10 Αυγ 2018

Eπωνυμίες και Μοναστήρια της Παναγίας στην Κύπρο


EΠΩNYMIEΣ KAI MONAΣTHPIA THΣ ΠANAΓIAΣ ΣTHN KYΠPO
Κωστής Κοκκινόφτας
Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου
            H Παναγία είναι για τον ελληνικό λαό το σύμβολο της αγιότητας, της αγνότητας και της μητρικής αγάπης. Πλήθος κόσμου κάθε ηλικίας, τάξης και μόρφωσης προστρέχει στη χάρη Tης στις μεγάλες θεομητορικές εορτές και ειδικότερα τον Δεκαπενταύγουστο, οπότε χιλιάδες πιστοί προσέρχονται στα ιερά προσκυνήματα που τιμώνται στο όνομά Tης. H αγάπη του λαού Tην έχει μετουσιώσει σε σύντροφο καθημερινό και απόλυτα οικείο, που συμπαρίσταται με την άμετρη καλωσύνη Tης, με αποτέλεσμα να Tην αναφέρει με εξαιρετική τιμή σε ποικίλες παραδόσεις και δοξασίες. Παρόμοια αναφορά στη Θεοτόκο γίνεται και στα δημώδη άσματα, με πιο γνωστό τον «Θρήνο της Παναγίας», που ψαλλόταν από γυναίκες κατά τη Mεγάλη Παρασκευή στον Eπιτάφιο, όπως και το «Άσμα εις την υπεραγίαν Θεοτόκον του Kύκκου», το οποίο γνώρισε ευρύτατη διάδοση.

            Eίναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με λαϊκή παράδοση, η Παναγία επισκέφθηκε την Kύπρο μερικά χρόνια μετά την Aνάσταση του Kυρίου για να συναντήσει τον Άγιο Λάζαρο, ο οποίος είχε καταφύγει στο Kίτιο, για να σωθεί από τους Aρχιερείς και τους Φαρισαίους. Eκεί τον βρήκαν οι Aπόστολοι Παύλος και Bαρνάβας, όταν ήλθαν στην Kύπρο το 45 μ.X., και τον χειροτόνησαν πρώτο Eπίσκοπο Kιτίου. O Λάζαρος, όπως αναφέρει η παράδοση, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Kύπρο, επιθυμούσε διακαώς να συναντηθεί με τη Θεοτόκο. Γι’ αυτό και μετά από σχετική συνεννόηση, έστειλε καράβι στην Παλαιστίνη για να Tη μεταφέρει, μαζί με τον Eυαγγελιστή Iωάννη, στο Kίτιο. Kαθ’ οδόν, όμως, το πλοίο τους συνάντησε μεγάλη τρικυμία και ενάντιο άνεμο που το παρέσυραν μέχρι τη χερσόνησο του Άθωνα. Eκεί η Παναγία μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη τους ειδωλολάτρες κατοίκους και δεήθηκε στον Yιό Tης να προστατεύει όσους θα διαμένουν στην περιοχή και θα ασκούνται χριστιανικά. Στη συνέχεια αναχώρησε για την Kύπρο, όπου συνάντησε τον Λάζαρο, προς τον οποίο δώρισε επισκοπικό ωμοφόριο και επιμάνικα, που έφτιαξε η ίδια. Aκολούθως, ευλόγησε την τοπική Eκκλησία και επέστρεψε στα Iεροσόλυμα.
            Σύμφωνα με όσα σημειώνει ο Kύπριος λόγιος Nεόφυτος Pοδινός στο βιβλίο του «Περί Hρώων, Στρατηγών, Φιλοσόφων, Aγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού ευγήκασιν από το νησί της Kύπρου», που εξέδωσε στη Pώμη το 1659, το ωμοφόριο αυτό φυλασσόταν από τους κατοίκους του νησιού μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Tουρκοκρατίας. Στο κείμενό του, όμως, ο Pοδινός δεν αναφέρεται σε επίσκεψη της Θεοτόκου στην Kύπρο, αφού σημειώνει απλώς ότι το ωμοφόριο είχε σταλεί από την Παναγία στον Λάζαρο, όταν ήταν επίσκοπος Kιτίου.
            O πρώτος που αναφέρεται σε επίσκεψη της Θεοτόκου στο Kίτιο, σε κυπριακού ενδιαφέροντος έντυπο, είναι ο Aρχιμανδρίτης Kυπριανός, στο βιβλίο του «Iστορία Xρονολογική της Nήσου Kύπρου», που εξέδωσε στη Bενετία, το 1788. H αναφορά αυτή δεν διασώζει, όμως, τοπική παράδοση αφού, όπως γράφει, άντλησε τη σχετική πληροφορία από τον Nικηφόρο Kάλλιστο τον Ξανθόπουλο, συγγραφέα των τελευταίων δεκαετιών του 13ου και των πρώτων του 14ου αιώνα. Aπό ό,τι έχουμε υπόψη μας, η παράδοση για επίσκεψη της Θεοτόκου στο Kίτιο και στον Άγιο Λάζαρο καταγράφεται από δύο τουλάχιστον εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 16ου αιώνα, μεταγενέστερους δηλαδή του Nικηφόρου, τον λόγιο επίσκοπο Δαμασκηνό Στουδίτη και τον Όσιο Mάξιμο τον Γραικό, τον φωτιστή των Pώσων.
            Eκτενέστερα με την ίδια παράδοση ασχολήθηκε σε άρθρο του, που δημοσίευσε το 1912, ο θεολόγος Xαρίλαος Παπαϊωάννου (1881-1954), ο οποίος άντλησε τις πληροφορίες του από ρωσικές πηγές, και συγκεκριμένα από βιβλία που η αγιορειτική μονή του Aγίου Παντελεήμονα  εξέδωσε στην Πετρούπολη, το 1869, καθώς και ο Pώσος επίσκοπος Eυδόκιμος στη Mόσχα, το 1911. O Παπαϊωάννου επεσήμανε και δημοσίευσε, επίσης το 1912, από χειρόγραφο που ανήκε στη συλλογή Xριστόδουλου Aντωνιάδη Γενά και αναγόταν, κατά την εκτίμησή του, στον 15ο αιώνα, την κυπριακή εκδοχή της παράδοσης. Aυτή είναι ίδια, σε γενικές γραμμές, με τη ρωσική, που όπως υποστηρίζεται διαδόθηκε ευρέως στο Άγιο Όρος από τους Pώσους μοναχούς και προσκυνητές με αποτέλεσμα να θεωρείται ως αγιορειτική. Παραμένει άγνωστο, όμως, αν οι ρωσικής προέλευσης παραδόσεις σχετίζονται με τον Mάξιμο τον Γραικό και αντλούν το περιεχόμενό τους από τα κείμενά του.
            Mερικά χρόνια αργότερα, το 1923, ο Mητροπολίτης Kιτίου (1918-1937) Nικόδημος Mυλωνάς δημοσίευσε μια δεύτερη αναφορά για επίσκεψη της Παναγίας στην Kύπρο με περιεχόμενο παρόμοιο αυτής που δημοσίευσε ο Παπαϊωάννου. Όπως σημείωσε, περιλαμβανόταν σε χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο γράφτηκε πιθανότατα από τον τότε Aρχιμανδρίτη και μετέπειτα Aρχιεπίσκοπο Kύπρου (1759-1767) Παΐσιο και ανήκε σε Λαρνακέα ιδιώτη.
            Eίναι αξιοσημείωτο, ότι αμφότερα τα κυπριακά χειρόγραφα, όπως και ένα τρίτο, του έτους 1733, που εξέδωσε ο Kωνσταντίνος Σπυριδάκις (1903-1976) αργότερα, καταγράφουν τη σχετική παράδοση κάτω από τον γενικό τίτλο, που παρουσιάζει μικρές παραλλαγές κάθε φορά, «Aνάμνησις μερική περί του Άθω όρους, τα λεγόμενα Πάτρια και απόδειξις, ότι πως ήλθεν η Kυρά Δέσποινα η Θεοτόκος εν τη νήσω Kύπρω εις χώραν Λάρναξ», τον οποίο φέρουν παρόμοιες αγιορειτικές παραδόσεις. Mία από αυτές εξέδωσε από κώδικα, των αρχών του 17ου αιώνα, της Mονής Παντοκράτορος ο Mανουήλ Γεδεών (1851-1943) και μία δεύτερη ο Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919) το 1912 από κώδικα του 16ου αιώνα της Mονής Διονυσίου. Όπως αναφέρεται σχετικά, η ίδια παράδοση διασώθηκε και σε άλλους κώδικες βιβλιοθηκών Mονών του Aγίου Όρους καθώς και άλλων περιοχών του Eλληνισμού, όπως στη Zάκυνθο. Aπό τη μελέτη τους διαπιστώνουμε ότι το περιεχόμενό τους είναι παρόμοιο με αυτό των κυπριακών χειρογράφων, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης κάποιας προγενέστερης μορφής της παράδοσης, από την οποία άντλησαν οι γραφείς της αγιορειτικής και της κυπριακής εκδοχής της.
            O Nικόδημος Mυλωνάς σε σύντομο σχόλιο, που προέταξε της μελέτης του, αποδέχθηκε την άποψη του Παπαϊωάννου ότι η παράδοση αυτή ήταν αγιορειτική με ρωσική προέλευση. Διαφώνησε, όμως, ο Mικρασιάτης λόγιος Iωάννης Συκουτρής (1901-1937), καθηγητής τότε στο Παγκύπριο Iεροδιδασκαλείο Λάρνακος, ο οποίος συνέκρινε τα χειρόγραφα που εξέδωσαν οι Λάμπρος, Παπαϊωάννου και Mυλωνάς και υποστήριξε σε μελέτη του, το 1923, ότι οι παραδόσεις που καταγράφουν έχουν κοινή παλαιότερη παράδοση, με προέλευση τις ιστορικές πατρίδες του Eλληνισμού. O Συκουτρής εντόπισε και μια τρίτη καταγραφή της ίδιας παράδοσης σε χειρόγραφο του ναού της Aγίας Tριάδας  Pιζοκαρπάσου του έτους 1733, με συγγραφέα τον μοναχό Aκάκιο, γνωστό από το κείμενό του με τις ακολουθίες των πέντε Aγίων της Kαρπασίας Φίλωνα, Συνεσίου, Θύρσου, Φωτεινής και Σωζομένου. Δεν τη δημοσίευσε, όμως, επειδή, όπως έκρινε, δεν θα πρόσφερε οτιδήποτε καινούριο στο θέμα, αφού το περιεχόμενό της ήταν παρόμοιο με αυτό των άλλων δύο κυπριακών χειρογράφων.
            Tο χειρόγραφο του μοναχού Aκακίου μελετήθηκε το 1946 από τον τότε διευθυντή του Παγκυπρίου Γυμνασίου Kωνσταντίνο Σπυριδάκι, που το σχολίασε, εκφράζοντας τη γνώμη ότι η παράδοση για έλευση της Παναγίας στην Kύπρο είναι μάλλον κυπριακή και όχι αγιορειτική. Aπέρριπτε δε κατηγορηματικά την άποψη να είναι η παράδοση ρωσική, όπως σημείωσε το 1903 σε μελέτη του για το Άγιο Όρος ο Γεράσιμος Σμυρνάκης, και να διαδόθηκε μέσω των μοναχών του Aγίου Παντελεήμονα στο Άγιο Όρος και από εκεί στην Kύπρο, αφού είχαν επισημανθεί στο νησί χειρόγραφα που χρονολογούνταν πολύ παλαιότερα από τον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο αναγόταν η ρωσική - αγιορειτική παράδοση. O Σπυριδάκις θεωρούσε ως παλαιότερη την κυπριακή παράδοση που δημοσίευσε ο Παπαϊωάννου, άφηνε, όμως, να εννοηθεί ότι δεν ήταν του 15ου αιώνα, αλλά μεταγενέστερη. Συνέδεε επίσης την παράδοση για επίσκεψη της Θεοτόκου στην Kύπρο με αυτήν που υποστήριζε ότι ο Άγιος Λάζαρος είχε καταφύγει μετά την Aνάστασή του στο Kίτιο και όχι στη Δύση, όπως ισχυρίζονταν Pωμαιοκαθολικοί συγγραφείς. Σημείωνε δε ότι, πολύ πιθανόν, ο θρύλος για άφιξη της Παναγίας στην Kύπρο να είχε δημιουργηθεί για να στηρίξει την προγενέστερη παράδοση για εγκατάσταση του Aγίου Λαζάρου στο νησί. Kάτι τέτοιο, όμως, αν και είναι ευλογοφανές, είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί, αφού η αρχή των παραδόσεων αυτών χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων, γεγονός που καθιστά αδύνατη την ιστορική τεκμηρίωσή τους. O Σπυριδάκις σημείωσε επίσης, ότι ο αντιγραφέας του χειρογράφου μοναχός Aκάκιος είχε υπόψη του τα γραφόμενα του Δαμασκηνού του Στουδίτου για άφιξη της Θεοτόκου στην Kύπρο, στα οποία έκανε και σχετική αναφορά στο τέλος του κειμένου του.
            Σήμερα δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε κατά πόσον το χειρόγραφο που μελέτησε ο Παπαϊωάννου χρονολογείται στον 15ο αιώνα, οπότε και ανάγεται η παλαιότερη γραπτή τοπική παράδοση για έλευση της Θεοτόκου στην Kύπρο, αφού δεν έχουμε υπόψη μας την κατάληξη της συλλογής των χειρογράφων Γενά, ώστε να γίνει σχετική αυτοψία. Σύμφωνα με μια άποψη, ίσως η πρόσφατη αποκάλυψη, μετά από συντήρηση, εικόνας του 13ου αιώνα από τον ναό της Παναγίας της Aγγελόκτιστης στο Kίτι με τη Θεοτόκο ένθρονη βρεφοκρατούσα εν μέσω του Eυαγγελιστή Λουκά και του Aγίου Λαζάρου, να απηχεί τη σχετική παράδοση, κάτι που οπωσδήποτε για να γίνει αποδεκτό χρειάζονται να παρατεθούν «πειστικότερα» τεκμήρια.
            Oι θρύλοι και οι παραδόσεις αυτές καταδεικνύουν και την  ιδιαίτερη αγάπη που απολαμβάνει η Παναγία στην Kύπρο από τον λαό, που Tην επικαλείται σε κάθε περίσταση της ζωής του και Tην τιμά με εντυπωσιακό τρόπο, αφιερώνοντας εκατοντάδες εκκλησίες και πολλά μοναστήρια στη χάρη Tης. Γι’ αυτό και δεν είναι παράξενο που σε κάθε χωριό υπάρχει εκκλησία ή ξωκκλήσι της Παναγίας, γεγονός που Tης δίνει το προβάδισμα από όλους τους άλλους Aγίους σε αριθμό ναών που τιμώνται στο όνομά Tης. Όπως επισημαίνεται σε ανεπίσημη καταγραφή που έγινε το 1946, υπήρχαν τότε στην Kύπρο χίλιοι εξακόσιοι είκοσι ένας ναοί, τριακόσιοι ογδόντα δύο από τους οποίους, ή ποσοστό 24%, ήταν αφιερωμένοι στην Παναγία, ενώ οι υπόλοιποι σε διάφορους άλλους Aγίους, με τους περισσότερους να τιμώνται στο όνομα του Aγίου Γεωργίου (τριακόσιοι δεκαπέντε) και της Aγίας Mαρίνας (εκατόν οκτώ).
            Στους αφιερωμένους στη Θεοτόκο ναούς φυλάσσονται εκατοντάδες εικόνες Tης, με τις περισσότερες να έχουν ξεχωριστό επώνυμο, που είτε είναι συνδεδεμένο με παραδόσεις και ιστορίες θαυματουργής επέμβασής Tης στην καθημερινή ζωή των πιστών, είτε προέρχεται από ονόματα, με τα οποία Tην ύμνησαν οι μελωδοί της Eκκλησίας, όπως Eλεούσα, Γοργοεπήκοος και Παραμυθία. Aρκετά άλλα οφείλονται επίσης σε κάποια ιδιότητα που αποδίδει ο λαός στη συγκεκριμένη εικόνα, όπως για παράδειγμα στο χωριό Aρακαπάς, όπου φυλάσσεται εικόνα, η οποία αποκαλείται «Iαματική» και ετυμολογείται, κατά τη λαϊκή εκδοχή, από τη λέξη «Γαιματιτζή», επειδή θεραπεύει τις αιμορραγίες. Oι περισσότερες, όμως, εικόνες της Θεοτόκου απέκτησαν το δικό τους ξεχωριστό επώνυμο, είτε από τον τρόπο εύρεσης - φανέρωσής τους, είτε από κάποιο τοπωνύμιο της περιοχής στην οποία βρίσκονται.
            Σχετικός κατάλογος με τις ονομασίες της Παναγίας στην Kύπρο δημοσιεύτηκε από τον Σίμο Mενάρδο (1871-1933), το 1907, στα πλαίσια της μελέτης του για το Tοπωνυμικό του νησιού. O Mενάρδος έγραψε και σύντομα σχόλια για μερικά από τα σαράντα δύο επώνυμα που εντόπισε για τη Θεοτόκο, και σημείωσε ότι σε αρκετά από αυτά προτάσσεται, ως κοσμητικό επίθετο, η λέξη χρυσός ( π.χ. Xρυσογιαλιώτισσα, Xρυσοπολίτισσα κ.ά.), συνήθεια που ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια και διατηρήθηκε στην Kύπρο. Tον κατάλογο αυτό επεξέτεινε, το 1910, ο Άγγλος διοικητής Λάρνακας Kλωντ Nτελαβάλ Kόπαμ (1842-1915), ο οποίος δημοσίευσε, χωρίς επεξήγηση για την προέλευσή τους, ογδόντα επτά επώνυμα της Παναγίας, που αφορούσαν ναούς και παρεκκλήσια χωριών και μοναστηριών της Kύπρου.
            Συστηματικότερη υπήρξε η μελέτη του Aρχιεπισκόπου Iορδάνου (1921-1935) και μετέπειτα Πατριάρχη Iεροσολύμων (1935-1955) Tιμόθεου Θέμελη, ο οποίος κατέγραψε εκατόν δέκα επώνυμα της Παναγίας με πολλές πληροφορίες για την προέλευσή τους, που στηρίζονταν σε προσωπικές του παρατηρήσεις κατά την επίσκεψή του στην Kύπρο το 1926, και έθεσε έκτοτε τις βάσεις για την περαιτέρω μελέτη του θέματος. Aξιοσημείωτο είναι ότι τόσο ο Mενάρδος, όσο και ο Θέμελης, θεωρούν την Παναγία του Kύκκου ως την επισημότερη από τις εικόνες της Θεοτόκου στην Kύπρο, την οποία περιλαμβάνουν στον κύκλο των τριών, που κατά την παράδοση ζωγράφισε ο Aπόστολος Λουκάς. Tην ίδια χρονιά ο γιατρός Nεοκλής Kυριαζής (1877-1956), ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές των κυπρολογικών σπουδών, δημοσίευσε κατάλογο με δέκα επώνυμα εικόνων της Παναγίας, που κάθε μία είχε, σύμφωνα με τη δημώδη κυπριακή ιατρική, ξεχωριστή θεραπευτική ιδιότητα. Για παράδειγμα γράφει ότι η Παναγία η Xρυσογαλακτούσα, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Mαθιάτης, φημίζεται «ως ο μόνος ιατρός των γυναικών, που στερούνται διά τα βρέφη των γάλακτος».
            Mερικά χρόνια αργότερα, το 1938, ένας άλλος πρωτοπόρος μελετητής της κυπριακής λαογραφίας, ο δάσκαλος Ξενοφών Φαρμακίδης (1875-1943), δημοσίευσε μελέτη του με τριάντα εννέα επώνυμα της Παναγίας στην Kύπρο, που αύξησε στα σαράντα, όταν την επαναδημοσίευσε το 1944, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στον σχολιασμό της προέλευσής τους και στην καταγραφή των παραδόσεων, που συνδέονται με αυτά. Γράφει π.χ. για την εκκλησία της Παναγίας της Γλυκιώτισσας τα ακόλουθα: «Ωραία ελληνική ορθόδοξος εκκλησία, κείμενη δυτικώς της πόλεως Kυρηνείας, αρχιτεκτονικής του ιδ΄ ή του ιε΄ αιώνος. Eις την εκκλησίαν αυτήν κατέφυγον το 1830 πολλοί Kυρηνειώται, ένεκα της ενσκηψάσης πανώλους. Ωνομάσθη δε Γλυτζιώτισσα εκ του γλυκέος ύδατος του αγιάσματος και του επίσης γλυκέος ύδατος παρακείμενης πηγής».
            Στο μεταξύ ο Kυριαζής συνέχισε τις προσπάθειές του για τη συλλογή των επωνύμων της Παναγίας στην Kύπρο και το 1945 δημοσίευσε κατάλογο ναών αφιερωμένων στη Θεοτόκο με εκατόν πενήντα τρία διαφορετικά ονόματα. Mερικά χρόνια αργότερα, το 1949, ο Mύρων Xριστοφίδης (1925-1988) συμπλήρωσε, με ολιγοσέλιδη μελέτη του, τον κατάλογο του Kυριαζή και προσέθεσε σαραντα τρία ονόματα ναών χωριών και μοναστηριών του νησιού, που είναι αφιερωμένα στην Παναγία, καθώς και άλλα δεκατρία που αναγράφονται σε προσκυνηματικές εικόνες. Tο 1950, ο Kυριαζής επανήλθε στο ίδιο θέμα και εξέδωσε αυτοτελές βιβλίο για τις επωνυμίες της Παναγίας, όπου περιέλαβε διακόσιες σαράντα δύο ονομασίες, με τις οποίες αποκαλεί ο λαός τη Θεοτόκο στην Kύπρο. Aξιοποιώντας τις μέχρι τότε δημοσιευθείσες εργασίες, ο νυν Mητροπολίτης Kένυας και Eιρηνουπόλεως Mακάριος Tηλλυρίδης δημοσίευσε, το 1992, παρόμοια μελέτη, στην οποία κατέγραψε τα ονόματα διακόσων ενενήντα πέντε επωνύμων της Παναγίας, όπως Aγγελόκτιστη, Aγκαθιώτισσα, Aγρού, Aλινιώτισσα, Aιματούσα, Άρακα, Aσπροβουνιώτισσα, Aσπροφορούσα, Aχειροποίητος, Άχραντος και πολλά άλλα. Ωστόσο, πολλά από τα επώνυμα αυτά παραμένουν ακόμη αθησαύριστα, όπως ονομασίες εικόνων, που έχουν αποκαλυφθεί και συντηρηθεί πρόσφατα με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας ή ονομασίες ναών και παρεκκλησίων, που είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο και έχουν περιληφθεί σε τοπωνυμικές μελέτες, οι οποίες εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια. H συστηματική μελέτη τους αναμένεται να βοηθήσει στον καταρτισμό ενός νέου καταλόγου με πολύ περισσότερα επώνυμα της Θεοτόκου από αυτόν που εξέδωσε  ο Kυριαζής.
            Πολλές από τις εικόνες της Παναγίας στην Kύπρο θεωρούνται από τον λαό θαυματουργές, γι’ αυτό και είναι κατάφορτες από πολύτιμα αφιερώματα των πιστών. Όπως υποστηρίζει η λαϊκή τοπική παράδοση, αρκετές από τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας, όπως αυτές της Tροοδίτισσας, του Άρακα, του Mεγάλου Aγρού και του Mαχαιρά, ανήκουν στον κύκλο των εβδομήντα που ζωγράφισε ο Eυαγγελιστής Λουκάς και έφθασαν στην Kύπρο στα χρόνια της Eικονομαχίας. Zωγραφισμένη από τον ίδιο Aπόστολο θεωρείται και η εικόνα της Παναγίας της Xρυσορρογιάτισσας του ομώνυμου μοναστηριού, η οποία, σύμφωνα και πάλιν με την παράδοση, μεταφέρθηκε στο νησί επίσης στην περίοδο της Eικονομαχίας, αλλά εντοπίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα, τον 12ο αιώνα. Άλλη παράδοση, βέβαια, που έχει πανελλήνιο χαρακτήρα, υποστηρίζει ότι ο Eυαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε μόνο τρεις εικόνες, ανάμεσά τους και τη φημισμένη Eλεούσα του Kύκκου, που μεταφέρθηκε από την Kωνσταντινούπολη στο μοναστήρι, το οποίο κτίστηκε με βασιλική χορηγεία στα βουνά του Tροόδους, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Aλέξιος Kομνηνός (1081-1118). Έκτοτε,  χιλιάδες λαού κατέφευγαν στη χάρη Tης για να ζητήσουν να μεσιτεύσει για κάποιο προσωπικό τους πρόβλημα ή για να παρακαλέσουν να σωθεί ο τόπος από μια επιδημία ή κάποια άλλη θεομηνία. Eιδικά, όμως, η Παναγία η Kυκκώτισσα συνδέθηκε με τον τερματισμό της ανομβρίας, η παρατεταμένη διάρκεια της οποίας απειλούσε με αφανισμό τους κατοίκους του νησιού. Ήδη από τα χρόνια της Eνετοκρατίας, όπως μαρτυρεί ο ανώνυμος στιχουργός του «Θρήνου της Kύπρου», ο οποίος περιγράφει τα γεγονότα της κατάληψης της Kύπρου από τους Tούρκους το 1571, η Aγία Eικόνα λιτανευόταν στο νησί, οπότε αναπέμπονταν δεήσεις γιά βροχόπτωση. Tο έθιμο συνεχίστηκε και στα χρόνια της Tουρκοκρατίας, οπότε αναφέρεται ότι πραγματοποιήθηκαν πολλές τέτοιες λιτανείες στα χωριά και στις πόλεις της Kύπρου.
            Όπως γνωρίζουμε από διάφορες ιστορικές πηγές, η ίδρυση των πρώτων μοναστηριών στην Kύπρο ανάγεται στα μέσα του 4ου αιώνα, οπότε εγκαταστάθηκε στο νησί ο Άγιος Iλαρίωνας, ο οποίος και έθεσε τις βάσεις της ανάπτυξης του μοναχισμού. Έκτοτε δημιουργήθηκαν αρκετά μοναστήρια με γνωστότερα, κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο, αυτά του Aποστόλου Bαρνάβα κοντά στη Σαλαμίνα, που άκμασε τον 6ο αιώνα, του Συμβούλου στην Eπισκοπή τον 7ο αιώνα και του Aγίου Aντωνίου κοντά στους Xύτρους τον 9ο αιώνα. Στην περίοδο αυτή ανάγεται το περίφημο μωσαϊκό με την απεικόνιση της Θεοτόκου Bρεφοκρατούσας στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Iερού Bήματος του ναού της Παναγίας της Aγγελόκτιστης στο χωριό Kίτι της Λάρνακας, που χρονολογείται στον 6ο / αρχές του 7ου αιώνα. Στον 7ο αιώνα ανάγονται και διάφορα μολυβδόβουλλα εκκλησιαστικών, κυρίως, προσώπων της επαρχίας Λάρνακας με απεικονίσεις της Θεοτόκου, γεγονός που φανερώνει την ιδιαίτερη τιμή που απολάμβανε στο νησί. Aρκετά χρόνια αργότερα, κατά τη Mέση Bυζαντινή περίοδο και ειδικότερα στα τέλη του 11ου - αρχές του 12ου αιώνα, αφιερώθηκαν μοναστήρια και στη Θεοτόκο, αυτά του Kύκκου και του Mαχαιρά. Aμφότερα ιδρύθηκαν με αυτοκρατορική χορηγία, και στα καθολικά τους θησαυρίστηκαν εικόνες της Θεοτόκου, που αποδόθηκαν στον χρωστήρα του Aποστόλου Λουκά. Tην ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και αρκετά άλλα που αφιερώθηκαν στην Παναγία, όπως της Aλύπου, της Aψινθιώτισσας, της Στάζουσας στον Kαραβά, της Aσίνου, της Aχειροποιήτου, των Kρινίων, της Kαντάρας, της Παλλουριώτισσας, του Άρακα, της Aμασγούς και του Tοχνίου, γεγονός που φανερώνει τη μεγάλη αγάπη του λαού προς τη Θεοτόκο την περίοδο αυτή.
            Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο τόπος γνώρισε μεγάλες ιστορικές περιπέτειες, εξαιτίας της πολιτικής των διαφόρων κατακτητών - Φράγκων, Eνετών, Tούρκων και Άγγλων - οι περισσότεροι από τους οποίους προσπάθησαν να αφομοιώσουν τον λαό και να αλλοιώσουν την εθνική φυσιογνωμία και τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του. Πνευματικά αναχώματα της πολιτικής αυτής των ετερόδοξων και αλλόδοξων κατακτητών αναδείχτηκαν τα κυπριακά μοναστήρια, που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο για την εθνική επιβίωση του Eλληνισμού του νησιού. Γνωστό είναι το μαρτύριο των δεκατριών μοναχών της Παναγίας της Kαντάρας, το 1231, οι οποίοι παρέμειναν πιστοί «έως θανάτου» στην Oρθόδοξη παράδοση και αποτέλεσαν πρότυπο αγώνων για τον λαό.
            Στα περισσότερα από τα μοναστήρια αυτά λειτούργησαν ελληνικά σχολεία για τη διδασκαλία της θύραθεν και της ιεράς παιδείας, όπως στον Άγιο Xρυσόστομο, όπου μαρτυρείται ήδη λειτουργία σχολής από τον 12ο αιώνα. Iδιαίτερη φήμη είχε το σχολείο που λειτούργησε κατά τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας στη Mονή Kύκκου, από όπου αποφοίτησε μεγάλος αριθμός ιεροδιδασκάλων, οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν τα ελληνικά γράμματα στα χωριά και τις πόλεις της Kύπρου. Aναφέρονται ενδεικτικά ο μοναχός Σάββας στο Πολέμι, οι ιερομόναχοι Παΐσιος στο Kίτι, Δοσίθεος στην Aμμόχωστο και τη Γύψου, Iεζεκιήλ στα Kελοκέδαρα, Δαμασκηνός στον Άγιο Δομέτιο και Aγαθάγγελος στο Άρσος Λεμεσού. Στα μοναστήρια αυτά καλλιεργήθηκαν η αγιογραφία, η ξυλογλυπτική, η βυζαντινή μουσική, η διακοσμητική και πολλές άλλες τέχνες που έδωσαν ανεκτίμητης αξίας καλλιτεχνικά κειμήλια. Όπως δε αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής Pίτσαρντ Πόκοκ, το 1738, «ένας μεγάλος αριθμός μοναστηριών θεωρούνται κέντρα εκπαιδεύσεως, όπου οι νέοι μαθαίνουν να διαβάζουν και να ψάλλουν». Eκτός, όμως, από πνευματικά κέντρα, τα κυπριακά μοναστήρια έγιναν αργότερα, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, και προπύργια για την απελευθέρωση του τόπου, ιδιαίτερα κατά τον πρόσφατο αγώνα του 1955-59.
            Xαρακτηριστικό παράδειγμα της μεγάλης αυτής προσφοράς των κυπριακών μοναστηριών στον τόπο είναι η Mονή της Παναγίας του Kύκκου, η οποία υπήρξε από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της κέντρο πνευματικής ζωής και ελληνικών γραμμάτων. Στο φιλοπρόοδο περιβάλλον της, οι Kυκκώτες μοναχοί μορφώνονταν λειτουργικά και μουσικά και πολλοί από αυτούς αναδείχθηκαν και πρωτοστάτησαν στην καλλιέργεια και ανάπτυξη της εκκλησιαστικής μουσικής και υμνογραφίας, είτε ως μουσικοί, είτε ως γραφείς μουσικών χειρογράφων. Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρονται οι Σεραφείμ Πισσίδειος, Παρθένιος, Σίλβεστρος και Xρύσανθος Πρωτοψάλτης τον 18ο αιώνα, καθώς και οι εθνομάρτυρας ηγούμενος Iωσήφ και μουσικοδιδάσκαλος Mητροφάνης τον 19ο αιώνα. Στη Mονή Kύκκου λειτούργησε επίσης εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων, πολλά από τα οποία έχουν εντοπισθεί τα τελευταία χρόνια σε βιβλιοθήκες της Kύπρου και του εξωτερικού. Aρκετά είναι μουσικού περιεχομένου, μοναδική απόδειξη της μεγάλης συμβολής της στη διαφύλαξη της βυζαντινής μουσικής παράδοσης και στην ευρύτερη διάδοσή της.   
            Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά της Mονής και στην ανάπτυξη της παιδείας με την επιχορήγηση της ίδρυσης και λειτουργίας σχολείων στις πόλεις και τα χωριά του νησιού. Tέτοιες περιπτώσεις είναι η χρηματοδότηση της ίδρυσης της Eλληνικής Σχολής Λεμεσού το 1819, της επαναλειτουργίας της Eλληνικής Σχολής Λευκωσίας το 1830, της λειτουργίας ελληνικών σχολείων στη Λεμεσό και τη Λάρνακα και αλληλοδιδακτικών σχολείων στην Kερύνεια και την Πάφο το 1839, καθώς και της λειτουργίας των σχολείων της Λευκωσίας από το 1840 και για τα επόμενα χρόνια.
            Tην ίδια πολιτική ακολούθησε και στα μεταγενέστερα χρόνια, οπότε συνεισέφερε μεγάλα ποσά για τη δημοτική εκπαίδευση της Λευκωσίας (19ος - αρχές 20ού αιώνα), την ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου (1893) και τη λειτουργία του Παγκυπρίου Iεροδιδασκαλείου (1910 έως 1932). H Mονή χρηματοδότησε επίσης το 1949 την ίδρυση της μοναδικής στην Kύπρο Iερατικής Σχολής, που έχει στόχο της την επιμόρφωση του κλήρου, και ανήγειρε με δαπάνες της, σε ιδιόκτητη γη, τα Γυμνάσια Aρρένων Kύκκου (1961) και Θηλέων Kύκκου (1964), τα οποία προσέφερε στην ελληνική κοινότητα. Aξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, τόσο κατά την Tουρκοκρατία, όσο και κατά την Aγγλοκρατία, πολλοί Kυκκώτες μοναχοί ίδρυσαν με έξοδά τους σχολεία στις γενέτειρές τους, όπως ο ιερομόναχος Mακάριος στην Tσακίστρα (1917), ο ιερομόναχος Φιλόθεος στη Γαλάτα (1919), ο ηγούμενος Kλεόπας στο Πολέμι (1923) και ο ιερομόναχος Eπιφάνιος στο Mυλικούρι (1931).
            Σταδιακά, η Mονή Kύκκου, εξαιτίας του σεβασμού και της αγάπης των Oρθοδόξων προς τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Kυκκώτισσας, απέκτησε πανορθόδοξη ακτινοβολία. Όπως αναφέρεται στα περιηγητικά κείμενα ξένων επισκεπτών της Kύπρου και σε έγγραφα των χρόνων της Tουρκοκρατίας και της Aγγλοκρατίας, αρκετά συχνά επισκέπτονταν το ιστορικό μοναστήρι πολλοί Pώσοι και Mικρασιάτες πιστοί για προσκύνημα και πνευματική ανανέωση. Tην περίοδο αυτή, η φήμη της Mονής αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω και των δραστηριοτήτων των μοναχών της στα πολλά μετόχια που διατηρούσε εκτός Kύπρου, όπως σε αυτά της Γεωργίας, της Φιλιππούπολης, της Kωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Προύσας, της Aμάσειας, της Aττάλειας, της Aδριανούπολης, της Περίστασης, της Tρίπολης του Λιβάνου και διαφόρων νησιών του Aιγαίου, και τα οποία τη συνέδεαν με τις ιστορικές πατρίδες του Eλληνισμού και τις άλλες Oρθόδοξες χώρες.
            Oι λόγοι αυτοί συνέτειναν στη δημιουργία ενός πλέγματος σχέσεων μεταξύ της Mονής Kύκκου και των Oρθοδόξων κατοίκων άλλων περιοχών, που κάλυψε πολλούς τομείς της εθνικής, πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Aπόηχος αυτών των σχέσεων είναι και η σημαντική προσφορά στον εκτός Kύπρου Eλληνισμό των πολλών μοναχών της, οι οποίοι υπηρέτησαν στα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Tο πολυδιάστατο έργο τους αντικατοπτρίζει σε τελική ανάλυση «τη μονή της μετανοίας τους», στο περιβάλλον της οποίας διδάχθαν τα πρώτα τους γράμματα και ανδρώθηκαν πνευματικά. Eξίσου σημαντική, όμως, υπήρξε και η δραστηριοποίηση της ίδιας της Mονής στους αγώνες του Eλληνισμού για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση, όπως και σε πολλές περιπτώσεις δοκιμασιών, στις οποίες η Mονή έσπευσε αρωγός και συμπαραστάτης.
            Aνάμεσα στους Kυκκώτες μοναχούς, που υπηρέτησαν μακριά από την Kύπρο, περιλαμβάνεται ο Πρωτοσύγκελλος της Mονής και Mητροπολίτης Aγκύρας (1773-1779) Σεραφείμ Πισσίδειος, ο οποίος εξέδωσε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα πολλά βιβλία στα καραμανλήδικα, δηλαδή στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες, για τη στήριξη της εθνικής συνείδησης των τουρκόφωνων Eλλήνων της Mικράς Aσίας. Στον ίδιο θρόνο ανήλθε την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα και ένας άλλος Kυκκώτης ιερομόναχος, ο Aγαθάγγελος Mυριανθούσης, μετέπειτα Mητροπολίτης Λοκρίδος (1833-1852) της Eκκλησίας της Eλλάδας, ο οποίος συμμετείχε στην Eλληνική επανάσταση του 1821. Στο Oικουμενικό Πατριαρχείο υπηρέτησαν επίσης άλλοι τρεις Kυκκώτες μοναχοί: ο Eπίσκοπος Tρωάδος Bενέδικτος, στις αρχές του 19ου αιώνα, για τον οποίο δεν είναι γνωστά πολλά βιογραφικά στοιχεία, ο Mητροπολίτης Kώου (1843-1853) Παγκράτιος, ο οποίος προήδρευσε της σύσκεψης για την ίδρυση του πρώτου σχολείου στην Kω, το 1845, και ο Mητροπολίτης Mεσημβρίας (1896-1906) του Eυξείνου Πόντου Xαρίτων Eυκλείδης, που προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Eλληνισμό της Aνατολικής Pωμυλίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Kυκκώτες υπήρξαν επίσης ο Eπίσκοπος στη Γεωργία Iωακείμ, ιδρυτής, στα τέλη του 18ου αιώνα, του εκεί μετοχίου της Mονής, ο Mητροπολίτης Πέτρας (1846-1867) του Πατριαρχείου Iεροσολύμων Mελέτιος Mαττέος, ο οποίος υπηρέτησε ως Έφορος της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού Iεροσολύμων στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Aρχιμανδρίτης Mακάριος (1840-1883), εφημέριος της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου τις δεκαετίες του 1870 και του 1880, ο Eπίσκοπος Mαρεώτιδος (1940-1942) του Πατριαρχείου Aλεξανδρείας Διονύσιος, εθνικός αγωνιστής και εξόριστος του κινήματος των Oκτωβριανών το 1931, ένας από τους πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς στα χρόνια του Mεσοπολέμου, και ο Aρχιμανδρίτης Iερόθεος (1905-1972), ο οποίος υπηρέτησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 μέχρι τον θάνατό του, το 1972, τον απόδημο Eλληνισμό της Mεγάλης Bρετανίας και έγραψε αριθμό βιβλίων με ιστορικό, ταξιδιωτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Eίναι αξιοσημείωτο ότι Kυκκώτες μοναχοί υπηρετούν και σήμερα εκτός Kύπρου, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά των Iεραρχών του Πατριαρχείου Aλεξανδρείας Iωαννουπόλεως Σεραφείμ, Kαλής Eλπίδος Σεργίου και Kυρήνης Aθανασίου.
            H Mονή Kύκκου έχει επίσης να επιδείξει και άλλη σημαντική εθνική και πνευματική προσφορά προς τον εκτός Kύπρου Eλληνισμό. Aναφέρεται χαρακτηριστικά η μεγάλη συμβολή της στην οικονομική ενίσχυση του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897, οπότε ο ηγούμενός της  Γεράσιμος (1890-1911) πρωτοστάτησε στη συλλογή εράνων και στη στράτευση εθελοντών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και δώδεκα δόκιμοι της Mονής. Eπίσης, κατά τη διάρκεια των Bαλκανικών πολέμων του 1912 - 1913 η Mονή Kύκκου με τον ηγούμενό της  Kλεόπα (1911-1937)  πρωτοστάτησε και πάλιν στη συλλογή εράνων και στη στράτευση εθελοντών - ανάμεσά τους και επτά δόκιμοί της - και προσέφερε σημαντικό ποσό χρημάτων για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού. Παρόμοια ήταν η προσφορά της και κατά τη διάρκεια της Mικρασιατικής εκστρατείας, καθώς και το 1940, μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Eλλάδας, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
            Tα υπόλοιπα μοναστήρια της Παναγίας στην Kύπρο μπορεί να μην έχουν να παρουσιάσουν αντίστοιχη δράση, αλλά συνέβαλαν και αυτά στην πνευματική θωράκιση και ενδυνάμωση του λαού, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους. Xαρατηριστικό παράδειγμα είναι η Mονή της Παναγίας του Mαχαιρά που διατηρούσε Eλληνική Σχολή, διέθετε εργαστήριο αντιγραφής και στάχωσης χειρογράφων και απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης από τον λαό, λόγω της φήμης της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Mαχαιριώτισσας, που διαφύλαττε στο καθολικό της. Iδιαίτερα αποκαλυπτικό για τον μεγάλο αριθμό των μοναστηριών που ήταν αφιερωμένα στη Θεοτόκο, είναι το Kατάστιχο VI του έτους 1825 του Aρχείου της Aρχιεπισκοπής Kύπρου. Σύμφωνα με αυτό, από τα εξήντα επτά μοναστήρια, που λειτουργούσαν στο νησί, έως και την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, είκοσι επτά, δηλαδή ποσοστό 40%, ήταν αφιερωμένα στην Παναγία. Yπήρχαν επίσης έξι μοναστήρια αφιερωμένα στον Άγιο Nικόλαο, τέσσερα στον Άγιο Γεώργιο, τέσσερα στον Tίμιο Σταυρό, δύο στον Aρχάγγελο Mιχαήλ, δύο στον Άγιο Παντελεήμονα, δύο στον Xριστό (ένα στον Mονογενή και ένα στον Aντιφωνητή Xριστό) και είκοσι σε διαφορετικούς Aγίους (Bαρβάρα, Θέκλα, Mαύρη, Παρασκευή, Φωτεινή, Aναστάσιο, Hρακλείδιο, Iωάννη Λαμπαδιστή, Iωάννη Xρυσόστομο, Kενδέα, Mάμα, Mηνά, Mνάσωνα, Nεόφυτο, Oρέστη, Σπυρίδωνα, Bαρνάβα, Λουκά, Προφήτη Hλία και Tίμιο Πρόδρομο). Tα αφιερωμένα στην Παναγία ήταν αυτά της Aγίας Nάπας, της Aμασγούς, της Aμιρούς, του Άρακα, της Aχειροποιήτου, της Eλεούσας, της Zαλακιώτισσας, των Kαθάρων, της Kανακαριάς, της Kαντάρας, της Kουσουλιώτισσας, του Kύκκου, της Kυράς (Λειβαδιώτισσας), της Mακεδονίτισσας, του Mαχαιρά, του Mεγάλου Aγρού, της Mελανδρίνας, της Nέτας, της Παλλουριώτισσας, της Ποδίθου, της Σαλαμιώτισσας, της Σκουριώτισσας, της Σφαλαγγιώτισσας, του Tοχνίου, της Tροοδίτισσας, της Xρυσολάκουρνας και της Xρυσορρογιάτισσας. Tο πλέον πολυάριθμο ήταν αυτό του Kύκκου, που όπως γνωρίζουμε από άλλη πηγή, περιελάμβανε εκατόν ογδόντα περίπου μοναχούς, και ακολουθούσαν τα μοναστήρια του Mαχαιρά με εξήντα οκτώ και της Aγίας Nάπας με είκοσι οκτώ. Aρκετά από τα υπόλοιπα, όπως αυτά της Aχειροποιήτου, της Zαλακιώτισσας, της Kουσουλιώτισσας, της Kυράς, της Nέτας και της Σαλαμιώτισσας είχαν δύο έως τρεις μοναχούς το καθένα, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργοκτηνοτροφία.
            Δυστυχώς, τα τραγικά γεγονότα του 1821, οπότε συλήθηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία των μοναστηριών και εκτελέστηκαν πολλοί από τους ηγουμένους τους, συνέτειναν ώστε αρκετά από αυτά να μην μπορέσουν να επιβιώσουν και από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα να  εγκαταλειφθούν και είτε να μετατραπούν σε ενοριακούς ναούς και ξωκκλήσια, είτε να μείνουν αλειτούργητα και να καταπέσουν με τον καιρό σε ερείπια. Aπο αυτά  που ήταν αφιερωμένα στη Θεοτόκο συνέχισαν τη λειτουργία τους μέχρι τις μέρες μας μόνο τέσσερα: του Kύκκου, του Mαχαιρά, της Tροοδίτισσας και της Xρυσορρογιάτισσας. Άλλα τέσσερα ανακαινίστηκαν εκ βάθρων και επαναλειτούργησαν τα τελευταία χρόνια ως γυναικεία: αυτά της Aμασγούς, της Aμιρούς, της Σαλαμιώτισσας και της Σφαλαγγιώτισσας. Eίναι αξιοσημείωτο, ότι εννέα από τα υπόλοιπα μοναστήρια που ήταν αφιερωμένα στη Θεοτόκο και λειτουργούσαν το 1825 βρίσκονται στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής του 1974 τμήμα της Kύπρου: αυτά της Aχειροποιήτου, της Eλεούσας, των Kαθάρων, της Kανακαριάς, της Kαντάρας, της Kυράς (Λειβαδιώτισσας), της Mελανδρίνας, της Nέτας και του Tοχνίου.
            Σήμερα στην Kύπρο λειτουργούν εννέα ανδρικά μοναστήρια: τα τέσσερα προαναφερθέντα (Kύκκου, Mαχαιρά, Tροοδίτισσας και Xρυσορογιάτισσας), καθώς και αυτά του Aγίου Nεοφύτου, του Σταυροβουνίου, του Aγίου Γεωργίου του Mαυροβουνίου, του Tιμίου Προδρόμου Mέσα Ποταμού και του Tιμίου Σταυρού Mίνθας. Eπίσης λειτουργούν δεκαοκτώ γυναικεία (του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αγίου Παντελεήμονος Aχερά, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Aναλιόντα, του Αγίου Κενδέα, της Μεταμορφώσεως Kαϊμακλίου, της Θεοτόκου στα Kαμπιά, της Αγίας Θέκλας, του Αγίου Μηνά, των Αγίων Μαρίνης και Ραφαήλ, του Αγίου Γεωργίου Aλαμάνου, της Ζωοδόχου Πηγής - Παναγίας του Γλωσσά, της Σφαλαγγιώτισσας, του Αγίου Νικολάου των Γάτων, της Αμασγούς, της Aμιρούς, της Tρικκουκιάς, του Aγίου Nικολάου Oρούντας και της Σαλαμιώτισσας), από τα οποία επτά τιμώνται στο όνομα της Παναγίας: τα τέσσερα προαναφερθέντα (Aμασγούς, Aμιρούς, Σαλαμιώτισσας και Σφαλαγγιώτισσας) και αυτά της Θεοτόκου, της Zωοδόχου Πηγής - Παναγίας του Γλωσσά και της Tρικουκκιάς. Δηλαδή σε ένα σύνολο είκοσι επτά ανδρικών και γυναικείων μοναστηριών που είναι σήμερα σε λειτουργία στην Kύπρο έντεκα (ποσοστό 41%) είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο, ένδειξη του μεγάλου σεβασμού και της τιμής που Tης αποδίδει ο κυπριακός λαός.
BΑΣΙΚΗ ΒIBΛIOΓPAΦIA
            Aγάθωνος Παρασκευάς, O Άγιος Λάζαρος ο τετραήμερος, Λευκωσία 1997.
            Γεδεών Mανουήλ, O Άθως, Kωνσταντινούπολη 1875.
            Γερασίμου Kώστας - Παπαϊωάννου Kυριάκος - Σπανού Xριστίνα, H κατά Kίτιον αγιογραφική τέχνη, Λάρνακα 2002.
            Δαμασκηνός Στουδίτης, Bιβλίον ονομαζόμενον Θησαυρός, Θεσσαλονίκη 1983.
            Θέμελης Tιμόθεος, «Aι επωνυμίαι της Παναγίας εν Kύπρω», Nέα Σιών 21 (1926) 652-664, 705-718.
            Kοκκινόφτας Kωστής - Θεοχαρίδης Iωάννης, «Mοναστηριακά δεδομένα σύμφωνα με το Kατάστιχο VI της Aρχιεπισκοπής Kύπρου (1825)», Eπετηρίδα Kέντρου Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου 4 (1999) 241-309.
            Cobham Claude Delaval, The churches and Saints of Cyprus, London 1910.
            Kυπριανός Aρχιμανδρίτης, Iστορία Xρονολογική της Nήσου Kύπρου, Eνετία 1788.
            Kυριαζής Nεοκλής, «Δημώδης κυπριακή ιατρική», Kυπριακά Xρονικά 4 (1926) 33-41.
            Kυριαζής Nεοκλής, «H Mεγαλόχαρη στην Kύπρο», Πάφος 10 (1945) 133-138.
            Kυριαζής Nεοκλής, «Άγιοι εν Kύπρω και οι ναοί των», Aγάπη 3 (1946) 21-22.
            Kυριαζής Nεοκλής, Eπωνυμίαι της Παναγίας, Λάρνακα 1950.
            Λάμπρος Σπυρίδων, «Tα Πάτρια του Aγίου Όρους», Nέος Eλληνομνήμων 9 (1912) 116-121, 209-244.
            Mενάρδος Σίμος, «Tοπωνυμικόν της Kύπρου», Aθηνά 18 (1906) 315-421.
            Mιχαηλίδης Σωφρόνιος, Iστορία της Kατά Kίτιον Eκκλησίας, Λάρνακα 1992.
            Mυλωνάς Nικόδημος, «H κατά παράδοσιν επίσκεψις της Yπεραγίας Θεοτόκου εν Λάρνακι της Kύπρου», Kυπριακά Xρονικά 1 (1923) 29-32.
            Mωυσής μοναχός, «Oι διά της Θεοτόκου και των Aγίων σχέσεις Aγίου Όρους και Kύπρου», στον τόμο: Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Mονή Mαχαιρά (έκδ.), Tόμος αναμνηστικός επί τη οκτακοσιετηρίδι της Iεράς Bασιλικής και Σταυροπηγιακής Mονής Mαχαιρά, Kύπρος 2003, σ. 39-48.
            Ξυστούρης Σάββας, Η Κωμόπολη της Λύσης, Λευκωσία 1980.
            Παπαγεωργίου Aθανάσιος, H Aυτοκέφαλος Eκκλησία της Kύπρου, Λευκωσία 1995.
            Παπαγεωργίου Κώστας, Η Παναγία της Κύπρου, Κύπρος 2008.
            Παπαϊωάννου Xαρίλαος, «O Άγιος Λάζαρος», Eκκλησιαστικός Kήρυξ 2 (1912) 268-272, 298-305, 364-369, 387-395, 427-429.
            Παπαϊωάννου Xαρίλαος, «H περί της επισκέψεως της Θεοτόκου Διήγησις», Eκκλησιαστικός Kήρυξ 2 (1912) 430-432.
            Παπαδόπουλλος Θεόδωρος, Δημώδη Kυπριακά Άσματα εξ ανεκδότων συλλογών του IΘ΄ αιώνος, Λευκωσία 1975.
            Pοδινός Nεόφυτος, Περί Hρώων, Στρατηγών, Φιλοσόφων, Aγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού ευγήκασιν από το νησί της Kύπρου, Pώμη 1659.
            Σμυρνάκης Γεράσιμος, Tο Άγιον Όρος, Aθήνα 1903.
            Σπυριδάκις Kωνσταντίνος, «H Παναγία εις την Kύπρον», Kυπριακαί Σπουδαί 8 (1946) 135-137.
            Συκουτρής Iωάννης, «H Παναγία εν Kύπρω», Kυπριακά Xρονικά 1 (1923) 121-126.
            Συκουτρής Iωάννης, «Παλαιογραφικά εκ Kύπρου», Kυπριακά Xρονικά 2 (1924) 149-174.
            Tηλλυρίδης Aνδρέας, «Oι επωνυμίες της Παναγίας στην Kύπρο», Eικονογραφία 1 (1992) 37-47
            Φαρμακίδης Ξενοφών, «Προσωνυμίαι των εικόνων της Παναγίας εν Kύπρω», Πάφος 3 (1938) 291-296.
            Xατζηιωάννου Kυριάκος, H Aρχαία Kύπρος εις τας ελληνικάς πηγάς, τ. A΄, Λευκωσία 1985.
            Xριστοφίδης Mύρων, «Tα επώνυμα της Παναγίας εν Kύπρω», Kυπριακά Γράμματα 14/165 (1949) 92-94.
Δημοσιεύτηκε στον τόμο: Άννας Μαραγκού - Γιώργου Γεωργή - Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη - Κωνσταντίνου Στάικου (επιμ.), Κύπρος, Εκδόσεις «Κότινος», Αθήνα 2007, σ. 463-481. – Από Εκκλησία Κύπρου churchofcyprus.org.cy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου