3 Ιαν 2024

Ανοιχτή Επιστολή Διαμαρτυρίας του Συλλόγου "Η Αγία Εμμέλεια" για τη Νομιμοποίηση Γάμου Ομοφυλόφιλων

 Η παρούσα επιστολή εστάλει στους αποδέκτες της, τον υπουργό δικαιοσύνης και τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους των κομμάτων.

Ορθόδοξος Χριστιανικός Σύλλογος
Προστασίας Αγέννητου Παιδιού
«Η Αγία Εμμέλεια»

Ανοιχτή Επιστολή Διαμαρτυρίας του Συλλόγου Προστασίας του Αγέννητου παιδιού «Η Αγία Εμμέλεια»

Προς

1. Τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Γεώργιο Φλωρίδη

2. Τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνο Τασούλα

3. Τον Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας κ. Σταύρο Καλαφάτη

4. Τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ --- Προοδευτική Συμμαχία κ.  Σωκράτη  Φάμελλο

5. Την Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος ΠΑΣΟΚ κ. Ευαγγελία Λιακούλη

6. Τον Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος ΚΚΕ κ. Καταρτζή Αχιλλέα

7. Την Γραμματέα --- Προϊσταμένη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος « ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» κ. Μαρκέλλα Κουφουδάκη

8. Τον Γενικό Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ κ. Βασίλειο Βιλιάρδο

9. Τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ κ. ΧαρίτσηΑλέξναδρο (Αλέξη)

10. Τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος ΝΙΚΗ κ. Δημήτριο Νατσιό

11. Την Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου

 

ΑΘΗΝΑ 02/01/2024

Αξιότιμοι Κύριοι και Κυρίες,

Είμαστε ένας σύλλογος που αγωνίζεται για την προάσπιση του δικαιώματος στην ζωή του αγέννητου παιδιού και την με κάθε νόμιμο μέσο στήριξη της ελληνικής οικογένειας.

Από την τηλεόραση και το διαδίκτυο πληροφορηθήκαμε ότι επίκειται ψήφιση νομοσχεδίου που θα δίδει την δυνατότητα να συνάπτουν γάμο τα ομόφυλα ζευγάρια με κύριο και αποκλειστικό στόχο στην συνέχεια να αποκτήσουν τα ομόφυλα ζευγάρια το δικαίωμα να υιοθετούν παιδιά. Από το διαδίκτυο πληροφορηθήκαμε ότι ο  Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Γεώργιος Φλωρίδης είναι μάχιμος  δικηγόρος που διετέλεσε και πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Κιλκίς, ομοίως και ο πρόεδρος της Βουλής κ. Τασούλας είναι νομικός, μάχιμος δικηγόρος και όλα τα κόμματα έχετε εκλεγμένους βουλευτές που άλλοι είναι δικηγόροι, άλλοι συνταξιούχοι δικαστές και άλλοι έχουν σπουδάσει την Νομική Επιστήμη. Αυτή η παρατήρηση μας αναγκάζει  να σας μιλήσουμε και στην νομική σας γλώσσα.

         Όπως πολύ καλά γνωρίζετε ο ορισμός του γάμου, διατυπώθηκε από τον Μοδεστίνο, Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο του 3ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Χριστιανός, και σύμφωνα με τον οποίο "γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία". Αυτό τον ορισμό του γάμου αιώνες τώρα ακολουθούμε και εμείς στην Ελλάδα και πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Κατά λογική ακολουθία, η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο του υποστατού του γάμου και αξιούμενη προϋπόθεση από το νόμο. Αυτό τον ορισμό του γάμου αναγνώρισε και η ορθόδοξη  χριστιανική εκκλησία.

Επίσης γνωρίζετε πως ως «δημόσια τάξη», στην οποία υπάγονται και τα χρηστά ήθη, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα είναι όλες οι  κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή ξένων πρακτικών που μπορεί να προξενήσουν  διαταραχή στην καθημερινή ζωή και τον ρυθμό αυτό που κυριαρχεί στην χώρα και διέπεται από τις αρχές αυτές.

Επιπλέον γνωρίζετε ότι ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων στην Ελλάδα αποτελεί θεσμό πρόνοιας, με αποστολή τη βελτίωση της θέσης του υιοθετούμενου ανήλικου τέκνου που στερείται της στοργής και της φροντίδας της φυσικής του οικογένειας, μέσα στα πλαίσια της επιδιωκόμενης από την πολιτεία προστασίας της παιδικής ηλικίας. Η υιοθεσία αποβλέπει κυριαρχικά στο συμφέρον των υιοθετούμενων ανήλικων και στη δυνατότητα ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξης τους (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ανάπτυξη της ταυτότητας και του φύλου τους) μέσα σε υγιές κοινωνικό περιβάλλον, στοχεύοντας μέσω του θεσμού της υιοθεσίας στην ύπαρξη ή όχι οποιασδήποτε οικογένειας προσφέρεται να αναλάβει τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση του προς υιοθεσία τέκνου αλλά μιας οικογένειας που, εκτός των λοιπών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος, το μοντέλο της κατ` αρχήν είναι ανεκτό από τον κοινωνικό της περίγυρο, η σύνθεση των μελών της δεν αποτελεί εξαιρετική περίπτωση σε σχέση με τα καθιερωμένα και δεν προκαλεί τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις, αφού η εν λόγω διαφορετικότητα μπορεί να αποβεί σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου, καθόσον συχνά θα είναι αντικείμενο καυστικού ή επικριτικού σχολιασμού, επειδή η ελληνική κοινωνία δεν ανέχεται την ύπαρξη οικογένειας αποτελούμενης από ομόφυλους συζύγους και υιοθετηθέντα από αυτούς ανήλικα τέκνα.

Σας υπενθυμίζουμε αφενός την υπ’ αριθμόν 1428/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε ανυπόστατο τον γάμο δύο ομοφυλοφίλων καθώς  οι ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού, δεν αποδέχεται τη θέσπιση γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια, αφετέρου την  υπ’ αριθμόν 503/2020απόφαση του Εφετείου Αθηνών  που έκρινε ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη, η υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ομόφυλο ζευγάρι διότι η υιοθεσία από ομόφυλο ζευγάρι είναι αντίθετη σε κυριαρχικές κοινωνικές και ηθικές αρχές και αντιλήψεις που διέπουν  το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος και οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή, εάν πραγματοποιηθούν ή εξαγγελθούν, θα προκαλέσουν βαθιά διαταραχή στην Ελληνική έννομη τάξη.

Ερωτάστε αξιότιμοι κ. κ. Φλωρίδη, Τασούλα και λοιποί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι όλων των κομμάτων οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν μόνο για τους απλούς πολίτες και όχι για εσάς; Αντιληφθήκατε ότι αν ψηφίσετε Νόμο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων και την υιοθεσία παιδιών  από αυτούς κατ’ ουσίαν δεν σέβεστε τις Αποφάσεις του Αρείου Πάγου και των άλλων δικαστηρίων της Χώρας μας και παραβιάζετε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών; Πως αξιώνετε εμείς οι απλοί πολίτες να σεβόμαστε τις δικαστικές αποφάσεις όταν ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Ελληνικού Κοινοβουλίου και οι 300 βουλευτές δεν σέβονται τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και των άλλων δικαστηρίων; Ο λαός μας λέει Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.

Ανατρέχοντας στο  ένδοξο παρελθόν της πατρίδας μας, διαπιστώνουμε ότι ο  Πλάτων και πολλοί άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, υπήρξαν αντίθετοι στην ομοφυλοφιλία, θεωρώντας τη συμβίωση και την ένωση του άνδρα με τη γυναίκα, ως τη μόνη αποδεκτή και σύμφωνη με τη φύση, ενώ, αντίθετα, τη συζυγία των ομοφύλων, ως παρά φύση (Πλάτ. Νόμοι 636c).

Είναι επίσης γνωστός ο μύθος του Αισώπου για την ΑΙΔΩ . Όταν ο Δίας έπλασε τους ανθρώπους, έβαλε μέσα τους διάφορες αρετές και ευαισθησίες. Ύστερα είδε ότι ξέχασε την ντροπή. Αλλά δεν είχε κάποια "πόρτα" από την οποία να βάλει την ντροπή μέσα στον άνθρωπο. Τότε πρόσταξε την ντροπή (προσωποποιημένη) να μπει στον άνθρωπο από τον πρωκτό του. Η Ντροπή δεν το δεχόταν. "Όχι!" φώναζε, "δε θα περάσω από τέτοια τρύπα! Είμαι η ρίζα των αρετών και δε μου αξίζει τέτοια μεταχείριση! Ντρέπομαι! Δεν μπορώ να μπω από εκεί!". Αλλά του Δία η εντολή ήταν άκαμπτη: "πρέπει να μπεις, και μάλιστα από τον πρωκτό, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δεν κάνει να μείνουν οι άνθρωποι δίχως ντροπή. Και αν ακόμα εσύ ανέχεσαι να μείνουν οι άνθρωποι δίχως ντροπή, σε προστάζω εγώ να μπεις στους ανθρώπους, από τον πρωκτό τους!". Αναστέναξε η ντροπή, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, "εντάξει" είπε, "θα μπω, αλλά με μια συμφωνία: αν μετά από εμένα μπει από την ίδια οπή κάτι άλλο, και προπάντων αν μπει ερωτικό όργανο, εγώ θα φύγω από εκείνον τον άνθρωπο!" - "Σύμφωνοι", είπε ο Δίας. Έτσι, η ντροπή μπήκε και κατοίκησε στους ανθρώπους, αλλά όποιος άνθρωπος "σοδομίζεται" χάνει για πάντα την αίσθηση της ντροπής! Εξ’ ού και η λέξη ΚΙΝΑΙΔΟΣ.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του εν ισχύ Συντάγματος: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. H Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Από την διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας:

Α. Εάν ένας άνδρας κοιμηθεί με έναν άντρα όπως με μια γυναίκα, και οι δύο έχουν διαπράξει βδέλυγμα … (Λευιτικό κ΄ 13)

Β. Γι’ αυτό το λόγο (δηλ. για την άρνησή τους να αναγνωρίσουν, να ευχαριστήσουν και να δοξάσουν το Θεό) ο Θεός τους παρέδωσε σε επαίσχυντα πάθη. Οι γυναίκες τους αντάλλαξαν τις φυσικές σχέσεις με τις παρά φύση, και παρομοίως οι άνδρες άφησαν τις φυσικές σχέσεις με τις γυναίκες και κάηκαν με φλόγα ακράτητης επιθυμίας μεταξύ τους, διαπράττοντας άνδρας με άνδρα επαίσχυντες πράξεις και λαμβάνοντας έτσι από τον ίδιο τους τον εαυτό το μισθό που τους άξιζε για την πλάνη τους (Ρωμ. α΄ 26-27).

Γ. Μην πλανάσθε! Ούτε οι πόρνοι, ούτε οι ειδωλολάτρες, ούτε οι μοιχοί, ούτοι εκθηλυμένοι, ούτε οι αρσενοκοίτες (δηλ. σοδομίτες, αυτοί που κοιμούνται με άντρες), ούτε οι πλεονέκτες, ούτε οι κλέφτες, ούτε οι μέθυσοι, ούτε οι υβριστές, ούτε οι άρπαγες δεν πρόκειται να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Και τέτοιοι ήσασταν κάποιοι από σας. Αλλά πλυθήκατε, αλλά αγιασθήκατε, αλλά δικαιωθήκατε με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. στ΄ 9-11).

Οι ομοφυλόφιλοι συνάνθρωποί μας είναι και αυτοί Εικόνες του Τριαδικού και Μόνου Αληθινού Θεού, συναμαρτωλοί αδελφοί μας. Και για αυτούς και για εμάς ο Χριστός έχυσε το Τίμιο Αίμα Του πάνω στον Σταυρό. Ο ομοφυλόφιλος καλείται σε μια ιδιαίτερα σκληρή μάχη. Από την μια η  εχθρότητα εκείνων που περιφρονούν και γελοιοποιούν όσους φέρουν αυτό τον επίπονο και επαχθή σταυρό και από την άλλη η  αστόχαστη, αποδοχή της ομοφυλοφιλικής δραστηριότητας από τους πλανημένους συνηγόρους και εφαρμοστές της. Όπως συμβαίνει με όλους τους πειρασμούς, τα πάθη και τις αμαρτίες έτσι και ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός μπορεί να θεραπευτεί και οι ομοφυλοφιλικές πράξεις μπορούν να πάψουν. Με τον Χριστό και την συνδρομή του ορθόδοξου πνευματικού πατέρα όλα τα πράγματα είναι δυνατά.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων

Αν ισχύει ότι τελικά θα έρθει προς ψήφιση Νομοσχέδιο για τον Γάμο των Ομοφυλοφίλων και την υιοθεσία από αυτούς τέκνων με πρωτοβουλία του κ. Φλωρίδη ως Υπουργού Δικαιοσύνης και κάθε άλλου συναρμόδιου υπουργού ζητούμε:

Α. την παραίτηση του κ. Φλωρίδη διότι αφενός ως Υπουργός Δικαιοσύνης, δικηγόρος και πρώην πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου του Κιλκίς δείχνει περιφρόνηση προς την δικαστική εξουσία, ασέβεια προς τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και των λοιπών δικαστηρίων της χώρας μας και αφετέρου ενεργεί παράνομα και αντισυνταγματικά διότι ενώ ορκίστηκε πίστη στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ενώ γνωρίζει ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία προβαίνει σε ψήφιση νόμων που είναι ενάντια στους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις και ενάντια στα ήθη του ελληνικού λαού.

Β. την καταψήφιση από εσάς τους Βουλευτές μας όλων των κομμάτων αυτού του απαράδεκτου νομοσχεδίου για να μην γίνει η Ελλάδα μας ΣΟΔΟΜΑ και ΓΟΜΟΡΑ. 

Γ. Αν παρόλα αυτά ψηφιστεί ένα τέτοιο απαράδεκτο νομοσχέδιο σας δηλώνουμε ότι τα μέλη και οι φίλοι μας σε όλη την Ελλάδα δεν θέλουν να έχουν σχέση με βουλευτές που μετατρέπουν την πατρίδα μας σε ΣΟΔΟΜΑ και ΓΟΜΟΡΑ, θα απουσιάζουμε από κάθε εκδήλωσή σας διότι προσβάλλετε τα όσια και τα ιερά της πατρίδας και ειδικά αν εμφανιστείτε σε Ιερούς Ναούς σε Δοξολογίες ή σε Θεία Λειτουργία θα προβούμε σε κόσμια διαμαρτυρία εντός του Ιερού Ναού ώστε να αποχωρήσετε από αυτόν διότι δεν μπορούμε να βλέπουμε ανθρώπους που στην εκκλησία εμφανίζονται ως καλοί Χριστιανοί και στο Κοινοβούλιο ψηφίζουν ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΑ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΑ.

Συνημμένα σας αποστέλλουμε τις προειρημένες αποφάσεις δικαστηρίων, τις οποίες αντλήσαμε από την τράπεζα νομικών θεμάτων.

Με θλίψη και πόνο ψυχής για την Ελλάδα που καταστρέφεται από τους εκλεγμένους άρχοντές της

Για το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Προστασίας Αγέννητου Παιδιού «Η ΑΓΙΑ ΕΜΜΕΛΕΙΑ»

Ο Πρόεδρος
Βασίλειος Ν. Αραμπατζόγλου

 

1428/2017 ΑΠ (709994)

(Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Κύρος του πολιτικού γάμου, ο οποίος τελέσθηκε μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου (ομοφύλων) και για τον οποίο κατ’ αρχήν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος στο αρ. 1367 ΑΚ, τύπος. Υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τελέσεως γάμου μεταξύ ομόφυλων προσώπων, αφού η διαφορά φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Έλληνας Νομοθέτης. Η βούλησή του ως προς την αντιμετώπιση ανάλογης κατάστασης, του μορφώματος δηλαδή της ελεύθερης συμβίωσης, αποτυπώθηκε πρόσφατα τόσο στο ν. 3719/2008, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τα ετερόφυλα ζευγάρια, όσο και στο ν. 4356/2015, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τα ομόφυλα ζευγάρια, γεγονός το οποίο, αποτελεί την έκφραση της βούλησης της εσωτερικής έννομης τάξης, η οποία θεωρείται ότι αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού, που δεν αποδέχεται τη θέσπιση γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Απόρριψη της αίτησης για την αναίρεση της 134/2011 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.

Αριθμός 1428/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2’ Πολιτικό Τμήμα

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και ΑβροκόμηΘούα, Αρεοπαγίτες.

 ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Κ. του Κ. και 2) Δ. Τ. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χειρδάρη.

 Του αναιρεσιβλήτου: ......., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-6-2008 αναγνωριστική αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 134/2011 του Εφετείου Δωδεκανήσου.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16-6-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης ανέγνωσε την από 30-4-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις .../14-1-2015 και .../4-10-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Ν. Σ. Χ. και τις .../15-7-2015 και .../30-9-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Π. Π., τις οποίες προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, προκύπτει ότι επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο ... και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, αφενός μεν ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 11-5-2015, αφετέρου δε η από 29-9-2016 βεβαίωση του Γραμματέα του Αρείου Πάγου ότι η υπόθεση αναβλήθηκε διαδοχικά για τις δικασίμους αρχικά της 14-12-2015 και στη συνέχεια της 12-12-2016 με επισημείωση στο πινάκιο. Ο αναιρεσίβλητος ... δεν εμφανίσθηκε στην ορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας μετ’ αναβολή δικάσιμο (12-12-2016), ούτε εκπροσωπήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 573 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα προχωρήσει παρά την απουσία του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ.

 Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Περαιτέρω, ο ανυπόστατος γάμος, περί του οποίου προβλέπει το άρθρο 1372 εδ. γ’ ΑΚ, σε αντίθεση με τον άκυρο (άρθρο 1372 εδ. α’ ΑΚ), είναι ανύπαρκτος και ως τέτοιος δεν αναδίδει καμιά έννομη συνέπεια και η ανενέργειά του είναι αυτοδίκαιη, γι’ αυτό δεν απαιτείται διαπλαστική δικαστική απόφαση για την ανατροπή του. Δεν αποκλείεται, όμως, η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον για τη βεβαίωση της ανυπαρξίας του.Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 604 παρ. 1 ΚΠολΔ "Στις περιπτώσεις που ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει την αγωγή για την ακύρωση του γάμου, έχει το δικαίωμα, ακόμη και αν δεν άσκησε αυτός την αγωγή, να λάβει μέρος στη δίκη, έχοντας όλα τα δικαιώματα του διαδίκου", ενώ κατά την παρ. 2 του άρθρου 603 του ίδιου Κώδικα "Η αγωγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 (αναγνώρισης της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ή της ακύρωσης γάμου), όταν ασκείται από τον εισαγγελέα ή κάποιον που έχει συμφέρον, απευθύνεται και κατά των δύο συζύγων ......". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, λαμβανομένων υπόψη και των αρχών που ισχύουν για τις αναγνωριστικές αγωγές γενικά, συνάγεται ότι ο εισαγγελέας νομιμοποιείται να ασκήσει και την αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ως εκπρόσωπος της Πολιτείας.

 Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, που έχει εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την κύρωσή της δυνάμει του Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, "1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξηεπέμβασιςδημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την οικονομικήνευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως της ΕΣΔΑ με τον όρο "ιδιωτική ζωή" νοείται ένας ευρύς όρος, που καλύπτει, μεταξύ άλλων, πτυχές της φυσικής και κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου, συμπεριλαμβανομένου το δικαιώματος στην προσωπική ανάπτυξη και αυτονομία, στην καθιέρωση και ανάπτυξη σχέσεων με άλλα ανθρώπινα όντα και προς τον έξω κόσμο (απόφαση ΕΣΔΑ 7 - 3/2006 στην υπόθεση E. κατά ...), το απαράβατο δε αυτής (της ιδιωτικής ζωής) κάμπτεται υπέρ της δημόσιας αρχής υπό τις σωρευτικές προϋποθέσεις που θέτει η παρ. 2, δηλαδή της πρόβλεψης και επέμβασης της δημόσιας αρχής από το νόμο και της αναγκαιότητας αυτής για τη διαφύλαξη ορισμένων υπέρτερων εθνικών, οικονομικών και κοινωνικών αγαθών, όπως αυτά διαγράφονται στην παραπάνω διάταξη. Στην περίπτωση, ειδικότερα, ασκήσεως εκ μέρους του εισαγγελέα, που αποτελεί δημόσια αρχή, της αγωγής αναγνωρίσεως της ανυπαρξίας του γάμου μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου, όπως εν προκειμένω, η ενέργεια αυτή δεν αποτελεί επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των εν λόγω προσώπων, αλλά προβλεπόμενη από το νόμο (άρθρο 603 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) διαδικαστική ενέργεια του ενάγοντος εισαγγελέα, που αποτελεί μέτρο αναγκαίο για την προστασία της ηθικής, ενόψει του ενδιαφέροντος της πολιτείας για την ομαλή διαμόρφωση και λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων. Ούτε, εξάλλου, η αγωγή αυτή αποτελεί επέμβαση στην οικογενειακή ζωή των εν λόγω προσώπων, για το λόγο κυρίως ότι στην περίπτωση του "γάμου" δύο προσώπων του ιδίου φύλου το ζητούμενο είναι κατά πόσον υπάρχει μεταξύ των προσώπων αυτών "οικογένεια", η νομική έννοια της οποίας έχει ως σταθερά στοιχεία το γάμο και τη συγγένεια, έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα προστασίας της. Επομένως, το Εφετείο που απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους εφέσεως, με τους οποίους οι εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες επικαλούνταν ότι η εκ μέρους του ... άσκηση της ένδικης αγωγής με αίτημα να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία του γάμου τους συνιστούσε παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις άνω διατάξεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 603 ΚΠολΔ, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, επικαλούμενοι ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμα.

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1372 εδ. γ’ ΑΚ, γάμος που έγινε χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367 είναι ανυπόστατος. Στην περίπτωση δε τελέσεως πολιτικού γάμου οι προβλεπόμενοι από την εν λόγω διάταξη τύποι είναι: α) η σύγχρονη, απαλλαγμένη από ελαττώματα της βουλήσεως, δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν στην τέλεση του γάμου, β) η παρουσία δύο μαρτύρων ενώπιον των οποίων γίνεται δημόσια και κατά πανηγυρικό τρόπο η δήλωση και γ) η σύνταξη της οικείας ληξιαρχικής πράξεως, που αποτελεί άμεση υποχρέωση του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας (ή του νομίμου αναπληρωτή τους) του τόπου όπου τελείται ο γάμος. Στην περίπτωση όμως τελέσεως πολιτικού γάμου μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου (ομοφύλων), για τον οποίο έχουν τηρηθεί κατ’ αρχήν οι τύποι που προβλέπονται γι’ αυτόν από τη διάταξη του άρθρου 1367 ΑΚ, αναφύεται το αναγκαίο για το υποστατό του γάμου ζήτημα, ποιοι μπορεί να είναι οι "μελλόνυμφοι" που αναφέρονται στην πιο πάνω διάταξη, και συγκεκριμένα, αν μπορούν να είναι πρόσωπα που ανήκουν στο ίδιο φύλο. Εκ πρώτης όψεως είναι προφανές ότι η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως δεν προσφέρει λύση στο ζήτημα, καθώς η λέξη "μελλόνυμφοι" δεν προσδιορίζει χαρακτηριστικό φύλου. Προ αυτού του κενού είναι αναγκαία η προσφυγή στο σκοπό του νόμου και τη βούληση του νομοθέτη, όπου με τον όρο αυτό δεν νοείται φυσικά μόνο ο εθνικός νομοθέτης, δηλαδή οι κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξεως, αλλά και οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες κατά ρητή συνταγματική διάταξη (άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος) υπερισχύουν των κοινών νόμων. Με αφετηρία την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 12 αυτής, σύμφωνα με την οποία "άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσινοικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους". Όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, το δικαίωμα συνάψεως γάμου και της δημιουργίας οικογένειας αναγνωρίζεται και στα δύο φύλα, χωρίς να παρέχεται και εδώ άμεση λύση στο εάν υπονοείται ότι ο "ανήρ" και η "γυνή" μπορούν να συνάπτουν γάμο αποκλειστικά ο ένας με τον άλλο ή και μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι η διάταξη παραπέμπει στην εκάστοτε εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή η σύμβαση αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα συνάψεως γάμου και στα δύο φύλα, όμως ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις τελέσεώς του παραπέμπει στον εθνικό νομοθέτη, αφήνοντας σ’ αυτόν την πρωτοβουλία και την αρμοδιότητα να ορίσει σχετικά (πρβλ. και Ολομ. ΣτΕ 867/1988). Περαιτέρω, στο Διεθνές Σύμφωνο της Ν. Υόρκης για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, ανάλογη είναι η διάταξη του άρθρου 23, η οποία ορίζει: "1. Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους, 2. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια, 3. Κανείς γάμος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ελεύθερη και πλήρη συναίνεση των μελλοντικών συζύγων και 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων και των ευθυνών των συζύγων σε σχέση με το γάμο, κατά τον έγγαμο βίο και κατά τη λύση του γάμου". Και στην εν λόγω διάταξη δηλαδή, αφού θεσπίζεται η γενικότερη προστασία της οικογένειας και του δικαιώματος για τη σύναψη γάμου, αφενός, κατά τρόπο όμοιο με την προαναφερόμενη διάταξη της ΕΣΔΑ, δεν επιλύεται το ζήτημα του ενδεχόμενου γάμου μεταξύ ομοφύλων μελλονύμφων, αφετέρου δε ανατίθεται στα συμβαλλόμενα κράτη η αρμοδιότητα να λάβουν τα συγκεκριμένα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων των συζύγων. Επομένως, αμφότερες οι προαναφερόμενες διατάξεις, αμέσως ή εμμέσως, παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος συνάψεως γάμου. Ακριβώς για το λόγο αυτό σε όσες ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία, Σουηδία, Ισπανία κλπ) θεσπίσθηκε κατά τα τελευταία έτη ο γάμος ομόφυλων προσώπων, τούτο υπήρξε αποτέλεσμα νομοθετικής πρωτοβουλίας του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη και όχι υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ. Ευλόγως λοιπόν ο ελληνικός αστικός κώδικας δεν προσφέρει ασφαλή απάντηση στο σχετικό πρόβλημα. Τούτο είναι προφανές, δεδομένου ότι κατά το χρόνο συντάξεως του εν λόγω νομοθετήματος το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας γενικότερα είχε πολύ περισσότερο περιορισμένη διάσταση από ό,τι σήμερα, ενώ το ενδεχόμενο γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δεν είχε απασχολήσει τους συντάκτες του, ως αυτονόητα ανύπαρκτο.

 Έτσι, ως προς τον όρο "μελλόνυμφοι", αφετηρία των συγγραφέων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία του αστικού κώδικα, αποτελεί ο ορισμός του γάμου, όπως διατυπώθηκε από τον Μοδεστίνο, Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο του 3ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Χριστιανός, και σύμφωνα με τον οποίο "γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία". Κατά λογική ακολουθία, στα ερμηνευτικά συγγράμματα του αστικού κώδικα, η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο του υποστατού του γάμου και αξιούμενηπροϋπόθεση από το νόμο, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, αφού με τη μη θέσπιση του πολιτικού γάμου, ο ορισμός του γάμου στον ΑΚ ήταν περιττός, ενόψει του ότι η χριστιανική εκκλησία ενέκρινε πλήρως τον παραπάνω ορισμό του Μοδεστίνου. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων, αφού η διαφορά φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο έλληνας νομοθέτης. Εξάλλου, η βούλησή του ως προς την αντιμετώπιση ανάλογης καταστάσεως, του μορφώματος δηλαδή της ελεύθερης συμβιώσεως, αποτυπώθηκε σχετικά πρόσφατα στο ν. 3719/2008, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τα ετερόφυλα ζευγάρια, και στο ν. 4356/2015, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τα ομόφυλα ζευγάρια, γεγονός το οποίο, ανεξάρτητα από τον αντίλογο που θα μπορούσε να παραθέσει κανείς, αποτελεί την έκφραση της βουλήσεως της εσωτερικής έννομης τάξεως, η οποία θεωρείται ότι αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού, που δεν αποδέχεται τη θέσπιση γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Εξάλλου, από συνταγματική άποψη το νομοθετικό αυτό πλαίσιο (της διαφοράς φύλου ως στοιχείου για το υποστατό του γάμου) δεν κείται εκτός των ορίων των άρθρων 4 παρ. 1, για την αρχή της ισότητας, και 5 παρ. 1, για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.

 Τούτο δε γιατί η αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και τη διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, η παραβίαση δε της αρχής αυτής ελέγχεται από τα δικαστήρια. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης ή η διοίκηση, όταν θεσμοθετεί κατ’ εξουσιοδότηση, μπορεί να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμιά από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, στηριζόμενος πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως, για την οποία εκάστοτε πρόκειται. Πρέπει, όμως, κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρυθμίσεων να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 2281/1995). Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη στην προκειμένη περίπτωση τις υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες, η μη αναγνώριση της ευχέρειας τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων κρίνεται δικαιολογημένη, αφού πρόκειται για πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή δεν είναι άνδρας και γυναίκα, αλλά άτομα του ιδίου φύλου. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την προσωπική ελευθερία με την ευρεία έννοια. Ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας θα μπορούσε να καταγραφεί και η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει (με την προϋπόθεση στην τελευταία διάσταση ότι το άλλο πρόσωπο συναινεί). Η ελευθερία αυτή πάντως δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα του προσώπου να τυποποιεί νομικά τη σχέση του με άλλο πρόσωπο, κυρίως γιατί εκεί όπου ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει μια παρόμοια υποχρέωση του κοινού νομοθέτη το έπραξε ρητά (γάμος) (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος).

 Επομένως, το Εφετείο, που έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι ορθά το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, κατόπιν αναγνωριστικής αγωγής του ..., δέχθηκε με την 115/2009 απόφασή του ότι είναι ανυπόστατος ο πολιτικός γάμος που τέλεσε ο ... μεταξύ των δύο αναιρεσειόντων στις 3-6-2008, για το λόγο ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες είναι άτομα του ιδίου φύλου, και απέρριψε συνακόλουθα τους σχετικούς λόγους εφέσεως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις άνω διατάξεις των άρθρων 1367 και 1372 εδ. γ’ ΑΚ, καθώς και αυτές των άρθρων 8 και 12 της ΕΣΔΑ και 23 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Ειδικότερα, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα θεωρείται αυτονόητη η διαφορά του φύλου των μελλονύμφων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Αστικός Κώδικας αντιλαμβάνεται το γάμο μόνο μεταξύ ετεροφύλων, η δε αναφορά των διατάξεων του ΑΚ πλέον σε "συζύγους" και "μελλονύμφους", ουδόλως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έγινε για να καταδείξει ότι εφεξής "αναγνωρίζει" πολιτικό γάμο και μεταξύ ομοφύλων, αλλά η φρασεολογία αυτή υιοθετήθηκε για λόγους νομοτεχνικούς. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη ρητή αναφορά στο σχετικά πρόσφατο νομοθέτημα του ν. 3719/2008, με τον οποίο θεσπίσθηκε το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, όπου στο άρθρο 1 αυτού γίνεται χρήση ρητά της έννοιας των "ετερόφυλων". Εξάλλου, και από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ ουδόλως συνάγεται καταλυτικό επιχείρημα υπέρ της αναγνωρίσεως πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων, αφού και εκεί διακρίνονται τα δύο φύλα, ομοίως δε και στο άρθρο 23 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ. Και είναι μεν αληθές ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο, κρίνει και τάσσεται υπέρ της διευρύνσεως της έννοιας της οικογένειας και μεταξύ ομοφύλων, πλην όμως δεν έχει αποφανθεί για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματωθεί αυτή η διεύρυνση, π.χ. με ποιο νομικό μόρφωμα, όπως λ.χ. με το σύμφωνο συμβίωσης ή με άλλο τρόπο. Επομένως, υπό το κρατούν νομικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν νοείται πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφύλων, είναι δε έτερο το ζήτημα, αν υφίσταται ανάγκη σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, όπως ήδη έχουν πράξει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός για το οποίο αναπτύσσεται κατά τα τελευταία έτη και στη χώρα μας ευρεία επιστημονική και κοινωνική συζήτηση για το θέμα αυτό. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες επικαλούνται τα αντίθετα, και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο κρίνοντας με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως ανυπόστατο το μεταξύ τους πολιτικό γάμο, για το λόγο ότι είναι ομόφυλοι, παραβίασε τα άρθρα 1372 εδ. γ’ ΑΚ, 8 και 12 της ΕΣΔΑ και 23 ΔΣΑΠΔ, που έχουν υπερνομοθετική ισχύ, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος.

 Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Θέμα δικαστικής δαπάνης δεν τίθεται, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 16 Ιουνίου 2014 αίτηση των Θ. Κ. και Δ. Τ. για αναίρεση της 134/2011 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.

 Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο οικείο Δημόσιο Ταμείο.

 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαϊου 2017.

 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου 2017.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

503/2020 ΕΦ ΑΘ (ΜΟΝ) ( 790291)

(Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αναγνώριση ισχύος αλλοδαπής απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας. Σύμφωνο συμβίωσης. Υιοθεσία ανήλικου τέκνου στην αλλοδαπή. Ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων στην Ελλάδα. Δεδικασμένο. Κρίνεται ότι η αναφερόμενη στην ένδικη αίτηση αλλοδαπή απόφαση, της οποίας ζητείται η αναγνώριση της ισχύος του απορρέοντος από αυτή δεδικασμένου στην Ελληνική επικράτεια, αντίκειται στη δημόσια τάξη, διότι η υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ομόφυλο έγγαμο ζευγάρι είναι αντίθετη σε κυριαρχικές κοινωνικές και ηθικές αρχές και αντιλήψεις που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος και οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή, εάν πραγματοποιηθούν ή εξαγγελθούν, θα προκαλέσουν βαθιά διαταραχή στην Ελληνική έννομη τάξη. Ανακαλείται η μη οριστική απόφαση Δικαστηρίου τούτου με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη και απέρριψε στη συνέχεια ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη αίτηση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Δέχεται κατ` ουσίαν την έφεση. Εξαφανίζει την 424/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Απορρίπτει την αίτηση.

ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 503/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ: 9ο

Αποτελούμενο από το Δικαστή Πέτρο Κλάδο, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Μαρία Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2019 για να δικάσει την εξής υπόθεση.

 ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………………. του …….. και της …………………, μόνιμου κατοίκου ΗΠΑ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κωνσταντίνο Μπίτσιο.

 Η αιτούσα ………………………, με την από 31 Οκτωβρίου 2016 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ………./2016 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

 Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 424/2017 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση.

 Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 15 Ιανουαρίου 2018 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό …../2018.

 Μετά τη συζήτηση της εφέσεως αυτής, το Εφετείο Αθηνών, εξέδωσε την 4408/2018 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση, ανέβαλε τη συζήτηση και έταξε όσα αναφέρονται σ` αυτήν.

 Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται και πάλι για συζήτηση, με την από 15 Ιανουαρίου 2019 κλήση της καλούσας, η οποία κατατέθηκε με αριθμό …../2019 εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Μπίτσιος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα επαναλαμβάνεται, με την από 15-1-2019 (αρ. πρωτ. προσδ. …./15-1-2019) κλήση της εκκαλούσας- αιτούσας, η συζήτηση της από 15-1-2018 (αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. …./17-1-2018) εφέσεώς της κατά της 424/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της από 31-10-2016 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../1-11-2016) αιτήσεώς της, μετά την έκδοση της …../2018 μη οριστικής αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, στη συνέχεια διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο, προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση να προσκομισθεί με την επιμέλεια της αιτούσας «βεβαίωση ή πιστοποιητικό από το Οικογενειακό Δικαστήριο της Πολιτείας του Ντελαγουέρ (Delaware) της Κομητείας του Νιου Καστλ (NewCastle) των Η.Π.Α. από το οποίο να προκύπτει ότι η από 30 Αυγούστου 2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου περί υιοθεσίας, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου».

 Από τις διατάξεις των άρθρων 323 αριθ. 25, 780 και 905 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: (1) Αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοσθεί κατά το ελληνικό δίκαιο που εκδόθηκε από το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και (2) Αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς την δημόσια τάξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής: (α) Οι αλλοδαπές αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, ισχύουν στην ημεδαπή αυτομάτως (β) Με την αναγνώρισή της η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην ημεδαπή την ισχύ που της προσδίδεται στο κράτος προέλευσης, με τον όρο δε «ισχύς» νοείται η τυπική ισχύς της αλλοδαπής απόφασης και όχι τα ουσιαστικά της αποτελέσματα, τα οποία καθορίζονται αυτοτελώς κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (γ) Ο χαρακτήρας αλλοδαπής απόφασης ή δικαιοδοτικής πράξης ως απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας κρίνεται, ανεξάρτητα από την ειδικότερη ονομασία που φέρει, κατά την lexfori και κατά συνέπεια η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ακόμη και αν η απόφαση εκδόθηκε στην αλλοδαπή κατά την διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, εφόσον παρουσιάζει ομοιότητα ή και απλώς λειτουργική αντιστοιχία με μία από τις αναγνωριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (δ) αν και η αλλοδαπή απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας εκδηλώνει την ισχύ της στην ημεδαπή αυτόματα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρ. 780, η αναγνώριση μπορεί να πραγματοποιηθεί με ανάλογη εφαρμογή του αρ. 905 παρ. 4,- παρότι η διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο αυτό αναφέρεται σε αποφάσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας που αφορούν την προσωπική κατάσταση, και ως σκοπό είχε την υποκατάσταση (για λόγους αποφυγής περισσοτέρων εξόδων και ταχύτητας) της αναγνωριστικής αγωγής, που μπορεί να εγερθεί, κατ` άρ. 70 Κ.Πολ.Δ., - σε περιπτώσεις υπό τους όρους όμως του αρ. 780 Κ.Πολ.Δ. (3) Για την αναγνώριση της ισχύος αλλοδαπής απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας, απαιτείται: (α) να εφαρμόσθηκε από το αλλοδαπό δικαστήριο ως προς την ουσία της διαφοράς το ουσιαστικό δίκαιο εκείνης της χώρας που κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο έπρεπε να εφαρμοσθεί (β) να εκδόθηκε από δικαστήριο που είχε διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τους κανόνες δικονομικού διεθνούς δικαίου της χώρας εκείνης, της οποίας οι ουσιαστικού δικαίου κανόνες έπρεπε να εφαρμοσθούν κατά το ελληνικό διεθνές δίκαιο σύμφωνα με την προηγούμενη προϋπόθεση, ενόψει δε του ειδικότερου αυτού προσδιορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας στις αλλοδαπές αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δεν εφαρμόζεται το αρ. 323 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ. (γ) να μην αντίκειται η αλλοδαπή απόφαση στην δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, όπως οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται στις διατάξεις των αρ. 323 αριθ. 5, 903 αριθ. 6 και 905 αριθ. 2, 3 Κ.Πολ.Δ. (για τα παραπάνω βλ. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ. Κ.Πολ.Δ. στο αρ. 780 αρ. 2, και 7- 11 σελ. 1 538 επ., Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμ. Κ.Πολ.Δ., στο άρ. 780, αριθ. 2-8, σελ. 328 επ. Β, Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Κ.Πολ.Δ. στο αρ. 780, αριθ. 1,4,5-8, σελ. 492 επ. και στο αρ. 905, αριθ. 69- 72, σελ. 106 επ. Εφ. Πειρ. 1111/1989 ΝοΒ 1990. 662, ΕφΔωδ. 42/2002, Εφ. Πειρ. (Μον/λές) 353/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα η «δημόσια τάξη», στην οποία υπάγονται και τα χρηστά ήθη, λαμβάνεται με την έννοια του αρ. 33 Α.Κ. και αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στην χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή και τίτλων αλλοδαπού δικαίου που μπορεί να προξενήσει διαταραχή στον ρυθμό αυτόπου κυριαρχεί στην χώρα και διέπεται από τις αρχές αυτές. Εξάλλου οι διατάξεις που εκφράζουν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το βιοτικό ρυθμό της χώρας είναι και η έκφραση της με την ως άνω έννοια διεθνούς δημόσιας τάξης, γι` αυτό και η προς αυτές αντίθεση αλλοδαπού δικαίου δεν συγχωρεί την εφαρμογή του τελευταίου, η οποία θα έχει ως συνέπεια την μερική ή ολική διαταραχή της πολιτειακής έννομης τάξης (Ολ. Α.Π. 17/2008, Ολ. Α.Π 6/1990 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 88/1991 Νο.Β 40. 545, Εφ. Θεσ. 451/2000 Αρμ. 54. 829, Εφ. Δωδ. 42/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του (ή η αίτησή του, για την ταυτότητα του νομικού λόγου) απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή (ή η αίτησή του) είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή (ή η αίτηση) ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (αρθρ. 68, 536 ΚΠολΔ - Α.Π. 356/2013, ΑΠ 1951/2007, Α.Π. 1493/2007 Τ.Ν. Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 457/1989 Δ 21, 180, Ε.Α. 1531/2011 Δ.Ε.Ε. 2011, 936, Ε.Α. 3289/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ. Θεσ. 162/2013 Ελλ. Δνη 2013,              168, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, παρ. 864 και 879-901, σελ. 346 επ.). Με την από 31-10-2016 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../1-1 1-2016) αίτηση που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αιτούσα, ελληνικής καταγωγής και μόνιμος κάτοικος Νέας Υόρκης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ισχυρίσθηκε ότι αφού αρχικά κατάρτισε στις 8-7- 2009 σύμφωνο συμβίωσης στην ως άνω πόλη με την …………….. (…….) …… (………) του ………………… (………) και της ……… (……………), ακολούθως, τέλεσε και γάμο μετά της τελευταίας στην ίδια πόλη (Νέα Υόρκη Η.Π.Α.) στις 22-1 1-2013. Ότι κατόπιν της αναφερομένης στην ένδικη αίτηση αιτήσεως των δύο συζύγων, εκδόθηκε η με ημερομηνία εκδόσεως 30 Αυγούστου 2015 τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου της Πολιτείας του Ντιλαγουέρ (Delaware), με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο τους ένα θήλυ νήπιο το οποίο γεννήθηκε στις 18-12-2014 στην πόλη Ντόβερ (Dover) της ίδιας Πολιτείας και φέρει έκτοτε το ονοματεπώνυμο …………………………. (ήτοι τα επώνυμα των δύο υιοθετουσών συζύγων). Ισχυριζόμενη δε επί πλέον, ότι στις 22-7-2006 συνήψε και σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα με την ως άνω ………… (………………) …… (………), και ότι η ίδια διατηρεί στην Ελλάδα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων τα οποία επιθυμεί μελλοντικά να μεταβιβάσει στην ως άνω υιοθετημένη ανήλικη, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου έχει αποκτήσει και στην ελληνική επικράτεια ισχύ δεδικασμένου. Με το πιο πάνω περιεχόμενο η ως άνω αίτηση είναι μη νόμιμη και απορριπτέα διότι η ανάπτυξη των εννόμων συνεπειών της ως άνω αλλοδαπής αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ζευγάρι ομόφυλων συζύγων πληροί την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας αρνητική για την ανάπτυξη της ισχύος της κατ` άρ. 780 Α.Κ αλλά και της αναγνωρίσεως του απορρέοντος από αυτήν δεδικασμένου (κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 905 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ) προϋπόθεση της αντιθέσεώς της στη δημόσια τάξη. Ειδικότερα, με δεδομένα α) ότι στην ελληνική έννομη τάξη η ταυτόχρονη υιοθεσία ανήλικου από περισσότερους επιτρέπεται μόνον όταν γίνεται από συζύγους (αρ. 1545 Α.Κ), ως τέτοιοι δε νοούνται υπό το καθεστώς του ισχύοντος Αστικού Κώδικα μόνον πρόσωπα διαφορετικού φύλου (Α.Π 1428/2017 Τ.Ν. Π. ΝΟΜΟΣ), β) ότι η ως άνω αλλοδαπή απόφαση με την οποία διαπλάστηκε η έννομη σχέση της υιοθεσίας αναπτύσσει την ισχύ την οποία αναγνώρισε σ` αυτή το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε και συνακόλουθα τις έννομες συνέπειες της, στο σύνολό της ως υιοθεσία από τις ανώτερα» συζύγους (αιτούσα και ………….) και όχι μόνον για την αιτούσα, όπως εμμέσως πλήν σαφώς ισχυρίζεται αυτή, γ) ότι ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων στην Ελλάδα αποτελεί θεσμό πρόνοιας, με αποστολή τη βελτίωση της θέσης του υιοθετούμενου ανήλικου τέκνου που στερείται της στοργής και της φροντίδας της φυσικής του οικογένειας, μέσα στα πλαίσια της επιδιωκόμενης από την πολιτεία προστασίας της παιδικής ηλικίας (Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, Οικογ. Δικ. Τομ. Β` σελ. 273 επ.), στην οποία (βελτίωση της θέσης του υιοθετούμενου ανήλικου) κατατείνει και το σύνολο του υφισταμένου- σχετικού με τις προϋποθέσεις τελέσεώς της- νομικού πλαισίου και δ) ότι το τελευταίο καθιερώνοντας - ανακυκλώνοντας, κυρίως με τις διατάξεις των άρθρων 1542 επ. Α.Κ., βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις που διέπουν σήμερα τη ζωή στην ελληνική κοινωνία, αποβλέπει κυριαρχικά στο συμφέρον των υιοθετούμενων ανήλικων και στη δυνατότητα ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξης τους (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ανάπτυξη της ταυτότητας και του φύλου τους) μέσα σε υγιές κοινωνικό περιβάλλον, στοχεύοντας μέσω του θεσμού της υιοθεσίας στην ύπαρξη ή όχι οποιασδήποτε οικογένειας προσφέρεται να αναλάβει τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση του προς υιοθεσία τέκνου αλλά μιας οικογένειας που, εκτός των λοιπών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος, το μοντέλο της κατ` αρχήν είναι ανεκτό από τον κοινωνικό της περίγυρο, η σύνθεση των μελών της δεν αποτελεί εξαιρετική περίπτωση σε σχέση με τα καθιερωμένα και δεν προκαλεί τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις, αφού η εν λόγω διαφορετικότητα μπορεί να αποβεί σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου, καθόσον συχνά θα είναι αντικείμενο καυστικού ή επικριτικού σχολιασμού, επειδή στην παρούσα χωροχρονική συγκυρία η ελληνική κοινωνία δεν είναι προετοιμασμένη, με βάση και το ισχύον νομικό πλαίσιο που τη διέπει, να ανεχθεί και διαχειριστεί την ύπαρξη οικογένειας αποτελούμενης από ομόφυλους συζύγους και υιοθετηθέντα από αυτούς ανήλικα τέκνα, κρίνεται ότι η αναφερόμενη στην ένδικη αίτηση αλλοδαπή απόφαση, της οποίας ζητείται η αναγνώριση της ισχύος του απορρέοντος από αυτή δεδικασμένου στην Ελληνική επικράτεια, αντίκειται στη δημόσια τάξη, διότι η υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ομόφυλο έγγαμο ζευγάρι γυναικών, την οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, η ως άνω απόφαση επέτρεψε, είναι αντίθετη σε κυριαρχικές κοινωνικές και ηθικές αρχές και αντιλήψεις που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος και οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή, εάν πραγματοποιηθούν ή εξαγγελθούν, θα προκαλέσουν βαθιά διαταραχή στην Ελληνική έννομη τάξη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη και απέρριψε στη συνέχεια ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη αίτηση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη, πρέπει, αφού ανακληθεί η …../2018 μη οριστική απόφαση Δικαστηρίου τούτου, (με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως στα πλαίσια ουσιαστικής διερευνήσεως της υποθέσεως), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κατά παραδοχή της ένδικης εφέσεως και των συναφών λόγων της με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη για την κατ` ουσίαν απόρριψη της ένδικης αιτήσεως και ακολούθους, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί η ένδικη αίτηση, να απορριφθεί αυτή ως μη νόμιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Ανακαλεί την …../2018 μη οριστική απόφαση του

 Δικαστηρίου τούτου.

 Δέχεται κατ` ουσίαν την από 15-1-2018 (αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. …./17-1-2018) έφεση.

 Εξαφανίζει την 424/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 31-10- 2016 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../1-1 1-2016) αιτήσεως.

 Απορρίπτει την από 31-10-2016 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. …./1-11-2016) αίτηση.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2020, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.-

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η Επιστολή σε PDF

agiaemelia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου