Το Φανάρι μετά την οθωμανική κατάκτηση
Στοιχεία από τη φορολογική απογραφή του
1454-1455
Το Φανάρι (Καρδίτσας), από την υστεροβυζαντινή
ακόμα περίοδο υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά αλλά και διοικητικά κέντρα
της Θεσσαλίας και, λόγω της προνομιακής του θέσης, αποτέλεσε το μήλον της
έριδος για κάθε επίδοξο κατακτητή.
Κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1393, κατά
τη δεύτερη φάση της οθωμανικής εισβολής στη Θεσσαλία. Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο
του 1404, εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα (στα χρονικά της εποχής αναφέρεται ως
«απιστία του Φαναρίου»), το οποίο είχε άδοξο τέλος. Ακολούθησε μια μικρή
περίοδος ελευθερίας, σύντομα όμως το Φανάρι, όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της
Θεσσαλίας, κατακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς το 1423. Το 1444 εκδηλώθηκε
η τελευταία απεγνωσμένη εξέγερση των Θεσσαλών εναντίον των Οθωμανών, με
αποτέλεσμα κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας να ελευθερωθούν και πάλι προσωρινά.
Στα πλαίσια της εξέγερσης αυτής, ο Δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος (μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου), επικεφαλής
στρατιωτικού σώματος, επιχειρεί την ύστατη
προσπάθεια ανακατάληψης των κατακτημένων περιοχών. Το 1445 προέλασε στη Στερεά, εισέβαλε στη Θεσσαλία και πέρασε από το Φανάρι με προορισμό τον
ορεινό όγκο των Αγράφων. Την άνοιξη όμως του 1446 ηττήθηκε από τον Τουραχάν και
η περιοχή πέρασε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών.
Μετά
την οθωμανική κατάκτηση το Φανάρι έγινε έδρα πασάδων, μετονομάστηκε σε Φενάρ
Μπεκίρ (Fenar bekir) και εντάχθηκε στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα, αποτελώντας
έναν από τους τέσσερις καζάδες (kaza), δηλαδή επαρχίες, στις οποίες χωρίστηκε
το σαντζάκι (sancag) Τρικάλων, το οποίο περιλάμβανε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Οι
άλλοι τρεις καζάδες ήταν τα Τρίκαλα (Tirhala), η Λάρισα (Yenisehir) και τα
Άγραφα (Ağrafa). Στο Φανάρι υπάγονταν και τα πέντε γειτονικά μπεηλίκια, της
Λαζαρίνας, του Φενάρ Μαγούλα (Μαγούλα), της Παραπράσταινας (Προάστιο), της
Σαρακίνας (κοντά στο σημερινό Παλαιοκκλήσι) και του Φράγκου. Σημαντικές
πληροφορίες για την κοινωνική και πληθυσμιακή δομή αλλά και για τις ασχολίες
των κατοίκων στο Φανάρι και γενικότερα στο σαντζάκι Τρικάλων μας δίνουν τα
φορολογικά κατάστιχα (tahrir defter) της απογραφής του 1454-1455, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον διοικητικό υπάλληλο
Μουράτ Mπέη και τον γραμματικό του Ρουστέμ, κατά το χρονικό διάστημα από 22
Δεκεμβρίου 1454 έως 10 Δεκεμβρίου 1455.
Σύμφωνα με τα απογραφικά στοιχεία (κατάστιχο
ΒΒΑ/ΜΜ 10), στο διοικητικό διαμέρισμα Φαναρίου, λίγα μόλις χρόνια μετά την
οριστική του κατάκτηση από τους Οθωμανούς,
υπήρχαν τέσσερις ελληνικές συνοικίες (mahalle) με 417 συνολικά
χριστιανικές οικογένειες (321 πλήρη νοικοκυριά και 96 χήρες). Οι συνοικίες αυτές ήταν η συνοικία των Αγίων Θεοδώρων,
η συνοικία του Σωτήρος, η συνοικία του Μυροβλήτη και η συνοικία της Αγοράς. Τα
ονόματα των τριών από τις παραπάνω συνοικίες αποκαλύπτουν την ύπαρξη
αντίστοιχων χριστιανικών ναών και ενοριών του Φαναρίου. Το μουσουλμανικό
στοιχείο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δε φαίνεται να είναι οργανωμένο σε
χωριστή συνοικία, αλλά συγκροτεί τρεις
κοινότητες, οι οποίες αποτελούνται από 151 συνολικά μουσουλμανικές οικογένειες
(146 πλήρη νοικοκυριά και 5 χήρες). Η πρώτη μουσουλμανική κοινότητα αντιπροσώπευε
τους παλιότερους μουσουλμάνους κατοίκους, που εγκαταστάθηκαν στο Φανάρι κατά
την αρχική του κατάκτηση. Η δεύτερη
κοινότητα απογράφηκε ως κοινότητα εξαρτώμενη από τον Μεχμέτ Μπέη,
δεύτερο γιο του Τουραχάν και διοικητή (subasi) τότε του Φαναρίου, και η τρίτη
ως εξαρτώμενη από τον Χατζή Μπέη, διοικητή των Αγράφων. Οι δυο μικρότερες
κοινότητες περιλάμβαναν μουσουλμανικούς πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στο
Φανάρι μετά την οριστική του κατάκτηση. Στις παραπάνω μουσουλμανικές κοινότητες
περιήλθαν η ιδιοκτησία του βυζαντινού χωροδεσπότη, Γαβριηλόπουλου, αλλά και τα κτήματα των άλλοτε
αρχόντων του Φαναρίου. Εκτός από τους απλούς Τούρκους κατοίκους, στην πόλη
κατοικούσε και μια ομάδα πολιτικής και στρατιωτικής αριστοκρατίας με
συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως φαίνεται
και από τα τοπωνύμια: βρύση «Μουλά Μπραΐμη» (μπραΐμης: εισπράκτορας), περιοχή «Χασάν
Κεχαγιά» (κεχαγιάς: επίτροπος, φροντιστής), λόγγος «Εμίν Αγά» (αγάς: πολιτικός
και στρατιωτικός αξιωματούχος). Συνολικά, κατά το συγκεκριμένο έτος,
απογράφονται στο Φανάρι 1.476 χριστιανοί και 906 μουσουλμάνοι, με την εκτίμηση
του συνολικού πληθυσμού να κυμαίνεται γύρω στις 2.300-2.400 κατοίκους. Αυτό
σημαίνει ότι το Φανάρι ήταν μια ακμαία πόλη για τα δεδομένα της εποχής, που
υπολειπόταν ελαφρά σε πληθυσμό των Τρικάλων και της Λάρισας.
Κατά
την περίοδο της πρώιμης τουρκοκρατίας, στην οποία αναφέρεται η συγκεκριμένη
απογραφή, το Φανάρι φαίνεται πως παρουσίαζε έντονη οικονομική δραστηριότητα. Κυρίαρχος
τομέας της οικονομίας, όπως προκύπτει από τα φορολογικά κατάστιχα, ήταν ο
εμποροβιοτεχνικός. Αρκετοί από τους κατοίκους, χριστιανοί αλλά και
μουσουλμάνοι, εξασκούσαν κάποιο εμποροβιοτεχνικό επάγγελμα, όπως ράφτες, υφαντές,
δερματάδες, χαλβαδοποιοί, σιδεράδες κ.ά. Στα απογραφικά στοιχεία, ωστόσο, δεν υπάρχει ειδική αναφορά στο κατεξοχήν βιοτεχνικό
επάγγελμα του Φαναρίου, αυτό του αγγειοπλάστη, το οποίο φαίνεται ότι άρχισε να
ακμάζει τους μετέπειτα αιώνες. Πάντως, η κύρια εμπορική συνοικία της πόλης, η
συνοικία της Αγοράς (mahalle pazar), συγκαταλέγεται στις χριστιανικές
συνοικίες. Από τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες, στα φορολογικά κατάστιχα
αναφέρεται η εκτροφή αιγοπροβάτων (ο σχετικός φόρος αφορά όλη την ευρύτερη περιοχή)
και περιορισμένης έκτασης εκτροφή χοίρων. Αναφορικά με τις γεωργικές
δραστηριότητες, ιδιαίτερα ανεπτυγμένη
ήταν η αμπελουργία, η οποία ασκούνταν κυρίως από τους χριστιανούς και λιγότερο από τους μουσουλμάνους. Σε
μικρότερο βαθμό καλλιεργούνταν οπωροκηπευτικά, τα οποία διοχετεύονταν στην τοπική αγορά. Αξίζει εδώ να
επισημανθεί ότι τόσο η αμπελουργία όσο και η καλλιέργεια οπωροκηπευτικών
αποτελούν μια μακρά παράδοση για το Φανάρι, η οποία φτάνει μέχρι στις μέρες μας. Χαρακτηριστική όμως είναι η πλήρης
απουσία της καλλιέργειας των κύριων δημητριακών, σιταριού και κριθαριού, κάτι
που οφειλόταν στην έλλειψη εκτεταμένων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αλλά και στα
πλημμυρικά φαινόμενα που προκαλούνταν από τη συχνή υπερχείλιση των τοπικών ποταμών.
Στα φορολογικά κατάστιχα αναφέρεται, όμως,
περιορισμένη έκταση ρυζοκαλλιέργειας, η οποία μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί στην
ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση του ρυζιού από την πλευρά της μουσουλμανικής κοινότητας, λόγω θρησκευτικών
επιρροών.
Η
παρουσία εύρωστης μουσουλμανικής κοινότητας στο Φανάρι (ποσοστό 37,5% επί του
συνόλου των κατοίκων) ανάγεται στην εποχή της αρχικής του κατάκτησης από τους
Τούρκους (1393), καθώς τότε ξεκίνησε ο εποικισμός του με Οθωμανούς και η
οργάνωση των πρώτων μουσουλμανικών κοινοτήτων. Κατά τα μεσοδιαστήματα της
ελευθερίας φαίνεται ότι οι Τούρκοι που είχαν εγκατασταθεί παρέμειναν στην
περιοχή και η παρουσία τους ενισχύθηκε μετά την οριστική κατάκτηση της
Θεσσαλίας. Η παρουσία και εγκατάσταση Τούρκων στο Φανάρι παγιώθηκε και
οριστικοποιήθηκε επίσημα λίγα χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη του Ταμασίου, που
υπογράφηκε το 1525 στο χωριό Ταμάσι ή Τσιαμάσι (Ανάβρα Καρδίτσας). Με τη
συνθήκη αυτή η οθωμανική διοίκηση παραχωρούσε στα Άγραφα αυτονομία, με την υποχρέωση
καταβολής ενός ετήσιου φόρου. Βασικός όρος της συνθήκης απαγόρευε στους
Τούρκους να κατοικούν μόνιμα στα Άγραφα, εκτός από το Φανάρι, στο οποίο επιτρεπόταν
η εγκατάσταση Τούρκων κατοίκων αλλά και ισχυρής στρατιωτικής δύναμης.
Η
επιδίωξη των Οθωμανών να εξασφαλίσουν από την αρχή της κατάκτησης της Θεσσαλίας
ισχυρή παρουσία στο Φανάρι γίνεται κατανοητή για ευνόητους λόγους. Το Φανάρι, το οποίο στις πηγές της εποχής αποκαλείται «Κάστρον»,
ήταν μια από τις πιο σημαντικές μεσαιωνικές θεσσαλικές πόλεις, κτισμένο σε φύσει
οχυρή θέση, με το επιβλητικό του κάστρο να εποπτεύει τις διόδους επικοινωνίας
μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας, ιδιαίτερα την οδό Τρικάλων – Άρτας. Ήταν φυσικό,
λοιπόν, οι Οθωμανοί να επωφεληθούν από την προνομιακή του θέση και να το καταστήσουν
ορμητήριο για τον έλεγχο του θεσσαλικού κάμπου και για την επιτήρηση του
ορεινού όγκου των Αγράφων σε όλη την περίοδο της κυριαρχίας τους από τον 15ο
αι. και εξής.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1.
Αρσενίου Λ., Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, Αθήνα 1984.
2.
Bακαλόπουλος Α., Iστορία του Nέου Eλληνισμού, τ. Β΄- Γ΄, Θεσσαλονίκη 1961.
3.
Belticeanu Ν. – Nasturel P. S., Η Θεσσαλία στην περίοδο 1454/55-1506, Θεσσαλικό
Ημερολόγιο, τ. 19, Λάρισα 1991.
4.
Delilbaşi M. – Arikan M., Sûret - i
Defter-i Sancak-i Tirhala I, Ankara 2001.
5.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄- Ι΄, Αθήνα 1974.
6.
Οικονόμου K., Η Λάρισα και η θεσσαλική ιστορία, τ. Δ΄, Λάρισα
2009.
7.
Τερεζάκης Γ., Η θεσσαλική κοινωνία, 12ος -15ος αι. Ιστορικές παράμετροι της
σύνθεσης και κατανομής του πληθυσμού, Ιωάννινα 2013.
8.
Τραυλός Χ., Η θεσσαλική Ιθώμη. Το Φανάρι, Αθήνα 2002.
9.
Τσοποτός Κ. Δ., Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Αθήνα 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου