Πατρίδα και έθνος κατά το Σύνταγμα
Χαράλαμπος
Β. Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος
Η
έννοια του έθνους και της Πατρίδος συνιστούν θεμελιώδες Συνταγματικά κατοχυρωμένες ακατάλυτες Αξίες, καθότι αναβλύζουν εκ
των διαχρονικών και αναλλοίωτων
επίμοχθων αγώνων των,με αυταπάρνηση
θυσιασθέντων αγωνισαμένων προγόνων μας, δια την Ελευθερία, την ζώσα Ορθόδοξη παράδοση και την
Εθνική μας Ανεξαρτησία.
Ούτως
εις το πρώτο Συνταγματικό κείμενο της Επαναστατημένης Ελλάδας το καλούμενο ως
«Προσωρινόν πολίτευμα της Επιδαύρου» γίνεται εμμέσως πλην σαφώς ρητή μνεία περί
του έθνους αναφερόμενη ως εξής :
«Όσοι
αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδας πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν
Έλληνες»
Είναι
πρόδηλο ότι το έθνος υποκρύπτεται εις την διάταξη κάτω από τις δηλωτικές λέξεις
και φράσεις : α) αυτόχθονες κάτοικοι και
β) πιστεύουσιν εις Χριστόν. Με τις δύο αυτές φράσεις δηλώνονται δύο από τα θεμελιακά στοιχεία του
έθνους, δηλονότι το «ομόαιμον» και το «ομόθρησκον» κατά τον Ηρόδοτο.
Ως
εκ τούτου υποδηλώνεται η ταυτότητα των κατοικούντων, εις την Ελλάδα η οποία
δέον όπως έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία θα τους καθιστά
κληρονόμους του παρελθόντος και θεματοφύλακες του μέλλοντος διότι τοιουτοτρόπως
δύνανται να διεκδικούν το κοινό αίτημα της ελευθερίας και της εθνικής
ανεξαρτησίας, άρα κοινή καταγωγή, αγάπη δια την γή, δια την πατρίδα και την
Θρησκεία, ήτοι δια τον πολιτισμό.
Άρα
λοιπόν ο πυρήν της Εθνικής ταυτότητας η οποία προσδιορίζει τον Ελληνισμό
καθίσταται το ομόαιμον, κοινή καταγωγή, από την ίδια γη και το ομόθρηκσον,
πίστη εις το Χριστόν, ως δεσπόζουσα πολιτισμική συνιστώσα αλλά και εν τοις
πράγμασι βιωματική πίστη προς την Κεφαλή της Εκκλησίας μας.
Εξάλλου
ρητή αναφορά γίνεται και εις το Σύνταγμα της Τροιζήνας ως εξής :
Εις
το άρθρο 5 του οποίου ορίζεται ότι « η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος, πάσα
εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού» Είναι η πρώτη διάταξη
Ελληνικού Συντάγματος που καθιερώνει την λαϊκή κυριαρχία ως πηγάζουσα από το
έθνος.
Ταύτη
είναι η Συνταγματική μας κληρονομικά εξ ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους, μετά
ταύτα βεβαίως, εξοβελίσαμε την ίδια την παράδοσή μας δίκην ενός αόριστου
προοδευτισμού και επάγομαι ακολούθως :
Το
πρώτο Σύνταγμα εις το οποίο γίνεται ρητή αναφορά εις το έθνος είναι το Σύνταγμα
του 1844, το οποίο προέκυψε από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.
Στο άρθρο 60 το Σύνταγμα αυτό όριζε ότι
:
«οι
Βουλευταί εκπροσωπούσι το έθνος και ουχί μόνον την επαρχίαν υπό της οποίας
εκλέγονται»
Εκτενέστερη
όμως και πιο συγκεκριμένη και ουσιώδης αναφορά εις το έθνος γίνεται με το
επακολουθήσαν Σύνταγμα του 1864. Στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος εκείνου
οριζόταν ότι : «άπασαι οι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του έθνους, εκτελούνται δε
καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και στο άρθρο 67 επαναλαμβανόταν η διάταξη
του άρθρου 60 του 1844 : «οι Βουλευταί αντιπροσωπεύουσι το έθνος και ουχί μόνον
την επαρχίαν υπό της οποίας εκλέγονται». Έκτοτε οι διατάξεις αυτές
επαναλαμβάνονται εις όλα τα Συντάγματα του 1911, 1927 και 1952.
Το
λεγόμενο «Δημοκρατικό Σύνταγμα» του 1927 όριζε επιπλέον εις το άρθρο 24 ότι :
«ο γάμος ως θεμέλιον…..της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους τελεί υπό την
ιδιατέρανπροστασίαν του Κράτους».
Εν
τέλει το ισχύον Σύνταγμα ορίζει το μεν άρθρο 1 παρ. 3 ότι «όλες οι εξουσίες
πηγάζουν από τον Λαού , υπάρχουν υπέρ αυτού
και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», στο άρθρο 51 παρ.
2 ότι «οι Βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος»
Ως
εκ τούτου δηλαδή ομιλούμε κατ’ ουσίαν δια την οριοθέτηση των εννοιών του λαού
και του έθνους, σαφώς το τελευταίο «αγαθό» υπερτερεί έναντι των πάντων διότι
συνιστά το σύνολο της Ελληνικής προσωπικότητας όπως έχει διαμορφωθεί εις τον
χρόνο, συγκεφαλαιώνοντας, την αργόσυρτη ιστορική διαδρομή, την θρησκεία τη
γλώσσα, τους πολέμους, τις τέχνες, τα γράμματα, τις θυσίες, τον διαρκή αγώνα
ενός λαού το οποίο αυτοπροσδιορίζει οντολογικά την ύπαρξη του εις την πορεία
των αιώνων, εξ αυτού του λόγου το έθνος συνιστά θέμεθλιο δια την Συνταγματική
έννομη τάξη διότι συνιστά μέρος της Συνταγματικής Ιστορίας, του πολιτικού
γίγνεσθαι και των αναπόδραστων πολιτισμικών οσμώσεων στο διεθνές περιβάλλον, εξ
αυτού του λόγου η έννοια έθνος και Πατρίδα επικυρώνονται εκ της Συνταγματικής
εννόμου Τάξεως, αργής γενομένης εκ της ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους και
εντεύθεν.
Παλαιότερον
λοιπόν, αρχής γενομένης των πρωτόλειων Συνταγμάτων, ήτοι 1944, 1864, 1911, 1927
άχρι και το 1952 το έθνος θεωρούταν ως πηγή όλων των εξουσιών κατά άρθρο 1
παράγραφος 3, μετά ταύτα, το 1975 τροποποιήθηκε και ισχύει ως σήμερα ως εξής «όλες
οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτούς και του έθνους και
ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα»
Σήμερα
η Αξία της Πατρίδος αναγορεύεται σε μείζον εγγυητικό παράγοντα της απαρεγκλίτου τηρήσεως του Συντάγματος εις την
ακροτελεύτια διάταξη αυτού, ήτοι την παράγραφο 4 του άρθρου 120 το οποίο παραθέτω ευθύς αμέσως, ήτοι την
επιτομή του Συνταγματικού Πατριωτισμού :
«Η
τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται
και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να
το καταλύσει με τη βία»
Άρα
λοιπόν, ναι μεν ο λαός καθίσταται ως ύστατος εγγυητής της Συνταγματικής Νομιμότητας
δια της ρητώς παραδεδεγμένης και αναγνωρισμένης υποχρέωσης αντιστάσεως του
κατά της οιασδήποτε Αρχής η οποία διολισθαίνει σε πολιτειακές εκτροπές ασκώντας
καταχρηστικά την πολιτική εξουσία υποσκάπτοντας τα θεμέλια της συντεταγμένης προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής
μας Δημοκρατίας και του Κράτους δικαίου.
Το
προρρηθέν δικαίωμα το οποίο συνιστά ταυτοχρόνως και υποχρέωση των πολιτών
απορρέει από την θεμελιώδη υποχρέωση των Ελλήνων πολιτών να εκδηλώνουν
εμπράκτως αφοσίωση προς την πατρίδα και την δημοκρατία όπως και αναφέρεται
ρητώς εις την παράγραφο 2 του οικείου άρθρου το οποίο παραθέτω , άρα ερείδεται
στην ευλαβική υπακοή προς το Σύνταγμα.
Παράγραφος
2 «ο
σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην
πατρίδα και την Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των πολιτών»
Νοείται
λοιπόν ότι ο πολίτης (λαός), η Δημοκρατία και Πατρίδα, συνιστούν θεμελιώδεις
έννοιες, αξεδιάλυτα και οργανικά συνυφασμένης μεταξύ τους, εν ολίγοις συνιστούν
αναγκαίες προϋποθέσεις, οι οποίες τελούν σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους και
αποβλέπουν, στην διαφύλαξη και περιφρούρηση της απαρέγκλιτου τηρήσεως της Συνταγματικής
εννόμου τάξεως.
Κατά συνέπεια
λοιπόν το δικαίωμα αντιστάσεως, έναντι της
εκάστοτε Αρχής η οποία εκδηλώνει δια πράξεων και παραλείψεων και δη κατ’
εξακολούθηση, την κατάφωρη περιφρόνηση
προς την πιστή εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος, επαφίεται στον
πατριωτισμό την Ελλήνων, τούτο σημαίνει ότι ο Συνταγματικός νομοθέτης έχει
αναγάγει την φιλοπατρία σε συστατικό στοιχείο της Συνταγματικής νομιμοφροσύνης.
Περαιτέρω
λοιπόν η αντίσταση, ως έκφανση αφοσίωσης στην πατρίδα και στην δημοκρατία
συνιστά δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών, οι οποίοι δύνανται να αντιδράσουν
με την μετέλευση οιουδήποτε προσφόρου μέσου θεμιτού ή αθέμιτου με γνώμονα να
διαφυλάξουν πάση θυσία την Συνταγματική Νομιμότητα και την Δημοκρατία.
Το
αυτό ίσχυε εις όλα τα Συντάγματα του
Ελληνικού Κράτους πλέον, ήτοι του 1843,1864,1911,1927 και 1952 αναγράφουν εις
το ακροτελεύτιο άρθρο τους : « η τήρησις
του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον Πατριωτισμό των Ελλήνων….»
Το
δικαίωμα αντίστασης κατά της αρχής
συνιστά άτυπη κύρωση κατά παρανόμου η καταχρηστικής άσκησης της πολιτικής
εξουσίας στην καλύτερη δε περίπτωση προληπτική εγγύηση τήρησης της
συνταγματικής νομιμότητα στο βαθμό μπορεί να αποτρέπει τους κυβερνώντες από
συναφή ατοπήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή ύστατη κατασταλτική
εγγύηση τήρησης του Συντάγματος στον βαθμό που
εμπιστεύεται τους πολίτες την αποφυγή της κατάλυσής του.
Πλην
όμως η εν λόγω αρχή συνιστά απλώς μία αμιγώς θεωρητική διακήρυξη, επί της οποία
δεν χωρεί η δικαστική επιδίωξη εφαρμογής της δια ασκήσεως οιουδήποτε
προσήκοντος ένδικου βοηθήματος.
Φρονώ
ότι σήμερα εισέτι και ως σήμερα δεν παύει να σηματοδοτεί μία θεμελιώδης αρχή
σχετικά με την εμπέδωση και διεκδίκηση της ουσιαστικής δημοκρατίας η οποία
επιδέχεται πάντοτε βελτίωση και εξέλιξη.
Σήμερον
η ύπαρξη της διάταξης αυτής καθίσταται ιδιαζόντως επίκαιρη, λόγω της ψηφίσεως
και εφαρμογής των Μνημονιακών νόμων, οι
οποίοι, καταργούν στην πράξη τα Συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των
πολιτών, ποδοπατώντας το Σύνταγμα και εκδηλώνοντας ευθέως την ευθεία απαξία,
υποτίμηση και ιταμή καταφρόνηση προς το Σύνταγμα.
Ο
λαός οργανωμένα και συντεταγμένα επιβάλλεται να παρέμβει προς όφελος της
Πατρίδος και κατ’ επιταγή, πέραν της συνειδήσεώς του, την παράγραφο 2 του
Συντάγματος, δηλαδή της επιβεβλημένης έμπρακτης αφοσίωσης στην Πατρίδα και την
Δημοκρατία, η οποία αποτελεί ισχυρό κίνητρο να αντισταθεί στους σφετεριστές της
λαϊκής κυριαρχίας οι οποίοι δια πράξεων και παραλείψεων καταλύουν το Σύνταγμα
εκδηλώνοντας κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή της περιφρόνηση προς αυτό.
Ως
εκ τούτου σήμερα παρά ποτέ καθίσταται ιδιαιτέρως επίκαιρος η ενεργοποίηση της
εν λόγω διατάξεων του Συντάγματος εκ μέρους του λαού προκειμένου να προασπίσουν
με κάθε πρόσφορο μέσο το οποίο κατατείνει προς την αποσόβηση της κατάλυση του
Συντάγματος εκ των σφετεριστών της λαϊκής κυριαρχίας, οι οποίοι υπό την επίφαση
της Δημοκρατίας, καταστρατηγούν τις διατάξεις του υπέρτατο θεμελιώδους Νόμου
τον οποίο εκ των ών ουκ άνευ, συνιστά το Σύνταγμα και πρέπει να εφαρμόζεται από
όλους ευλαβικά εν παντί και πάντοτε.
Την
σήμερον ημέρα, εντός των πλαισίων της της δημοκρατίας μας, τα ουσιαστικά
θεμέλια της οποίας υποσκάπτονται πραξικοπηματικά εκ των ίδιων των κυβερνόντων
οι οποίοι, ενεργούν ερήμην του λαού,
καθ’ υπόδειξη και υπαγόρευση των υπερεθνικών διευθυντηρίων, τα οποία
τους έχουν καταστήσει έμμισθα φερέφωνα τα οποία τελούντα σε διατεταγμένη
υπηρεσία, επιχειρούν να εξυπηρετήσουν άνευ αντιλογίας, πάσης φύσεως αλλότρια
πλην εθνικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα όχι μόνον η Δημοκρατίας μας να έχει
καταλυθεί εκ των ενόντων, η δεδηλωμένη να έχει στην ουσία απολεσθεί, αλλά
κυρίως οι ίδιοι οι εκλεγμένοι εκ του λαού,
να έχουμε μετατρέψει το κράτος σε ένα ιδιότυπο καθεστώς το οποίο
υπακούει αναντιρρήτως τους εντολοδόχους του.
Η
λαβωμένη δημοκρατία, πλήττεται έτι περαιτέρω, δια των δοτών μέσων μαζικής
εξαπατήσεως τα οποία πλάθουν μία εικονική πραγματικότητα, παραχαράζοντας την
αλήθεια προκειμένου να παρελκύουν την κοινή γνώμη και να συσκοτίζουν την
αλήθεια προκειμένου να απολαμβάνουν εσαεί με τις ευλογίες των υπερεθνικών
διευθυντηρίων την νομή της εξουσίας, κονιορτοποιώντας στην κυριολεξία κάθε ψήγμα
νομιμότητας και κάθε έκφανση λαϊκής βουλήσεως, ασφαλώς όλα αυτά υπό την ανοχή
της μάζας-λαού ο οποίος δρα αγεληδόν συνιστώντας δια της κρατική εξουσία ένα
λούμπεν-προλεταριάτο ανάξιο λόγου.
Ως
εκ τούτου λοιπόν πώς αφυπνίζεται ο λαός δια την προστασία της Συνταγματικής
νομιμότητας;
Είναι
πρόδηλον ότι το «έθνος» και η«Πατρίδα» είναι Συνταγματικά κατοχυρωμένες
έννοιες, πλην όμως σήμερον έχουν εννοιολογικώς κατασυκοφαντηθεί και λεηλατηθεί
από τον δηλητηριώδη«εθνομηδενισμό» ο
οποίος έχει καλλιεργηθεί εις την κοινωνία μας από τον ψευδεπίγραφο αριστερισμό
Η
πρόθεσις των δήθεν προοδευτικών, είναι να υποβαθμισθεί η έννοια του έθνους και
να διαστρεβλωθεί διότι ακριβώς συνιστά ανασχετικό φραγμό στην ισοπεδωτική
Παγκοσμιοποίηση και στην Νέα Τάξη Πραγμάτων, η οποία επιδιώκει να
μετασχηματίσει την κοινωνία σε μία υδαρή, διανοητικώς ευνουχισμένη μάζα, η
οποία δρα απερίσκεπτα και βουλεύεται αγεληδόν.
Οι
υπέρτατες αυτές θεμελιώδεις αξίες του έθνους και της Πατρίδας υποδηλώνουν την ταυτότητα ενός λαού στο διάβα
των αιώνων συνέχοντας το παρελθόν, με το παρόν αλλά και το μέλλον, αξίες
ενωμένες σε μια φυσική θα λέγαμε ενότητα αδιάρρηκτη, σφυρηλατημένη στο αμόνι
της ιστορικής, κοινωνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας.
Τα
αναγκαία λοιπόν στοιχεία του έθνους, όπως και ανεφέρθη προηγουμένως, κατά τον
Ηρόδοτο είναι : α) το όμαιμον, β) το ομόθρησκον γ) το ομόγλωσσον και δ) το
ομότροπον, άρα λοιπόν συνιστά (το έθνος νοείται) το ισχυρότερο ιστορικό
γίγνεσθαι ενός λαού, το οποίο μετουσιώνεται σε ιστορικό βίωμα το οποίο δεν
μπορεί καμία δύναμη να ανατρέψει.
Η
αριστερή όμως υποκουλτούρα έχει διαβρώσει και το ισχύον Σύνταγμα δίκην
Μαρξιστικής επιδράσεως, δηλαδή ενώ στις διατάξεις των Συνταγμάτων του 1844,
1864, 1911, 1927, 1952 το έθνος θεωρείται ως πηγή τω εξουσιών, γεγονός το οποίο
επικρίθηκε εντονότατα, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο συνταγματικός νομοθέτης
για πρώτη φορά να αποστεί από την συνταγματική επί του προκειμένου παράδοση με
το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο ως πηγή όλων των εξουσιών αναγνωρίζει το λαό (
άρθρο 1 παρ. 3) αλλά μην μπορώντας να απομακρυνθεί εντελώς από την πάγια
συνταγματική « εθνική» θέση, όρισε ταυτόχρονα ότι οι εξουσίες που έχουν την
προέλευσή τους από τον λαό «υπάρχουν για το λαό και το έθνος»
Άξιο
μνείας είναι στο σημείο αυτό να παραθέσω την κατ’ εμέ ορθή υπ. αριθ. 350/ 2011
απόφαση του Σ.Τ.Ε, η οποία όσον αφορά το έθνος δέχεται τα ακόλουθα :
« Η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας
βασίζεται με στην βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον
του έθνους, οντότητας υπερβαίνουσας τα χρονικά της εν ζωή κοινότητα των
ανθρώπων και τα γεωγραφικά όρια του Ελληνικού Κράτους. Τούτο δε διότι το έθνος
αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα
των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική, απαρτίζεται δε και από τους
έλληνες της διασποράς…Ο συνταγματικός νομοθέτης μεριμνά για την συνέχεια του
έθνους επιτάσσοντας στον απλό νομοθέτη να οργανώνει εκπαίδευση, η οποία, μεταξύ
άλλων, θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής συνειδήσεως και να προβλέπει και
να συντηρεί κοινωνικό δίκτυο υποστηρίξεως της οικογένειας, ως θεμελίου της
συντήρησης και προαγωγής του έθνους»
Άρα
λοιπόν ο εκάστοτε βουλευτής υποχρεούται κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του να
ενεργεί κατά συνείδηση, ασκώντας απεριορίστως το δικαίωμα της ψήφου και της
γνώμης, μου ήτοι να ενεργεί ελευθέρως και κατά βούληση με κράτιστο γνώμονα το
συμφέρον του έθνους, το οποίο συγκεφαλαιώνει την εξυπακουμένη έννοια του λαού
και συνδέεται άρρηκτα με το ελληνικό ομόαιμον, ομόθρησκον, ομόγλωσσον και
ομότροπον» όπως εξάλλου τούτο ρητώς κατοχυρώνεται εις τις διατάξεις του άρθρου
51 παρ. 2 και 60 παρ. 1 του Συντάγματος.
Ωσαύτως
ει το άρθρο 33 παρ. 2 καθιερώνεται η υποχρέωση του πρόεδρο της Δημοκρατίας προ
όρκιση πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, να «υπερασπίζεται την εθνική
ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας», ομοίως ούχ ήττον βαρυνούσης
σημασίας είναι και η διάταξη του άρθρου 59 του Συντάγματος η οποία αναφέρεται
εις τον όρκο των Βουλευτών. Συμφώνως λοιπόν με την προμνησθείσα διάταξη, οι
Βουλευτές ορκίζονται εις το Όνομα της Αγίας Τρίαδας μεταξύ άλλων και «να είναι
πιστοί εις την Πατρίδα..» Αυτή μάλιστα είναι η πρώτη υπόσχεση και έπονται οι
άλλες, ήτοι «να είμαι πιστός στο δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Συνταγμα
και τους νόμους και να εκπληρώνω ενσυνείδητα τα κθήκοντά μου» .
Η
πίστη λοιπόν εις την Πατρίδα είναι το πρώτιστο ύψιστο καθήκον του Έλληνα
Βουλευτού. Ενταύθα πλέον κορυφώνεται η Συνταγματική απαίτηση για πλήρη αφοσίωση
εις την Πατρίδα, διότι με την λέξη πίστη, την οποία σκοπίμως επέλεξε ο
Νομοθέτης, δηλώνεται η απόλυτη παραδοχή
της αξίας της ιδέας της Πατρίδας και η αυστηρή προσήλωση σε αυτήν, και εν
κατακλείδι δια της διατάξεως ταύτης εκφράζεται η αγωνιώδης απαίτηση του
νομοθέτη για την υπεράσπιση της πατρίδας, η οποία εξασφαλίζεται με την
ολοκληρωτική αφοσίωση των Ελλήνων Βουλευτών σε αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου