25 Απρ 2019

ΤΟΥΣ ΔΕΣΜΙΟΥΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΕΙΩΝ ΤΙΣ ΕΞ «ΑΔΟΥ» ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ;

«Στιγμιότυπον ἀπὸ τὴν θαυμαστὴν τελετὴν τῆς ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός. Μυστήριον αἰώνων!»
ΤΟΥΣ ΔΕΣΜΙΟΥΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΕΙΩΝ ΤΙΣ ΕΞ «ΑΔΟΥ» ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ;
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας
Παρατηρεῖται μία καινοφανὴς συνήθεια τὰ τελευταῖα ἔτη νεοεκλεγέντες Μητροπολῖται νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, διὰ νὰ λάβουν εὐχὴν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην διὰ τὴν ἀρχὴν τῆς διακονίας των. Συν­έβη ἀρχικῶς νὰ τὸ πράξουν κάποιοι ἐκ τῶν Ἐπαρχιῶν τῆς Βορείου Ἑλλάδος μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι, ἐπειδὴ τὸν μνημονεύουν εἶναι ὁ ἰδικός των «πρῶτος» καὶ ὀφείλουν νὰ λαμβάνουν τὴν εὐλογίαν του. Ἡ κακὴ αὐτὴ πρακτικὴ ἐπεξετάθη προσφάτως καὶ εἰς Μητροπολίτας εἰς περιοχὰς τῆς Νοτίου Ἑλλάδος μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι ὁ Πατριάρχης εἶναι ὁ «πρῶτος» ὅλης τῆς Ἐκκλησίας!

Προφανῶς ὁ Πατριάρχης δὲν δίδει κάποια ἰδιαιτέραν Χάριν, διότι ἔχει δεχθῆ ἀκριβῶς τὴν ἰδίαν ἱερωσύνην ὡς κάθε Ἀρχιερεύς, ἑπομένως δὲν ἔχουν νὰ λάβουν κάτι περισσότερον ἀπ’ ὅτι ἂν ἐπεσκέπτοντο τὸν Ζιχνῶν καὶ Νευροκοπίου ἢ τὸν Νέας Ζηλανδίας. Θὰ εἶχε πραγματικὰ νόημα μία παρομοία μετάβασις, ἂν αὐτὴ εἶχε σκοπὸν νὰ ἐπισκεφθῆ ὁ νεοχειροτονηθεὶς κάποιον Ἅγιον. Ἡ ἐπιλογὴ μεταβάσεως εἰς τὸ Φανάρι δεικνύει ὅτι αὐτὴ εἶναι συνυφασμένη μὲ μίαν ἑδραιωμένην πεποίθησιν ὅτι αὐτὸν ποὺ δέχονται ὡς «πρῶτον» εἶναι ἀνώτερός των, διὰ τοῦτο οἱ ἴδιοι ὡς ἐλάσσονες εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ αὐτόν! Ἴσως αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον συναντῶνται, ἀλλὰ καὶ ἀφαιροῦν τὸ ἐγκόλπιόν των ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου, καίτοι τὸ ἐγκόλπιον σήμερα εἶναι ἔνδειξις τῆς κοινῆς ἰσοβάθμου ἱερωσύνης.
Ὅπως ἀντιλαμβανόμεθα ἐγκρύπτεται εἰς τὴν ὅλην προβληματικὴν κατάστασιν μία ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ βάσις μὲ συνεπείας ποὺ δὲν ἐντοπίζονται εὐθέως, διότι, ἐνῶ ἡ ὅλη αὐτὴ ἐπίσκεψις παρουσιάζεται ὡς πρᾶξις φιλαδελφίας καὶ ταπεινώσεως, ἀκυρώνει εἰς τὴν οὐσίαν τὸ Ἐπισκοπικὸν λειτούργημα ἀλλὰ καὶ τὴν Ὀρθόδοξον συνοδικότητα. Πρόκειται διὰ μεγάλην πληγὴν εἰς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι καθιστᾶ ὅλους τοὺς Ἱεράρχας ἀνεξαρτήτως εἰς ποίαν Σύνοδον ὑπάγονται παθητικοὺς δέκτας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν αὐτονόητον ὅτι τὸ πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας κρατεῖ ἕνας «παγκόσμιος πρῶτος», ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀναμένουν ἐντολὰς ἢ διευθετήσεις διορθοδόξων προβλημάτων μὲ τὰς πρωτοβουλίας ποὺ αὐτὸς μόνον ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ ἀναλάβη! Εἶναι δυνατὸν ἑπομένως αὐτὸς ὁ ἕνας ἀκόμη καὶ νὰ ἐμποδίση σύγκλησιν Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔστω καὶ ἂν τὸ ζητῆ ὅλη ἡ Ἐκκλησία! Πόσον τελικῶς ἀπέχομεν ἀπὸ τὸν παπισμόν, ὅταν τὸ ἰδεολόγημα περὶ «πρώτου» ἔχη κυριεύσει τὰ πάντα;
Ὁ «πρῶτος»: ἕνα πολιτικὸν κατασκεύασμα
Διὰ τὴν ἀπάντησιν λαμβάνομεν ἀφορμὴν ἀπὸ ἕνα πραγματικὰ ἐνδιαφέρον ἄρθρον ποὺ ἐδημοσίευσεν εἰς τὸ τρέχον περιοδικὸν «Σύναξη» ὁ Καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν κ. Δ. Μόσχος μὲ τίτλον «Ἐκκλησιολογικὲς διαστάσεις τοῦ ζητήματος τῆς Οὐκρανικῆς αὐτοκεφαλίας». Ἀναλαμβάνομεν τὸν κόπον νὰ ἀναφερθῶμεν εἰς τὸ ἄρθρον, τόσον, διότι εἶναι ἐπιβεβλημένον νὰ ἀνοίξη μία εὐρεῖα συζήτησις διὰ τὴν συνοδικότητα, ὅσον καὶ διὰ τὸν λόγον ὅτι ὁ κ. Μόσχος ἀναφέρεται εἰς τὸ ἄρθρον του καὶ εἰς τὸν «Ο.Τ.» -χωρὶς νὰ τὸν κατονομάζη- γράφων καὶ περὶ «Τετάρτης Ρώμης», ὅρον ποὺ ἐχρησιμοποίησε μόνον ὁ «Ο.Τ.» καὶ μάλιστα εἰς πρωτοσέλιδον.
Ὁ κ. Μόσχος σχετικῶς μὲ τὸ «οὐκρανικὸν» λαμβάνει ἀποστάσεις καὶ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας, διὰ νὰ καταλήξη εἰς τὴν πρότασιν ὅτι ἡ ἑνότητα δὲν δύναται νὰ προέλθη οὔτε ἀπὸ τὴν πολιτικὴν ἰσχὺν οὔτε ἀπὸ τὴν ἰσχὺν θέσεων π.χ. πρώτου, δευτέρου κ.λπ., ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀναμόρφωσιν τῆς συνοδικότητος, τὴν ὁποίαν ἐντοπίζει μᾶλλον εἰς τὴν μεγαλυτέραν συμμετοχικότητα ἀπὸ τὴν βάσιν, τὴν διαφάνειαν κ.ἀ. Ἀφήνοντες πρὸς τὸ παρὸν αὐτὰς τὰς προτάσεις ποὺ θέλουν ἀρκετὴν συζήτησιν, μᾶς προβληματίζουν κυρίως τὰ θεμέλια ἐπὶ τῶν ὁποίων οἰκοδομεῖται ἡ τοποθέτησις τοῦ κ. Μόσχου. Γράφει μεταξὺ ἄλλων:
«ὑπάρχει ἡ σχολὴ ποὺ λέει ὅτι ἡ Ἐκκλησία λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της τὶς δομὲς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶναι θεῖο καθίδρυμα, ἔχει βασικὲς δομὲς οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τὴν ἀλήθειά της. Ὡς τέτοιες νοοῦνται ἡ συνοδικότητα καὶ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ (ὡς ἑνότητα στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο). Αὐτὲς οἱ δομὲς περιλαμβάνουν μία συγκεκριμένη ἱστορικὴ διαμόρφωση τῶν τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν βασικῶν συντελεστῶν μέσα σ’ αὐτές. Συντελεστὲς εἶναι ἀφ’ ἑνὸς οἱ ἐπίσκοποι ὡς φορεῖς παραστατικῆς ἐκπροσωπήσεως τῆς μαρτυρίας τῆς ὑπ’ αὐτοὺς συναγομένης εὐχαριστιακῆς κοινότητας, καὶ ἀφ’ ἑτέρου οἱ πρῶτοι θρόνοι μὲ ὑπερεπισκοπικὴ καὶ ὑπερμητροπολιτικὴ αὐθεντία, ποὺ ἐγγυῶνται τὴν ἀσφάλεια τῶν διαδικασιῶν, ὥστε νὰ μὴ προκύπτουν αὐθαίρετες κατασκευὲς (παρασυναγωγὲς κ.λπ.), οἱ ὁποῖες θὰ ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ αὐθεντία… Μετὰ τὸν 10ο αἰώνα στὴν Ἀνατολὴ ἡ Κωνσταντινούπολη ἔμεινε ὁ πρῶτος θρόνος».
Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ προοπτικὴ ποὺ ἐπιμένει εἰς «πρώτους θρόνους» ἐγκλωβίζει παρὰ δίνει λύσεις διὰ τὸ σήμερα, ἀφενὸς διότι παρακάμπτει χάριν τῆς ἱστορίας τὴν δογματικήν, ἀφετέρου ἐπειδὴ ἐπικεντρώνουσα εἰς τὰς ἰσχυρὰς ἐπισκοπὰς πολιτικῶν αὐτοκρατορικῶν κέντρων ἀποσιωπᾶ ἄλλα ἱστορικὰ ἐκκλησιαστικὰ σχήματα.
Ἂν θέσωμεν ὡς βάσιν τὴν ἰδικὴν του ρῆσιν (Συνοπτικὴ Ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, σ. 99) ὅτι « θεμελίωσις τῆς θέσης κάθε θρόνου στὴ σειρὰ τῶν πρεσβείων ἦταν καθαρὰ πολιτικὴ-πρακτικὴ καὶ ὄχι θεολογική», τότε τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ὁποιοσδήποτε χαρακτηρισμὸς τῶν «πρώτων θρόνων» ὡς «βασικῶν συντελεστῶν» διὰ τὴν συνοδικότητα. Ἱστορικὰ ἴσως συνέβη, ἀλλὰ ἂν δὲν εἶναι δεσμευτικὸν ἐξ ἐπόψεως δό-γματος («θεολογικόν»), τότε εἶναι ἁπλῶς ἕνα σχῆμα ποὺ ἐχρησιμοποίησεν ἡ Ἐκκλησία καθ’ ὅσον τὸ κοινωνικὸν πλαίσιον τὸ ἐπέβαλε, δηλ. δὲν μᾶς δεσμεύει ἐσαεί. Σήμερα, ἀντλοῦντες ἀπὸ τὴν Ἱ. Παράδοσιν δυνάμεθα νὰ ἀκολουθήσωμεν ἐναλλακτικὰς ἰσοκύρους ὁδούς. Ἄλλωστε τελικῶς αὐτοὶ οἱ «πρῶτοι θρόνοι», ὅπως τοὺς ὀνομάζει, δὲν ἐπέτυχαν νὰ ἐγγυηθοῦν τὴν ἀσφάλειαν τῶν διαδικασιῶν (βλ. ἔριδα μονοθελητισμοῦ, εἰκονομαχίαν κ.λπ.)
Ἡ πραγματικὴ εἰκών
Μερικὰ βασικὰ ἱστορικὰ σημεῖα ἀποτελοῦν σύγχρονον ὁδηγὸν πρὸς τὴν διασάφησιν τῆς συν­οδικότητος μακρὰν ἀπὸ τὰς ὅποιας ἱστορικὰς στρεβλώσεις:
Πρῶτον, οὐδεὶς Ἱ. Κανὼν δὲν κατοχυρώνει «πρωτεῖα». Οἱ Ἱ. Κανόνες ὁμιλοῦν διὰ «πρεσβεῖα», εἰς τὰ ὁποῖα ἔγινεν ἀναγωγὴ εἰς «πρωτεῖα» μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς πολυετοῦς διαμάχης μὲ τὸν παπισμὸν καὶ τὴν δίψαν του διὰ ἐξουσίαν. Τὰ «πρεσβεῖα» διεσφάλιζαν ἁπλῶς σειρὰν καὶ πλέον αὐτῆς οὐδέν. Τὸ δὲ πολυχρησιμοποιημένον «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι τὸ 2016 κατὰ τὸν Διάλογον Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, οἱ δεύτεροι τὸ ἀπέρριψαν, ἐπειδὴ «δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία (δὲν τὴ βρίσκουμε σὲ κανένα ἱερὸ κανόνα, σὲ κανένα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλὰ πολιτικὴ» («Καθολική», 30.09.2016).
Δεύτερον, τὸ σύστημα τῶν «πρεσβείων» ἦτο διαρκῶς μεταβαλλόμενον. Ὑπάρχουν δύο βασικαὶ ἀποδείξεις περὶ αὐτοῦ. Κατ’ ἀρχὰς ἄλλο ὁρίζεται εἰς τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν περὶ τῆς σειρᾶς τῶν θρόνων, ἄλλο εἰς τὴν Β΄, ἄλλο εἰς τὴν Δ΄ καὶ ἄλλο τὸν 10ο αἰῶνα. Ἑπομένως, εὑρίσκετο εἰς διαρκῆ ἐξέλιξιν, ἡ ὁποία δὲν ἔπαυσε καὶ ἕως σήμερα συνεχίζεται. Κάποιος ποὺ κάποτε ἦτο πρῶτος σήμερον ἴσως νὰ εἶναι ἔσχατος, ἐφ’ ὅσον τὰ κριτήρια ἦσαν πολιτικά. Κατὰ δεύτερον τὰ κείμενα «ἐκκλησιαστικῆς Γεωγραφίας» (Τακτικὰ ἢ Notitiae Episcopatuum) φανερώνουν ὅτι ἡ σειρὰ πρωτοκαθεδρίας τῶν Μητροπόλεων ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπαγωγὴ Ἐπισκοπῆς εἰς κάποιαν συγκεκριμένην Ἐπαρχίαν εἶναι ἐπίσης ρευστή, μὲ προαγωγάς, ὑποβαθμίσεις, καταργήσεις, ἐνίοτε δὲ καὶ μετακινήσεις.
Τρίτον, δὲν ἦτο ἐπίκεντρον τῶν Ἐπισκόπων ὁ «πρῶτος», ἀλλὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν πρόβλημα ποὺ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν. Αἱ πρῶται Σύνοδοι συνεκλήθησαν τὸ 160 – 170 μ.Χ. διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ μοντανισμοῦ. Αἱ Σύνοδοι αὐταὶ καθὼς δὲν ὑπῆρχεν ἀκριβὴς μητροπολιτικὴ δομὴ δὲν συνεκλήθησαν ἀπὸ κάποιον «πρῶτον», εἰς τὸν ὁποῖον ὑπήγοντο Ἐπίσκοποι συγκεκριμένης περιφερείας, ἀλλὰ πλησιόχωροι Ἐπίσκοποι μὲ διασυνεννόησιν συνεκεντρώθησαν αὐθορμήτως καὶ ἀπεφάσισαν. Ἑπομένως, ὁ θεσμὸς τῆς Συνόδου προϋπῆρξε τῶν «πρώτων». Ὁ ὑπερτονισμὸς ὑπὸ τοῦ Σεβ. Περγάμου τοῦ λεγομένου «34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος» (ὡς νὰ μὴ ὑπάρχουν ἄλλοι) ἐκτὸς ὅτι ἑρμηνεύεται μὲ ἀποκλειστικὴν ἔμφασιν εἰς τὸν «πρῶτον», δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τὴν ἱστορικὴν συγκυρίαν. Ἀπεναντίας ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος ἀποτελεῖ τὸ σαφέστερον ὑπόδειγμα: εἰς αὐτὴν τὸ κύριον χαρακτηριστικὸν εἶναι ἡ ἀπαραίτητος συμμετοχὴ ὅλων, ἐνῶ δὲν προεδρεύει ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος, ἀλλὰ ἡ βαρύτης τοῦ συντονισμοῦ πίπτει εἰς τὸν Ἀπ. Ἰάκωβον ποὺ ἥδρευεν ἐκεῖ ποὺ συνεκλήθη ἡ Σύνοδος, δηλ. εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Τέταρτον, δὲν ὑπάρχει «ὑπερεπισκοπικὴ καὶ ὑπερμητροπολιτικὴ αὐθεντία».
Τὴν αὐθεντία αὐτὴν εἶχον μόνον οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ λεγόμενοι «Προφῆται» τῆς μεταποστολικῆς ἐποχῆς, ὅπως ἀπεκλήθησαν οἱ λαβόντες ἄμεσον χειροτονίαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Αὐτοὶ ἦσαν περιοδεύοντες, μὴ γνωρίζοντες ὡς δικαιοδοσίαν των συγκεκριμένην περιοχήν. Διατί αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικόν; Κάθε παράδοσις περὶ Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς συνδέει ἄμεσα τοὺς Ἐπισκόπους μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ συγκεκριμένα κάθε Ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος ὅλων τῶν Ἀποστόλων. Ἂν τυχὸν κάποιος ἐκ τῶν «πρώτων θρόνων» διέθετε «ὑπερεπισκοπικὴ καὶ ὑπερμητροπολιτικὴ αὐθεντία», τότε θὰ ἀνεμένομεν αὐτὸς ὁ θρόνος νὰ ἀκολουθῆται ἀπὸ μία Παράδοσιν, ἡ ὁποία νὰ τὸν συνδέη μὲ συγκεκριμένον Ἀπόστολον ἢ «Προφήτην», ἡ ὁποία θὰ ἐδικαιολόγει αὐτὴν τὴν αὐθεντίαν. Ὁ μόνος ποὺ τὸ ἐπεχείρησεν ἦτο ὁ Πάπας καὶ εὑρέθη ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἂν κάποιος ἤσκησεν «ὑπερεπισκοπικὴ αὐθεντία», τότε αὐτὸ μόνον ὡς ἔκτακτον ἀναγκαστικὸν γεγονὸς δύναται νὰ γίνη ἀποδεκτόν, ἀλλὰ ὄχι καὶ ὡς ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία.
Ἀκόμη καὶ ὁ 28ος Κανὼν ποὺ ἐπικαλοῦνται εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ κατοχυρώσουν δῆθεν ὑπερδικαιοδοσίας, ὅποιος τὸν μελετήση προσεκτικῶς θὰ ἀντιληφθῆ ὅτι εἶναι εἰς βάρος των, καθὼς ὄχι μόνον δὲν ἐπεκτείνει τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριάρχου ἐφ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ τὴν περιορίζει εἰς συγκεκριμένας πλησιοχώρους περιοχάς, εἰς τὰς ὁποίας μάλιστα δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα οὔτε νὰ ἐκλέγη Ἐπισκόπους, ἁπλῶς μόνον τιμητικὰ νὰ τοὺς χειροτονῆ. Ἂν δὲν δύναται νὰ μετέχη τῆς ἐκλογικῆς διαδικασίας εἰς τὴν πλησιόχωρον Ἐπαρχίαν -ποὺ ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν του-, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἁπανταχοῦ «πρῶτος»;
Ἀκόμη ὅμως καὶ αἱ πλησιόχωραι περιοχαί τῆς Μ. Ἀσίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Θράκης σήμερα δέν εἶναι βαρβαρικαί, μά χριστιανικαί. Δέν ἰσχύει λοιπὸν οὔτε τὸ «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς».
Μία νέα πρότασις
Δεδομένων ὅσων παρεθέσαμεν καθίσταται εὔλογον ὅτι ἡ ἔμφασις εἰς κάποιους «πρώτους θρόνους» συνέβη ἱστορικῶς ἐντὸς τοῦ κοσμοειδώλου τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποτελῆ ἀπαρέγκλιτον σχῆμα διοικήσεως, καθὼς οὔτε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὔτε οἱ Ἀπόστολοι παρέδωσαν κάτι τέτοιο ὡς ὑποχρεωτικόν. Ἀπεναντίας ἡ ἰσότης τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἡ μόνη θεμελιώδης ἀρχή.
Εἰς τὴν ἐποχήν μας, ὅπου πλέον δὲν ὑφίσταται μία αὐτοκρατορία καὶ τὰ πολιτικὰ κέντρα εἶναι πολλὰ καὶ παράλληλα ἡ συγκεντρωτικὴ ἱεράρχησις δὲν ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν πραγματικότητα. Ὁ Βασίλειος Στεφανίδης ἀναφέρει ἕνα διαφορετικὸν τύπον διοικήσεως, ποὺ ἐφηρμόσθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀκριβῶς εἰς περιοχὴν, ποὺ δὲν ὑπῆρχον μεγάλα πολιτικὰ κέντρα:
«ἐν ταῖς ἐπαρχίαις τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ἐσχηματίσθησαν μὲν ἐκκλησιαστικαὶ ἐπαρχίαι, δὲν διεμορφώθη ὅμως μόνιμον μητροπολιτικὸν ἀξίωμα. Πρόεδρος τῶν ἐπαρχιακῶν συν­όδων ἦτο ὁ ἑκάστοτε κατὰ τὴν χειροτονίαν ἀρχαιότερος τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος ἐνίοτε οὔτε ἐν μικρᾷ πόλει διέμενεν, ἀλλ’ ἐν κώμῃ ἢ ὑποστατικῷ. Ἡ ἔλλειψις μονίμου μητροπολιτικοῦ ἀξιώματος διετηρήθη μέχρι τέλους τῆς στ΄ ἑκατονταετηρίδος»
Συμπεραίνομεν λοιπὸν ὅτι δὲν ἦταν τὰ «πρεσβεῖα» τῆς ἕδρας τοῦ Ἐπισκόπου ποὺ καθώριζον τὴν προεδρίαν τῆς Συνόδου, ἀλλὰ τὰ πρεσβεῖα χειροτονίας. Ὁ τύπος αὐτὸς εἶναι περισσότερον συμβατὸς εἰς τὴν παροῦσαν ἐποχὴν καὶ θὰ ἠδύνατο ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ἀξιοποιήση παντοῦ ἀκόμα καὶ εἰς οἰκουμενικὸν ἐπίπεδον, ὥστε καμία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησίας νὰ μὴ αἰσθάνεται ὑποδεεστέρα τῆς ἄλλης. Εἶναι ὅμως Ὀρθόδοξος ἡ ἐναλλαγὴ «πρώτου»; Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ εἶχε κατανοήσει πλήρως τὴν οὐσίαν τοῦ συν­οδικοῦ συστήματος καίτοι κατεῖχε τὸν «πρῶτον» θρόνον, γράφει εἰς τὴν ζ΄ ὁμιλίαν του διὰ τὸν Ἀπ. Παῦλον:
«Τὰ μὲν γὰρ ἀξιώματα τοῦ παρόντος βίου τότε μείζονα φαίνονται, ὅταν εἰς ἕνα περιστῇ μόνον, ἐπὶ δὲ τῶν πνευματικῶν τουναντίον, τότε λάμπει τὸ τῆς τιμῆς, ὅταν πολλούς τῆς προεδρίας ἔχη κοινωνοὺς καὶ ὅταν μετέχων μὴ εἰς , ἀλλὰ πολλοὺς ἔχη τοὺς τῶν αὐτῶν ἀπολαύοντας». (=Τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα φαίνονται σπουδαῖα, ὅταν τὰ κατέχη ἕνας μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ γιὰ τὰ πνευματικὰ ἰσχύει τὸ ἀντίθετο: τότε ἀκτινοβολεῖ τὸ τιμητικὸ ἀξίωμα, ὅταν δὲν εἶναι ἕνας αὐτὸς ποὺ μετέχει στὴν προεδρία, ἀλλὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἀπολαμβάνουν τὸ ἴδιο ἀξίωμα).
Αὐτὰ ὅμως, διὰ νὰ γίνουν κατανοητὰ καὶ νὰ ἐφαρμοσθοῦν, προϋπόθεσις εἶναι ἐκεῖνον τὸ ὁποῖον ἀποφεύγουν πολλοὶ νὰ ἀναφέρουν: ἡ ἁγιότης. Οἱ Ἱ. Κανόνες τὰ ἀναφέρουν ὅλα σωστὰ καὶ ὅσας δικλεῖδας ἀσφαλείας καὶ ἂν ἐφεύρωμεν (συμμετοχικότητα ἀπὸ τὴν βάσιν, τὴν διαφάνειαν κ.ἄ.), ἐὰν ἡ ποιότης τῶν κατόχων τῶν θώκων δὲν εἶναι ἡ ἀντίστοιχος, τότε ἡ συνοδικότης θὰ καταστρατηγῆται εἰς τὸ ὄνομα ἀνυπάρκτων «πρωτείων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου