπωσιάζει τὸ πλῆθος τῶν  διάφορων σχολῶν καὶ στοχαστῶν, ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ γνωσιοθεωρία, οὔτε νὰ μᾶς προκαλοῦν ἐντύπωση τὰ ἀμέτρητα κείμενα ποὺ ἔχουν γραφτεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Ἐξετάζοντας τὸ αἴτιο γιὰ τὶς ποικίλες θεωρίες ποὺ ὑπάρχουν, θέτοντας ὡς βάση πάντα τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, θὰ διαπιστώσουμε τὴν πηγὴ τοῦ προβλήματος. Αὐτὸ λοιπὸν συμβαίνει ἐξαιτίας τῆς μετὰ-πτωτικῆς κατάστασης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φτάνοντας ἀπὸ τὸ φυσικὸ θέλημα τῶν πολλῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁδηγοῦνται στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, στὴν ἰδιοποίηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς φύσεως καὶ στὴ μετατροπή τους σὲ προσωπικές, γνωμικές. Ἡ φύση ἄλλαξε τροχιὰ καὶ ἀντὶ νὰ πάει πρὸς τὸν Θεὸ, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ὅλη τὴν γνώση ποὺ τοῦ χρειάζεται καὶ νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεὸς, ὁ ἄνθρωπος ἔστρεψε τὴν φύση του πρὸς τὴν ὕλη καὶ προτίμησε νὰ γίνει Θεὸς μόνος του καὶ νὰ ἀποκτήσει χωρὶς τὸν Θεὸ τὴν γνώση ποὺ τοῦ χρειάζεται. Ἔπεσε ἀπὸ τὴν σταθερὴ γνώση πρὸς τὰ ἀμφίβολα.  Ἡ  ἀλλαγὴ τῆς τροχιᾶς τῆς φύσεως πού κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστὰ προκαλεῖ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους.

 Ἡ τάση πρὸς τὶς προσωπικὲς γνωμικὲς  ἐπιλογὲς καὶ ὁ ἐξοβελισμὸς κάθε ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ θέλημα τῆς φύσης του ἀποδίδεται στὴ μετὰ πτωτικὴ κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τὸ σκοταδισμὸ τοῦ νοῦ. Στὸ τέλος θὰ ἀναφέρουμε τὴν Ὀρθόδοξη διδαχὴ κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες γιὰ φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ  θεραπεία τῆς φύσεως μέσῳ τῆς ἄσκησης. Πρῶτα ὅμως, θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ κάποιες φιλοσοφικὲς θεωρίες γιὰ τὴ γνώση ποὺ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε.

  Οἱ συζητήσεις περὶ τῆς γνώσης πῆραν μεγάλες διαστάσεις ὡς ἀντικείμενο μελέτης στοχαστῶν καὶ φιλοσόφων, δημιουργώντας ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν ἔγκυρη  ἀπόκτηση τῆς γνώσης καθαυτῆς, ἀλλὰ καὶ ποιὸς πραγματικὰ τὴν κατέχει. Ἐπιπλέον θὰ παραθέσουμε ὁρισμένες θεωρίες καὶ παραδείγματα γιὰ σαφέστερη κατανόηση τῶν προλεγόμενων. Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὸν Σωκράτη, ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ φτάσει στὴν ἐπίτευξη τῆς γνώσης μέσῳ διαλεκτικῆς, δηλαδὴ διαλόγου μὲ μορφὴ ἐρωτήσεων καὶ ἀπαντήσεων. Οἱ διάλογοι αὐτοὶ λαμβάνανε χώρα μὲ ἐκείνους ποὺ ἰσχυρίζονταν πὼς κατέχουν αὐτὴ τὴ γνώση καὶ μάλιστα τὴν χρησιμοποιοῦσαν προκειμένου νὰ πλουτίσουν. Ὁ Σωκράτης ἔχοντας δηλώσει τὸ περίφημο γνωμικό του «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα»  [2], δηλώνει πὼς ἡ ἀφετηρία τῆς γνωσιοθεωρίας ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὅτι δὲ γνωρίζει τίποτα ,πιστεύοντας πὼς δὲν κατέχει τὴν ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ στάση τοῦ Σωκράτη ἀπέναντι σὲ ὅσους ὑποστήριζαν καὶ καπηλεύονταν τὴ γνώση μέσῳ τῆς διαλεκτικῆς, ἔχει ἀπώτερο σκοπὸ νὰ ἐξετάσουν οἱ ἴδιοι τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τους προκαλώντας τους ἀναστάτωση καὶ ὤθηση ὡς πρὸς ἀναδιατύπωση τῶν θέσεών τους. Παρόλα αὐτὰ ἡ θεμελίωση τῆς γνώσης δὲν εἶχε ἔδαφος νὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ ἰσχυρισμοὶ ποὺ ὁ Σωκράτης δέχεται περιβάλλονται ἀπὸ μία ἐνδεχομενικότητα. Ὅσοι προσπαθοῦ­σαν νὰ ἀντικρούσουν τὸν Σωκράτη στὶς συζητήσεις τους χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ἔλλειψη συνοχῆς, ὅπως καὶ ὁλοκληρωμένες θέσεις στὸν λόγο τους. Μόλις παραδέχονταν καὶ συνειδητοποιοῦσαν τὶς ἐσφαλμένες ἀπόψεις τους δὲν ἄφηναν περιθώρια σὲ κάποια παραγωγὴ ὁποιασδήποτε γνώσης. Παρατηρώντας τὸ ἄκαρπο περιβάλλον ποὺ περιέκλειε τὸν Σωκράτη, πρὸς τὴν ἐπίτευξη ὁποιασδήποτε γνώσης, καταλήγουμε μὲ βάση τὰ προαναφερόμενα στὸ συμπέρασμα, πὼς μέσῳ τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς «σοφούς» τῆς ἐποχῆς , δὲν ὑπῆρχε περιθώριο γιὰ ἐξαγωγὴ γνώσης.

  Προσπερνώντας τὸ περιβάλλον τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας σημαντικὸ εἶναι νὰ ἀναφέρουμε τὴ διαδικασία ἐπίτευξης τῆς γνώσης κατὰ τοὺς σχολαστικοὺς φιλοσόφους. Ὁ κόσμος ὡς προϊὸν νόησης “ὑπερβατικῶν ἀρχετύπων” καὶ ἡ γνώση του μὲ τρόπο ἄμεσο θεσπίζουν τὸ μοντέλο τῆς γνώσης ποὺ ὀνομάζεται “ἄμεσος ρεαλισμός”. Ἡ ἀνθρώπινη γνώση παράγεται μέσῳ πρόσληψης τῶν “ὑπερβατικῶν ἀρχετύπων” ἢ ἀλλιῶς “αἰσθησιακῶν μορφῶν”  τῶν ἀντικειμένων μέσα στὸ νοῦ καὶ τῆς διαδικασίας ἀφαίρεσης αὐτῶν τῶν ἀρχετύπων. Ἡ ἄμεση ἐποπτεία ἑνὸς ἀντικειμένου μᾶς παρέχει καθαυτὴ γνώση, διὰ μεταφορὰ ποιοτήτων ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο στὸ νοῦ μας. Μέσῳ τῆς ταύτισης νοῦ-ἀντικειμένων ἡ σχολαστικὴ θεωρία τῆς γνώσης ἰσχυρίζεται πὼς τὸ ἄμεσο ἀντικείμενο τῆς συνείδησής μας εἶναι τὸ καθαυτὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενο. Σαφῶς οἱ σχολαστικοὶ ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Σταγειρίτη φιλόσοφου ,ὄχι μόνο σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀλλὰ σὲ εὐρεῖα εἰκόνα, ἔχοντας υἱοθετήσει πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ἔργα του [3]. Ὁ ἐκ τῶν κορυφαίων σχολαστικῶν φιλοσόφων-θεολόγων καὶ «πατέρας» τῆς δυτικῆς θεολογίας Θωμᾶς Ἀκινάτης, ἀκολουθεῖ καὶ προχωράει τὸν Ἀριστοτέλη σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς φιλοσοφίας του, τοιουτοτρόπως ὁ  “ἄμεσος ρεαλισμός”, ὡς τρόπος πρόσληψης τῆς γνώσης δὲν ἀπουσιάζει ἀλλὰ ἀκολουθεῖται ἀπὸ τοὺς σχολαστικούς.

  Μὲ ἀφορμὴ ὅσα προαναφέραμε, ὡς πρὸς τὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ κόσμο, θὰ ἀναφέρουμε πὼς ἡ θεωρία τοῦ “ἄμεσου ρεαλισμοῦ” ἐπηρεάζει καὶ σχετίζεται στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν σχολαστικῶν. Ἡ ἀναλογία τῶν ὄντων ( analogia entis) ὑποστηρίζει πὼς κάθε ἀντικείμενο ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὰ  “ὑπερβατικὰ ἀρχέτυπα” ποὺ βρίσκονται στὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ οὐσία τῶν κτιστῶν ἀντικειμένων, ἔχει ἀναλογικὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὰ ὑπερβατικὰ αὐτὰ ἀρχέτυπα ποὺ νοεῖ καὶ ἀγαπᾶ [4]  ὁ Θεὸς . Κατὰ τὴ Δυτικὴ παράδοση κάθε ἀντικείμενο στὸ κόσμο νοεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἔχει προσλάβει κάτι ἀπὸ τὴ Θεία οὐσία . Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος τέλειος, μὲ γνώμονα ὅσα ἀναφέραμε, κάθε δημιούργημα στὸν κόσμο προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ τὴ Θεϊκὴ οὐσία. Ἂν λοιπὸν δεχτοῦμε τὴ νεοπλατωνικὴ αὐτὴ ἀντίληψη τοῦ  κόσμου, ὡς ἀντιγραφὴ τῶν ἰδεῶν ποὺ νοοῦνται καὶ ὑπάρχουν στὴ Θεϊκὴ οὐσία , τότε ἡ γνώση  καὶ ἡ σχέση μας πρὸς τὸν Θεὸ καθορίζεται στὴν ἀνακάλυψη καὶ μελέτη τοῦ κόσμου, μέσῳ τῆς θεωρίας τοῦ ἄμεσου ρεαλισμοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τῆς Λατινικῆς παραδόσεως θεολόγος ὀνομάζεται ὁ γνώστης τῆς φιλοσοφίας, ποὺ μέσῳ αὐτῆς γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ τὴ δημιουργία του, ἔχοντας ὡς «ἀποστολὴ»  τὴ μετάδοση αὐτῆς τῆς γνώσης, σὲ ὅσους δὲν ἔχουν πρόσβαση σὲ αὐτήν. Στὴ Δύση πρόσβαση σὲ ἀρχαῖα γραπτά, δυνατότητα ταξιδιῶν καὶ γνώση τῶν γραμμάτων, κατὰ περίοδο  τοῦ Μεσαίωνα κατεῖχαν ὅσοι προέρχονταν ἀπὸ πλούσιες οἰκογένειες, εἴτε εἶχαν ὑψηλὴ θέση στὸν κλῆρο. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς  τὶς  συν­θῆ­κες διαμορφώθηκε ἕνα περιβάλλον μὲ τὴ γνώση νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς μονοπώλιο, μοχλὸς πρὸς τοὺς ἀγράμματους καὶ παραδοχὴ αὐθεντίας, ἀπὸ τοὺς λόγιους τῆς ἐποχῆς. Μὲ βάση ὅσα ἀναφέρθηκαν,  δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει ἡ ἀπάτη τῶν Λατίνων μὲ τὰ συγχωροχάρτια καὶ τὴν ἐξαγορὰ τῶν ἁμαρτιῶν μέσῳ αὐτῶν, εἴτε ἡ ἀποπλάνηση τοῦ λαοῦ, ἀπὸ τὸν Πάπα, γιὰ σταυροφορίες, μὲ πρόφαση τὴν ἐπαναφορὰ τῶν Ἁγίων τόπων ἀπὸ τοὺς βάρβαρους, στοὺς Χριστιανούς.

  Ἔναντι  ὅλων αὐτῶν τῶν θεωριῶν τῆς γνώσης ποὺ ἀναφέραμε καὶ σχολιάσαμε στηρίζεται ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, ὅσα δηλαδὴ δίδαξε ὁ Κύριος, κηρύξανε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης οἱ Ἀπόστολοι καὶ διαφύλαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέσα ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο(analogia entis), τὶς γραφὲς (analogia fidei),τὴ συνείδηση (φαινομενολογία) καὶ ἄλλες δημιουργίες τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ἀλλὰ μόνο ἐκ τῆς ἀποκαλύψεως. Τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο δὲν ἔχουν καμία ὁμοιότητα, γιὰ αὐτὸ τὸ κτιστὸ δὲ μπορεῖ ταυτιστεῖ ἀναλογικὰ μὲ τὸ ἄκτιστο, ὅπως κάνουν οἱ Λατῖνοι, ὅπως ἀκόμη καὶ νὰ τὸ νοήσει. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος τὸ κάνει σαφὲς λέγοντας πώς, «Θεὸν φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον». Ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία του καὶ μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἐνέργειές του  [5].Αὐτὸ σημαίνει πὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ γνωρίσεις καὶ νὰ μετέχεις στὴ θεϊκὴ οὐσία, ὅμως μετέχεις ἐκ τῶν ἐνεργειῶν Αὐτοῦ. Οἱ Πατέρες ὀνομάζουν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ Ὑπερούσια κρυφιότητα, γιὰ αὐτὸ ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἀγαθότητα, ἀγάπη καὶ ἄλλα ἐπίθετα μὲ σκοπὸ τὴ περιγραφὴ τοῦ Θεοῦ, μιλᾶμε πάντα γιὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτονται σέ μᾶς. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν, προϋποθέτει τὴ θεραπεία τῆς πεπτωκυίας φύσεως  μέσῳ τῆς ἄσκησης (κάθαρση-φωτισμὸς-θέωση). Στὴν θεραπεία τῆς καρδιᾶς, κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς,  ἀποβλέπει ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, φτάνοντας ὁ πιστὸς στὸ φωτισμὸ καὶ ἔπειτα, ἂν ὁ Θεὸς θελήσει   στὴ θέωση. Ὅσο ὁ καρδιὰ παραμένει ἀθεράπευτη, ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται σὲ κατάσταση σκότους, γεμᾶτος ἀπὸ λογισμοὺς καλοὺς  ἤ μή, δηλαδὴ ἡ πνευματικὴ ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς ἀνεβαίνει στὸν ἐγκέφαλο καὶ συγχέεται μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς διανοίας  καὶ αὐτοὶ  οἱ λογισμοὶ μεταφέρονται στὴν καρδιά. Ὅταν πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἡ σύγχυση ὁ ἄνθρωπος γεμᾶτος ἀπὸ λογισμούς, δὲ μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν ἀλήθεια, τὴν δωρεὰ  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρὰ μόνο ἅμα ἡ καρδιὰ καθαριστεῖ ἐντελῶς.  Αὐτὴ ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ἀποτελεῖ τὴ ραχοκοκκαλιὰ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀναπόσπαστο κομμάτι στὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι  μέσῳ αὐτῆς τῆς διαδικασίας, διὰ προσωπικοῦ ἀγώνα καὶ ἀσκήσεως, διέλευσαν τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, ἀξιώνοντάς τους ὁ Θεός, νὰ φωτιστοῦν καὶ στὴ συνέχεια νὰ θεωθοῦν, φτάνοντας νὰ δοῦν τὸν Κύριο ἐν δόξῃ. Ἡ ἄσκηση γιὰ τὴ θεραπεία, πραγματοποιεῖται μέσῳ ἀγρυπνίας, νηστείας, νοερᾶς προσευχῆς καὶ ἀποκοπῆς ἀπὸ κάθε ἀνησυχία  καὶ ἀπὸ κάθε δέσιμο μὲ τὸ περιβάλλον. Ἡ καρδιακὴ προσευχὴ ἔχει ὡς σκοπὸ τὴ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ βαπτίσματος κατοικεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ καρδιὰ συνεχῶς προσεύχεται καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ ἐγκέφαλος ἀσχολεῖται μὲ τὶς  καθημερινὲς ἀσχολίες, ἢ κοιμᾶται.

   Ἀντίθετα μὲ τὰ τῆς Λατινικῆς παραδόσεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος πὼς εἶναι προτιμότερο νὰ ἀφιερωθεῖς στὴ νοερὰ προσευχὴ παρὰ στὴ κατήχηση κάποιου λόγου [6]. Μόλις λοιπόν, πραγματοποιηθεῖ ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τότε ἔρχεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ σκηνώσει μέσα μας. Προσεύχεται γιὰ ἐμᾶς ἀδιαλείπτως μέσῳ ψαλμῶν καὶ προσευχῶν μέσα στὴ καρδιὰ μας [7], καθιστώντας μας ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο περισσότερο καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο πολὺ φωτίζεται. Καθαρμένος   εἶναι ὁ νήπιος κατὰ τὸν Παῦλο [8] , στὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴν ὁμιλία, ὅπου οἱ εὑρισκόμενοι σὲ αὐτὴ τὴ κατάσταση, σύμφωνα μὲ τὸν Κύριο θὰ κληρονομήσουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ [9], δηλαδὴ θὰ προχωρήσουν στὸ ἑπόμενο στάδιο τῆς θεραπείας. Στὸ φωτισμὸ ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα βλέπει τὸν Θεὸ «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»,  ἀμυδρὰ σὰν μέσα σὲ καθρέφτη. Στὸ στάδιο τῆς θεώσεως  ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄκτιστος κατὰ χάριν, καὶ ζεῖ τὴν ἄκτιστον ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως πολὺ ὡραῖα ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς. «κτιστὸς  οὖν ἦν ὁ Παῦλος μόνον μέχρις ἂν ἔζη τὴν προστάγματι Θεοῦ ἐξ οὐκ ὄντων γεγονυίαν ζωήν. Ὅτε δὲ μὴ ταύτην ἔζη, ἀλλὰ τὴν ἐνοικήσει τοῦ Θεοῦ προσγενομένην, ἄκτιστος γέγονε τῇ χάριτι, καθὰ καὶ ὁ Μελχισεδὲκ καὶ πᾶς ὁ ζῶντα καὶ ἐνεργοῦντα μόνον τὸν τοῦ Θεοῦ λόγον ἐν ἑαυτῷ κτησάμενος».

 Εἰς τὴ θέωση ὁ πιστὸς  ἁρπάζεται, ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό, καταργεῖται ὁ τρόπος κατανόησης τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸ Κύριο ἐν Δόξῃ. Ὁ ἄνθρωπος ζωοποιεῖται καὶ ζεῖ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετοχῆς στὶς Ἄκτιστες Ἐνέργειες. Βλέπουμε πὼς ἡ γνώση κατὰ τοὺς Πατέρες γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ἔρχεται στοχαστικὰ μὲ φιλοσοφικὰ ἐγχειρίδια, ἀλλὰ μέσῳ τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, ὅση γνώση μπορεῖ νὰ παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσοι λοιπὸν βρέθηκαν σὲ κατάσταση θεώσεως μποροῦν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν θεολογία, γίνονται θεολόγοι.  Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅσα ἀναφέραμε δὲ θὰ πρέπει νὰ τὰ θεωρήσουμε ὡς  προϊόντα  τῆς φαντασίας, ἀλλὰ ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ παραδόσεως. Στὸ καιρὸ ποὺ ζοῦμε καὶ στὴ δυτικοποίηση τῆς πατρίδας μας τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τῆς παράδοσης ἔχει θαφτεῖ καὶ ἀντικατασταθεῖ μὲ μία δῆθεν Ὀρθοδοξία, σαφῶς ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὴ Νέα Ἐποχή. Πολεμώντας τὴν Ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὸν Μοναχισμό, προχώρησαν στὴν ἀντικατάσταση τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη μὲ ἠθική, δηλαδὴ φιλοσοφία. Σὰν νὰ μὴ ἔφτανε αὐτό, ὁ φωτισμὸς τῆς καρδιᾶς μεταμορφώθηκε σὲ ἕνα μεταφυσικὸ ὁρισμὸ τῆς διανοίας μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἀφαίρεση τῆς Θεοπτίας τῶν θεουμένων. Δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ λησμονεῖται ὅτι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ προφῆτες ἐν Πνεύματι ἔβλεπαν τὸν Κύριο ἄσαρκο, ἐνῷ στὴ Καινὴ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ἐν Πνεύματι τὸν βλέπουν ἐνσαρκωμένο καὶ Ἀναστάντα. Καὶ βέβαια ἐπειδὴ ὁ Λόγος εἶναι ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Πατρὸς καὶ ἡ Βούληση, καθὼς καὶ ἡ Σοφία ὅποιος βλέπει ἐν Πνεύματι τὸν Λόγο βλέπει καὶ τὸν Πατέρα.

 Ἐν κατακλεῖδι σήμερα ἔρχεται ἡ Νέα Ἐποχὴ νὰ καταργήσει ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ νὰ  ἐξαλείψει  τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγή, ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.  Κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ στὸν παρελθὸν δὲν ὑπῆρχαν οἱ αἱρέσεις; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική. Παλιὰ ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν θεουμένων Πατέρων πολέμησε τὶς αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Εὐνομίου, τοῦ Νεστορίου, τοῦ Σεβήρου, τῶν εἰκονοκλαστῶν τῶν δυτικῆς προελεύσεως ἀντὶ-ἡσυχαστῶν. Ἀλλὰ ὑπάρχει μία διαφορὰ μὲ τὴν σημερινὴ ἐποχή. Σήμερα ὁ χριστιανικὸς κόσμος δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μία μόνο αἵρεση, ἀλλὰ μὲ ἕνα σύστημα ποὺ προσπαθεῖ νὰ καταπολεμήσει τὴν Ἐκκλησία ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν. Ἕνα σύστημα ποὺ ὁ κάθε αἱρετικὸς προσθέτει νέο κομμάτι, γιὰ νὰ συνθέσει ἕνα  μωσαϊκὸ ἀλλότριο τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ παράδοσης. Μάλιστα αὐτὸ τὸ μωσαϊκὸ ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν νέα ἐποχὴ ἑνώνει ὅλες τὶς αἱρέσεις τοῦ παρελθόντος, ὄχι πάντα μ’ ἕνα λογικὸ τρόπο. Καὶ προχωράει περαιτέρω συνδέοντας πολλὰ κέντρα νεωτεριστῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικὸ μεταξύ τους καὶ προωθώντας σὲ ἀκαδημαϊκὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς θέσεις μόνο ἀντιπροσώπους τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει πιὰ εἶναι κάποιος νὰ γνωρίσει τὴν ὀρθόδοξο παράδοση καὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὸ πῶς ἡ Νέα Ἐποχὴ σήμερα κινεῖται ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικά, ἀλλὰ καὶ πολιτικὰ γιὰ τὴν δημιουργία μίας μεταπατερικῆς ἐποχῆς.

Σημειώσεις:

[1] Ἀριστοτέλης «Μετὰ τὰ φυσικά», Α 2, 98b12-28. Ἡ ἔλλειψη κατανόησης τῶν ἐξωτερικῶν μεταβολῶν σηματοδότησε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς φιλοσοφίας. Μόλις ἱκανοποιήθηκαν οἱ βιοτικές τους μέριμνες ἔσπευσαν πρὸς τὴν ἀναζήτηση τῆς γνώσης, διὰ μέσῳ αὐτῆς νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ἄγνοια.   [2]  Ὁ Σωκράτης τονίζοντας τὴν ἄγνοια ποὺ διακατέχεται χρησιμοποιεῖ τὴ φράση αὐτή, γιὰ νὰ ἐλέγξει τοὺς σοφιστές, οἱ ὁποῖοι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ χρησιμοποιοῦσαν τὴ γνώση ὡς ἐργαλεῖο, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν ἄνετη ζωή. [3] Ἀριστοτέλης «Μετὰ τὰ φυσικά», 1051 b3, b24  [4] Θωμᾶς Ἀκινάτης «Σούμμα Θεολογικὴ» μέρος Α΄, κεφ.20,ἄρθ 2.  [5] Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς  Δεύτερη Τριάδα 24« Ὅλα αὐτὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα ὑπάρχουν, μποροῦν νὰ μετέχουν τοῦ Θεοῦ καὶ παρ΄ ὅλα αὐτά, ἡ ὑπερούσια οὐσία τοῦ Θεοῦ μένει τελείως ἀμέθεκτη. Ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει κάτι ἄλλο μεταξύ τῆς ἀμέθεκτης οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μετεχόντων εἰς Αὐτήν. »  [6] Α΄ Κορ, 14,19.  [7] Α΄ Κορ 14,15  [8] Α΄ Κορ 13,11  [9] Ματθ 19, 13-15

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου