23 Δεκ 2022

Ἡ ἔννοια τοῦ «πρωτείου» ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας

 

Ἡ ἔννοια τοῦ «πρωτείου» ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας

Τοῦ  π. Παύλου Γερμίλοφ, Δρ. Ἱστορίας, ὑφηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου «Ὁ Ἅγιος Τύχων»

Τὸ θέμα τοῦ «πρωτείου» στὴν Ἐκκλησία προσελκύει πρὸ πολλοῦ αὐξημένο ἐνδιαφέρον, ποὺ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῶν ἀκαδημαϊκῶν συζητήσεων.

Σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι γνῶστες τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας, μπορεῖ νὰ γεννηθοῦν δικαιολογημένες ἀπορίες. Πῶς συν­έβη καὶ μία ἔννοια, ἡ ὁποία ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες παρέμεινε ἀντικείμενο ὀξείας διομολογιακῆς πολεμικῆς, ξαφνικὰ κατέστη πέτρα τοῦ σκανδάλου γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς;

Ποῦ νὰ ἀναζητήσουμε τὶς ρίζες τῶν σημερινῶν ἀντιθέσεων: στὰ ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ πειθαρχίας ἢ στὸ πεδίο τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεως;

Ὁλοένα καὶ συχνότερα ἀπὸ τὰ χείλη ἱεραρχῶν καὶ θεολόγων, οἱ ὁποῖοι συζητοῦν τὸ πρόβλημα τοῦ «πρωτείου» ἀκούγεται ἡ ἀσυνήθης καὶ ἀνησυχητικὴ λέξη «αἵρεση».

Παρὰ τὶς σημαντικὲς ἀποκλίσεις στὶς ἐπίσημες θέσεις τῶν διαφόρων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μονομερῶς προέβη σὲ σειρὰ μὴ κανονικῶν ἐνεργειῶν, στὴ βάση τῶν ὁποίων τέθηκε ἡ ἐπιμελῶς κατασκευασθεῖσα θεωρία περὶ τοῦ δῆθεν ἰδιαίτερου ρόλου καὶ τῶν ἐξαιρετικῶν δικαιωμάτων τοῦ πρώτου θρόνου.

Εἶναι προφανὲς ὅτι κινητήριος δύναμη γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς χονδροειδεῖς ἐνέργειες ἦταν ἡ μάχη γιὰ τὴν ἐξουσία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὑλοποιήθηκαν αὐτὲς στὸ ὄνομα τοῦ «πρωτείου» ὑπὸ τὴν ἐξουσιαστικὴ ἔννοιά του.

Κατὰ τὴν ἐπεξεργασία τῆς θεωρίας τοῦ «πρωτείου», ἡ ὁποία εἶχε σκοπὸ νὰ δικαιολογήσει αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, ἀπὸ μία τιμητικὴ ἔννοια ὄχι πλήρους σαφήνειας ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, μετατράπηκε σὲ δικαίωμα ἐπιβολῆς, μονοπρόσωπης διοίκησης καὶ συγκεντρωτικῆς κυριαρχίας.

Εἶναι δύσκολο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ προσέγγιση τοῦ «πρωτείου» θὰ μποροῦσε νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν παραδοσιακὴ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.

Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ἔχει ἐπανειλημμένως ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ σὲ αὐτὴ τὴν ἀναντιστοιχία.

Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2019 στὸ πλαίσιο τῆς συναντήσεως μὲ ἀντιπροσωπίες τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὁ Πατριάρχης ἀναφέρθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ δοθεῖ ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση «τί σημαίνει τὸ πρωτεῖο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;».

Πέρυσι στὸ συνέδριο, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὸ πρόβλημα τοῦ πρωτείου καὶ τῆς συνοδικότητας, ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἄλλη μία φορά τόνισε «τὴν ἀνάγκη νὰ ἀντιπαραβληθεῖ ἐκείνη ἡ κατανόηση τοῦ πρωτείου καὶ τῆς συνοδικότητας, ποὺ σήμερα διατυπώνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴν ἀνέκαθεν κατανόηση, ποὺ εἶναι κατοχυρωμένη στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».

Ἀνταποκρινόμενοι στὸ αἴτημα ποὺ προέκυψε στὸ πανεπιστήμιό μας ἐντάθηκε ἡ προσπάθεια ἐπιστημονικῆς μελέτης τοῦ θέματος τοῦ «πρωτείου» καὶ θὰ ἐπιχειρήσω σύντομα νὰ ἀναφερθῶ στὰ βασικά της ἀποτελέσματα.

Κατὰ τὴ μελέτη τοῦ ζητήματος περὶ «πρωτείου» εἴχαμε ὡς ἀφετηρία τέσσερις σκέψεις.

Ἡ πρώτη συνίσταται στὸ ὅτι τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἐμπεριέχουν οὔτε κάποια διδασκαλία περὶ «πρωτείου», ἀλλὰ οὔτε καὶ ὑποδείξεις γιὰ τὴν ἀναγκαιότητά του ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐὰν δὲν ἦταν ἔτσι τὰ ἐρωτήματα, γιατί χρειαζόμαστε τὸ «πρωτεῖο» καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ διδασκαλία, σὲ ποιὸν ἀνήκει καὶ σὲ τί συνίσταται, δὲν θὰ ἦταν ἀντικείμενα ἐρίδων καὶ διαφωνιῶν, ἀλλὰ θὰ ἐπιλύονταν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ δοθέντος στὴν Ἐκκλησία δι’ Ἀποκαλύψεως θελήματος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ δεύτερη σκέψη ἀφορᾶ τὴν ἔλλειψη τῆς ἔννοιας τοῦ «πρωτείου» ἀπὸ τὸ συνολικὸ σῶμα τῶν ἱεροκανονικῶν κειμένων: ἡ ἴδια ἡ λέξη αὐτὴ οὔτε μία φορά δὲν ἀπαντᾶ­ται στοὺς κανόνες τῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι οἱ κανονικὲς ἀρχὲς διαμορφώνονταν, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν ἐνδεχόμενες ἐπίμαχες καταστάσεις, ἡ ἔλλειψη ἱερῶν κανόνων γιὰ τὴ ρύθμιση ἑνὸς τόσο σπουδαίου ζητήματος ὅπως ἡ λειτουργία τοῦ θεσμοῦ τοῦ «πρωτείου» δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τυχαία.

Ἡ τρίτη ἀφετηριακὴ θέση καταγράφει τὴ συνεπῆ κριτικὴ αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς ἰδέας τοῦ «πρωτείου» καὶ ὁποιωνδήποτε ἐπιδιώξεων αὐτοῦ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἁγιοπατερικὴ γραμματεία.

Τέλος, ἡ τελευταία σκέψη λαμβάνει ὑπόψη τὴν πλήρη ἔλλειψη διαμαχῶν γιὰ τὸ «πρωτεῖο» στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας. Σὲ ὅλες τὶς γνωστὲς συγκρούσεις οἱ διαφωνίες μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων προέκυπταν ὄχι γιὰ τὸ «πρωτεῖο», ἀλλὰ γιὰ τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καὶ δικαιοδοσίας.

Τὸ κυριότερο εἶναι ὅτι τέτοιες συγκρούσεις δὲν προκλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλὰ τῆς πολιτικῆς καταστάσεως στὴν περιοχὴ συνεπείᾳ τῶν ἀποφάσεων τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας ἢ τῆς ἐπενέργειας ἄλλων ἐξωτερικῶν παραγόντων.

Οἱ πολιτικὲς μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν καὶ τὸν πλέον ἐκτεταμένο ἀνταγωνισμὸ μεταξὺ τῶν προκαθημένων τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος διεξαγόταν ὄχι γιὰ τὸ «πρωτεῖο», διότι τὸ τιμητικὸ «πρωτεῖο» τῆς πόλεως τῆς Ρώμης καὶ τοῦ προκαθημένου αὐτῆς οὐδείς ἀμφισβητοῦσε ἐπὶ μακρὸ διάστημα.

Ἡ μάχη διεξαγόταν κατὰ τῶν παπικῶν ἀξιώσεων ἀποκλειστικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἔθετε τὴν Ἐκκλησία τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας σὲ ὑποδεέστερη θέση.

Οἱ ὡς ἄνω ἀφετηριακὲς θέσεις μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ μία σειρὰ λόγους.

Πρῶτον: ἡ θέση καὶ μόνο τοῦ ζητήματος περὶ «πρωτείου» θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀμφισβητήσιμη ἀπὸ ἀπόψεως χριστιανικῆς ἠθικῆς. Δεύτερον: τὸ πρόβλημα τοῦ «πρωτείου» μᾶλλον ἐπιβλήθηκε ἔξωθεν στὴν Ἐκκλησία.

Καὶ τέλος, τρίτον: μὲ παρόμοιους ἐξωτερικοὺς παράγοντες θὰ ἔπρεπε νὰ προσδιορισθοῦν τὰ κριτήρια κατοχῆς τοῦ «πρωτείου», καθὼς καὶ τὸ περιεχόμενο καὶ οἱ λειτουργίες αὐτοῦ τοῦ καθεστῶτος.

Οἱ ἐν λόγῳ ὑποθέσεις ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεως ἑνὸς ἀνεπτυγμένου θεσμοῦ «πρωτείων» ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπὶ μακρὸν δὲν ἐλήφθη ὑπόψη ὅτι οἱ θεσμοὶ τοῦ «πρωτείου», οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων προηγοῦντο χρονολογικὰ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ χριστιανισμοῦ, διαπερνοῦσαν ὅλη τὴν ἀρχαία κοινωνία.

Ἰδιαίτερη διάδοση ἔλαβε τὸ σύστημα τοὺ «πρωτείου» κατὰ τοὺς πρώτους μ.Χ. αἰῶνες, τὴν ἐποχὴ ποὺ συγκροτεῖτο ἡ ἐκκλησιαστικὴ διάρθρωση.

Ἡ ἀνάλυση τῆς χρήσεως τῆς ἔννοιας τοῦ «πρωτείου» κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχαίας περιόδου δείχνει ὅτι αὐτὴ ἡ λέξη ἀποτελεῖ καθιερωμένο ὅρο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀγώνων.

Κατ’ ἐξοχὴν χρησιμοποιεῖτο γιὰ νὰ προσδιορισθεῖ ἡ νίκη σὲ ὁποιοδήποτε ἄθλημα. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸ πρωτεῖο ἔπρεπε πάντοτε νὰ ἀποκτηθεῖ, νὰ κερδηθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια ἀγώνα καὶ ἀφότου κάποια φορά ἀποκτήθηκε, νὰ τυχαίνει ὑπεράσπισης ἀπὸ τὶς ἐπιδιώξεις τῶν ἀνταγωνιστῶν.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ «πρωτείου» εἶναι ριζωμένη στὴν ἀνθρώπινη φιλοδοξία καὶ ἀπονέμεται τὸ «πρωτεῖο» ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο ἢ μὲ τὴν ἔγκριση τῶν ἀνωτέρων Ἀρχῶν.

Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ κατανοηθεῖ, γιατί οἱ χριστιανοὶ συγγραφεῖς ἀνθίσταντο στὴ διείσδυση μίας τέτοιας ἀνταγωνιστικῆς καὶ κινούμενης ἀπὸ ματαιοδοξία ρητορικῆς στὴ ζωή τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων.

Λαμπρὸ παράδειγμα τοῦ ἀγώνα γιὰ τὸ «πρωτεῖο» ἦταν ὁ ἀνταγωνισμὸς μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων. Ἡ περιφερειακὴ ταξινόμηση στὰ ἀμιγῶς ἑλληνικὰ ἐδάφη διαμορφωνόταν γύρω ἀπὸ τὶς ἑνώσεις πόλεων, στὶς ὁποῖες διακρίνονταν οἱ «πρῶτες πόλεις», οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τόπο συγκλήσεως τῶν περιφερειακῶν συνελεύσεων.

Πόλεις συγκρίσιμης ἐπιρροῆς ἀνταγωνίζονταν γιὰ τὸ «πρωτεῖο», γεγονὸς ποὺ ἤδη στὴ ρωμαϊκὴ περίοδο ὠθοῦσε τὴ Σύγκλητο καὶ τοὺς αὐτοκράτορες προσωπικὰ νὰ παρεμβαίνουν σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα καὶ νὰ καθορίζουν σὲ ποιὰ πόλη θὰ ἀνήκει αὐτὸ τὸ προβεβλημένο καθεστώς.

Σταδιακὰ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς τοῦ περιφερειακοῦ «πρωτείου» καθιερώθηκε σὲ ὅλο τὸ ἔδαφος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μάλιστα ἡ πρωταρχικὴ θέση κατοχυρώθηκε γιὰ τὶς πόλεις, ποὺ ἦταν πρωτεύουσες τῶν ἐπαρχιῶν, ποὺ ὀνομάζονταν στὴν Ἀνατολὴ «μητροπόλεις», ἐνῷ στὴ Δύση «κεφαλὲς τῶν ἐπαρχιῶν».

Στὸ ἐπίπεδο τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως οἱ λέξεις «πρωτεῖο» καὶ «πρωτεύων» ἀπέκτησαν ἐν γένει σημασία ὡς ὁρολογία, καθὼς μὲ τὴ βοήθειά τους περιγραφόταν ἕνα εἰδικὸ στρῶμα τῆς τοπικῆς ἀριστοκρατίας.

Ἤδη οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς ἀποκαλοῦσαν «πρώτους» εἴτε «πρωτεύοντες» τοὺς πλέον τιμώμενους καὶ φημισμένους πολίτες, καθὼς καὶ τοὺς εὐεργέτες τῆς κοινότητας.

Τέτοια «πρῶτα πρόσωπα» συναντᾶμε παντοῦ στὶς πόλεις, συμπεριλαμβανομένων τῶν χριστιανικῶν πηγῶν.

Τὸ προσωπικὸ πρωτεῖο δὲν περιοριζόταν μόνον στὸ τοπικὸ ἐπίπεδο. «Πρῶτοι» ὑπῆρχαν καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν ἑνώσεων-ἐπαρχιῶν.

Ὁ κομβικὸς ἑνοποιητικὸς παράγοντας τῶν ἑνώσεων μεταξὺ πόλεων ἦταν ἀρχικὰ οἱ τοπικὲς θρησκευτικὲς λατρεῖες καὶ ἀργότερα ἡ κοινὴ λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα.

Οἱ πλουσιότεροι καὶ οἱ ἐπιφανέστεροι πολίτες τῶν πόλεων, ποὺ συγκροτοῦσαν ἑνώσεις, ἀναλάμβαναν τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπαρχιακοῦ τελετάρχη θυσιῶν.

Τέτοιοι θύτες ὀνομάζονταν «ἀρχιερεῖς» καὶ διαδραμάτιζαν τὸν ρόλο τῶν θρησκευτικῶν καὶ διοικητικῶν ἡγετῶν στοὺς συνασπισμοὺς τῶν πόλεων.

Μεταξὺ αὐτῶν διακρινόταν ἡ μορφὴ τοῦ πρώτου. Ἑπομένως, τὸ πλήρωμα τοῦ «πρωτείου» στὸν εἰδωλολατρικὸ ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ συνίστατο στὴν ἀνάληψη τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ τοῦ πρωτείου στὶς ἑνώσεις.

Οἱ πρῶτοι ἀρχιερεῖς προήδρευαν στὶς πόλεις-μητροπόλεις καὶ ἁπανταχοῦ ὀνομάζονταν «πρῶτοι τῆς ἐπαρχίας» ἢ «πρῶτοι τοῦ ἔθνους».

Ὁ τελευταῖος συνδυασμὸς – «πρῶτος τοῦ ἔθνους» – φέρνει ἀκούσια στὴ μνήμη μία γνωστὴ χριστιανικὴ πηγὴ τῆς ἴδιας ἐποχῆς, εἰδικὰ δηλαδὴ τὸν 34ο Ἀποστολικό κανόνα, ὅπου οἱ ἐπίσκοποι «ἑκάστου ἔθνους» ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν τὸν «πρῶτο» μεταξύ τους.

Ἡ λέξη «πρῶτος» χρησιμοποιεῖτο ἐδῶ μὲ τὴ σημασία τοῦ ἐννοιολογικοῦ ὅρου, ὡς σηματοδότηση τῆς κεντρικότερης προσωπικότητας στὴν περιφέρεια, ὅπως ἦταν οἱ χριστιανοὶ ἐπίσκοποι τῶν «πρώτων πόλεων».

Ἐὰν ἡ προσπάθεια νὰ βασιστεῖ ἡ περιγραφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαρθρώσεως στὸ κοινὸ αὐτοκρατορικὸ διοικητικὸ πρότυπο ἔλαβε τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξή της στὸ κανονικὸ δίκαιο, ἡ καθιέρωση στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα τοῦ ὅρου «πρῶτος ἐπίσκοπος» τουναντίον δὲν ἐπικράτησε στὴ χριστιανικὴ Ἀνατολή.

Ἤδη τὸ 341 ἡ Σύνοδος στὴν Ἀντιόχεια ἐκδίδει τὸν 9ο κανόνα, ποὺ εἶναι δομημένος ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς ἀναλυτικῆς ἑρμηνείας τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ κανόνα. Ἀναπαράγοντας ἐπακριβῶς τὴ δομὴ τοῦ Ἀποστολικοῦ κανόνα οἱ πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας ἀντικατέστησαν ὅλη τὴν ἀσυνήθη ὁρολογία, ποὺ ἐμπεριεῖχε, καὶ πρᾶγμα ἰδιαίτερα σημαντικό, ἀπέρριψαν τὴν εἰκόνα τοῦ «πρώτου ἐπισκόπου».

Οἱ προφανεῖς γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ παραλληλισμοὶ μὲ τὸ «πρωτεῖο» τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχιερέων τῆς λατρείας τοῦ αὐτοκράτορα κρίθηκαν ἀδόκιμοι: ὁ «πρῶτος ἐπίσκοπος» ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ «τὸν ἐν τῇ μητροπόλει προεστῶτα ἐπίσκοπον».

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο στὴ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ τὸ θέμα τῆς χρήσεως τῆς κατηγορίας τοῦ «πρώτου», γιὰ νὰ περιγραφοῦν σχέσεις μεταξὺ χριστιανῶν ἀρχιερέων εἶχε ἤδη κλείσει κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰ.

Ἔκτοτε ἡ ἔννοια τοῦ «πρωτείου» οὐδέποτε πλέον ἐμφανίσθηκε στὰ κοινῶς ἀποδεκτὰ ἱεροκανονικὰ κείμενα τῆς πρώτης χιλιετίας. Στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἔννοια τοῦ «πρώτου» ἔμεινε ἐνεργὴ κυρίως γιὰ πολιτικὴ χρήση.

Στὴ χριστιανικὴ Δύση τουναντίον ὄχι μόνον ἐπικράτησε ἡ ἔννοια τοῦ «πρώτου ἐπισκόπου» (πριμάτου), ἀλλὰ καὶ ἀναπτύχθηκε μία ὁλόκληρη διδασκαλία περὶ τοῦ «πρωτείου» στὴν Ἐκκλησία.

Στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα κυκλοφοροῦσε ἕνα νοθευμένο κείμενο τοῦ 6ου κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ προσθήκη τῆς φράσεως: «τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης πάντοτε ἐχούσης τὸ πρωτεῖον».

Ἡ δήλωση ὅτι ὄχι ἡ πόλη τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης προσωπικά, ἀλλὰ ὅτι εἰδικὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶχε τὸ «πρωτεῖο» ἀκουγόταν ἀσύνηθες ἀκόμη καὶ σ’ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ δήλωνε τὴ μεταφορὰ τῆς προβληματικῆς τοῦ «πρωτείου» ἀπὸ τὰ κοινῶς ἀποδεκτὰ ἐξωχριστιανικὰ πλαίσια τῶν προνομίων τῶν πόλεων καὶ τῶν προσωπικῶν προνομίων στὸν χῶρο τοῦ ὑπερβατικοῦ.

Στὴ Δύση ἀκριβῶς ἄρχισαν νὰ ἀναπτύσσονται τὰ πολυεπίπεδα πρότυπα τοῦ «πρωτείου», ποὺ εἶχαν στὴν κορυφὴ τὸ ἀπόλυτο «πρωτεῖο» τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης.

Ἀκριβῶς ἐκεῖ προωθήθηκαν ἰδέες κατηγοριοποίησης καὶ ἀνισότητας τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, καθὼς καὶ ἔννοιες περὶ εἰδικῶν ἐξουσιαστικῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ «πρώτου θρόνου» στὸ ἐπίπεδο ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ κατασκευὴ τῆς σχετικῆς θεωρίας γινόταν ἐπὶ μιάμιση χιλιετία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἡ ἔννοια τοῦ «πρωτείου» ὁλοένα καὶ περισσότερο ἐμπλουτιζόταν μὲ ἕνα ἀπολύτως ξένο γιὰ τὸ ἴδιο ἐξουσιαστικὸ περιεχόμενο.

Τὸν 16ο αἰ. ὁ κορυφαῖος ἰδεολόγος τοῦ παπικοῦ «πρωτείου» καρδινάλιος Μπελαρμὶν ἐπεσήμαινε ὅτι «ἀκόμη καὶ οἱ ἀντίπαλοί μας συμφωνοῦν ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις “πρωτοκαθεδρία” καὶ “πρωτεῖο” προσδιορίζεται στὴν Ἐκκλησία ἡ ἀνώτατη ἐξουσία».

Αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία τῆς ἔννοιας τοῦ «πρωτείου» ἦταν ἕνας ἀπροκάλυπτος βιασμὸς ἔναντι τῆς ἀρχικῆς σημασίας της, διότι αὐτὴ ἡ λέξη σχεδὸν οὐδέποτε δὲν χρησιμοποιήθηκε, γιὰ νὰ δηλώσει ἐξουσία, ἀλλὰ περιέγραφε μὴ ἱεραρχικές, δηλαδὴ στερημένες ὑποταγῆς σχέσεις μεταξὺ ἰσότιμων προσώπων ἢ ἀντικειμένων.

Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς θλιβερῆς πορείας ἦταν ἡ ἔγκριση ἀπὸ τὴν Α΄ Βατικάνεια Σύνοδο τοῦ δογματικοῦ συντάγματος «Pastor aeternus» («Ποιμὴν ὁ αἰώνιος»), ὅπου διακηρύσσεται τὸ ἀνάθεμα καθ’ ὅλων, οἱ ὁποῖοι δὲν συμμερίζονται τὴ ρωμαιοκαθολικὴ προσέγγιση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τῶν Ρωμαίων Ποντιφίκων.

Ἡ μακραίωνη πολεμικὴ κατὰ τῶν παπικῶν ἀξιώσεων ἐπισφράγισε καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Οἱ ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς ἀναγκάζονταν μονίμως νὰ ἀντιδροῦν στὶς προσπάθειες εἰκασιῶν γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ «πρωτείου», νὰ δίδουν τὴν δική τους ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ὅρου καὶ νὰ δημιουργοῦν ἀντίθετες δογματικὲς θέσεις.

Ἀκριβῶς κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ ἐκκλησιαστικὸ λεξιλόγιο ἐνσωματώθηκαν οἱ γνωστὲς διατυπώσεις, τὶς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ μέχρι σήμερα ἡ ὀρθόδοξη θεολογία: «πρωτεῖο τιμῆς» καὶ «πρῶτος μεταξὺ ἴσων».

Γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ἡ σύγχρονη κατάσταση τοῦ προβλήματος μεγάλη σημασία ἔχει ἡ περαιτέρω τύχη εἰδικά τοῦ πολιτικοῦ καὶ ὄχι τοῦ παραγώγου του ἐκκλησιαστικοῦ «πρωτείου». Τὸ πολιτικὸ πρωτεῖο μποροῦμε νὰ τὸ παρακολουθήσουμε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μεσαιωνικῆς περιόδου.

Κατὰ τὴ νεότερη ἐποχὴ παρατηροῦμε τὴ σταδιακὴ παρακμὴ τῶν σταθερῶν ὁριζόντιων δομῶν. Ἐνῷ στὴ σύγχρονη ἐποχὴ οἱ σχέσεις τοῦ «πρωτείου» ἀναγόμενες στὴν ἀρχαία πολιτικὴ παράδοση δὲν ἀπαντῶνται σχεδὸν πουθενά.

Μετὰ τὴν ἐξαφάνισή τους στὴν πλειονότητα τῶν σύγχρονων γλωσσῶν ἔχασε τὴ σχετικὴ ἐννοιολογικὴ φόρτιση καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τοῦ «πρωτείου».

Οἱ ἰδιαίτερες σημασίες τοῦ διατηρήθηκαν στὸν τομέα τοῦ ἀθλητισμοῦ ἢ ὑπὸ τὴ μορφὴ ξεπερασμένων συνδυασμῶν ὅπως «ἡ πρώτη κυρία», «ὁ πρῶτος μαθητὴς τῆς τάξεως» ἢ «ὁ πρῶτος γραμματέας».

Στὴ θεολογικὴ χρήση ἐπίσης παύσαμε νὰ κατανοοῦ­με τί ἀρχικὰ ἐξέφραζε ἡ λέξη «πρωτεῖο» καὶ μὲ ποιὸ σκοπὸ χρησιμοποιεῖτο. Ἔχοντας χάσει τὴν ἀρχική της σημασία ἡ ἔννοια τοῦ «πρωτείου» εἶχε πρὸ πολλοῦ καταστεῖ κενὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο αὐθαιρέτως γεμίζουν τώρα μὲ διαφορετικὸ περιεχόμενο.

Καταβάλλονται προσπάθειες νὰ ἐξακριβωθεῖ ἡ σημασία τῆς ἔννοιας τοῦ «πρωτείου» καὶ νὰ συμφωνηθεῖ ὁ τρόπος καὶ τὰ ὅρια τῆς χρήσεώς του.

Ἀλλὰ οἱ καταχρήσεις καὶ ἡ χειραγώγηση αὐτῆς τῆς ἔννοιας ἀνοίγουν προοπτικὲς πιὸ ἀποφασιστικῆς ἀντιδράσεως, δηλαδὴ τῆς ἀναγνώρισης τῆς συζητήσεως περὶ τοῦ «πρωτείου» ὡς μόλις τοπικὸ καὶ ἱστορικὰ αἰτιολογημένο πρότυπο περιγραφῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων.

Μὲ τέτοια προσέγγιση μπορεῖ νὰ τεθεῖ τὸ ζήτημα εἴτε τῆς πλήρους ἀπόρριψής του, εἴτε τοῦ περιορισμοῦ του ἀποκλειστικὰ στὸ συμβολικό του περιεχόμενο.

Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία κατέχει ἐπαρκῆ ὁρολογία καὶ σημασιολογικὰ μέσα γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν σχέσεων τῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς ἰσότητας ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. μὲ τὶς ἔννοιες «προκαθήμενος» καὶ «πρεσβύτερος».

Ὅσο στὴν ἀρχαιότητα, τόσο καὶ τώρα θὰ μπορούσαμε πλήρως νὰ ἀποφύγουμε τὴ χρήση ἐξωγενῶν καὶ φορτισμένων μὲ μὴ ἐκκλησιαστικὲς ἔννοιες κατηγοριῶν.

Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ὅρου «πρωτεῖο» ἀπὸ τὸ πεδίο τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ διαλόγου ὄχι μόνο δὲν θὰ σημαίνει ἐπιστροφή του στὶς ἀρχικὲς παραδοσιακὲς βάσεις του, ἀλλὰ καὶ θὰ καταστήσει δυνατὴ τὴ χρήση του γιὰ τὴν ὑπερκέραση μερίδας προβλημάτων, ποὺ συσσωρεύθηκαν στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὀφείλονται σὲ διαφορετικὲς προσ­εγγίσεις αὐτῆς τῆς ἐπίμαχης κατηγορίας.

Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου