Μιά γενναία ἀπόφαση τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας καί ἡ Πολιτική ἐξουσία ὡς
διακονία
Παναγιώτης
Ν. Γκουρβέλος, Θεολόγος- Καθηγητής
Ἡ πρόσφατη ὁμόφωνη καί
στ’ ἀλήθεια γενναία ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς
Παρασκευῆς 16/11/2018, νά παραμείνει τό μισθολογικό καθεστώς τῶν ἱερέων μας ὡς ἔχει,
νά μισθοδοτοῦνται δηλαδή οἱ Ἕλληνες κληρικοί ἀπό τόν κρατικό κορβανᾶ, ἀποτελεῖ
μιά ἀπόφαση ἱστορικῆς σημασίας γιά διττό λόγο:
Πρῶτον, διότι διασώζει τήν
μακραίωνη Ὀρθόδοξη (Βυζαντινή) παράδοση τῆς συναλληλίας, τοὐτέστιν τῆς ἀγαστῆς
συνεργασίας μεταξύ Πολιτικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καί τῆς Χριστιανικῆς ἐκδοχῆς
τῆς Κρατικῆς ἐξουσίας, ὄχι βέβαια ὡς τυραννίας, ἀλλ’ ὡς διακονίας, ὡς θυσιαστικῆς δηλαδή προσφορᾶς
ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας καί δεύτερον, διότι ὑψώνει πελώριο ἀνάχωμα
στήν ἐπέλαση τοῦ πιό ἀπάνθρωπου καί κτηνώδους καπιταλισμοῦ στήν ἱστορία ὁλόκληρης
τῆς ἀνθρωπότητας, ἑνός καπιταλισμοῦ ὁ ὁποῖος ἐξανδραποδίζει τούς ἀνθρώπους καταλύοντας
βιαίως τἀ δικαιώματα τῶν ἐργαζομένων καί ἐξωπετώντας τους κυριολεκτικά στόν
δρόμο –σήμερα ἐξωπετώντας τούς ἱερεῖς μας, αὔριο ἐμᾶς τούς ὑπόλοιπους.
Καί ἐξηγοῦμαι: Ἡ Βυζαντινή
(Ρωμαίϊκη) παράδοση μας μᾶς κληροδότησε ὡς πολύτιμη κληρονομιά τήν ἀρχή τῆς
συναλληλίας, ρυθμίζοντας ἔτσι ἄριστα τίς σχέσεις τῆς Πολιτικῆς μέ τήν Ἐκκλησιαστική
ἐξουσία. Σύμφωνα μ’ αὐτήν, ὁ Πατριάρχης καί ὁ Αὐτοκράτορας (σήμερα, ἡ νόμιμα ἐκλεγμένη
Κυβέρνηση), ἤ καλύτερα ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία ἀποτελοῦν δύο διακριτούς ἀλλ’ ἐν
ταυτῷ καί ἑνωμένους ὀργανισμούς, οἱ ὁποῖοι (πρέπει νά) συνεργάζονται ἐπ’ ὠφελείᾳ
τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος λαός εἶναι ταυτόχρονα –στή συντριπτική του πλειοψηφία- καί
μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μέλη τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Οἱ δύο ὀργανισμοί
(Ἐκκλησία καί Πολιτεία) σαφῶς διακρίνονται ἀλλά καί συνεργάζονται, ἐπιτελώντας
διαφορετικούς σκοπούς: Ἡ μέν Πολιτεία μεριμνᾶ γιά τίς ὑλικές –ἐγκόσμιες ἀνάγκες
τῶν πολιτῶν της, ἡ δέ διοικοῦσα καί ποιμαίνουσα Ἐκκλησία ἐξυπηρετεῖ τίς
πνευματικές -ὑπερκόσμιες (μεταφυσικές) ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου της, τό ὁποῖο
λογικό της ποίμνιο, ἐμεῖς οἱ πιστοί δηλαδή εἴμαστε συγχρόνως καί Ἕλληνες
πολίτες.
Ἡ ἀρχή τῆς συναλληλίας ἤ
συνεργασίας μεταξύ Ἐκκλησιαστικῆς καί Πολιτικῆς
ἐξουσίας διαχωρίζει καισαρικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόσο ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική
«Ἐκκλησία» ὅσο καί ἀπό τόν Προτεσταντικό «Χριστιανισμό»: Οἱ μέν Ρωμαιοκαθολικοί
χριστιανοί υἱοθετοῦν τόν παποκαισαρισμό, δηλαδή τήν κυριαρχία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
ἐξουσίας -ἐν προκειμένῳ τοῦ Πἀπα τῆς Ρώμης ἐπί τῆς Πολιτικῆς –τοῦ Καίσαρα,
τότε, οἱ δέ Προτεστάντες ἐστερνίζονται τό μοντέλο τοῦ πλήρους διαχωρισμοῦ Ἐκκλησίας
καί Κράτους, πού σημαίνει τήν ἀδιαφορία τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας γιά τά
πολιτικά πράγματα.
Ἄν τό πολιτικό σκέπτεσθαι
τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι εὐλόγως ἀπορριπτέο διότι ὁδηγεῖ σέ ὁλοκληρωτισμό
(θεοκρατία), ἡ πολιτική φιλοσοφία ἤ μᾶλλον θεολογία τῶν Διαμαρτυρομένων
φαίνεται πιό ἑλκυστική: Μήπως ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί νά ἐπεμβαίνει
στά ἔργα τῆς Κρατικῆς ἐξουσίας; Ἄς ἐξετάσουμε αὐτή τήν λογική τῶν Προτεσταντῶν
σέ κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα ὑποθετικά ἀλλά καί πραγματικά: Τό Κράτος
καταδιώκει ἀπηνῶς τήν Ἐκκλησία ἤ στραγγαλίζει τά βασικά ἀνθρώπινα δικαιώματα,
στήν περίπτωση, ἄς ποῦμε, μιᾶς δικτατορίας πού καταπατᾶ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία
ἤ μιᾶς ἐξουσίας, δημοκρατικῆς ἤ αὐθαίρετης,
πού καλεῖ τούς πολίτες της σέ ἄδικο ἐπιθετικό πόλεμο ἐναντίον ἄλλων χωρῶν
ἤ μιᾶς ἐξουσίας πού καταργεῖ κάθε ἔννοια κοινωνικῆς δικαιοσύνης ἐξαθλιώνοντας
τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς φτωχούς. Στίς περιπτώσεις αὐτές, σύμφωνα μέ τήν
Προτεσταντική λογική, οἱ χριστιανοί θά πρέπει νά μείνουν μέ σταυρωμένα τά χέρια
–μέ τήν κακή ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλ. ἄπρακτοι. Αὐτή ἡ στάση εἶναι χριστιανική; Ὄχι
βέβαια!
Ἀντίθετα μέ τούς ἰσχυρισμούς
τῶν Διαμαρτυρομένων, ἡ Πολιτική ἐξουσία ἤ ὀρθότερα Πολιτική διακονία εἶναι
δοσμένη («τεταγμένη») ἀπό τόν Θεό (Ρωμ. 13, 1-7) καί γιά τοῦτο εἶναι ἱερή. Ἡ ἱερότητα
αὐτή τῆς Κρατικῆς ἐξουσίας κατοχυρώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ
συνέχεια τῆς διακονίας τῶν τραπεζῶν, τῆς ἐξυπηρέτησης δηλαδή τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν
τῶν χριστιανῶν, ἡ ὁποία ἐξυπηρέτηση, στήν πρώτη χριστιανική Ἐκκλησία, ἀσκεῖτο ἀπό
τούς ἑπτά διακόνους (Πράξ. 6, 1-7). Ἐνῶ δηλ. ἡ παραδοθεῖσα ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό ἀνώτερη πνευματική -ἐκκλησιαστική διακονία ἀσκεῖτο ἀπό τούς δώδεκα Ἀποστόλους
καί τούς διαδόχους τους, πού αύτοί χειροτόνησαν, τούς Ἐπισκόπους καί τούς Ἱερεῖς
καί ἀποσκοποῦσε στήν αἰώνια μετά θάνατον σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ κατώτερη πλήν ὅμως
ἱερή διακονία τῶν τραπεζῶν ἐξυπηρετοῦσε τίς ὑλικές -ἐγκόσμιες ἀνάγκες τῶν
χριστιανῶν. Καί οἱ δυό ὅμως ἐξουσίες –διακονίες, πνευματική καί κοσμική, ἤ ἀλλοιῶς
ἐκλησιαστική καί πολιτική συνδέονται καί συνεργάζονται στενά, διότι (πρέπει νά)
ἀσκοῦνται χάριν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοὐτέστιν
τήν Ἐκκλησία.
Στά μοναστήρια μας, ἐκτός
ἀπό τήν κύρια, τήν ὕψιστη διακονία, πού εἶναι βέβαια ἡ ἱερατική διακονία (ἐξουσία),
δηλ. ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί μάλιστα τοῦ ὑπερφυοῦς Μυστηρίου τῆς Θείας
Λειτουργίας (Θείας Εὐχαριστίας), ὑπάρχουν καί οἱ ἄλλες διακονίες (διακονήματα),
πού εἶναι καθαγιασμένες καί πολύ χρήσιμες γι’ αὐτή τήν πρόσκαιρη καί φθαρτή
ζωή. Ὡς μιά τέτοια ἐκ Θεοῦ διακονία (ὑπηρεσία) καί θυσιαστική προσφορά ὑπέρ τοῦ
λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἴσου καί ὑπέρ τῶν ἑτεροδόξων, ἑτεροθρήσκων καί ἀπίστων ἀδελφῶν
μας, πρέπει νά ἐκλαμβάνεται ἡ Πολιτική ἐξουσία.
Στήν ἀπευκταία ὅμως
περίπτωση πού ἡ Κρατική ἐξουσία αύθαδιάζει καἰ ἐκτρέπεται ἀπό τόν ἱερό σκοπό γιά
τόν ὁποῖο τήν ἔταξε ὁ Πανάγιος Θεός καί καταδιώκει ἀνηλεῶς τήν Ἐκκλησία μας ἤ
καταπατᾶ βάναυσα τά στοιχειώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα, τότε οἱ χριστιανοί ἀσφαλῶς
ὀφείλουμε νά ἐξεγειρόμαστε, νά ἐπαναστατοῦμε, κατά τήν ρητή ἐπιταγή τῆς Ἁγίας
Γραφῆς: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29).
Καλά λοιπόν καί ἅγια ἔπραξαν
οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πατρίδας μας πού σύσσωμοι ἀντιτάχθησαν στήν ἀποβολή
τῶν τιμίων ἱερέων μας ἀπό τό μισθολόγιο τῶν Δημοσίων ὑπαλλήλων, πράγμα πού θά
σήμαινε τήν σίγουρη πτώχευση καί ἐξουδένωση τῶν ἴδιων καί τῶν οἰκογενειῶν τους.
Ἡ λεβεντόκαρδη αὐτή πράξη τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας μᾶς γεμίζει μέ χαρά καί ἱκανοποίηση
καί μᾶς βεβαιώνει πώς ἡ ἡρωϊκή παράδοση τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί γενναίων Ἀγωνιστῶν
τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, ἀπό τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων τῶν τριῶν πρώτων
αἰώνων τῆς σκληρά διωκομένης Ἐκκλησίας, τούς πολυάριθμους μάρτυρες τῆς
Τουρκοκρατίας, τούς Ἱερομάρτυρες καί Ἐθνομάρτυρες πού φονεύθηκαν ἀπό τούς
Γερμανούς, Ἰταλούς καί Βούλγαρους κατακτητές τῆς Πατρίδας μας ἤ ἐσφαγιάσθησαν ἀπό
τήν Κομμουνιστική θηριωδία καθώς καί τό μέγα πλῆθος τῶν ἁγίων Μαρτύρων πού καί
σήμερα σφαγιάζονται ἀπό τούς φανατικούς Μουσουλμάνους, μέχρι τόν ἐπί Γερμανικῆς
Κατοχῆς τῆς Πατρίδας μας γενναῖο καί ἀνυποχώρητο Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, πού ἀρνήθηκε
νά ὁρκίσει τήν ἐπιβληθεῖσα ἀπό τούς Γερμανούς παράνομη Κυβέρνηση, μιά πράξη
βέβαια πού τήν πλήρωσε μέ τήν ἔκπτωσή του ἀπό τόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἡ ἡρωϊκή
αὐτή παράδοση, δόξα τῷ Θεῷ, καλά κρατεῖ!
Παναγιώτης
Νικ. Γκουρβέλος
Πραγματικά ιστορική η απόφαση της Ιεραρχίας αλλά για άλλο λόγο. Ούτε οι Μακεδονίες, ούτε οι αβαρίες του Πατριάρχη, ούτε άλλο τι συνεκίνησε τόσο τους σεπτούς Ιεράρχες, όσο το χρήμα. Αν πρέπει η Μητρόπολη να επωμιστεί βάρος της μισθοδοσίας, τι θα μείνει μετά για τα καπρίτσια του κάθε σεπτού ποιμενάρχου; Με τέτοια θέματα χάνει κανεις τον ύπνο του. Απο κει και πέρα, γαία πυρί μιχθήτω.
ΑπάντησηΔιαγραφή