30 Οκτ 2022

Εἰς ἐπικίνδυνον ἀτραπόν ὁ διάλογος μέ τούς Παπικούς

 

Εἰς ἐπικίνδυνον ἀτραπόν ὁ διάλογος μέ τούς Παπικούς

Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

Εἰς τὸ πρόσφατον τεῦχος τῆς «Θεολογίας» (93.2 (2022) 251-276) ἐδημοσιεύθη τὸ δεύτερον καὶ τελευταῖον μέρος μελέτης τῆς «Μικτῆς Ὁμάδας Ἐργασίας Ὀρθοδόξων- Καθολικῶν «Ἅγιος Εἰρηναῖος» μὲ τίτλον «Διακονώντας τὴν Κοινωνία. Ἐπανεξετάζοντας τὴ σχέση μεταξὺ πρωτείου καὶ συνοδικότητας».

Ἡ μικτὴ αὐτὴ ὁμὰς ἀπαρτίζεται ἀπὸ 26 μέλη, μὲ ἰσάριθμον συμμετοχὴν Ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν, καὶ εἰργάσθη 14 ἔτη (2007-2018) παραλλήλως πρὸς τὴν διεξαγωγὴν τοῦ ἐπισήμου θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδοξίας καὶ παπισμοῦ. Καίτοι ἐργάζεται ἀνεπισήμως, τὰ πορίσματά της εἶναι ἐνδεικτικὰ τῆς ἐν γένει πορείας τοῦ διαλόγου, καθὼς μετέχουν εἰς αὐτὴν Ἱεράρχαι καὶ Πανεπιστημιακοί, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους διακρίνονται ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Γρηγόριος (Παπαθωμᾶς) καὶ ὁ πρ. Τελμησσοῦ νῦν Μητροπολίτης Πισιδίας κ. Ἰὼβ (Γκέτσα), ὁ ὁποῖος πλέον ἔχει ὁρισθῆ καὶ ὡς «Συμπρόεδρος Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Καθολικῶν-Ὀρθοδόξων γιὰ τὸν Θεολογικὸ Διάλογο».

Μαζὶ μὲ τὸ πρῶτον μέρος («Θεολογία» 92.4 (2021) 211-264) ἡ μελέτη ἀγγίζει τὰς 78 σελίδας καὶ ὡς ἀντιλαμβάνεται κανεὶς εἶναι ἀδύνατον νὰ σχολιασθῆ ὁλόκληρος εἰς τὰς παρούσας στήλας, καθ’ ὅσον μάλιστα περιέχει πολλὰ ἄτοπα. Θὰ ἀρκεσθῶμεν εἰς παράθεσιν καὶ σχολιασμὸν ἐλαχίστων ἐπιλεγμένων ἀποσπασμάτων. [Σημ.: τὰ Α καὶ Β ἐντὸς παρενθέσεων ἀφοροῦν ἀντιστοίχως εἰς τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον μέρος τῆς μελέτης, ἀκολουθούμενα ὑπὸ τῶν συγκεκριμένων σελίδων τῆς «Θεολογίας»].

Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὑπονομεύει τὸν… Οἰκουμενικόν;

Εἰς δύο σημεῖα ἐντοπίζονται ἀπόψεις, αἱ ὁποῖαι εἶναι καταπέλτης κατὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως:

«Μία μεγάλη ἀλλαγὴ ὡστόσο ἐπῆλθε μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Νέας Ρώμης, ὡς τῆς πρωτεύουσας τῆς ἀναδυόμενης χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀνύψωσε τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ δεύτερη θέση μετὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη γιὰ πολιτικοὺς λόγους… Ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας προχωρᾶ περαιτέρω… ἐξομοιώνοντας τὸ καθεστώς της μὲ αὐτὸ τῆς Ρώμης, παρ’ ἐκτός τοῦ ζητήματος τῆς κατάταξης – καὶ πάλι γιὰ πολιτικοὺς λόγους» (Α 234)

«Στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ἡ δομὴ τῶν Ροὺμ Μιλλὲτ ὁδήγησε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸν συγκεντρωτισμό. Ἡ Ὀθωμανικὴ ἐποχὴ συνέβαλε ἑπομένως στὴν ἐνίσχυση τοῦ ρόλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς βάρος τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, τὰ ὁποῖα σύμφωνα μὲ τὴν ὀθωμανικὴ πρακτικὴ ὑποτάχθηκαν τελικὰ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη» (Α 246)

Τὰ δύο αὐτὰ παραθέματα καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ ἀνύψωσις τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως ὠφείλετο ὄχι εἰς ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ πολιτικοὺς λόγους καὶ ὅτι κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν τὸ Φανάρι ἀνεδείχθη εἰς νέον παπικὸν κέντρον, ὑποτάσσον ὅλους ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του. Ὁ Πατριάρχης εἶχε καταστὴ «μιλλέτ μπασί», δηλ. ἐθνάρχης, μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Σουλτάνου. Ἡ ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ ἀντικανονικοῦ-ἀντιεκκλησιαστικοῦ ρόλου εἶχε καὶ ὡς συνέπεια νὰ ἀφαιμάσσονται οἰκονομικὰ ἀπὸ τὸν «Πατισάχ», νὰ ἐκδιώκονται καὶ νὰ ἀποκεφαλίζονται.Τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν πολλάκις ἔχει ἀναδείξει ὁ «Ο.Τ.», ἐπέκρινον εἰς τὸ παρελθὸν Φαναριῶται. Τώρα θὰ καταστοῦν ἀποδεκτὰ καθὼς πλέον τὰ ὑποστηρίζουν οἱ ἰδικοί τους «ἐπιστήμονες»; Ἐφ’ ὅσον σήμερα ἔχουν ἐκλείψει οἱ πολιτικοὶ λόγοι, ποῖαι αἱ συνέπειαι διὰ τὸ Φανάρι;

Ζῇ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ «παγκοσμίου Πρωτείου»;!

Ἡ ὅλη μελέτη πάσχει ἐκ βάθρων, καθὼς τίθεται ὡς θεμέλιον ὅτι ἕνας παγκόσμιος «πρῶτος» εἶναι ἀπαραίτητος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔχουν ὅμως ἐνδιαφέρον αἱ ἑξῆς ἐπισημάνσεις:

«Πολὺ νωρὶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης συνδέθηκε μὲ τοὺς Πέτρο καὶ Παῦλο… συνέβαλαν στὸ νὰ ἀποδοθεῖ εἰδικὴ θέση στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ –κατὰ συνέπεια- στὸν ἐπίσκοπό της, ἀπὸ τὸν τρίτο αἰώνα καὶ μετὰ» (Β 258)

«Μέχρι τὸν 8ο αἰώνα δὲν ὑπῆρχε κάποια γενικὴ ἀποδεκτὴ φόρμουλα ποὺ νὰ ὁρίζει τὴ σχέση μεταξὺ πρωτείου καὶ συνοδικότητας σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο» (Α 235)

«Ἡ σχέση μεταξύ τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ τῆς ἐξουσίας μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου παρέμεινε ἀκαθόριστη» (Α 236)

Δὲν χρειάζεται νὰ ἐπαναλάβωμεν διὰ πολλοστὴν φορὰν ὅτι δὲν ὑπάρχει «πρωτεῖον» οὔτε «πρῶτος» εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀξίζει ὅμως νὰ προσέξη κανεὶς πὼς μὲ τὰ ἰδικά των ἐπιχειρήματα παγιδεύονται.

Κατὰ τὴν ἄποψίν τους ἀναδύεται ὁ Ρώμης ὡς «πρῶτος» ἀπὸ τὸν τρίτον αἰῶνα καὶ ἔπειτα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τουλάχιστον ἐπὶ τρεῖς αἰῶνας ἡ Ἐκκλησία ἐπορεύθη ἄνευ «πρώτου». Ἑπομένως, παραδέχονται ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ὅτι δὲν εἶναι ἀπαραίτητος ἕνας «πρῶτος» εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ πορεύεται καὶ ἄνευ αὐτοῦ.

Ἐπίσης, οἱ ἴδιοι ὁμολογοῦν ὅτι κατὰ τὴν περίοδον τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Μεγάλων Πατέρων, τὴν πλέον δημιουργικὴν θεολογικὰ ἐποχήν, δὲν ἀπετυπώθη ποτὲ οὔτε μία γραμμὴ σχετικῶς μὲ κάποιον ὑποτιθέμενον «παγκόσμιον πρῶτον». Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὸ δὲν συνέβη, διότι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐδέχετο ποτὲ «παγκόσμιον πρωτεῖον». Ἴσχυε διὰ τὸν Ρώμης ὅ,τιδήποτε ἴσχυε διὰ ἕκαστον Ἱεράρχην, μὲ τὴν μοναδικὴν ἐξαίρεσιν ὅτι ἦτο πρῶτος εἰς τὴν σειρὰν τῆς ἀριθμήσεως τῶν Ἐπισκόπων κατὰ τὴν τάξιν τῶν αὐτοκρατορικῶν ἐπαρχιῶν.

Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν σήμερα ἤθελε κάποιος νὰ ἐφεύρη ἕνα «παγκόσμιον πρῶτον», ποῦ θὰ ἐθεμελίωνεν αὐτόν, ὅταν δὲν εὑρίσκεται κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καμία ἀπολύτως μαρτυρία;

Πῶς θὰ ἀποκτήσωμεν «παγκόσμιον πρῶτον»;

Ἡ παροῦσα μελέτη ἂν καὶ διευκρινίζει ὅτι δὲν ἔχει φθάσει εἰς τελικὸν σχέδιον, τὸ ὁποῖον θὰ ἐπιλύση τὸν τρόπον τῆς «ἑνώσεως» Ὀρθοδοξίας καὶ παπισμοῦ, προβαίνει εἰς καμίαν πρότασιν:

«…οἱ ἐκκλησίες πρέπει νὰ ἐργασθοῦν πρὸς τὴν κατεύθυνση μίας μεγαλύτερης ἰσορροπίας μεταξὺ συνοδικότητας καὶ πρωτείου σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μὲ τὴν ἐνίσχυση τῶν συνολικῶν δομῶν στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑνὸς ὁρισμένου πρωτείου στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ὁ καθορισμὸς τοῦ ἀκριβοῦς ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὸ πλαίσιο μίας ἀποκατεστημένης κοινωνίας μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν μας θὰ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ δύσκολη πτυχὴ αὐτῆς τῆς διαδικασίας. Τὰ μέλη τῆς Ὁμάδας μας εἶναι πεπεισμένα ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διαδραματίσει σημαντικώτερο ρόλο στὴν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν στὸν κόσμο σήμερα. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει νὰ ἀναπτυχθεῖ ἕνας νέος ὁρισμὸς τῆς σχέσης μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τῶν ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν μὲ ἕνα τρόπο ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται τόσο στὴν παράδοση τῆς ἀδιαίρετης ἐκκλησίας ὅσο καὶ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτός, τόσο ἀπὸ τοὺς Καθολικοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους… ἰδίως ἡ μελέτη τῆς μεταξύ τους σχέσης, ὅπως παρουσιάζεται στὶς διατάξεις τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς τοῦ 343… μία τέτοια ρύθμιση σέβεται πλήρως τὴν αὐτοκεφαλία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ταυτόχρονα διασφαλίζει ἕνα ἀποτελεσματικὸ παγκόσμιο λειτούργημα ἑνότητας ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης» (Β 270-271).

Ἡ στόχευσις εἶναι σαφής: πρέπει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ ἀποδεχθῆ ὁπωσδήποτε ἕνα «παγκόσμιον πρῶτον»! Παραδέχονται ἑπομένως –ἐμμέσως- ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν γνωρίζει τοιούτου εἴδους «πρῶτον»!

Δὲν ὁμιλοῦν ὅμως δι’ οἱονδήποτε «πρῶτον», ἀλλὰ δηλώνουν ὅτι αὐτὸς ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ Πάπας Ρώμης! Πῶς ὅμως θὰ γίνη ἀποδεκτός; Μὴ ἔχοντες ἄλλο στήριγμα καὶ ἀναζητοῦντες ἐναγωνίως τὸ παραμικρὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον νὰ δικαιολογῆ τὸν Πάπαν ὡς «παγκόσμιον πρῶτον», καταφεύγουν εἰς τὴν Σύνοδον τῆς Σαρδικῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἐπικυρωμένη καὶ ἀπὸ τὴν Πενθέκτην Οἰκουμενικήν. Ὠστόσον, ἡ Σύνοδος δὲν θεσπίζει ἕνα «πρῶτον», ἁπλῶς νομιμοποιεῖ εἰς περιπτώσεις ἀδίκου κρίσεως Ἐπισκόπου ἀπὸ συνεπισκόπους του, τὴν δυνατότητα καταφυγῆς εἰς τὸν Πάπαν, ὥστε ἐκεῖνος νὰ εἰσηγηθῆ τὴν ἐκδίκασιν ἀπὸ τοὺς πλησιοχώρους Ἐπισκόπους ἢ μετὰ τὴν κρίσιν τῶν πλησιοχώρων τὴν συγκρότησιν ἐκ νέου δικαστηρίου μὲ διευρυμένην σύνθεσιν Ἐπισκόπων. Οἱ Κανόνες αὐτοὶ τῆς Σαρδικῆς δὲν ἀφοροῦν καν εἰς ὁλόκληρον τὴν Δύσιν ἀλλὰ μόνον εἰς τὰς Ἐπισκοπάς, αἱ ὁποῖαι ὑπάγονται εἰς τὴν διοικητικὴν περιφέρειαν τοῦ Ρώμης, καὶ τὰς κρίσεις ποιοῦν σύνοδοι Ἐπισκόπων καὶ ὄχι ὁ Πάπας ἢ ἡ περὶ αὐτοῦ Σύνοδος. Ἑπομένως, συγκρότησιν δικαστηριῶν καὶ ὄχι «πρωτεῖον» ὁρίζει ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος.

Ὁ Πάπας ὑπεράνω τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!

Παρ’ ὅλην τὴν καλὴν διάθεσιν, τὴν ὁποίαν ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι, ὁ παπισμὸς ἐξετράπη τόσον, ὥστε πλέον ἀναφαίνεται ὡς ἀδύνατος μία ἀνάδρομος πορεία:

«…ὁ κονσιλιαρισμός, ποὺ κατανοήθηκε ὡς ἡ θεμελιώδης ἀνωτερότητα μίας οἰκουμενικῆς συνόδου ἔναντι τοῦ Πάπα, καταδικάστηκε στὴν πράξη… Ὁ κονσιλιαρισμὸς καταδικάστηκε ὁριστικὰ μόλις τὸ 1516 ἀπὸ τὴν Ε΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, ἡ ὁποία ἀποφάσισε «ὅτι μόνον ὁ ἑκάστοτε Ρωμαῖος Ποντίφικας, ὡς ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐξουσία ὑπεράνω ὅλων τῶν συνόδων, διαθέτει τὸ πλῆρες δικαίωμα καὶ τὴν ἐξουσία νὰ συγκαλεῖ, νὰ μεταφέρει καὶ νὰ διαλύει συνόδους» (Α 241)

«Ὡς συνέπεια τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ πρωτείου δικαιοδοσίας, ἡ Ρωμαϊκὴ Ἕδρα ἀπέκτησε ἰδιαίτερο κύρος κατὰ τὴν περίοδο μετὰ τὴν Α΄ Βατικανή. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀλάθητο, εἶναι σημαντικὸ νὰ σημειωθεῖ ὅτι, σὲ μία περίοδο περίπου ἑνὸς καὶ ἡμίσεος αἰώνα ἀπὸ τὴν Α΄ Βατικανή, οἱ πάπες Ρώμης κατέφυγαν μόλις μία φορὰ σὲ ex cathedra διακήρυξη, καὶ συγκεκριμένα στὴν περίπτωση τῆς ἀνακήρυξης τοῦ δόγματος τῆς Ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου στὸν οὐρανὸ (1950) (Β 260)»

Οἱ παπικοὶ μὲ τὴν Σύνοδον τοῦ Λατερανοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὴν ἐκήρυξαν τὸν Πάπαν ὑπεράνω καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅσον καὶ νὰ προσπαθοῦν σήμερα νὰ ἐπανερμηνεύσουν μὲ τεχνάσματα τὰς ἀποφάσεις αὐτῶν τῶν Συνόδων τους, ἰσχυριζόμενοι ὅτι δὲν εἶναι ἀπόλυτοι αἱ διατυπώσεις διὰ τὸ «πρωτεῖον» καὶ τὸ «ἀλάθητον» καὶ ὅτι εὐθύνονται αἱ ἱστορικαὶ περιστάσεις, δὲν ἔχει καμίαν σημασίαν, καθὼς ἀδυνατοῦν νὰ ἀπορρίψουν ἐντελῶς αὐτὰ τὰ βαρίδια. Ἡ ἀπόπειρα νὰ ἀπομειώσουν τὸ ἀλάθητον μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι μόνον μίαν φορὰν ἐχρησιμοποιήθη, δὲν παύει νὰ εἶναι παραδοχὴ ὅτι ὁ Πάπας δύναται νὰ εἰσάγη καινὰ δαιμόνια! Μίαν φορὰν νὰ χρησιμοποιήση κανεὶς πυρηνικὴ βόμβα εἶναι ἀρκετή…

Ἄλλωστε, πῶς θὰ ἠδύνατο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ ἀποδεχθῆ ὡς «δόγμα» τὸ καινοφανὲς περὶ «Ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου»; Αὐτὸ καὶ μόνον τὸ «δόγμα» καταδεικνύει ὅτι οἱ παπικοὶ δὲν ἔχουν ἀντιληφθῆ εἰς βάθος τί σημαίνει δόγμα!

Μόνη λύσις εἶναι νὰ ἀναθεματίσουν ὄλας τὰς κακοδοξίας τους, νὰ μετανοήσουν διὰ τὴν ἀναγωγὴν αὐτῶν εἰς δόγματα τῆς «Ἐκκλησίας» καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, δηλ. τὴν Ὀρθόδοξον.

Ἐμμένομεν εἰς δύο ἀληθείας

Ἀπὸ τὴν μελέτην αὐτὴν εἶναι καλὸν νὰ κατακρατήση κανεὶς δύο σπουδαίας ἐπισημάνσεις:

«…ὅταν οἱ πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ δήλωσαν ὅτι ὅλα τὰ μυστήρια ἐκτὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θεωροῦνται ἄκυρα καὶ ὅτι οἱ μὴ Ὀρθόδοξοι ποὺ θὰ μεταστραφοῦν στὴν Ὀρθοδοξία θὰ γίνονταν δεκτοὶ μόνο μὲ ἀναβαπτισμὸ» (Α 247)

«Οἱ ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τὴν πίστη τῶν ἐκκλησιῶν τους, ἀλλὰ ἔχουν ἐπίσης εὐθύνη καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησία στὸ σύνολό της… ἡ εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκκλησία ἀνήκει σὲ ὅλα τὰ μέλη της» (Β 266)

«Ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς ἐκκλησίας ἀποτελεῖ εὐθύνη ὅλων τῶν μελῶν της» (Β 259)

Ἐμεῖς, λοιπόν, ἐμμένομεν εἰς ὅσα οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐδήλωσαν περὶ τοῦ παπισμοῦ, καθὼς ἡ Ὀρθοδοξία διακρίνεται διὰ τὴν πιστότητά της εἰς τὴν Ἱ. Παράδοσιν καὶ τὸ ἀμετάβλητον τῆς ἀληθείας. Ἐὰν ἦσαν σωστά, τότε καλοῦμεν καὶ τοὺς σημερινοὺς Προκαθημένους νὰ παραμείνουν ἑδραῖοι εἰς ὅσα οἱ προκάτοχοί των ἐθέσπισαν. Ἐὰν ἦσαν λάθος, τότε καλοῦμεν καὶ τοὺς νῦν νὰ παραδεχθοῦν ὅτι αἱ ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας λαμβάνουν σήμερα εἶναι ἐσφαλμέναι!

Ἡ εὐθύνη διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ἀνήκει εἰς ὅλα τὰ μέλη της καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους. Ὀφείλουν οἱ λαϊκοὶ νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι νὰ κατανοήσουν ὅτι δὲν ποιμαίνουν ἁπλῶς τὴν Ἐπαρχίαν των, ἀλλὰ ἔχουν οἰκουμενικὴν εὐθύνην εἰς τοὺς ὤμους των. Ἂν αὐτὸ καταστῆ κοινὴ συνείδησις, τότε θὰ ἀντιληφθοῦν ὅλοι διατί δὲν ὑπῆρξε ποτὲ «παγκόσμιος πρῶτος» εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καθὼς ὅταν τοιοῦτος ἀνεφάνη εἰς τὸν παπισμὸν κατήργησεν ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους.

Δὲν χρειαζόμεθα πρῶτον! Τὸ μόνον ἀπαραίτητον εἶναι νὰ λειτουργῆ σωστὰ ἡ συνοδικότης!

Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου