16 Ιουλ 2024

Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΪΔΕΛΒΕΡΓΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

 

Πρωτοπρ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ (Δρος Θ.)

Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΪΔΕΛΒΕΡΓΗΣ  ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

  1. Η Κατήχηση της Χαϊδελβέργης.

Η σύνταξη κατηχητικών εγχειριδίων υπήρξε  κύριο μέλημα όλων των παραγόντων της μεταρρύθμισης. Η ύπαρξή τους υπήρξε  ζωτικής σημα­σίας ανάγκη στην προσπάθεια των διαμαρτυρομένων να οριοθετήσουν, να επεξηγήσουν και παρουσιάσουν κατά τρόπο εύληπτο και σαφή τις θεολογικές και δογματικές τους διαφορές από τους Ρωμαιοκαθολικούς.

Εξέχουσα θέση μεταξύ των Καλβινικού χαρακτήρα κατηχήσεων έχει η κατήχηση της Χαϊδελβέργης, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και κείμενο συμβολικού χαρακτήρα, αυξημένου κύρους για τις Καλβινικές προτεσταντικές ομολογίες.

Η κατήχηση της Χαϊδελβέργης συντάχθηκε ύστερα από αίτημα του εκλέκτορα του Παλατινάτου Φρειδερίκου Γ’ στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τις επιμέρους δογματικές διαφοροποιήσεις που είχαν πα­ρουσιαστεί μεταξύ διαφόρων θεολόγων και οπαδών του προτεσταντι­σμού ήδη από τα πρώτα βήματά του.

Κύριος συντάκτης της κατήχησης υπήρξε ο Καλβινιστής δογματικός θεολόγος του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης Zacharias Ursinus (1534-1584). Στη σύνταξη της κατήχησης συνεργάστηκε επίσης  και ο Καλβινιστής θεολόγος Kaspar Olevianus (1536-1587), αν και σήμερα από ορισμένους ερευνητές αμφισβητείται τόσο το είδος, όσο και το εύρος της συμβολής του Κ. Olevianus. Η κατήχηση εκδόθηκε το 1563 με τον τίτλο “Catechismus.-Oder Christlicher Underricht, wie der in Kirchen und Schulen der Churfurstlichen Pfaltz getrieben wirdt“. Ως προς τις θεολογικές της τοποθετήσεις εκφράζει έναν μετριοπαθή Καλβινισμό.

Διαρθρώνεται σε τρία μέρη που περιλαμβάνουν 129 ερωτήσεις και απαντήσεις. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τις ερωταποκρίσεις (3-11) με αναφορά  στην παρουσία της αμαρτίας και στην αθλιότητα που προ­έρχεται εξ αυτής. Το δεύτερο περιλαμβάνει τις ερωταποκρίσεις (12-85) και αναπτύσσεται η χριστιανική πίστη με οδηγό το Αποστολικό Σύμβολο σε τρεις υποενότητες που έχουν τις επιγραφές Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός και Θεός το Αγ. Πνεύμα. Επιπλέον υπάρχει αναφορά στα μυστή­ρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας. Πρέπει να επισημάνουμε εν προκειμένω, ότι στο τμήμα αυτό η ογδοηκοστή ερώτηση προ­στέθηκε κατά την τρίτη έκδοση της κατήχησης, και είναι ιδιαιτέρως εχθρική κατά του Ρωμαιοκαθολικισμού, καθώς χαρακτηρίζει την λει­τουργία των Ρωμαιοκαθολικών επικατάρατη ειδωλολατρία“.

Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει τις ερωταποκρίσεις (86-129) με κεν­τρικό θέμα – επικεφαλίδα την ευγνωμοσύνη του ανθρώπου προς το Θεό. Εδώ αναπτύσσονται οι δέκα εντολές και η Κυριακή προσευχή.

Η σύνοδος της Δορτρέχτης το 1618/1619 επιβεβαίωσε τον συμβολικό χαρακτήρα της κατήχησης της Χαϊδελβέργης και την σπουδαιότητά της για τις Καλβινικές ομολογίες. Πολύ νωρίς μάλιστα υπήρξαν μεταφρά­σεις της στα Ολλανδικά, Πολωνικά και τα Ουγγαρικά. Στα νεότερα χρόνια μάλιστα τα άρθρα της κατήχησης χωρίστηκαν σε πενήντα δυο επιμέρους ενότητες που αντιστοιχούν στον αριθμό των Κυριακών του έτους, ούτως ώστε να αποτελούν έναν χρήσιμο οδηγό των παστόρων για την θεματολογία του κηρύγματος και την κατήχηση.

Το 1963 τα Γερμανικά ταχυδρομεία με αφορμή την συμπλήρωση 400 χρόνων από το έτος που πρωτοκυκλοφόρησε η Κατήχηση της Χαϊδελβέργης είχαν κυκλοφορήσει ειδικό γραμματόσημο αφιερωμένο σ’ αυτή.

  1. Οι θέσεις της κατήχησης για τις ιερές εικόνες.

Οι θέσεις της κατήχησης για τις ιερές εικόνες εκφράζονται με σαφή­νεια στο τρίτο μέρος της κατήχησης. Αναφέρονται στο ζήτημα των ιερών εικόνων οι ερωταποκρίσεις 96, 97, 98, εντεταμένες μάλιστα στην ερμηνεία της δευτέρας εντολής του Δεκάλογου.

Στην ερώτηση 96 τίθεται το ερώτημα τι θέλει ο Θεός στην δεύτερη εντολή του Δεκαλόγου. Δίνεται η απάντηση, ότι ο Θεός στην δεύτερη εντολή ζητά να μην απεικονίζεται με κανέναν τρόπο, και να μην τον λα­τρεύουν με κανέναν άλλο τρόπο, εκτός απ’ αυτόν που εντέλλεται αυτός στο λόγο Του.

Στην ερώτηση 97 τίθεται με μεγαλύτερη έμφαση το ερώτημα εάν δεν επιτρέπεται να Τον απεικονίζουμε καθόλου. Δίνεται η απάντηση, ότι ο Θεός δεν πρέπει να απεικονίζεται σε καμμία περίπτωση, απαγορεύει να φτάχνουμε και να έχουμε εικόνες – απεικονίσεις για να τον λατρεύουμε ή να χρησιμοποιούνται για να Τον υπηρετούμε.

Και στην ερώτηση 98 τίθεται το ερώτημα εάν θα μπορούσαν οι εικό­νες να επιτρέπονται στις Εκκλησίες, ως βιβλία των λαϊκών. Δίνεται η απάντηση, όχι, διότι εμείς δεν πρέπει να είμαστε σοφότεροι από το Θεό που έδειξε την χρηστότητά του μέσω του ζωντανού κηρύγματος του λό­γου Του, και όχι μέσω βουβών ειδώλων.

Όλες τις απαντήσεις οι συντάκτες της κατήχησης προσπαθούν να τις θεμελιώσουν αγιογραφικώς παραθέτοντας πλήθος χωρίων που κατά τη γνώμη τους αποδείκνυαν τους ισχυρισμούς τους.

  1. Ορθόδοξες επισημάνσεις.

Ι) Η απόρριψη και αυτής της απλής ύπαρξης των Ιερών εικόνων ενώ αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των Καλβινιστών ή Αναμορφωτών, στο χώρο του Λουθηρανισμού εκείνης της εποχής εκφράστηκε από τον Α. Karlstand με το έργο του “Von Abtuhung der Bilder (1522)”. Αντιθέτως ο Λούθηρος, όπως μπορεί να συμπεράνει κάποιος από δυο κηρύγματά του σχετικά με τις εικόνες, που εκφώνησε το Μάρτιο του 1522, απέρριπτε μεν την δια των ιερών εικόνων τιμητική προσκύνηση των αγίων, θεωρούσε δε, ότι η ύπαρξη ή μη εικόνων ανήκει στα αδιάφορα.

ΙΙ) Η πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει σχετικά με τις θέσεις της Κατήχησης της Χαϊδελβέργης σχετικά με τις Ιερές εικόνες είναι ότι επαναλαμβάνει κατά τρόπο στερεότυπο, ό,τι ακριβώς αναφέρουν για το ίδιο θέμα και οι άλλες προτεσταντικές κατηχήσεις Καλβινικής απόχρωσης.

ΙΙΙ) Στο θεολογικό περιεχόμενο των απαντήσεων, και στην όλη γε­νικά προσέγγιση του Θέματος είναι εμφανής η επίδραση του θεολογικού στοχασμού και η εξάρτηση της Κατήχησης από την επιχειρηματολογία του Ιωάννου Καλβίνου σχετικά με τις Ιερές εικόνες, όπως διατυπώνον­ται στο κλασσικό δογματικό έργο του “Institutio Christianae Religionis”.

IV) Σχετικά με την αγιογραφική θεμελίωση των θεολογικών τοποθε­τήσεων της κατήχησης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα χωρία τα οποία προσάγονται προς θεμελίωση των θέσεων είναι χωρία τα οποία αναφέρονται στην λατρεία ειδωλολατρικών μορφωμάτων, στην δημιουργία ομοιωμάτων ζώων, πτηνών, στην ανθρωπόμορφη, ζωώμορφη ή και φαν­ταστική απεικόνιση διαφόρων ειδωλολατρικών θεοτήτων και στην από­δοση λατρείας σ’ αυτά. Πραγματικότητα υπαρκτή στους πέριξ του Βι­βλικού Ισραήλ λαούς, αλλά και όπου γενικά η ειδωλολατρία αποτε­λούσε έκφραση θρησκευτικότητας της μεταπτωτικής ανθρωπότητας. Δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την θεολογική βάση της τιμητικής προσκύνησης των ιερών εικόνων.

Ποια σχέση μπορεί να έχει η μεταπτωτική λατρεία των ειδώλων, που είναι λατρεία δαιμόνων (Ψαλμ. 95,5. 1 Κορ. 10,20. 2 Κορ. 6,16.1, Ιωάν. 5,21) με την φανέρωση στην ιστορία και την λατρεία του Τριαδικού Θεού, την τιμή των αγίων, και την προσκύνηση των Ιερών εικόνων; Αναμφιβόλως καμμία. Η κατήχηση της Χαϊδελβέργης εν προκειμένω, όπως και ο Ι. Καλβίνος, επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα και την ίδια τακτική των αρχαίων εικονομάχων στο θέμα αυτό. Παρουσιάζουν δη­λαδή τις απαγορεύσεις της Αγ. Γραφής και την αποστροφή του Θεού για την λατρεία των ειδώλων, ως δήθεν απαγορεύσεις εναντίον των Ιερών εικόνων.

VI) Βασικό μειονέκτημα εν προκειμένω που πρέπει να επισημανθεί είναι η ουσιαστική και ειδολογική ταύτιση ειδώλου και εικόνας που μαρτυρείται στις τοποθετήσεις της κατήχησης. Ταύτιση, βεβαίως, πεπλανημένη και αυθαίρετη που όμως αποτελεί αφετηρία εσφαλμένης προσέγγισης του όλου θέματος και λειτουργεί παραμορφωτικά για την όλη θεώρηση του ζητήματος.

VII) Από την όλη προσέγγιση του θέματος και από τον τρόπο που διατυπώνονται οι θεολογικές απαντήσεις στην κατήχηση παραγνωρίζονται οι ειδικοί ιστορικοί και θεολογικοί λόγοι των Παλαιοδιαθηκικών απαγορεύσεων, όπως η προφύλαξη των Ισραηλιτών από την ειδωλολατρία, και ο ορθός προσανατολισμός της θεογνωσίας τους στα πλαίσια της παιδαγωγίας του Νόμου, και μάλιστα εντός των πλαι­σίων προετοιμασίας του μυστηρίου της θείας Οικονομίας.

Ταυτοχρόνως αγνοούν και το σχετικό χαρακτήρα των Παλαιοδιαθηκικών απαγορεύσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ήδη στην Παλαιά Δια­θήκη ο Μωυσής θα κατασκευάσει κατ’ εντολή του Θεού δυο χρυσά Χε­ρουβίμ για το ιλαστήριον της Κιβωτού (Έξοδ. 25,17), ο Σολομών θα κα­τασκευάσει και θα κοσμήσει τον Ναό του με Χερουβίμ, (2 Παρ. 3,10. 3 Βασ. 6,29), και γλυπτές παραστάσεις λεόντων και βοών (3 Βασ. 7,16).

Οι απεικονίσεις τόσων γλυπτών αναμφιβόλως ήταν επιτρεπτή ακριβώς γιατί δε θεωρήθηκαν και δεν λατρεύτηκαν ως θεοί. Αλλά και αυτός ο προφήτης Ησαΐας μέσω εικόνων περιγράφει τον Κύριο και τους αγίους αγγέλους στη γνωστή Θεοφάνεια (Ης. 6,1-2).

VIII) Η κατά τρόπο ριζικό απόρριψη της ύπαρξης των ιερών εικό­νων επισημαίνει και την αδυναμία διάκρισης από τους συντάκτες της κατήχησης μεταξύ λατρευτικής προσκύνησης που προσφέρεται στον Τριαδικό Θεό και τιμητικής προσκύνησης που αποδίδεται στους αγίους κατά τη σαφή ετυμηγορία της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και την εκκλησιαστική πράξη δύο χιλιάδων ετών, όπως αυτή εκφράζεται μέσα στο ήθος και στη λατρεία της Εκκλησίας.

Χαρακτηριστικά εν προκειμένω αναφέρει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός: Η μεν εν πνεύματι και αληθεία λατρεία τη μακαρία Τριάδι παρά των ορθοδόξων απονενέμηται· ταις δε αγίαις εικόσιν ου λατρεία πάντως, αλλα προσκύνησις, και ασπασμός, και ημή. Ει γαρ και η ημή της εικό­νας επί το πρωτότυπον διαβαίνει, αλλ’ η λατρεία της μακαρίας εστί μό­νης Τριάδος, και ου των σεπτών εικόνων, ίνα μη κτισματολάτραι και υλολάτραι δόξωμεν”.

Αντιθέτως αυτή η αδυναμία διάκρισης που μαρτυρείται και η εξισωτική ταύτιση των δύο μορφών προσκύνησης από τους συντάκτες της κα­τήχησης θα λειτουργήσει καταλυτικά και θα οδηγήσει στα εσφαλμένα συμπεράσματα ως προς τον αποδέκτη της λατρείας ή της τιμής κατά πε­ρίπτωση, που αναφέρει η κατήχηση.

IX) Η απολύτως αρνητική τοποθέτηση στο ότι δεν πρέπει ο Θεός να εξεικονίζεται καθόλου αφήνει αναπάντητο το γεγονός στο τι πρέπει να γίνει με την εικόνα του Χριστού. Η εικόνα του Χριστού είναι μία μορ­φή, έκφραση ομολογίας του πραγματικού γεγονότος της θείας Εναν­θρώπησης του Σωτήρα.

Η κατήχηση της Χαϊδελβέργης εν προκειμένω σιωπά, το παραβλέπει παρ’ ότι είναι ζήτημα καίριας σπουδαιότητος και μεγίστης σημασίας λόγω ακριβώς και των άλλων θεολογικών παραμέτρων που προϋποθέ­τει και με τις οποίες συσχετίζεται.

Έχοντας υπ’ όψιν ο Otto Weber το σοβαρό αυτό μειονέκτημα της κατήχησης, το επισημαίνει στην 97η ερώτησή της και το σχολιάζει.

Συγκεκριμένα ο Otto Weber επιχειρεί να δικαιολογήσει την ανυ­παρξία οποιασδήποτε αναφοράς από την κατήχηση στο ζήτημα αυτό, υποστηρίζοντας ότι ούτε ο Χριστός μπορεί να εικονιστεί, γιατί η εικό­να του Χριστού κατ’ αυτόν είναι αντίθετη με την υποστατική ένωση των δυο φύσεων στην υπόσταση του Θεού Λόγου, επαναλαμβάνοντας απλώς, τα ίδια πεπλανημένα επιχειρήματα σε χριστολογικό επίπεδο των αρχαίων εικονοκλαστών.

X) Στην τελευταία μας επισήμανση θέλουμε να αναφερθούμε και στην απόρριψη του παιδαγωγικού και διδακτικού χαρακτήρα των Ιερών εικόνων, όπως κατά τρόπο κατηγορηματικό εκφράζεται στην απάντηση της 98 ερώτησης, αν θα μπορούσαν δηλαδή οι ιερές εικόνες να θεωρη­θούν βιβλία των λαϊκών.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι την ίδια κατηγορηματική απορριπτική τοποθέτηση για το ίδιο ζήτημα είχε και ο Καλβίνος. Δεν πρέπει επίσης  να ξεχνάμε, ότι ήταν επιχείρημα το οποίο είχε ως θεμέλιο μία υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι το εν λόγω επιχείρημα την εποχή εκεί­νη ήταν γνωστό όχι τόσο ως άποψη των πατέρων της Ανατολής ή ως έκφραση καθολικής εκκλησιαστικής εμπειρίας, αλλά κυρίως ήταν γνω­στό ως γνώμη του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου, καθώς όντως μαρτυρείται σε κείμενο του .

Η απόρριψη του διδακτικού και του παιδαγωγικού χαρακτήρα των ιερών εικόνων οφείλεται στην ταύτιση εικόνας και ειδώλου που κάνουν οι συντάκτες της κατήχησης, στην τεχνοτροπία και την αισθητική των Ρωμαιοκαθολικών αγαλμάτων και εικόνων που είναι ριζικώς διαφορε­τικές από την ορθόδοξη παράδοση και θεολογία, καθώς και στη γενική προτεσταντική αξιωματική αρχή του Sola Scriptura.

Περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1/10/2006

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ entaksis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου