Θρίαμβοι καί Θρίαμβος
Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος - Θεολόγος
Ἐκεῖνος πού ἔχει τόν οὐρανό θρόνο καί τή γῆ ὑποπόδιο, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Λόγος, ὁ αἰώνιος Δεσπότης τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ταπεινώνεται καί εἰσέρχεται στά Ἰεροσόλυμα ἐπάνω σ' ἕνα πουλαράκι λίγο πρίν τό Πάσχα.
Οἱ ρωμαῖοι ἄρχοντες, ὅταν τελείωνε ὁ πόλεμος
καί νικοῦσαν τούς ἀντιπάλους τους, ἐπέστρεφαν δοξασμένοι, μπαίνοντας στήν πόλη
μέ χρυσές ἅμαξες. Στήν ἀρχή τῆς πομπῆς τοποθετοῦνταν οἱ αἰχμάλωτοι ἡγέτες,
σύμμαχοι καί στρατιῶτες -μερικές φορές καί οἱ οἰκογένειές τους-, περπατοῦσαν συνήθως
ἁλυσοδεμένοι, ἐνῶ κάποιοι ἀπό αὐτούς προορίζονταν γιά ἐκτέλεση. Τά κατασχεμένα
τους ὅπλα, χρυσός, ἄργυρος, ἀγάλματα, περίεργοι ἤ ἐξωτικοί θησαυροί μεταφέρονταν
μέ ἅμαξες πίσω τους, μαζί μέ πίνακες πού ἀπεικόνιζαν σημαντικά ἐπεισόδια τοῦ
πολέμου. Στή συνέχεια ἔρχονταν στή σειρά
μέ τά πόδια οἱ συγκλητικοί καί οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς Ρώμης, μέ τίς ἐρυθρές
πολεμικές τους ἐνδυμασίες, στεφανωμένοι μέ δάφνες καί μετά ὁ νικητής στρατηγός
στό ἅρμα του μέ τά τέσσερα ἄλογα ἤ κάποτε λιοντάρια καί ἐλέφαντες. Οἱ ἄοπλοι στρατιῶτες του ἀκολουθοῦσαν
μέ δάφνινα στεφάνια, φωνάζοντας «ἐγώ θριαμβεύω!» καί τραγουδώντας ὕμνους. Ὅλα αὐτά γίνονταν μέ τή
συνοδεία μουσικῆς, θυμιάματος καί ρίψης λουλουδιῶν. Αὐτή τήν πομπή τήν ὀνόμαζαν «θρίαμβο».
Θρίαμβο -πολύ
ἀλλιώτικο ὅμως- ἔκανε κι ὁ Χριστός, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης κατά τήν εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα.
Θριαμβευτική καί μεγαλόπρεπη ἡ εἴσοδός του! Πλήθη ἀναρίθμητα συγκεντρώθηκαν,
γιά νά ζητωκραυγάσουν τόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἦταν τέτοια ἡ ὑποδοχή
ὥστε, «εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις» (Μθ 21, 10). Ὁ
Κύριός μας, ὅμως, πού ὅλα τά ἄλλαξε καί τά ἔκανε «καινά», ἔκανε καί τόν θρίαμβό του καινό. Ὁ ρωμαῖος ὕπατος καθόταν ἐπάνω
σέ θρόνο καί σέ χρυσοστόλιστη ἅμαξα, ἐνῶ ὁ Χριστός ἐπάνω σ' ἕνα πουλάρι, πού εἶναι
τό πιό ταπεινό καί καταφρονεμένο ἀνάμεσα στά ζῶα. Ὁ ἴδιος ταπεινός, πρᾶος, ἥσυχος,
φτωχοντυμένος, σύμφωνα μέ τήν προφητεία
τοῦ Ζαχαρία «Εἴπατε τῇ θυγατρί Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πρᾶος καί ἐπιβεβηκώς
ἐπί ὄνον καί πῶλον, υἱόν ὑποζυγίου» (Μθ 21,5. Πρβλ. Ζά 9,9-10), δέν κρατάει στό
χέρι του σκῆπτρο, ἀλλά μέ αὐτό εὐλογεῖ τόν κόσμο. Νικητής ἀπό τόν πόλεμο ἔρχεται,
ἀφοῦ προηγουμένως πάλεψε μέ τόν θάνατο
καί τόν νίκησε, ἀνασταίνοντας τόν φίλο του Λάζαρο. Δέν συνοδεύεται, ὅμως, ἀπό ὑπασπιστές
καί δορυφόρους, ἀλλά ἀπό ἄκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σάν καί κεῖνον.
Σημαία του ἡ ἄκρα ταπείνωση, ἡ ἀπόλυτη πτωχεία καί ἡ ἀπέριττη ἁπλότητα.
Σάλπιγγες καί τύμπανα δέν διαλαλοῦσαν τή δόξα του, ἀθῶα, ὅμως, παιδιά καί νήπια
κραύγαζαν «Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»· στρώνανε κάτω κλαδιά
δέντρων καί ροῦχα, γιά νά πατήσει τό γαϊδούρι πού μετέφερε τόν Χριστό. «Ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος
ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» δέν χρησιμοποίησε χρυσῆ ἅμαξα οὔτε ὑπερήφανο ἄλογο ἀλλά ἕνα
ταπεινό γαϊδουράκι.
Ποιός δέν
δακρύζει, ὅταν συλλογίζεται αὐτό τό μυστήριο! Πόσοι ὅμως μποροῦμε νά νιώσουμε
τήν ἐλευθερία πού μᾶς χάρισε ὁ Ἐλευθερωτής
Χριστός καί νά ἀκολουθήσουμε τό πουλάρι κι ὄχι τά ἀφρισμένα ἄλογα, πού χλιμιντρίζοντας ἔμπαιναν τότε στή Ρώμη μέ τά πολλά εἴδωλα, γιά νά εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν βασιλιά τῆς εἰρήνης στήν
Ἀνω Ἰρουσαλήμ;
Ἡ χαρά τῶν
Ἰουδαίων ἦταν ἀσυγκράτητη. Τί σημαίνει τό μεγάλο πλῆθος, οἱ κλάδοι τῶν
φοινίκων, ἡ θυελλώδης βασιλική ὑποδοχή, ἡ θριαμβευτική χαρά; Τόν θρίαμβο αὐτό
τόν μνημονεύουμε κάθε χρόνο μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς χαρά, σάν νά βρισκόμαστε κι ἐμεῖς στά Ἰεροσόλυμα, περιμένοντας,
χαιρετίζοντας, ὑμνώντας καί ἐπαναλαμβάνοντας τίς ἴδιες ἐπευφημίες, τά ἴδια «ὡσαννά».
Αὐτό σημαίνει πώς ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, πώς βασιλεύει, πώς ὁ λαός τόν ἀναγνωρίζει
ὡς βασιλιά! Μίλησε μάλιστα γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τή μέλλουσα
βασιλεία Του. Κατά τή θριαμβευτική εἴσοδο στά Ἰεροσόλυμα, ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό
Πάσχα, ἀποκαλύπτει τό ἐπίγειο βασίλειό Του, τό ἀνοίγει, προσκαλώντας ὅλους ἐμᾶς,
νά γίνουμε πολῖτες αὐτοῦ τοῦ Βασιλείου, ὑπήκοοι ἑνός ταπεινοῦ Βασιλιᾶ, χωρίς ἐπίγεια
ἐξουσία καί δύναμη, ἀλλά μέ παντοδύναμη καί παντοκρατορική ἀγάπη.
Ζοῦμε σ'
ἕνα κόσμο, κάτω ἀπό κυβερνήσεις καί ἡγέτες πού ἔχουν ἀπαρνηθεῖ τόν Θεό -καί ἐν
πολλοῖς καί τόν λαό- καί ἀσχολοῦνται μόνο μέ τόν ἑαυτό τους, καί τίς ἑταιρεῖες
τους, κρατώντας ζηλότυπα τήν ἐξουσία, τή δύναμη καί τίς ἀμφισβητούμενες νῖκες
καί ἐπιτυχίες τους. Σ' αὐτόν τόν κόσμο ποῦ νά βρεθεῖ τόπος γιά τήν ἀγάπη, τό φῶς
καί τή χαρά τοῦ Θεοῦ; Αὐτή ὅμως τή μοναδική μέρα, τήν Κυριακή τῶν Βαϊων, καθώς
βρισκόμαστε σέ κοσμοπλημμυρισμένες ἐκκλησίες, μέ τά κλαδιἀ τῶν φοινίκων στά
χέρια καί τή βροντή τοῦ βασιλικοῦ «ὡσαννά» στά χείλη μας, ἐπιβεβαιώνουμε στόν ἑαυτό
μας καί στόν κόσμο: Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ζῆ. Ἡ βασιλεία πού ἔλαμψε τόσο
λαμπρά ἐκείνη τήν ἡμέρα στά Ἱεροσόλυμα δέν πέθανε, δέν ἐξαφανίστηκε ἀπό τό
πρόσωπο τῆς γῆς, παρά τίς λυσσαλέες ἐπιθέσεις πού δέχθηκε καί δέχεται.
Γι’ αὐτό ὁμολογοῦμε
μέ τά χείλη μας καί τήν καρδιά μας: Κύριε, εἶσαι ὁ μόνος μας Βασιλιάς. Πιστεύουμε ἀκράδαντα πώς ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης
Σου θά νικήσει τήν ἁμαρτία, τό κακό καί τόν θάνατο, ἔστω κι ἄν οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς
κατευθύνουν κάθε ἐλπίδα στή δύναμη καί τή βία. Ὄχι, ἡ βασιλεία τῆς βίας, τοῦ
κακοῦ καί τοῦ ψεύδους δέ θά κυριαρχήσει. Θά καταρρεύσει, ὅπως κάθε πρώην
τύραννος, πού θέλησε νά σέ έξαφανίσει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ρωμαῖοι στρατηγοί πού ἔκαναν
τούς θριάμβους καί τούς ὁποίους κανείς σχεδόν δέν τούς θυμᾶται. Ἀλλά τό
Βασίλειό Σου, Κύριε, θά παραμείνει· «οὐκ ἔσται τέλος» αὐτοῦ. Σέ θερμοπαρακαλοῦμε,
ἔλα, Κύριε, μέ τήν ἀγάπη Σου νά σκουπίσεις
τά δάκρυα ἀπό τά μάτια μας· ἔλα, γλυκιέ μας Ἔσταυρωμένε, νά διαλύσεις μέ
τή χαρά Σου κάθε λύπη πού ἐμφωλεύει μέσα μας, καί νά πληρώσεις μέ τό φῶς τῆς ἀνάστασης
τόν κόσμο πού Ἐσύ δημιούργησες, γιά νά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά ψάλουμε μαζί μέ
τόν ὑμνωδό τό ἐξαίσιο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων: «Τήν κοινήν ἀνάστασιν
πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός. Ὅθεν
καί ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τά τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοί τῷ νικητῇ τοῦ
θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι
Κυρίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου