29 Απρ 2019

Ἡ πτῶσις καὶ ἡ σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως


Ἡ πτῶσις καὶ ἡ σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
Τοῦ Σεβ. Ἠλείας κ. Γερμανοῦ*
Εἶναι σήμερα Σάββατο παραμονὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὅπως λέμε. Εἶναι ἀκόμη σήμερα Σάββατο ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως ἑνὸς βιβλίου ποὺ λέγεται Κλίμακα. Ἔτσι τὸ ἔχει ὀνομάσει. Ἕνα πολὺ μοναχικό, ἀσκητικό, ἀλλὰ ἐποικοδομητικὸ βιβλίο γιὰ ὅλους μας. Ἡ Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτη ποὺ λέγεται καὶ τῆς Κλίμακος. Γιατί ἔχει πάρει ἕνα ἕνα τὰ κεφάλαια καὶ μᾶς ἀνεβάζει πιὸ ψηλά, πιὸ ψηλά, πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.
Βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν θάνατο. Πρέπει νὰ ξέρουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ χριστιανοὶ ἀκόμη περισσότερο ὅτι τὸ κακὸ δὲν τὸ δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς δὲν ἔφερε τὸν θάνατο. Τὸν θάνατον τὸν ἔφεραν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς.

Ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας καὶ βέβαια, ὅταν ἀπομακρύνθηκαν τὰ παιδιά, ὅπως καμιὰ φορὰ ἀπομακρύνονται καὶ τὰ δικά σας τὰ παιδιά, ἂν καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ παιδιὰ δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅλα ὅμως γίνονται, ἀφοῦ ἔφυγαν τοῦ Θεοῦ τὰ παιδιά. Ἔρχεται ὁ Θεὸς καὶ ἐνδύει τοὺς Πρωτοπλάστους, ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βρέθηκαν στὰ ἀγκάθια καὶ στὰ τριβόλια καὶ κρύωναν, ἔρχεται στὸν Παράδεισο καὶ φωνάζει «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ποῦ εἶσαι, τοῦ λέει.
Δὲν τὸν ἔβλεπε, ἀκριβῶς γιατί εἶχαν χάσει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ εὑρίσκοντο ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἄρα εἶχαν φόβο, ἐνῶ ἐμεῖς ὅταν πλησιάζουμε τὸν Θεὸ δὲν ἔχουμε φόβο. Ἐμεῖς στὸ χωριὸ φοβόμασταν νὰ πᾶμε στὴν μάνα μου ὅταν εἴχαμε κάνει καμιὰ τζόλα. Ἔτσι καὶ οἱ Πρωτόπλαστοι. Ἐνῶ προηγουμένως ἦταν μὲ τὸν Θεὸ μαζί, μιλοῦσαν, πήγαινε ὁ Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἔλεγε «θέλω τοῦτο, θέλω ἐκεῖνο», τώρα κρύβεται. Δὲν τὸν εἶδε τὸν Θεό, τοὺς βηματισμοὺς τοῦ Θεοῦ ἄκουσε, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;». Τὸν ἔβλεπε ὁ Θεός, ξέρει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ λέει «Σὲ ἄκουσα νὰ περιπατεῖς στὸν Παράδεισο καὶ κρύφτηκα», τοῦ λέει «Γιατί; Τί συνέβη; Παρέβης τὴν ἐντολή;».
Λοιπὸν ἐκεῖ βρίσκει ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ νὰ κρυώνει, νὰ φοβᾶται καὶ νὰ ἔχει περιζωθεῖ φύλλα συκῆς, λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Μερικοὶ λένε ὅτι τὸ δέντρο ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὴ τρῶνε καρποὺς ἦταν ἡ συκιά. Ἄλλοι λένε ἡ μηλιά. Δὲν ξέρουμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τί ἦταν τὸ δέντρο, τοὺς καρποὺς τοῦ ὁποίου ἀπαγόρευσε νὰ τρῶνε οἱ ἄνθρωποι ὁ Θεός, καὶ γι’ αὐτὸ μὴ τὸ ψάχνετε καὶ ἐσεῖς. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι πολλὲς φορὲς ψάχνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρουν σωματικὰ καὶ πνευματικὰ καὶ ἀφήνουν τὰ σπουδαῖα. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς πολλὲς φορές, ἐνῶ ἔχουμε παραβεῖ τὰ καθήκοντά μας ὡς ἄνδρες καὶ ὡς σύζυγοι καὶ πηγαίνουμε καὶ μαλώνουμε μὲ τὴ γυναίκα μας, ἂν ἔφτιαξε καλὰ τὸ φαγητὸ καὶ εἴμαστε νευριασμένοι ἀπὸ ἄλλα θέματα καὶ ξεσπᾶμε στὴ σύζυγό μας ἢ στὰ παιδιά μας κ.ο.κ.
Ἐκεῖ ποὺ βρῆκε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα σκεπασμένους μὲ συκόφυλλα καὶ τὰ συκόφυλλα εἶναι μεγάλα, ὅπως ξέρετε. Μποροῦσαν νὰ πάρουν καὶ φύλλα ἀπὸ ἕνα πεῦκο, ἀλλὰ πῶς νὰ τὰ φτιάξουν καὶ πῶς νὰ τὰ ράψουν, ἐνῶ μὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν μεγάλο σκέπασαν τὴν γυμνότητά τους, λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἔτσι βρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι στὰ ἀγκάθια καὶ στὰ τριβόλια, ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἔρχεται, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, καὶ τοὺς ἔβγαλε τὰ φύλλα τῆς συκῆς καὶ «τοὺς ἐνέδυσε δερματίνους χιτῶνας».
Δὲν τὸ πολυπροσέχουμε, ἀλλὰ εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτό, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες. Τί ἑρμηνεία δίνουν στοὺς δερμάτινους χιτῶνες οἱ ἑρμηνευτὲς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας; Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς ἔνδυμα χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶχε τὰ φύλλα, δὲν εἶχε ἔνδυμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέμε σὲ ἄλλη περίπτωση «ἔνδυμα γάμου». Ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἦταν γυμνὸς καὶ ἑπομένως ὁδηγεῖται στὸν θάνατο. Ἔτσι, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, φανερώνουν, δείχνουν στοὺς ἀνθρώπους, ἔδειξαν, τὸν θάνατο τῶν Πρωτοπλάστων. Καὶ αὐτὸ ἀπὸ βοήθεια, γιατί ἔτσι κέρδισαν μὲ τὸν θάνατο, κέρδισαν νὰ εἶναι αἰώνιος ὁ θάνατος. Στὶς Ἀρχιερατικὲς εὐχὲς ποὺ διαβάζουμε στὰ μνημόσυνα λέμε ὅτι ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς τὸν θάνατο «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἰδοὺ λοιπόν, δὲν ἔφερε ὁ Θεὸς τὸν θάνατο. Ὁ Θεός, ἐπαναλαμβάνω, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν δυνατότητα νὰ μὴ πεθάνει ποτέ, ἀλλὰ νὰ ζεῖ αἰώνια καὶ χαρούμενα. Τώρα, λοιπόν, μὲ τὴν παρακοή, ἦλθε ὁ θάνατος. Αὐτὸ δὲν τὸ λέει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐνδύει τὸν ἄνθρωπο μὲ δερμάτινους χιτῶνες. Πᾶνε οἱ πνευματικοὶ χιτῶνες ποὺ διατηροῦσαν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τώρα πλέον ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο.
Ὁ θάνατος εἶναι προστατευτικὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιατί γιὰ φανταστεῖτε, ἐγὼ τώρα εἶμαι 90 χρονῶν καὶ ἀρχίζω νὰ μὴ μπορῶ νὰ περπατάω. Γιὰ φανταστεῖτε νὰ πάω 300 ἐτῶν. Ποιὸν νὰ πρωτοπεριποιηθοῦν σὲ ἕνα σπίτι ἂν κάποιος εἶναι 1.000 ἐτῶν; Τί γενεὲς καὶ τί θλίψη θὰ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρωπότητα, ἐὰν μᾶς ἄφηνε ὁ Θεὸς νὰ ζοῦμε; Θὰ εἴχαμε μία κόλαση πραγματική. Ὅμως τώρα βλέπετε, ὅταν πιὰ ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ γερνάει ἢ νὰ πονάει καὶ νὰ θλίβεται μᾶς παίρνει ὁ Θεός, ἐπιτρέπει τὸν θάνατο, καὶ ἐμεῖς λέμε «τὸν ἀνάπαυσε ὁ Θεός». Μὲ τὸν θάνατο λέμε «ἀνεπαύθη». Ἄρα ὁ θάνατος εἶναι, κατὰ ἕνα λόγο, σωτήριος.
Τώρα, στὴν Εὔα. Εὔα σημαίνει «ζωή», ὅπως ξέρετε. Αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς πρώτης γυναίκας. «Ζωή», γιὰ νὰ φέρει τὴ «ζωή», ἀλλὰ ἔφερε τὸ θάνατο. Ἰδού, ὅμως, ἦλθε στὴν Εὔα καὶ τῆς λέει «ἀπὸ σένα θὰ γεννηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ θὰ σᾶς πάρει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ Σατανᾶ, ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Θὰ σᾶς φέρει τὸ φῶς» καὶ ἰδού, ἡ Παρθένος μᾶς γεννάει τὸν Χριστό, τὸ σωτήρα καὶ λυτρωτή μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει στὸν Παράδεισο τῆς αἰώνιας βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ νόημα, ὅταν λέμε σαρκώθηκε ὁ προαιώνιος Θεὸς Λόγος. Μποροῦσε νὰ πεῖ καὶ νὰ γίνει. Ἀλλὰ σὰν Πατέρας ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός του καὶ προσλαμβάνει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ σάρκωση εἶναι πρόσληψη ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὄχι ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸ παίρνει κοντά του ὁ Θεός, τὸ ἑνώνει μὲ τὴ δική του θεϊκὴ φύση καὶ τὸ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ περίοδος τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων μέσα σὲ 50 ἡμέρες.
Προσέξτε τί διαβάσαμε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστὸς βρίσκει τὸν Τελώνη καὶ τοῦ λέει «ἀκολούθει μοι». Λένε οἱ ἄλλοι «μετὰ πορνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐστι καὶ ἐσθίει ὁ διδάσκαλός σας». Τοὺς ἀπαντᾶ «ἐγὼ γι’ αὐτὸ ἦρθα, ἐγὼ εἶμαι γιατρὸς καὶ ὁ γιατρὸς στοὺς ἀρρώστους πάει». Μὴ λέμε «ἐγὼ ἔχω ἁμαρτίες, δὲν πάω στὴν Ἐκκλησία» ἢ «ἔχω ἁμαρτίες πολλές, δὲν πάω νὰ ἐξομολογηθῶ». Εἶναι σὰν νὰ λὲς «ἔχω βρωμίσει, ἀλλὰ τὰ χέρια μου δὲν τὰ πλένω». Ἐδῶ εἶναι ὁ πνευματικός, ἐξομολογούμαστε καὶ καθαριζόμαστε. «Μά, θὰ ξαναλερωθοῦμε», θὰ πᾶμε πάλι νὰ πλυθοῦμε, ἀφοῦ θὰ πᾶμε στὶς δουλειές, πάλι θὰ λερωθοῦμε καὶ πάλι θὰ πλυθοῦμε. Μέχρι πότε; Θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος ὄρθιο. Καθαρούς, μετανιωμένους, ἐξομολογημένους. Προχωρᾶ ὁ Χριστός. Παίρνει καὶ τὸν τελώνη μαζί. Ἀνεβαίνει στὸν Σταυρὸ ἀντὶ ὅλων ἡμῶν. Ἐκεῖ ποιὸς μπῆκε πρῶτος στὸν Παράδεισο; Ποιὸς μπῆκε πρῶτος στὸν Παράδεισο; Ὁ Ληστής, γι’ αὐτὸ ψάλλουμε καὶ στὰ νεκρώσιμα «Ληστὴν τοῦ Παραδείσου Χριστὲ πολίτην». Δὲν μπῆκαν οὔτε οἱ Ἀρχιερεῖς οὔτε οἱ ἱερεῖς οὔτε οἱ Γραμματεῖς οὔτε οἱ Φαρισαῖοι οὔτε νομικοί, ἀλλὰ μπῆκε ὁ Ληστής. Γιατί μπῆκε ὁ Ληστής; Τί ἔκανε; Εἶπε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου». «Νῦν, τώρα, θὰ εἶσαι μαζί μου στὴν βασιλεία μου», τελείωσε. Ἕνα «Κύριε ἐλέησον» μᾶς ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Ὄχι νὰ λέμε ὅπως λένε «ἅμα γεράσω θὰ πάω στὴν Ἐκκλησία». Θὰ προλάβεις νὰ γεράσεις; «Ἂν καταλάβω τὸν θάνατο, φωνάζω τότε τὸν παπὰ νὰ μὲ κοινωνήσει». Θὰ προλάβεις; Ἢ θὰ πάθεις ἐγκεφαλικὸ καὶ δὲν θὰ ξανασυνέλθεις; Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι.
Προετοιμασμένοι πάντοτε οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν, ὥστε ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας, νὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἀνέβασε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή του ἀνοίγοντας τὶς πύλες τοῦ Ἅδου παίρνοντάς μας ἀπὸ τὸ σκοτάδι, μᾶς ἀνέβασε καὶ μᾶς ἔδωσε καὶ τὴ ζωή Του καὶ μὲ τὴν Ἀνάληψή του. Προσέξτε, ἡ Ἀνάληψη εἶναι μία μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Τώρα εἶναι ἐργάσιμη δὲν τὴν λαμβάνει κανεὶς ὑπ’ ὄψιν. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπότητας καὶ ἡ καθοδήγηση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καὶ ἡ τοποθέτησή της στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Ἄρα ξαναγυρίσαμε ὅλοι ἐκεῖ. Ἐκεῖ εἴμαστε τώρα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὴν Κλίμακά του μᾶς λέει πῶς θὰ ἀνεβοῦμε· ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε Χριστιανοί, νὰ βαπτιστοῦμε ἑπομένως, νὰ μυρωθοῦμε, ὅτι πρέπει νὰ κοινωνήσουμε, ὅτι πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε, ὅτι πρέπει νὰ συγχωρᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας, ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τὸν συνάνθρωπο, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸν κατακρίνουμε καὶ σιγὰ σιγὰ μὲ τὴν σκάλα μᾶς ἀνεβάζει ἐκεῖ, γιατί ἤδη ἔχει γίνει ἡ σκάλα καὶ γέφυρα, ἡ Θεοτόκος. Ψάλλουμε στοὺς Χαιρετισμοὺς «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ γέφυρα ποὺ μετάγεις τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν». Μέσα στὴν Ἐκκλησία μας. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας δὲν ὑπάρχει οὔτε σωτηρία οὔτε λύτρωση οὔτε αἰώνια ζωὴ στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός.
Ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ μᾶς βλέπει καὶ μᾶς παρακολουθεῖ ὄχι ὡς ἀστυνομικός, ἀλλὰ σὰν πατέρας ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς ἁρπάξει, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ πέσουμε, σὰν καλὴ μάνα ποὺ συμβουλεύει τὸ παιδί της καὶ τῆς λέει «πρόσεξε κόρη μου». Σὰν Θεὸς ἀληθινὸς μᾶς ἐνισχύει στὴν καθημερινή μας ζωή. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι μέγας εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητας, γιατί προστατεύει τοὺς ἀνθρώπους.
Λένε μερικοί, αὐτὸν τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς ἄλλαξαν τὸ Σύνταγμα, καὶ ἄλλαξαν τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος νὰ εἶναι οὐδέτερο ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία! Μήπως οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶναι ἐδῶ; Κανεὶς δὲν τοὺς πολεμάει. Οἱ διάφοροι ἄλλοι λαοὶ μὴ Ὀρθόδοξοι, Τοῦρκοι κ.λπ. δὲν εἶναι ἐδῶ; Ποιὸς τοὺς πολεμάει. Μόνο ἐδῶ βρίσκουνε γαλήνη στὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ τοὺς Ἕλληνες Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους. Ποιὸς ὑπερασπίστηκε ξένους 30, 40, 50 χιλιάδες ποὺ μᾶς ἔφεραν; Μόνο ἐδῶ. Οἱ Γερμανοὶ εἶπαν «μακριά», οἱ Ὁλλανδοὶ εἶπαν «μακριά», οἱ Γάλλοι εἶπαν «μακριά», «θὰ πάρουμε μόνον ὅσους θέλουμε νὰ μᾶς δουλεύουν μοναχά». Καὶ ἐδῶ λοιπὸν ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ποὺ προστατεύει τὴν ἀνεξιθρησκία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως τοῦ καθενός μας, γιὰ τοὺς Ἕλληνες Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ εἴμαστε τὸ 95% τῶν κατοίκων λέει «θὰ εἴμαστε ἀδιάφοροι». Ποιὸς ἔσωσε τὸ 1821; Ποιὸς βοήθησε τὸ 1821; Μὲ τὰ μοναστηριακὰ κτήματα δὲν κρατήθηκε ἡ Πατρίδα μας; Τί νὰ τοὺς κάνω; Ὅλοι ποῦ καταφεύγουν; Δὲν καταφεύγουν στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν τώρα τὴν φτώχεια; Ἡ Ἐκκλησία τί λέει; «Εἰρήνη πᾶσι». Μὴ κάνετε πολέμους. Αὐτοὶ χαλᾶνε τὰ χρήματα τὰ δικά μας, τὸν κόπο μας καὶ τὸ αἷμα μας, γιὰ νὰ φτιάχνουν πολεμικὰ ὅπλα. Ἐμεῖς λέμε «εἰρήνη πᾶσι», δὲν χρειάζονται. Ὁ Ἅγιος προφήτης Ἡσαΐας λέει «θὰ ἔρθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ μεταβληθοῦν τὰ ὅπλα, τὰ μαχαίρια, σὲ ἀξίνες», γιὰ σκάψιμο δηλαδή, γιὰ φύτεμα. Τώρα δὲν φυτεύει κανένας… τέλος πάντων.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ποὺ βοηθάει τὴν ἀνθρωπότητα, εἶναι αὐτὴ ποὺ λέει «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ τοὺς ἐχθρούς σας καὶ αὐτοὶ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς ἐπειδὴ λέει νὰ ἔχουμε εἰρήνη. Μᾶς λένε «Τὰ ὅπλα ἐμεῖς πῶς θὰ τὰ φτιάχνουμε; Οἱ βιομηχανίες τῶν ὅπλων πῶς θὰ συντηρηθοῦν;».
Νὰ ζήσουμε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μέχρι τὴν Λαμπρή, νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστὸ στὰ βάγια, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ στὸ πάθος του καὶ νὰ μὴ σκορπιστοῦμε, νὰ μὴ βγάλουμε μαχαίρι, ὅταν μᾶς συλλάβουν κάποιοι σὰν τὸν Ἀπ. Πέτρο, γιατί δὲν θέλει μαχαίρια, τὰ μαχαίρια θέλει νὰ τὰ ἔχουμε, ἀλλὰ θέλει «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος», ὄχι αὐτὴν ποὺ κόβει κεφάλια καὶ σκοτώνει ἀνθρώπους, ἀλλὰ θέλει αὐτὴν τὴν πνευματικὴ μάχαιρα, ποὺ κόβει ἐλαττώματα, ποὺ κόβει λάθη, ποὺ μᾶς κλαδεύει καλὰ γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀναπτυχθοῦμε καλύτερα καὶ νὰ φτάσουμε στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κατεβοῦμε μαζὶ στὸν Ἅδη καὶ νὰ μᾶς ἀναστήσει ἀπὸ τὸν Ἅδη καὶ ὅλους μαζί, νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ τὴν Ἀνάληψή του στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Ἀμήν.
* Ἀπομαγνητοφώνησις τοῦ κηρύγματος τοῦ Σεβ. Ἠλείας κ. Γερμανοῦ εἰς τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Νεκταρίου τὸ Σάββατον 30.03.2019. Ὁ Σεβασμιώτατος ἐλειτούργησεν, ἐκήρυξεν καὶ ἐτέλεσε τὸ μνημόσυνον ἀειμνήστου θείας του… κατόπιν ἐκάθισε μὲ τοὺς συγγενεῖς καὶ τὸν πρόεδρον τῆς Π.Ο.Ε. κ. Κων/νον Σαμωνᾶν κατὰ τὴν διανομὴν τοῦ κολλύβου, εἰς τὴν αἴθουσαν Ἀρχιμ. Μᾶρκος Μανώλης, ὅπου πλῆθος πιστῶν ἔλαβε τὴν εὐχήν του. Από orthodoxostypos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου