Εκκλησία και δημόσιος λόγος.
Γράφει
ο Ανδρέας Σταλίδης.
Μία
ψευδής είδηση (fake news) αναχαιτίζεται από την απλή αποκατάσταση της αληθούς
είδησης. Ένας μηχανισμός παραγωγής στερεοτύπων όμως είναι πολύ πιο δύσκολο να αναχαιτιστεί.
Η επανάληψη μίας θέσης, χωρίς αντίλογο ή στοιχειώδη απάντηση, όσο λαθεμένη κι
αν είναι, καθίσταται πανίσχυρος παράγοντας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης μόνο
από εθισμό.
Όποτε
συντρέχει κάποιο ζήτημα για το οποίο ιεράρχης ή κληρικός εκφράζει δημοσίως την
άποψή του, πατιέται ένα αόρατο πλήκτρο και ξεκινάει η συναυλία: «απαράδεκτο να
παρεμβαίνει η Εκκλησία στα πολιτικά πράγματα», «δεν πρέπει νομοθετεί η Εκκλησία»,
«απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», «Ιράν γίναμε» (μνημειώδης φράση). Στην καλύτερη δε περίπτωση: «Ορθόδοξοι
είμαστε όλοι / την αγαπάμε την Εκκλησία μεν, αλλά δεν πρέπει να εκφράζει γνώμη».
Τα όργανα της ορχήστρας αυτής με θράσος αυτο-χαρακτηρίζονται συχνά
«δημοκρατικοί» ή «προοδευτικοί». Φευ!
Ας
ξεκαθαριστεί: στη Δημο-κρατία νομοθετούν οι πολίτες. Δι’ αντιπροσώπων μεν, αλλά
οι πολίτες. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό. Νοθεία του πολιτεύματος δεν
συμβαίνει όταν απλοί, δηλαδή μη εκλεγμένοι, πολίτες εκφράζουν δημόσια την άποψή
τους για ένα ζήτημα. Νοθεία συμβαίνει όταν οι εκπρόσωποι των πολιτών
αποκόπτονται από την κοινωνία, κλείνονται σε μία κλειστή αίθουσα και εκφράζουν
αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό τους, και τα ατομικά τους συμφέροντα ,
οικονομικά ή ιδεολογικά, χωρίς έλεγχο.
Η
πολιτική διαδικασία βρίσκεται σε συνεχή όσμωση με την κοινωνία, δεν είναι
αποστειρωμένη από αυτήν. Είναι η αντανάκλασή της και βρίσκεται σε διαρκή
αναφορά σε αυτήν. Αυτομάτως, όλοι οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν
απλώς δικαίωμα να καταθέτουν τις απόψεις τους και να επιχειρούν να επηρεάσουν
τους νομοθέτες, αλλά αντίθετα έχουν υποχρέωση να το κάνουν. Το ελάχιστο
προαπαιτούμενο της Δημοκρατίας είναι η αποφυγή της ιδιωτείας των πολιτών. Αυτό
είναι σύγχρονη Δημοκρατία, όχι η αναίρεσή της, όπως παιδαριωδώς παρουσιάζεται.
Επιτυχία
ενός υπουργού θεωρείται η απάλειψη τριβών με τις κοινωνικές ομάδες του τομέα
ευθύνης του. Αποτυχία του είναι όταν δεν καταφέρνει να ανταπεξέλθει σε αυτόν
τον στόχο και προκαλεί κοινωνική αναστάτωση. Είναι παράλογο το φαινόμενο κατά
το οποίο μία κοινωνική ομάδα εν συνόλω να θέτει ένα αίτημα με απεργίες,
πορείες, παρεμπόδιση κοινωνικής λειτουργίας και αυτό θεωρείται φυσιολογικό και
ευπερόσδεκτο, ενώ η απλή παράθεση της γνώμης ενός ιερέα από τον άμβωνα του
ναού, απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα, θεωρείται θανάσιμο πολιτικό αμάρτημα.
Δεδομένου
ότι είναι αδύνατον να διαχωριστούν οι ταυτόχρονες ταυτότητες ενός ανθρώπου ως
πολίτη και Χριστιανού, η απαξίωση επεκτείνεται συχνά και στους λαϊκούς, όταν η
ψευδο-«προοδευτική» τάξη νιώσει ότι η άποψη ενός πολίτη εδράζεται στην πίστη
του. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η απόπειρα αποκλεισμού από το πολιτικό
γίγνεσθαι εμπεριέχει και χαρακτηριστικά κοινωνικού ρατσισμού.
Δεν
μπορεί αυτός ο βιασμός της λογικής να αναπαράγεται σε καθημερινή βάση. Οι
πιστοί και οι ιερείς ατομικά, και η Εκκλησία συλλογικά δικαιούνται και
υποχρεούνται γνώμης για όποιο ζήτημα επιθυμούν όπως το ευρύτερο κοινωνικό
σύνολο, ειδικά για όσα άπτονται της κοινής τους κοσμοθεωρίας. Στο Ηνωμένο
Βασίλειο μάλιστα οι 26 Επίσκοποι των πρεσβύτερων επισκοπών, κατέχουν
αυτοδικαίως αντίστοιχες έδρες στη Βουλή των Λόρδων: πλήρης θεσμοθέτηση του
νομοθετικού ελέγχου. Μήπως δεν πέρασαν Διαφωτισμό;
Δημοσιεύθηκε στην Εστία,
31 Οκτωβρίου 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου