Λεζάντα: Το 2014 εις τα εγκαίνια του Καθεδρικού των Τιράνων ο
Αλβανίας εδόξαζε τον Κωνσταντινουπόλεως, δια να του συμπεριφέρεται σήμερα ως
εις υποδεέστερον.
Την
14ην Ιανουαρίου ο Προκαθήμενος της Αλβανίας απέστειλεν επιστολήν προς το Φανάρι
ζητών Πανορθόδοξον δια το ουκρανικόν. Την 20ην ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος
απήντησε τοιουτοτρόπως, ως ουδέ ο Πάπας Ρώμης θα διενοείτο να απαντήση.
Ο
Κων/λεως διδάσκει τους Ιεράρχας!
Απ’ αρχής έως τέλους δεν
ζητεί ούτε μίαν φοράν συγγνώμην ούτε παραδέχεται ότι έσφαλε έστω εις το
ελάχιστον. Αντ’ αυτών θεωρεί ότι τα πάντα εποίησε κανονικώς!
Όμως
η ψευδαίσθησις αυτή δεν θα επηρέαζε τα εκκλησιαστικά, εάν εις την επιστολήν δεν
εξεφράζετο και μία αντίληψις περί υπεροχής του Φαναρίου έναντι των υπολοίπων
Εκκλησιών. Ο Πατριάρχης αναφέρει ότι γράφει αυτήν την επιστολήν «εν πνεύματι
αληθευούσης διδαχής», δηλαδή προτίθεται να διδάξη τον Αρχιεπίσκοπον Αλβανίας,
καίτοι αυτός δεν τυγχάνει μόνον ισότιμος Ιεράρχης, αλλά διετέλεσε και
Πανεπιστημιακός Διδάσκαλος.
Αναμειγνύεται
παντού ως Υπερεπίσκοπος!
Ο
Πατριάρχης ισχυρίζεται ότι οι Ι. Κανόνες αποδίδουν εις αυτόν «υπερορίους
ευθύνας». Αν και αυτό δεν υπάρχει εις κανένα Ι. Κανόνα, ο Πατριάρχης ισχυρίζεται
ότι του έχει ανατεθή το δικαίωμα «οριστικής διευθετήσεως των ανά τας Τοπικάς
Εκκλησίας αναφυομένων προβλημάτων των μη δυναμένων ίνα επιλυθώσιν υπ’ αυτών»!
Ακόμη και αν αίφνης ανεκαλύπτετο κάποιο ιστορικόν έγγραφον που να αναφέρη κάτι
παρόμοιον, αυτό θα αντέκειτο εις την εκκλησιολογίαν. Όμως δεν υπάρχει, διότι αν
υπήρχε θα το είχον εμφανίσει και θα το επαρουσίαζον συνεχώς ως αδιαμφισβήτητον
απόδειξιν. Ακριβώς δια τούτο αποπειρώνται, συλλέγοντες επιλεκτικάς και
περικεκομμένας μαρτυρίας από ελάσσονος σημασίας έγγραφα, να εκμαιεύσουν
«ψιχία», ώστε να οικοδομήσουν τας υπερφιάλους θεωρίας των. Δεν πρόκειται όμως
να υπάρξη ποτέ κάτι τέτοιο, διότι συμφώνως προς την Ορθόδοξον Δογματικήν κάθε
Ορθόδοξος Εκκλησία διαθέτει την πληρότητα της αληθείας και δεν υπάρχει κάποια,
η οποία να είναι υπεράνω αυτών, ώστε να διαδραματίζη τον ρόλον του προνοητού
και συντηρητού της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θα ήταν βλασφημία καθώς θα προσεπάθει
να αντικαταστήση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Απεναντίας βοά η εκκλησιαστική
ιστορία ότι όταν ανεφύοντο υπερτοπικά προβλήματα, τότε η μόνη καταφυγή ήτο η
Οικουμενική Συνοδος και όχι κάποιος «οικουμενικός θρόνος».
Ούτε
λογικώς δεν δύναται να σταθή ότι μία Εκκλησία δύναται να παρεμβαίνη εις ετέραν,
διότι: πρώτον, δεν είναι δυνατόν να καθορισθή κριτήριον επεμβάσεως, δεύτερον,
όταν η ιδία η Κωνσταντινούπολις θα είχε πρόβλημα ποίος θα παρενέβαινε; Αν
δεχθώμεν ως απάντησιν το κανείς η μόνον Οικουμενική Σύνοδος, τότε εισάγομεν εις
την εκκλησιολογίαν μίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, η οποία είναι ανωτέρα από τας
υπολοίπους, κηδεμονεύουσα, αλλά όχι κηδεμονευομένη. Το αναφέρει άλλωστε ο
ίδιος, όταν εις επομένην παράγραφον γράφει «η κηδεμονική πρόνοια και αντίληψις
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».
Αυτός
διέλυσε την Πενταρχίαν
Οι ισχυρισμοί του Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου περί «αμεταθέτου καθεστώτος της Πενταρχίας» είναι κενοί
περιεχομένου, όχι μόνον διότι σήμερα δεν είναι πέντε οι θρόνοι, αλλά
δεκατέσσερις, αλλά και από τα ακόλουθα. Ήδη από την πτώσιν της Ρώμης διελύθη η
Πενταρχία. Πολύ μεταγενέστερα το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως ομού με τους
άλλους Πατριάρχας έταξεν εις την θέσιν του εκπεσόντος Ρώμης τον Μόσχας με
Συνοδικήν απόφασιν. Κατά την σύγκλησιν του «Κολυμβαρίου» παρά την άρνησιν των
δύο Πατριαρχείων, δηλ. Αντιοχείας και Μόσχας, να συμμετέχουν αλλά και την
επιμονήν να μη συζητηθή το θέμα του Κατάρ, ενώ ήτο παρών ο Ιεροσολύμων, ο
Κωνσταντινουπόλεως προεώρησε μόνος με τον Αλεξανδρείας, ο οποίος τώρα είναι
αντίθετος με τας ενεργείας του Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Επομένως, την
Πενταρχίαν υπηρετεί η την Μοναρχίαν του Φαναρίου;
Εις
την συνέχειαν της επιστολής ο Πατριάρχης αποδίδει εις την Ενδημούσαν Σύνοδον
υπερόρια δικαιώματα. Κατ’ αρχάς σήμερα δεν συγκαλεί Ενδημούσαν, αφού ως γνωστόν
ούτε την Ιεραρχίαν του δεν συγκαλεί, παρά μόνον μία μικράν διαρκή Σύνοδον
διωρισμένων. Ούτε βεβαίως θα είναι προς το συμφέρον αυτού να επικαλήται ένα
θεσμόν, όπως η Ενδημούσα, ο οποίος είναι ικανός να τινάξη εις τον αέραν το
Φανάρι, καθώς κάποτε μετείχαν εις αυτήν και οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας, κ.λπ.
Κηδεμών
της Εκκλησίας!
Τυγχάνει όμως δηλωτικόν
των φαντασιακών εξουσιαστικών τάσεων του Πατριάρχου να υποστηρίζη ότι: «εν πάσι
τοις σχετικώς σπουδαίοις επί μέρους ζητήμασι τοις ενδιαφέρουσι ταύτην η εκείνην
την Τοπικήν Εκκλησίαν, η κηδεμονική πρόνοια και αντίληψις της Μεγάλης του
Χριστού Εκκλησίας παρεμβαινούσης, ποι μεν, αυτεπαγγέλτως και ως εκ καθήκοντος,
ποι δε, κατ’ επίκλησιν των ενδιαφερομένων… προς διευθέτησιν διαφωνιών μεταξύ
ποιμένων και ποιμνίου… προς επίρρωσιν της έστιν ότε ανεπαρκούς ενεργείας των πνευματικών
αρχηγών των επί μέρους Εκκλησιών… προς αποσόβησιν, συνελόντι ειπείν, των
παντοίων ηθικών και υλικών κινδύνων».
Τι ακριβώς υπαινίσσεται αυτό το κείμενον; Πρώτον, όχι μόνον δια σπουδαία, αλλά και δι’ όλα τα ζητήματα δύναται να παρεμβαίνη το Φανάρι.
Τι ακριβώς υπαινίσσεται αυτό το κείμενον; Πρώτον, όχι μόνον δια σπουδαία, αλλά και δι’ όλα τα ζητήματα δύναται να παρεμβαίνη το Φανάρι.
Δεύτερον,
δύναται να παρεμβαίνη εις οιανδήποτε Εκκλησίαν ανεξαιρέτως. Τρίτον, ότι εις την
Ορθοδοξίαν κατέχει θέσιν δίκην κηδεμόνος. Τέταρτον, δεν είναι προϋπόθεσις η
πρόσκλησις κάποιας Εκκλησίας, αλλά αυτοβούλως κατά την κρίσιν του ο
Κωνσταντινουπόλεως δύναται να επέμβη. Πέμπτον, η ακατάλυτος κατά την δογματικήν
σχέσις ποιμένος και ποιμνίου διαμεσολαβείται από τον Πατριάρχην, αν ο ίδιος το
επιλέξη. Έκτον, οι υπόλοιποι Προκαθήμενοι ενίοτε είναι ανεπαρκείς! Δια τας
Συνόδους των ούτε λέξις… ως να υπάρχουν μόνον Προκαθήμενοι. Έβδομον, ηθικά και
υλικά προβλήματα υπάρχουν εν δυνάμει μόνον εις τας Τοπικάς Εκκλησίας, διότι δεν
ανεγνώσαμεν κάποιαν αυτοκριτικήν, και είναι απαραίτητος η εμπλοκή του Φαναρίου,
δια να δώση λύσιν. Αυτά όλα όχι μόνον είναι η αντιστροφή της εκκλησιολογίας
αλλά και προσβλητικά προς όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας! Αυτά ο Πατριάρχης
αποκαλεί και αποδέχεται ως «ουσιώδη και όλως αναγκαία λειτουργία της Μητρός
Εκκλησίας»!
Η
εξουσία του Φαναρίου κατά τον Πατριάρχην Βαρθολομαίον δεν γιγνώσκει όρια, όπως
αποδεικνύεται από τα τρία επόμενα παραδείγματα που αναφέρει. Αξιώνει να «δίδη
κύρος» και να «επανακρίνη τας κρίσεις των άλλων Πατριαρχών Αλεξανδρείας και
Αντιοχείας και Ιεροσολύμων»! Θεωρεί τον «Θρόνον» του «κύριον της των Βουλγάρων
Εκκλησίας»! Διαφεντεύει και την Αρχιεπισκοπήν της Κύπρου, καθώς ο προκάτοχός
του Λουκάς Χρυσοβέργης είχε ακυρώσει απόφασιν της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της
Κύπρου!
Όστις
δεν αντελήφθη έως αυτού του σημείου που οδηγούν οι παραλογισμοί ούτοι, δύναται
να πληροφορηθή από την συνέχειαν της επιστολής του Πατριάρχου, όπου παραθέτει
το εξής: «Το προνόμιον τούτο του Πάπα ην προ του διαρραγήναι της Καθολικής
Εκκλησίας….ήδη δε εκείνου διαρραγέντος, αι υποθέσεις πασών των Εκκλησιών εις
τον της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον αναφέρονται και παρ’ αυτού τας αποφάσεις
λαμβάνουσιν…». Εζήλευσε τα προνόμια του Πάπα!
Το
παράθεμα αυτό προσκομίζει ως τρανόν δήθεν τεκμήριον των εξουσιών του, διότι το
υπογράφουν το 1663 οι υπόλοιποι τρεις Πατριάρχαι της Ανατολής. Αποκρύπτει όμως
ότι αυτοί όχι μόνον ήσαν εμπερίστατοι, αλλά και διωρίζοντο και επαύοντο από τον
Κωνσταντινουπόλεως ως ακριβώς οι Μητροπολίται αυτού, συμφώνως με όσα έχει
αποδείξει τα τελευταία χρόνια η ιστορική έρευνα. Αποκρύπτει επίσης ότι δεν
υπήρχεν άλλος που ανεγνώριζεν ο Σουλτάνος ως ανώτατον κριτήν παρά μόνον τον
Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη όμως και αν δεν λάβωμεν υπ’ όψιν τίποτε εξ όσων
ανεφέραμεν, υπερτέρα των Πατριαρχών και όλων είναι η Οικουμενική Σύνοδος και η
Πενθέκτη ορίζει ρητώς ότι η αναφορά εις τον «Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον», δηλ. το
έκκλητον, ήτο το δευτεροβάθμιον δικαστήριον και το 1663 το μόνον δευτεροβάθμιον
που είχεν απομείνει λόγω συνθηκών ήτο της Κωνσταντινουπόλεως.
Πρώτος
άνευ ίσων!
Όσα εγράφησαν έως εδώ
πιθανώς ο τακτικός αναγνώστης του «Ο.Τ.» να έχη επισημάνει και εις άλλα κείμενα
κριτικής έναντι των καινοφανών φιλοδοξιών του Φαναρίου και της νέας ηλλοιωμένης
εκκλησιολογίας που αυτό πασχίζει να επιβάλλη. Το αληθώς πρωτόγνωρον που κατ’
αυτήν την επιστολήν εκφράζεται από τον Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον είναι το
ακόλουθον, που διεμβολίζει την ισότητα των Εκκλησιών:«αι επί μέρους κατά τον
παρελθόντα και τον νυν αιώνα διορθόδοξοι προσπάθειαι και πρωτοβουλίαι της Αγίας
του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας εσφαλμένως εξελήφθησαν τυχόν υπό τινων ως
απεμπόλησις των τοιούτων αμετακινήτων ευθυνών άμα δε και διακονικών προνομίων
αυτής εν ονόματι οιονεί τινός κοινοβουλευτικής ομοσπονδίας- ως και ρητώς ελέχθη
ατυχώς- των επί μέρους Τοπικών Εκκλησιών, ήτις συναποφασίζει μετά των
Πρεσβυγενών Θρόνων επί παντός θέματος… Τα νεωστί και ούτω καλούμενα «αυτοκέφαλα»
εδόθησαν και δίδονται υπό της κοινής τροφού των Ορθοδόξων Κωνσταντινουπολίτιδος
Εκκλησίας δια την εν τοις επί μέρους καλλιτέραν και εύρυθμον εσωτερικήν
οργάνωσιν των καθ’ έκαστα Εκκλησιών και ουχί… προς δημιουργίαν εσφαλμένης
αντιλήψεως αυταρκών τοπικών εκκλησιών…».
Ο
Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ανατρέπει ακόμη και την «πολιτικήν» του προκατόχου
του κ. Αθηναγόρα. Εκείνος είχε θεσπίσει την διασυνεννόησιν με όλας τας
Εκκλησίας. Τώρα ο Πατρ. Βαρθολομαίος διερμηνεύοντας τας Πανορθοδόξους μέσα από
το νέον πρίσμα του «πρωτείου άνευ ίσων» καταργεί την όλην προσπάθειαν. Ως άλλος
Πάπας διακηρύσσει ότι η Κωνσταντινούπολις έχει «προνόμια», τα οποία δεν έχει
κανείς άλλος!
Περαιτέρω όμως εισάγει ταξικήν ιεράρχησιν των Εκκλησιών: εις την κορυφήν ευρίσκεται ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εις το δεύτερον επίπεδον μόνον τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, με τα οποία και μόνον καταδέχεται να «συναποφασίζη», έπειτα όλαι αι άλλαι Εκκλησίαι, μεταξύ των οποίων και η Αρχιεπισκοπή Κύπρου, όπως διεπιστώσαμεν προηγουμένως.
Περαιτέρω όμως εισάγει ταξικήν ιεράρχησιν των Εκκλησιών: εις την κορυφήν ευρίσκεται ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εις το δεύτερον επίπεδον μόνον τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, με τα οποία και μόνον καταδέχεται να «συναποφασίζη», έπειτα όλαι αι άλλαι Εκκλησίαι, μεταξύ των οποίων και η Αρχιεπισκοπή Κύπρου, όπως διεπιστώσαμεν προηγουμένως.
Υπό
ομηρίαν τα αυτοκέφαλα
Τα δε υπόλοιπα
«αυτοκέφαλα» ο Πατριάρχης τα εκμηδενίζει. Θεωρεί κατ’ αρχάς ότι τα παραχωρεί το
Φανάρι, ενώ βεβαίως η αλήθεια είναι ότι όλαι αι Εκκλησίαι ήσαν πάντοτε και κατά
πάντα αυτοδιοίκητοι. Πιστεύει ότι αι Τοπικαί Εκκλησίαι δεν είναι «αυτάρκεις».
Δηλαδή δεν φέρουν την πλήρη ιερωσύνην η την πληρότητα της πίστεως; Άνευ
συνδέσεως με τον Πατριάρχην Βαρθολομαίον δεν υφίστανται Εκκλησίαι; Αυτήν την
άποψιν επανέλαβαν οι Παπικοί μόλις προ τριών δεκαετιών…
Όχι
μόνον εκμηδενίζει τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας, αλλά θέτει και βόμβα εις τα
θεμέλια αυτών διακηρύσσων ότι «ου τυγχάνουσιν αμετακίνητον και στατικόν
σύστημα, αλλά προσαρμοζόμενον», δηλ. δεν είναι μόνιμα, αλλά ευρίσκονται υπό
διαρκή ανάκλησιν υπό του Φαναρίου!
Bartholomeus
ipsus Christi!
Και άλλοτε ο ίδιος ο
Πατριάρχης Βαρθολομαίος εις λόγον του παρομοιάζεται με την «άμπελον», εις
επίσημον ανακοινωθέν προ τριετίας ως ο εισερχόμενος «μετά βαΐων και κλάδων»,
αλλά και εις την παρούσαν επιστολήν έχομεν παρόμοια δείγματα. Αναφέρεται εις
τον ρόλον του ως συνεχιστής των Πατριαρχών των «αιρόντων τον σταυρόν της
ευθύνης της Εκκλησίας», δια να συμπληρώση με το ερώτημα «Αγαπώσιν ούτοι οι
μαθηταί υπέρ τους διδασκάλους την Εκκλησίαν και την ενότητα αυτής;»!
Είναι
τελικώς ο Πατριάρχης βικάριος του Χριστού η ο ίδιος ο Χριστός; Ποίος του
ανέθεσε την ευθύνην συνόλου της Εκκλησίας; Πως διακρίνει τον εαυτόν του ως
διδάσκαλον έναντι όλων των άλλων Ιεραρχών, που αποκαλεί «μαθητάς»; Η βλασφημία
αγγίζει τα άκρα, όταν αναφέρη ότι «η ανοχή και η μακρόθυμος στάσις της Μεγάλης
του Χριστού Εκκλησίας εξελήφθησαν υπό των υπ’ αυτής μεγάλως ευεργετηθέντων ως
παραίτησις αυτής εκ της περαιτέρω πορείας της Εκκλησίας». Την πορείαν της
Εκκλησίας ορίζει ο κ. Βαρθολομαίος; Μήπως αυτός λησμονεί πόσον έχει ευεργετηθή
από την υπομονήν, την ανοχήν, την υλικήν υποστήριξιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών;
Ποίος
τέλος πάντων νομίζει ότι είναι, όταν απαιτή οιονδήποτε φαντασιοκόπημα να μη
υπόκειται εις την κρίσιν ουδεμιάς Εκκλησίας γράφων «απόκειται εις πάντας υμάς η
ευθύνη της αφομιώσεως των προεκτεθεισών αληθειών, ουχί βεβαίως προς κύρωσιν
αυτών»!
Ο
Αγ. Νικόδημος είναι σαφής: «ο… είπεν ότι μόνος αυτός ειδικώς ελέγετο
Πατριάρχης, αλλ’ όμως ου βλέπομεν τι λέγουσιν οι Επίσκοποι περί εαυτών, αλλά τι
περί αυτών λέγει η καθολική Εκκλησία». Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι μόνον
επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, όπως ο Μόσχας της Μόσχας και ο Αθηνών των
Αθηνών.
Εξαιρετικό κείμενο. Να ακουσθεί από άμβωνος στους Ιερούς Ναούς.
ΑπάντησηΔιαγραφή