Η κανονικότητα της προσεγγίσεως της «Εκκλησίας των Σκοπίων» από
το Πατριαρχείο Βουλγαρίας
Αναστάσιος Βαβούσκος
Ένα
από τα προβλήματα, που διαταράσσουν τις σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, είναι και η ύπαρξη της γνωστής ως «Εκκλησίας των
Σκοπίων» ή «Μακεδονικής Εκκλησίας».
Η «Εκκλησία» αυτή, η οποία γεωγραφικώς
ανήκει στα όρια κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Σερβίας, αν και
υφίσταται και δρα στο «κανονικό» παρασκήνιο, αφού δεν έχει αναγνωρισθεί από
καμία Αυτοκέφαλη Εκκλησία, παρά ταύτα κάνει κατά καιρούς αισθητή την παρουσία
της.
Τελευταίο
κρούσμα, η προσέγγισή της από τη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Βουλγαρίας, η οποία
φαίνεται εμμέσως πλην σαφώς να αναλαμβάνει το ρόλο της Μητέρας – Εκκλησίας,
ιδιότητα που συνεπάγεται στη συνέχεια και την αρμοδιότητα για την κίνηση της
διαδικασίας αναγνωρίσεώς της και παραχωρήσεως στην «Εκκλησία» αυτή αυτοκεφάλου
καθεστώτος.
Είναι,
όμως, η στάση αυτή της Εκκλησίας της Βουλγαρίας ορθή;
Η
απάντηση θα είναι αρνητική, είτε αντιμετωπίσει κανείς το θέμα από την πλευρά
των ιερών κανόνων είτε από την πλευρά των συμφωνηθέντων μέχρι σήμερα στα
πλαίσια του Διορθοδόξου Διαλόγου.
Ας
το δούμε το ζήτημα πρώτα από την πλευρά των ιερών κανόνων.
Από τα πρώτα έτη του χριστιανισμού, η Εκκλησία έθεσε ως θεμέλιο λίθο της οργανωτικής δομής της τη χωρική διακριτότητα, δηλαδή τον ακριβή καθορισμό των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας εκάστης τοπικής εκκλησίας, ούτως ώστε να μην δημιουργείται σύγχυση και σύμπτωση αρμοδιοτήτων (βλ. ενδεικτικώς 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου. Αναλυτικότερα βλ. Α. Βαβούσκου, Θεμελιώδεις αρχές εκκλησιαστικής δικονομίας – Η αρχή της εξασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, Εκδόσεις Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, 215επ). Το πλέγμα της προστασίας των ορίων δικαιοδοσίας συμπληρώθηκε και με την απαξία της παραβιάσεως αυτών, μέσω της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης Τοπικής Εκκλησίας, είτε η παραβάτις Εκκλησιαστική Αρχή είναι μονοπρόσωπη (Επίσκοπος) είτε συλλογική (Σύνοδος, δηλαδή τοπική Εκκλησία) (βλ. σχετικώς 35ο των Αποστόλων, 2ο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, 8ο της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, 13ο της Συνόδου της Αντιοχείας).
Από τα πρώτα έτη του χριστιανισμού, η Εκκλησία έθεσε ως θεμέλιο λίθο της οργανωτικής δομής της τη χωρική διακριτότητα, δηλαδή τον ακριβή καθορισμό των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας εκάστης τοπικής εκκλησίας, ούτως ώστε να μην δημιουργείται σύγχυση και σύμπτωση αρμοδιοτήτων (βλ. ενδεικτικώς 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου. Αναλυτικότερα βλ. Α. Βαβούσκου, Θεμελιώδεις αρχές εκκλησιαστικής δικονομίας – Η αρχή της εξασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, Εκδόσεις Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, 215επ). Το πλέγμα της προστασίας των ορίων δικαιοδοσίας συμπληρώθηκε και με την απαξία της παραβιάσεως αυτών, μέσω της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης Τοπικής Εκκλησίας, είτε η παραβάτις Εκκλησιαστική Αρχή είναι μονοπρόσωπη (Επίσκοπος) είτε συλλογική (Σύνοδος, δηλαδή τοπική Εκκλησία) (βλ. σχετικώς 35ο των Αποστόλων, 2ο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, 8ο της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, 13ο της Συνόδου της Αντιοχείας).
Συνεπώς,
αφ’ ής στιγμής, η γεωγραφική περιφέρεια της «Εκκλησίας των Σκοπίων» συνιστά
κατά τους ιερούς κανόνες επαρχία, ευρισκόμενη εντός των ορίων κανονικής
δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Σερβίας, η ανάμειξη οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας
ή Εκκλησιαστικής Αρχής στις υποθέσεις της συνιστά παραβίαση των ορίων κανονικής
δικαιοδοσίας και κατ’ επέκτασιν κανονικό παράπτωμα.
Περαιτέρω,
η αναγνώριση μιας Τοπικής Εκκλησίας ως ανεξάρτητης υπόκειται σε συγκεκριμένη
διαδικασία, που ρυθμίζουν ο 12ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και ο 38ος της
Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (βλ. αναλυτικώς σε Αν. Βαβούσκου – Γρ. Λιάντα,
Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία /
Μελέτες – Πηγές, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, 15επ.).
Και
ο μεν 12ος κανόνας απαγορεύει την απόσπαση εκκλησιαστικής επαρχίας (Επισκοπής)
από την υφιστάμενη μείζονα εκκλησιαστική περιφέρεια (Μητρόπολη – Μητέρα
Εκκλησία) στην οποία η επισκοπή υπάγεται, και την αναβίβασή της σε μητρόπολη,
με πολιτειακή πράξη, κατόπιν αιτήματος του επισκόπου, που διοικεί την
αποσπόμενη επισκοπή και κατ’ αποκλεισμό των αρμοδίων οργάνων της Εκκλησίας. Ο
δε ο 38ος κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου θεσμοθετεί την υποχρέωση
της Εκκλησίας, να ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της Πολιτείας σε θέματα
διοικητικής μεταρρυθμίσεως και ειδικότερα όταν η Πολιτεία δημιουργεί κατ’
ουσίαν νέα πόλη, επιβάλλει στην Εκκλησία να προβεί σε ανάλογη πρωτοβουλία
απονομής στη νέα πόλη – και στην νέα περιφέρεια αυτής – των αναλογούντων σ’
αυτή εκκλησιαστικών προνομίων.
Με
συνδυαστική αντιμετώπιση των δύο ως άνω κανονικών διατάξεων συνάγεται ότι:
α)
Εφόσον πρόκειται για ίδρυση νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας μέσω της
αναβιβάσεώς της σε ανώτερο επίπεδο κανονικής δικαιοδοσίας (μετατροπή Επισκοπής
σε Μητρόπολη), η οποία αναγκαστικώς θα προέλθει από την απόσπαση τμήματος, που
γεωγραφικώς ανήκει στη μείζονα εκκλησιαστική περιφέρεια (Μητρόπολη – Μητέρα
Εκκλησία), τότε η αρμοδιότητα για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως ανήκει στο
αρμόδιο όργανο της Εκκλησίας, δηλαδή στη σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας,
αποκλειομένης της πολιτειακής παρεμβάσεως ή παρεμβάσεως από οποιαδήποτε άλλη
Εκκλησιαστική Αρχή .
β)
Εφόσον όμως πρόκειται, για ίδρυση νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας και γενέσεως
νέων ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, λόγω δημιουργίας διά πολιτικής πράξεως νέας
πόλεως – και νέας αυτονοήτως διοικητικής περιφέρειας – τότε η Εκκλησία
υποχρεούται «κανονικώς» να κινήσει παραλλήλως προς την Πολιτεία, τις
προβλεπόμενες από τη δική της δικαιοταξία διαδικασίες, για την ίδρυση της νέας
εκκλησιαστικής περιφέρειας, αντίστοιχης προς την διοικητική. Εάν, δε,
διευρύνουμε το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «πόλις», και ως «πόλη»
εννοήσουμε ερμηνευτικώς σήμερα την πολιτική περιφέρεια εν γένει, στην έννοια
της οποίας περιλαμβάνεται και ο όρος «Κράτος», τότε είναι δυνατή αναλογικώς η
εφαρμογή του ως άνω 38ου κανόνα σε κάθε περίπτωση ιδρύσεως νέας πολιτικής
οντότητας, δηλαδή Κράτους.
Οι
δύο ως άνω κανόνες, δηλαδή ο 12ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και ο 38ος της
Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, προστιθεμένων και των γενικών αρχών κανονικής
δικαιοδοσίας, αποτέλεσαν και την κανονική βάση, επί της οποίας θεμελιώθηκαν
νομοκανονικώς όλες οι Πράξεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως
αυτοκεφάλου, αλλά και αυτονόμου, καθεστώτος στις Ορθόδοξες Εκκλησίες (βλ. τα
κείμενα των Πράξεων σε Αν. Βαβούσκου – Γρ. Λιάντα, Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου
και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία / Μελέτες – Πηγές, εκδόσεις
Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014), οι οποίες υπέβαλαν σχετικό αίτημα, είτε η διαδικασία
αυτή της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος κινήθηκε και ολοκληρώθηκε εξ
ολοκλήρου κατά τους ιερούς κανόνες (βλ. ενδεικτικώς τις περιπτώσεις του
Πατριαρχείου Σερβίας, Πατριαρχείου Γεωργίας, Αρχιεπισκοπής Πολωνίας,
Αρχιεπισκοπής Φιλλανδίας, Μητροπόλεως Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας) είτε
προηγήθηκε περίοδος αντικανονικότητας ως προς την ίδρυση και λειτουργία της
«ανεξάρτητης» εκκλησίας, που αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με την έκδοση της
σχετικής Πράξεως από την Ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλ. ενδ.
τις περιπτώσεις του Πατριαρχείου Ρουμανίας, Εκκλησίας Ελλάδος, Αρχιεπισκοπής
Αλβανίας, Πατριαρχείου Βουλγαρίας).
Ως
προς τον τρόπο κινήσεως της διαδικασίας για την μεταβολή υφισταμένου καθεστώτος
κανονικής δικαιοδοσίας οι ιεροί κανόνες δεν έχουν σχετική πρόβλεψη. Για το λόγο
αυτό θα προσφύγουμε στα δεδομένα, που μας παρέχουν οι σχετικές Πράξεις περί
παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, που εκδόθηκαν μέχρι σήμερα.
Έτσι,
όπως, λοιπόν, προκύπτει από τα παραπάνω, η διαδικασία για παραχώρηση
αυτοκεφάλου καθεστώτος κινείται:
α)
είτε κατόπιν αιτήσεως από την τοπική Εκκλησία, η οποία επιθυμεί την παροχή
αυτοκεφάλου καθεστώτος, β) είτε κατόπιν αιτήσεως από την Πολιτική Αρχή, εντός
των γεωγραφικών ορίων της οποίας υπάρχει η αιτούσα το αυτοκέφαλο καθεστώς τοπική
Εκκλησία, γ) είτε κατόπιν αιτήσεως του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας, δ)
είτε κατόπιν συνδυαστικής πρωτοβουλίας των προαναφερθέντων με διακριτούς και
διάφορους ρόλους ο καθένας κατά περίπτωση, χωρίς να αποκλείεται και η
αυτεπάγγελτη κίνηση της σχετικής διαδικασίας από το αρμόδιο θεσμικό όργανο της
Εκκλησίας.
Περαιτέρω,
η αρμοδιότητα για την έκδοση της Πράξεως περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου
καθεστώτος ανήκει σαφώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα θεσμικά αυτού
όργανα. Η αρμοδιότητα αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν επηρεάζεται από
οποιαδήποτε στο μέλλον πιθανή πανορθοδόξως οριστική συμφωνία περί μεταβολής της
διαδικασίας παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, διότι η συμφωνία αυτή, η οποία
θα περιλαμβάνει την αρμοδιότητα τόσο επί της εκδόσεως των Πράξεων αυτών όσο και
επί της τροποποιήσεως ή ανακλήσεως των – εάν λάβει χώρα – θα ισχύει για το
μέλλον (ex nunc) και όχι αναδρομικώς (ex tunc) προς διαφύλαξη της κανονικής
ευταξίας και ασφάλειας.
Συνεπώς,
αναγνώριση άμεση ή έμμεση Τοπικής Εκκλησίας ως ανεξάρτητης με ενέργειες, που
κείνται εκτός του πλαισίου, που προδιαγράφουν οι ως άνω ιεροί κανόνες, οι
γενικές αρχές κανονικής δικαιοδοσίας και η πρακτική που ακολουθήθηκε μέχρι
σήμερα ως προς την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, δεν νοείται.
Η
στάση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας να προσεγγίσει την «Εκκλησία των Σκοπίων»
αντιτίθεται όμως και προς τα μέχρι σήμερα συμφωνηθέντα στα πλαίσια του
Διορθοδόξου Διαλόγου.
Στα
πλαίσια του Διαλόγου αυτού, ως προς το ζήτημα των προϋποθέσεων παραχωρήσεως
αυτοκεφάλου, ισχύουν τα όσα αποφασίσθηκαν από την Β΄ Διορθόδοξη
Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Γενεύη, 7-13/11/1993) και από την Γ΄ Διορθόδοξη
Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Γενεύη, 9 – 17/12/2009), καθόσον στην
επακολουθήσασα Δ΄ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Γενεύη, 22 – 26/2/2011),
η οποία ασχολήθηκε με το εκκρεμές θέμα της υπογραφής του Τόμου Αυτοκεφαλίας,
δεν επετεύχθη ομόφωνη απόφαση και δοθέντος ότι κατά τον ισχύοντα Κανονισμό
λειτουργίας των Επιτροπών, οι αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να λαμβάνονται
ομοφώνως, το ζήτημα, δε, δεν συζητήθηκε ούτε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της
Ορθοδόξου Εκκλησίας και έτσι παραμένει σε εκκρεμότητα.
Συνεπώς,
ως προς την διαδικασία παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος:
α.
Υποβάλλεται καταρχήν αίτημα προς την Μητέρα Εκκλησία από την υπαγόμενη σ’ αυτήν
εκκλησιαστική περιοχή, η οποία επιθυμεί αυτοκέφαλο καθεστώς.
β.
Η Μητέρα Εκκλησία διά της Ιεράς Συνόδου της αξιολογεί τις υφιστάμενες κανονικές
και ποιμαντικές προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την παροχή του αυτοκεφάλου
καθεστώτος και εφόσον κρίνει θετικώς, υποβάλλει σχετική πρόταση προς το
Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου να εκκινήσει η διαδικασία της παροχής
πανορθόδοξης συναινέσεως, και ενημερώνει σχετικώς τις λοιπές Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες.
γ.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη συνέχεια, κατά τα πανορθοδόξως καθιερωμένα,
κοινοποιεί δια Πατριαρχικού Γράμματος τον φάκελο του υποβληθέντος αιτήματος
στις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, προκειμένου να επιτευχθεί η πανορθόδοξη συναίνεση,
η οποία εκφράζεται δια της ομοφωνίας των συνόδων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
γ.
Εφόσον επιτευχθεί η αναγκαία πανορθόδοξη συναίνεση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης
ως εκφραστής της συγκαταθέσεως της Μητέρας Εκκλησίας και της πανορθόδοξης
συναινέσεως, ανακηρύσσει επισήμως το αυτοκέφαλο καθεστώς της αιτησαμένης
Εκκλησίας δια της εκδόσεως σχετικού Πατριαρχικού Τόμου.
δ.
Η επίσημη ανακήρυξη του αυτοκεφάλου διενεργείται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη
δια της εκδόσεως του Τόμου της Αυτοκεφαλίας, ο οποίος υπογράφεται από τον
Οικουμενικό Πατριάρχη, συμμαρτυρούντων δια της υπογραφής αυτών των Μακαριωτάτων
Προκαθημένων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίοι καλούνται προς
υπογραφή από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Κατόπιν
των ανωτέρω, γίνεται σαφές, ότι η Εκκλησία της Βουλγαρίας με τη στάση που
επέδειξε προσφάτως:
1.
Παραβιάζει την κανονική νομοθεσία, και ειδικότερα τις θεμελιώδεις διατάξεις
περί ορίων κανονικής δικαιοδοσίας και την παγιωμένη πρακτική ως προς την
διαδικασία παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος
2.
Καθιστά εαυτήν υπόλογη απέναντι στις αποφάσεις των δικών της οργάνων και
ουσιαστικώς απέναντι στο ίδιο της τον εαυτό. Και τούτο, διότι τα μέχρι σήμερα
συμφωνηθέντα περί της διαδικασίας παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, όπως
καταγράφηκαν στα Ανακοινωθέντα των αντιστοίχων Διασκέψεων, έγιναν αποδεκτά και
υπεγράφησαν και από τους δικούς της εκπροσώπους.
orthodoxia.info,20/12/2017
" ... η αρμοδιότητα για την έκδοση της Πράξεως περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος ανήκει σαφώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα θεσμικά αυτού όργανα" - από που προκύπτει αυτό και τη προηγείται στην έκδοση αυτή; Οι προτάσεις των προσυνοδικών συνάξεων δεν έχουν χαρακτήρα ιερών κανόνων, και μέχρι τώρα δεν έχουν εγκριθεί από τις κατα τοπων Ορθοδοξες Εκκλησιες. Η παράδοση της Εκκλησίας στο θέμα του αυτοκεφάλου είναι πολύμορφη και δεν προκύπτει από αυτήν κανένα μονοπώλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την χορήγηση αυτοκεφαλίας, αλλά μόνο για δικής του επαρχίες.
ΑπάντησηΔιαγραφή