2 Δεκ 2018

Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους είναι ήδη κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα

Αποτέλεσμα εικόνας για συνταγματική αναθεώρηση
Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους είναι ήδη κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα
Από τον Αστέριο Χατζημίχο
Στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης έχει ανοίξει εκ νέου ο διάλογος για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Η κυβέρνηση κατέθεσε το κείμενο με τις τελικές προτάσεις της, προκαλώντας αντιδράσεις μεταξύ άλλων για τη ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους. Επί των προτάσεων αυτών χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις.

- Πρώτον: Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους υπό την έννοια της μη υιοθέτησης επίσημης, κρατικής θρησκείας και της ίσης μεταχείρισης όλων των θρησκειών ήδη διασφαλίζεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 13 στο οποίο κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία.( βλ και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και 2 εδάφιο β του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου). Η θρησκευτική ελευθερία ασφαλώς διακρίνεται από την ανεξιθρησκία καθώς στην τελευταία το κράτος έχει μια επίσημη θρησκεία και απλώς ανέχεται την ύπαρξη άλλων θρησκειών ή δογμάτων. Αντίθετα, η θρησκευτική ελευθερία ,ως ατομικό δικαίωμα, παρέχει την αξίωση έναντι της Πολιτείας να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη διαμόρφωση και εκδήλωση της θρησκευτικής συνείδησης .
- Δεύτερον: Το άρθρο 3 του Συντάγματος αφορά το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος, το αυτοδιοίκητο της και τη σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ενδεχόμενες μεταβολές στο άρθρο 3 θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια σωρεία προβλημάτων, μεταξύ άλλων και ως προς τη διεθνή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Ως εκ τούτου, ορθώς δεν αποπειράται να αναθεωρηθεί το άρθρο αυτό ως προς τα ζητήματα αυτά.
- Τρίτον: Όσον αφορά στον όρο «επικρατούσα θρησκεία» στο άρθρο 3 Συντ. η κυβέρνηση προτείνει την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης περί του ότι «δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Γενικά , ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει κατά απολύτως κρατούσα νομική προσέγγιση απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα (δηλώνει ότι είναι η θρησκεία της πλειοψηφίας ) χωρίς να εισάγει σε καμία περίπτωση ευμενή διάκριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε βάρος των άλλων θρησκειών και περιορισμό του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας . Εξάλλου , παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, υπό το ισχύον Σύνταγμα ψηφίστηκαν οι νόμοι για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες , την ανέγερση του μουσουλμανικού τεμένους στον Βοτανικό με κρατική μέριμνα και χρηματοδότηση κτλ χωρίς ουδέποτε να κριθούν αντισυνταγματικοί επειδή προσκρούουν στην κρατούσα θρησκεία. Η ερμηνευτική, λοιπόν, δήλωση που εισάγει η πρόταση της κυβέρνησης επιβεβαιώνει απλώς την υπάρχουσα κρατούσα ερμηνεία διευκολύνοντας τη νομοθετική παραγωγή προς αυτήν την κατεύθυνση.
- Τέταρτον: Στην πρόταση αναδιαμόρφωσης του άρθρου 3 Συντ. απαλείφεται η φράση «που γνωρίζει (ενν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία) κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό». Η πρόταση απάλειψης ενδεχομένως έγινε με το σκεπτικό ότι με την αφαίρεση της αντωνυμίας «ημών» θα διασφαλιστεί η θρησκευτική ουδετερότητα του συντακτικού νομοθέτη. Σε κάθε περίπτωση πάντως η επίκληση στον Τριαδικό Θεό στο προοίμιο του Συντάγματος διατηρείται και κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεχίζεται να προσδίδεται ένα ορθόδοξο χριστιανικό πρόσημο στο Σύνταγμα για λόγους συμβολικής υποδήλωσης της ιστορικής μνήμης του λαού.
- Πέμπτον: Στο άρθρο 3 προτείνεται η απάλειψη της φράσης «διοικείται από την Ιερά Σύνοδο και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο» που αναφέρεται στον τρόπο διοίκησης της αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Η απάλειψη αυτή ερμηνεύεται από κάποιους ως θεσμική υποβάθμιση του Συνοδικού Συστήματος της Εκκλησίας. Ωστόσο το Συνοδικό Σύστημα εξακολουθεί να κατοχυρώνεται συνταγματικά μέσω του Καταστατικού Χάρτη, του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξης του 1928 που αναγράφονται στο άρθρο 3.
- Έκτον: Σε εναρμόνιση προς τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους προτείνεται η υποχρεωτικότητα του πολιτικού όρκου για τους αιρετούς και τους δημοσίους υπαλλήλους. Η πρόταση αυτή μάλλον είναι εν τέλει άστοχη καθώς παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία όσων επιθυμούν να ορκίζονται με οποιοδήποτε θρησκευτικό όρκο .
 Εν κατακλείδι, το πλαίσιο που διαγράφεται ήδη στο Σύνταγμα είναι εκείνο των διακριτών ρόλων και αρμοδιοτήτων του Κράτους και της Εκκλησίας και της διασφάλισης της θρησκευτικής ουδετερότητας. Φαίνεται συνεπώς, εν πρώτοις, περιττή η επισήμανση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους ως προσθήκη στο άρθρο 3. Μολαταύτα, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές από το ΕΔΔΑ για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας ενώ και η Εκκλησία αρκετές φορές αντιτίθεται σφόδρα σε νομοθετικές αλλαγές ερμηνεύοντας προφανώς διαφορετικά τον όρο « επικρατούσα θρησκεία». Υπό αυτά τα δεδομένα η προσθήκη της «θρησκευτικής ουδετερότητας» στο άρθρο 3 ίσως κρίνεται επιβεβλημένη για να προσδώσει ο συντακτικός νομοθέτης την αυθεντική ερμηνεία του (που ουσιαστικά συνιστά ρητή αποτύπωση της κρατούσας ερμηνευτικής προσέγγισης) στο περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας και να ισχυροποιήσει την ενίοτε άτολμη πολιτική βούληση , ώστε με κοινούς νόμους να μπορεί να επιτύχει την ουσιαστική εμπέδωση της θρησκευτικής ελευθερίας.
* Ο Αστέριος Χατζημίχος είναι ασκούμενος δικηγόρος , μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Νομικής ΑΠΘ, φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας –Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
eleftheria.gr30/11/2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου