Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ
βιώνεται αὐθεντικὰ μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γράφει ο Ἐνορίτης
Πρὶν γεννηθεῖ καὶ σαρκωθεῖ ὁ Χριστός, ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε καὶ πέθαινε ἁμαρτωλός,
ὄντας καταδικασμένος. Ἡ θέση του ἦταν στὴν κόλαση, δηλαδὴ στὴν κατασταση τῆς αἰώνιας
ἀμεθεξίας τοῦ Θεοῦ. Εἴχαμε ἑπομένως ἀνάγκη σωτηρίας. Ποιὸς ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ
μᾶς σώσει; Μόνο ὁ Θεός, στὸν Ὁποῖο ἔχουν ἀναφορὰ οἱ ἁμαρτίες μας. Ὁ Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, ὅταν
ἦλθε τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», δηλαδὴ ὅταν ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ ἐκπλήρωσε κάθε
εἶδος κακίας, χρειαζόταν θεραπεία. Τότε ὁ Χριστὸς «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ
κατέβη», ἐνανθρώπησε, ἔγινε καὶ τέλειος ἀνθρωπος. Προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη
φύση, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὴν ἕνωσε στὸ Θεανδρικὸ προσωπό Του, μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς
σώσει καὶ νὰ μᾶς θεώσει. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ γίνει ὀ ἄνθρωπος Θεὸς κατὰ
Χάριν. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα.
Ὁ Χριστός, ὅταν κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν κήρυξε μία ἀλήθεια
μερικὴ καὶ σχετική. Δὲν εἶπε ὄτι «ἐγώ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ποὺ λένε τὴν
ἀλήθεια». Εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ἀποκλειστικὰ καὶ ἀπόλυτα. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς
ἀληθείας καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ στύλος τῆς ἀληθείας, Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς
αἰῶνες.
Ἀδελφοί μου, μὴν ἐξαπατᾶσθε. Μία Ἐκκλησία ἵδρυσε καὶ ἄφησε
πίσω του ὁ Χριστὸς τὴν Πεντηκοστὴ καὶ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία, Ἀποστολικὴ
καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία
(φυσικὰ μὲ τὶς πολλὲς τοπικὲς ὑποδιαιρέσεις της) ποὺ κράτησε ἀνόθευτη τὴν Ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὸ ἑρμήνευσαν.
Γι’ αὐτὸ ἀδελφοί μου, τὸ ξαναλέω, μὴν ἀπατᾶσθε. Δὲν ὑπάρχει
στὴν ὑφήλιο, γενικὰ καὶ ἀόριστα, ἕνας διάχυτος χριστιανικὸς κόσμος. Ἀπὸ
τὴ μία πλευρὰ ὑπάρχει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας καὶ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»,
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑπάρχουν οἱ πλανεμένοι, αἱρετικοὶ καὶ οἱ σχισματικοί, οἱ ἀποσκιρτήσαντες
χριστιανοί, ὑπὲρ τῶν ὁποίων ἐκτενῶς δεόμεθα γιά τὴν ἐπιστροφή τους στὴν
Ἐκκλησία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὴν ἁγία καὶ ἀμώμητη πίστη τῶν Ὀρθοδόξων.
Προσοχή: Δεόμεθα ὑπέρ τῆς τῶν πάντων, καὶ ὄχι πασῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», ἑνώσεως.
Οἰ ἀγαπολογίες τοῦ τύπου “ὅλοι χριστιανοὶ εἴμαστε, πρέπει νὰ ἔχουμε
ἀγάπη μεταξύ μας, ἄσχετα μὲ τὶς διαφορὲς μας” εἶναι πονηρὴ δικαιολογία
γιά τὴν συγκατάβαση στὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ κατὰ πάντα ὑποχωρητικοὶ
καὶ συγκαταβατικοί, οἱ ταπεινοὶ πρὸς πάντα ἄνθρωπον, ποτὲ δὲν ἐξίσωναν τὴν αἵρεση
μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν τὸ κινδυνευόμενο ἦταν ἡ Πίστη, δὲν ἔδειχναν καμία ὑποχώρηση
καὶ ἁβροφροσύνη. Ἔλεγαν: «εἰς τά τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ συγκατάβασις». Ἂς μὴ
συγχέομε τὴν καθημερινὴ ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τὶς καλὲς ἀνθρώπινες κοινωνικὲς
σχέσεις μὲ τὴν ἀκριβὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τὰ «ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν». Ἡ
ἀκριβὴς τήρηση καὶ ὑπόδειξη τῆς Ἀλήθειας συνιστᾶ τὴν γνήσια ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικούς.
Τὰ ὄντως σημαντικὰ παγκόσμια προβλήματα λ.χ. τῆς
κλιματικῆς ἀλλαγῆς, τῆς παγκόσμιας εἰρήνης, τοῦ μεταναστευτικοῦ προβλήματος καὶ
τῆς τρομοκρατίας εἶναι πράγματι ὀξύτατα προβλήματα. Ἀπασχολοῦν καὶ πρέπει νὰ ἀπασχολοῦν
ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδιαίτερα ματώνουν τὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν. Τὰ
προβλήματα ὅμως αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ θεωροῦνται ἀφορμὴ καὶ δικαιολογίες για ἔναρξη
καὶ συνέχιση θεολογικῶν διαλόγων μὲ αἱρετικούς, ὠσάν νὰ ἀναζητοῦμε λύσεις πάνω
στὴν χαμένη Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Πίστεως. «Ἕτερον, ἑκάτερον». Οὐδεἰς ἅγιος
Πατέρας στὸ παρελθὸν κάθισε ποτὲ στὸ ἴδιο Τραπέζι μὲ αἱρετικοὺς για νὰ
συζητήσει για τὴν πεῖνα καὶ τὴ φτώχεια. Μήπως ἄλλωστε ἔφεραν αὐτοὶ οἱ
διαλογοι μέχρι σήμερα κανένα ἀποτέλεσμα στὰ παραπάνω θέματα ἢ στὴ
θεολογικὴ σύγκλιση τῶν δύο πλευρῶν. Ἡ Ἐκκλησία δίνει ἐπαρκὴ τὴ μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας
της στὰ κοινωνικὰ θέματα χωρὶς ἄλλα στηρίγματα καὶ δεκανίκια καὶ δὲν ἀλλάζει τὴν
ὁδηγία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ μᾶς λέγουν ξεκάθαρα «αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…» καὶ ὅτι οἱ Λατίνοι καὶ
σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοὶ εἶναι. Πόσο μᾶλλον ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Οι ἅγιοι Πατέρες μας διαχρονικὰ δὲν θεωροῦσαν τοὺς κάθε
φορὰ ἐμφανιζόμενους αἱρετικοὺς ὡς Ἐκκλησία. Ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες σήμερα,
δυστυχῶς, θεωροῦν ὅλες τὶς μεγάλες αἱρέσεις “Ἐκκλησίες” καὶ ἀποκαλοῦν τοὺς αἱρεσιάρχες
σὲ συλλείτουργα ἁγιώτατους ἀδελφούς.
Πολὺς λόγος γίνεται σήμερα για τὴ δῆθεν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ
Παπισμοῦ. Καταργοῦν τὴ θεολογία 1.000 καὶ πλέον χρόνων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ
σειρὰ μεγάλων θεοπτῶν ἁγίων ποὺ καταδίκασαν τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ
Καθολικισμοῦ. Τί ἄλλαξε σήμερα; Ἔχει ὀρθή Τριαδολογία, ὀρθή Μαριολογία, Ὀρθή Ἐκκλησιολογία
ὁ Παπισμός; Ὁ Παπισμὸς ἔχει περισσότερες αἱρέσεις καὶ ἀπὸ τὸν Χιλιασμὸ ποὺ εἶναι
ὀργάνωση. Τί λέγει ὁ
ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς για τὸν Πάπα καὶ τὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τοῦ Παπισμοῦ;
Πολλοί, πάλι, καὶ μάλιστα ὑψηλὰ ἱστάμενοι στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας
μας σχετικοποιοῦν καὶ ἀμφισβητοῦν ἔμπρακτα τὸ θεόπνευστο τῶν ἱερῶν κανόνων, ἀκόμη
καὶ τῶν Ἀποστολικῶν ποὺ ἀπαγορεύουν αὐστηρὰ τὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς,
ὅπως εἶναι οἱ Παπικοί. Ἂν ἀρχισουμε νὰ θέτουμε σὲ μερικὴ ἢ γενικὴ ἀμφισβήτηση τὴν
ἰσχὺ τῶν ἱερῶν κανόνων, νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν δῆθεν ἐπικαιροποίηση καὶ ἐκσυγχρονισμό
τους, ἄν τὴν ἱερὴ καύχηση περὶ τῆς ἀδόλου ἀποστολικότητας καὶ μοναδικότητας τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴν χαρακτηρίζουμε αὐθαίρετη ἀποκλειστικότητα τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἄν βλέπουμε “Ἐκκλησίες” καὶ “Χάριτες” στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων
(ΠΣΕ), στὸ ὁποῖο σημειωτέον ἡ Παπικὴ αἵρεση ποτὲ δὲν ἔγινε μέλος, καὶ για τὸ ὁποῖο
ἅγιοι παλαιοὶ καὶ πρόσφατοι μὲ ἀποκάλυψη Θεοῦ ἀπερίφραστα καταδίκασαν, ἄν ἐθελοτυφλοῦμε
μπροστὰ στὴν ἀμετανοησία καὶ τὴν ἐγκληματικότητα τοῦ Παπισμοῦ καὶ στὶς διαστροφὲς
τοῦ Προτεσταντικοῦ χώρου, τότε ἡ αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἔσχατη αἵρεση πρὶν
ἀπὸ τὴν ἀποστασία καὶ τὸν Ἀντιχριστο, εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν.
Ἐξετάζοντας σύντομα τὸν οἰκουμενισμό, σὲ διαθρησκειακὸ
καὶ διαχριστιανικὸ ἐπιπεδο, βλέπουμε ὅτι εἰσάγει μία πίστη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία:
«ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὀδοὶ σωτηρίας» καὶ β) ὅλες οἱ «ἐκκλησίες»,
δηλ. τὰ αἱρετικὰ δόγματα, τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι μέρη τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησίας.
Κατὰ τὸν οἰκουμενισμὸ ὅλες αὐτὲς οἱ «ἐκκλησίες» μαζὶ ἀποτελοῦν τὴν ἀληθινὴ
ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀκόμα δὲν ἔχει λάβει χώρα ἀφοῦ οἱ «ἐκκλησίες» αὐτὲς δὲν ἔχουν
ἕνωθεῖ.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ πρώτη κακοδοξία τοῦ οἰκουμενισμοῦ
ἀποτελεῖ πλήρη ἄρνηση καὶ βλασφημία ὄχι μόνο τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ἐγώ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἠ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰω. ιδ΄ 6), «Ἐγώ εἰμὶ
ἡ θύρα, δὶ’ ἐμοῦ ἄν τις εἰσέλθει σωθήσεται» (Ἰω. ι΄ 9) ἀλλὰ καὶ τοῦ σκοποῦ
τῆς γεννήσεως, σαρκώσεως καὶ ἐλεύσεώς Του καὶ τῶν ἔργων Του στὴ γῆ ποὺ ἦταν ἡ
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. στ΄ 47), «Οὐδείς
ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰω. ιδ΄ 6). Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι
τονίζουν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι θρησκεῖες τοῦ ἀντιχρίστου γιατί δὲν ἀναγνωρίζουν
τὸν Χριστὸ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου (Α΄΄Ἰω. β΄, 22-23). Μὲ τὴν δεύτερη κακοδοξία
του ὁ οἰκουμενισμὸς θεωρεῖ ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, στὴν
Ἱερουσαλὴμ δεν ἱδρύθηκε ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ
ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἵδρυσε ἕνα ἀτελὲς καὶ λειψὸ τμῆμα τῆς ἐκκλησίας,
μιᾶς ποὺ ἐπρεπε ἠ ἐκκλησία κατὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς (καὶ ἠ ἀνθρωπότητα) νὰ
περιμένει (μέχρι στιγμῆς 2000 χρόνια) τοὺς διάφορους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἱρετικοὺς
νὰ ἑνώσουν τὰ ἀντιφατικὰ καὶ ἀντικρουόμενα δόγματά τους σὲ ἕνα συνονθύλευμα
τερατώδους πίστης, ποὺ θὰ ὀνομαστεῖ κατ’ αὐτοὺς ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία.
Συνεπῶς, τὸ νὰ λέμε ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς βλάσφημης αἵρεσης
ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σώζει τὰ μέλη τῆς αἵρεσης (ποὺ εἶναι ὅλοι ὅσοι
κοινωνοῦν μὲ αὐτὴν) ἀποτελεῖ στὴν οὐσία ἄρνηση τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ
καὶ ἀντίχριστη διδασκαλία. Στὴν αἵρεση καὶ στοὺς αἱρετικοὺς ποὺ κατὰ τὴν Γραφὴ
εἶναι «λύκοι», (Πράξ. κ΄ 28-32) καὶ «κατάρας τέκνα» (Β΄ Πέτρ. β΄ 14) καὶ ἀπὸ
τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος μᾶς λέει νὰ φεύγουμε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἡ θεία
Χάρις καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μέσω τῶν Μυστηρίων σώζει τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὀ
οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ ἔσχατη αἵρεση ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς ἔλευσης τοῦ ἀντιχρίστου,
δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ παρέχει ταυτόχρονα στὸν ἄνθρωπο καὶ σωτηρία δια τῆς
Χάριτος τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ.
Ἀναρωτιόμαστε, ἄν ὅλες αὐτὲς οἱ θλιβερὲς ἐξελίξεις εἶναι ἄσχετες
μὲ τὶς θεολογικὲς θέσεις ποὺ ἀπὸ ἐτῶν διακηρύσσει ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης μας κ. Βαρθολομαῖος. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Πατριάρχης ἀπὸ τὸ 1963 ἔως τὸ
1968 ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Παπικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀνατολικῶν Σπουδῶν
Ρώμης, στὸ Οἰκουμενικὸ Ἰνστιτοῦτο Bossey τῆς Ἐλβετίας καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ
Μονάχου. Ἔλαβε τὸ διδακτορικό του στὸ κανονικὸ δίκαιο ἀπὸ τὸ Γρηγοριανὸ
Πανεπιστήμιο Ρώμης, ὑποβάλλοντας διατριβὴ μὲ θέμα: «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν
κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία». Σ’ αὐτή, μεταξὺ ἄλλων, ἰσχυρίζεται
ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νὰ καταργηθοῦν. Λέγει
ἐπὶ λέξει : «Δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ
διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους
καὶ ἑτεροθρήσκους. Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον
εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμὴν
αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν
ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπη, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρδεύσει”
πολλάς κανονικάς διατάξεις πρὸς “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων
διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ
δὲν πρέπει νὰ ζῆ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου». Τὶς ἀντορθόδοξες δὲ καὶ ἀντιπατερικὲς
αὐτὲς θέσεις, κάνει πράξη ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, συμπροσευχόμενος ἐπανειλημμένως
μὲ αἱρετικοὺς Παππικοὺς καὶ ὄχι μόνον.
Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἀδελφοί, καλούμαστε, ἐμεῖς ἡ σημερινὴ
γενεὰ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξης
Πίστης, τῆς μόνης σώζουσας. Μόνο μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις μποροῦμε νὰ βιώσουμε αὐθεντικὰ
τὸ μέγα γεγονὸς τῆς Γεννήσεως καὶ Ἐνσαρκώσεως τοῦ Σωτήρα μας. Διαφορετικά, στὴν
καλλίτερη τῶν περιπτώσεων, θὰ πρόκειται για μία ἐκκοσμικευμένη θρησκευτικὴ ἑορτή.
Τὰ Χριστούγεννα ὅμως ἔχουν ὑψηλότερο νόημα. Διότι μὲ τὴ
Γέννηση καὶ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγεται ὁ δρόμος για τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ νὰ θεωθεῖ κανείς σημαίνει, μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια, νὰ «χριστοποιηθεῖ». Ἡ
θεϊκὴ ὁμοιότητα ποὺ καλούμαστε νὰ φτάσουμε εἶναι ἡ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσω τοῦ
Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐμεῖς οἰ ἄνθρωποι «θεούμεθα», θεοποιούμαστε,
γινόμαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β΄ Πέτρου 1,4). Προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινή
μας φύση ὀ Χριστὸς ποὺ εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση του μᾶς ἔχει κάνει γιοὺς
τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Ἐν αὐτῷ εἴμαστε “υἱοθετημένοι” ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ
γινόμαστε γιοὶ ἐν τῷ Υἱῷ.
Γι΄ αὐτὸ ἀδελφοί, μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀνακράξατε: “Χριστὸς
γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε. Ἄσατε
τῷ Κυρίω πάσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί· ὅτι δεδόξασται.”
Χρόνια σας πολλά με την Αγάπη του Κυρίου μας
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω να βλέπω οτι οι ορθόδοξοι θα αγωνιζόμαστε περισσοτερο
Όμως για το ποιος είναι καλύτερος ας το κρίνει Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός,,, αλλιώς θα πλανηθουμε και θα χάσουμε το στόχο μας και προορισμό μας, που είναι η Αγάπη Του
Καλά Χριστούγεννα σε όλους εσας