Στήν τροχιά τῆς νέας θεολογικῆς ἐποχῆς!
«Τό
κακό θά σᾶς ἔρθει ἀπό τούς διαβασμένους»
«Οἱ
κληρικοί θά γίνουν οἱ χειρότεροι καί οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων»
(προφητεῖες
τοῦ ἁγίου Πατροκοσμᾶ)
«καί
λέγε λέγε, λέγε λέγε, ὁ χριστιανός μπερδεύτηκα
κι
ἀπ’τά πολλά τά λέγε λέγε, χωρίς νά θέλω μπλέχτηκα...»
(λαϊκόν
ἄσμα)
«Οἱ Χριστιανικοί λαοί ἀπεκτηνώθησαν διά τῶν ἰσχυρῶν ποτῶν, ἡ νεολαία των ἀπεβλακώθη διά τῶν κλασικῶν σπουδῶν καί διά τῆς προώρου ἀκολασίας, εἰς τήν ὁποίαν τήν ἔχουσιν ὠθήσει οἱ πράκτορές μας»
(ἀπό
τό πρῶτο «ἀνύπαρκτο» πρωτόκολλο τῶν σοφῶν τῆς Σιών)
Μέχρι πρίν κάποιες δεκαετίες, μία Νέα Ἐποχή γνωρίζαμε· τήν ἐποχή πού ὁ Θεός
Λόγος ἐσαρκώθη καί νοηματοδότησε τήν ἀνθρώπινη ζωή, τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τήν ἁμαρτία
καί τήν ἀνύψωσε μέ τή σταυρική Του θυσία στόν Παράδεισο. Ἦρθε ὁ Χριστός στήν ἐποχή
πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε καταντήσει Σάρκα! Ἡ διαστροφή κυριαρχοῦσε στή ζωή του καί οἱ
ἀμέτρητοι δαιμονισμένοι σφάδαζαν ὑπό τόν ζυγό τοῦ ἀφεντικοῦ τους· Σόδομα καί
Γόμορρα. Κατέβηκε ὁ Θεός καί ἐγκαινίασε τήν Νέα Ἐποχή! Αὐτή τή Νέα Ἐποχή ἀναγνωρίζουμε
οἱ Χριστιανοί πού εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.
Βέβαια, ἐσχάτως ξεπήδησε μιά διαφορετική «Νέα Ἐποχή» πού καθόλου νέα δέν εἶναι.
Εἶναι τόσο παλιά, ὅσο καί τό ἀφεντικό της, ὁ Διάβολος καί μᾶς γυρίζει στήν πρό
Χριστοῦ ἐποχή, γίναμε καί πάλι σάρκες! Αὐτή λοιπόν, ἡ κατ’εὐφημισμόν «Νέα ἐποχή»,
ἔχει ὡς ἀγαπημένη μέθοδο πρός ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν της, τήν διαστρέβλωση τῶν
πάντων. Ἔχει ἄλλωστε προφητευθεῖ, ἀπό Προφῆτες καί Πατέρες, αὐτό τό γεγονός καί
δέν παραξενεύει τούς ἁγιογραφικους καί ἁγιοπατερικούς μελετητές.
Μέσα
σέ αὐτό τό πλαίσιο, α) ἐξαφανίζονται ἁγιογραφικές λέξεις, ὅπως αἵρεση, κόλασις,
Παράδεισος, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἄμβωνες καί μεταπατερικά «θεολογικά»
συγγράμματα, β) ἀντιστρέφονται καί διαστρέφονται οἱ ἔννοιες τῶν λέξεων, π.χ. «Νέα
Ἐποχή», ἡ ὁποία μᾶς γυρίζει δύο χιλιετίες πίσω(!), πρόοδος: ἡ ὁπισθοδρόμηση,
ἐκκλησία: ὅλες, ἀνεξαιρέτως, οἱ χριστιανικές ὁμολογίες, αἱρετικοί:
ὅσοι Χριστιανοί ἀντιδροῦν στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τοῦ Κολυμβαρίου, καί γ)
ἐξαφανίζονται ἤ διαστρεβλώνονται τά Εὐαγγελικά μηνύματα, π.χ. «μὴ πλανᾶσθε·
οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε
πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ
κληρονομήσουσι.» (Κορ. Α΄6, 9-10)· «ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν
αὐτοὺς ὁ Θεός» (Μάρκ. 10, 6)· «Πρέπει ἤ ὄχι κάποιος νά ἐπιλέγει τό φύλο
του; Ἀναμφισβήτητα ναί. Ὁ ὁποιοσδήποτε ἔχει τό ἀναφαίρετο δικαίωμα νά ἐπέμβει
στόν ἑαυτό του, ὅπως ἐκεῖνος θέλει.»[1], καί ἄλλα πολλά.
Ἡ ἐκτενής αὐτή εἰσαγωγή, σηματοδοτεῖ τήν κατεύθυνση τοῦ ταπεινοῦ μας σχολιασμοῦ
στό ἄρθρο: «Ἡ πολιτική θεοκρατία τῆς Ἐκκλησίας»[2]. «Σέ δύο καίρια πεδία
κρίθηκε καί ἐπικρίθηκε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κατά τό τελευταῖο ἔτος: στό
μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καί στήν ταυτότητα τοῦ φύλου.»[3].
Λέγοντας
«Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος» ἤ «Ἐκκλησία», κυρίως στά ΜΜΕ καί ἐννοώντας τήν διοικούσα
ἐκκλησία, ἔχει θεωρηθεῖ καί ἀπό κάποιους Ἀρχιερεῖς, ὅτι αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία·
γι’αὐτό δέν ἀκούγεται πουθενά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο ἡ δική τους
γνώμη.
Ὁ
λεγόμενος «πόλεμος» πού διεξήχθη ἀπό τήν «Ἐκκλησία» ἦταν φαινομενικός, γιά τό
θεαθῆναι δηλαδή, καί τό γνωρίζουν ὅσοι ἐνδιαφέρονται πραγματικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι,
καί ἀποδεικνύεται ἀβίαστα μέσα ἀπό πολλά γεγονότα, ὅτι ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία
συμπλέει μέ τίς βουλές τοῦ ἄθεου καί ἀντιχριστιανικοῦ κράτους.
Τό
Ὑπουργεῖο, σύμφωνα μέ νόμο τοῦ κράτους, ἐπιτρέπει στίς ὁμάδες τῶν
Μουσουλμάνων, τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Ἐβραίων μαθητῶν νά διδάσκονται στά
σχολεῖα τους ἀμιγῶς τά δικά τους θρησκευτικά, μόνον δηλαδή, τή δική τους πίστη
καί μέ τούς δικούς τους δασκάλους, καί πολύ καλά πράττει· τίθεται τό ἐρώτημα,
ρητορικόν βεβαίως, στούς χριστιανούς γιατί δέν ἐπιτρέπεται;
«Ἡ
θεοκρατία τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἐκδηλώθηκε μέ τήν ἀπειλητική παρέμβασή της σέ
ζήτημα ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στή νομοθέτηση τῆς ταυτότητας τοῦ φύλου. Ἀπό
δημόσιες διαμαρτυρίες μέχρι ἀπειλές ἔξωσης πολιτικῶν ἀπό ναούς... ἐναντίον μιᾶς
πανευρωπαϊκά καθιερωμένης πολιτικῆς αὐτοπροσδιορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού ἐφαρμοζόταν
ἄλλωστε ἀπό καιρό στή χώρα μας χωρίς νομοθέτηση»[4].
Προκύπτουν
τά ἐξῆς ἐρωτήματα:
Τί
λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά αὐτό τό θέμα; Τί λέει γιά τό φύλο, τί λέει γιά τήν ὁμοφυλοφιλία;
Τί λένε γι’ αὐτά τά θέματα τό Εὐαγγέλιο καί οἱ Ἅγιοι; Λένε κάτι ἤ τά ἀφήνουν
στή βούληση τῶν ἀνθρώπων;
Ποιό
κριτήριο ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, τό Εὐαγγέλιο, ἡ
γνώμη τοῦ κόσμου, ἡ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων, τῶν δημοσιογράφων, τῶν Καθηγητῶν, κάτι
ἄλλο; Ποιά εἶναι ἡ Λυδία λίθος μας;
Μποροῦμε,
ἐπειδή «ἔγινε ἡ ἁμαρτία μόδα», κατά τόν ἅγιο Παΐσιο, νά τήν νομιμοποιοῦμε;
Μποροῦμε, ἀντιευαγγελικές πράξεις, ἐπειδή ἐφαρμόζονται ἀπό καιρό, στήν πατρίδα
μας ἤ στήν Εὐρώπη, νά τίς ἀποδεχόμαστε ὡς Χριστιανοί καί νά γίνονται νόμοι τοῦ
κράτους; Μποροῦμε γιά παράδειγμα, νά νομιμοποιήσουμε τήν παιδοφιλία πού σχεδόν ἔχει
νομιμοποιηθεῖ στήν Ὁλλανδία ἤ τήν κτηνοβασία στήν ὁποία ἐπιδίδονται μετά μανίας
ἀπό καιρό στήν Γερμανία[5]; (ἴσως τώρα δέν ὡριμάσαμε ἀκόμη, ἀλλά θά ὡριμάσουμε,
πού θά πάει...!).
Ὁ
χριστιανός ὁφείλει τουλάχιστον νά γνωρίζει τά τῆς Πίστεώς του καί ἔπειτα, ἔχοντας
τήν προσωπική ἐλευθερία, εὐθύνη καί ἐπιλογή, ἐάν θέλει, μπορεῖ νά τά ἐφαρμόσει ἤ
ὄχι. Δέν εἶναι ὅμως, τό λιγότερο, ὑποκριτικό, νά προσέρχεται κάποιος στήν ἐκκλησία
χωρίς καμιά διάθεση μετανοίας καί μόνο γιά ἄλλες σκοπιμότητες; Στό ἴδιο πλαίσιο
ἐντάσσουμε καί τήν εὐθιξία τοῦ καλοῦ ἀρθρογράφου γιά τήν ἀπαγόρευση εἰσόδου στό
Ἅγιον Ὄρος τοῦ πρωθυπουργοῦ. Δίνεται μιά ὑπερβολική διάσταση στό θέμα γιά νά
δημιουργηθοῦν ἀρνητικές ἐντυπώσεις στούς ἀδιάφορους γιά τήν πίστη, χριστιανούς,
οἱ ὁποίοι γαλουχήθηκαν μέ τέτοιες ἰδέες καί ἔντυπα πού ἀπομακρύνουν, ἀσυνείδητα,
ἀπό τήν Πίστη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι στόν πρωθυπουργό ἐπετράπη ἡ εἴσοδος στό Ἅγιον
Ὄρος μέ τήν ἰδιότητα τοῦ προσκυνητοῦ, πράγμα πού σίγουρα δέν ἐνδιαφέρει, ἀπ’ ὅτι
φαίνεται, οὔτε τόν πρωθυπουργό, οὔτε τόν ἀρθρογράφο.
Ἔχει
τό δημοκρατικό δικαίωμα ἤ Ἐκκλησία νά παρεμβαίνει σέ τέτοια ὀντολογικά καί
σωτηριολογικά θέματα πού ἄπτονται τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀφοροῦν στήν πλειοψηφία τῶν
πολιτῶν πού τυγχάνει νά εἶναι καί μέλη Της; Ἔχει τέτοιο δικαίωμα ἤ μόνο τό ἔχουν
οἱ μειονότητες, οἱ μετανάστες καί λοιποί; Παρακαλοῦμε, ἄς ἀπαντήσει ὁ κ.
Καθηγητής, γιά ὅλα αὐτά, μέ τό χέρι στήν καρδιά!
Παραβλέπουμε
τήν σύγκριση τῶν δύο περιπτώσεων «τέτοιας δημόσιας παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας»,
οἱ ὁποῖες «δίνουν τήν εἰκόνα ἐπικράτησης μιᾶς ἐπικίνδυνης καί ἀξιοκατάκριτης
θεοκρατίας στήν πατρίδα μας σάν τό φονταμενταλιστικό ἰσλαμικό Ἰράν ἤ ὅπως
τό ὀρθόδοξο ἰουδαϊκό Ἰσραήλ»[6], ὡς ὑπερβολικές, ὡς, θά λέγαμε, ἐκτός
τόπου καί χρόνου συγκρίσεις, καί ἐστιάζουμε στό ἀξιοπρόσεκτο γεγονός, πώς, ἡ
παραμικρή φωνή, ἡ στοιχημένη μέ τό Εὐαγγέλιο, θεωρεῖται ἀπό τόν ἀρθρογράφο ὡς
«θεοκρατική», φονταμενταλιστική καί τά τοιαῦτα, ἐνῶ βολεύει ἡ φίμωση, ἐπαινεῖται
ἡ ἀφωνία. Ἔχουν τό δικαίωμα νά ὁμιλοῦν ὅλοι, ἐκτός ἀπό τούς Χριστιανούς.
Δίδεται τό δικαίωμα στήν διαφορετικότητα τοῦ λόγου, ἀκόμη καί στήν βλαστήμια, ἀρκεῖ
νά μήν ὁμιλεῖ Χριστιανός. Ἄλλωστε, ἔχει ἀποδειχτεῖ, μέχρι στιγμῆς, ὅτι οἱ
ἰσχνές αὐτές φωνές τῆς Ἱεραρχίας, εἶναι μόνο γιά ἐσωτερική κατανάλωση, διότι, ὅπως
ὅλοι παραδέχονται, ἔχουμε φθάσει στό ἠθικό τέλμα τοῦ τέλματος, ἔχοντας
νομοθετηθεῖ ὅλοι σχεδόν, οἱ ἀντιευαγγελικοί νόμοι! Αὐτή εἶναι ἡ ποθητή
δημοκρατία, γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ ἐκλεκτός ἀρθρογράφος;
«Ὁ
δημόσιος ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλεται νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ, ἀλλά ὡς
κοινωνική πνευματικότητα καί ὄχι ὡς πολιτική θεοκρατία. Ἡ δημοκρατία χρειάζεται
τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἱεραρχία ἐπίσης χρειάζεται τή δημοκρατία μέσα στούς κόλπους
της.»[7]. Προφανῶς
«Ἡ δημοκρατία χρειάζεται τήν Ἐκκλησία», ἀρκεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ἄφωνη
καί ἄνευρη· «ἡ Ἱεραρχία ἐπίσης χρειάζεται τή δημοκρατία μέσα στούς
κόλπους της», πράγμα πού δέν ἔχουμε καταλάβει ὅτι συμβαίνει, διότι ὑπάρχει
μιά ἀνεξήγητη ὑπακοή στήν συνηθισμένη ἐνδοτική, πρός τά νομοθετούμενα ἀντιευαγγελικά
μέτρα, γραμμή τοῦ «πρώτου». Κατά τά ἄλλα, εὐχαριστοῦμε τόν κ. Καθηγητή, διότι μέ
τόν ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς τοποθετεῖ σέ νέα τροχιά, ἀναβαθμίζοντας
τόν ξεπερασμένο ρόλο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ
ρόλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ «κοινωνική πνευματικότητα»! «Κοινωνική
πνευματικότητα σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει διπλό δημόσιο ρόλο. Πρώτιστα σέ
κοινωνικό ἐπίπεδο ὀφείλει νά ἀνακουφίζει τά δοκιμαζόμενα πλήθη συνανθρώπων μας,
ἀλλοδαπῶν καί ἡμεδαπῶν, προσφύγων ἤ μεταναστῶν, ἀπόρων καί ἀστέγων, μέ τό ἀνθρωπιστικό
ἔργο της πού εἶναι ὄντως ἀξιοσημείωτο.
Δέν
ἀρκεῖ ὅμως ἡ φιλανθρωπία πού κάποτε μοιάζει μέ ἄλλοθι τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας. Ἐπιπλέον
χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη καί συγκεκριμένη ἀσπίδα ἀπέναντι στή
διογκούμενη φτωχοποίηση τῆς χώρας μας. ... Ἡ πνευματικότητα μαζί μέ τήν
κοινωνικότητα εἶναι ὁ ἄλλος πυλῶνας τῆς δημόσιας παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπείγει
ἡ ὑπαρξιακή ἀνακούφιση τῆς καθημερινῆς ἀγωνίας τοῦ ἀγωνιζόμενου βιοπαλαιστή πού
ὑποβαθμίζεται ὡς ἄνεργος ἤ ὑποαπασχολούμενος, νέος ἤ μεσήλικος.
Ἡ
πνευματικότητα μπορεῖ νά ἀποτρέψει τήν ἐσωτερίκευση τῆς οἰκονομικῆς βίας
(κατάθλιψη, αὐτοκτονία, ἐθισμός). Μέ αὐτόν τόν τρόπο προλαμβάνεται ἡ ἐξωτερίκευση
τῆς βίας τῆς ἀγορᾶς μέ τήν ἀντικοινωνική διαμαρτυρία (Ἐξάρχεια, βιαιοπραγία
κατά κρατικῶν λειτουργῶν).
Πνευματικότητα
εἶναι ἡ ὑπαρξιακή νοηματοδότηση τῆς ζωῆς μας καθημερινά..»[8]
Ἐάν
καταλάβαμε καλά, ὁ πρῶτος ρόλος-σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ κοινωνικές
παροχές. Κυρίως νά φροντίζει τούς ἀλλοδαπούς, τούς πρόσφυγες καί τούς μετανάστες
(ἐ, ἐντάξει, ἄς εἴμαστε δίκαιοι, γράφει καί γιά τούς φτωχούς Ἕλληνες), ν’ ἀναπληρώνει
τό κράτος στήν κοινωνική πρόνοια· ἐάν εἶχε καί τή δυνατότητα παροχῆς θέσεων ἐργασίας,
θά εἶχε λύσει καί τά ὑπαρξιακά προβλήματα ὅλων τῶν βιοπαλαιστῶν ἀνέργων καί ὑποαπασχολούμενων.
Ἴσως
πρόκειται περί ὑψηλῆς θεολογίας, καί τό δικό μας φτωχό μυαλό δέν ἀρκεῖ νά τήν
κατανοήσει· ἴσως φταίει, τό ὅτι δέν σπουδάσαμε «εἰς τάς Εὐρώπας». Ἐμεῖς μάθαμε ἁπλά
καί, ἀπ’ ὅτι λένε οἱ σπουδαγμένοι, ξεπερασμένα πράγματα: ὅτι, γιά παράδειγμα,
ὅ ἄνθρωπος «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται» (Ματθ. 4, 4), ὅτι πρέπει νά ζητοῦμε «πρῶτον
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται
ὑμῖν» (Ματθ. 6,33). Μάθαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Μέγα Θεραπευτήριον, τό
μοναδικό Ἰατρεῖο πού σκοπό ἔχει νά ἐξαγιάσει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν
μεταμορφώσει σέ κατά χάριν θεό. Ὅλα τά ἄλλα, ἔπονται καί ἐκπηγάζουν ἀπό τήν ἀγάπη
μας πρός τόν Χριστό καί ἁπλῶς ἐπισφραγίζουν τήν Πίστη, διότι χωρίς ἔργα, νεκρά ἐστι.
Αὐτά
μάθαμε, καί εἶναι πραγματικά νά τρίβει κανείς τά μάτια του, μή πιστεύοντας αὐτά,
τά ἀνεξήγητα, πού διαβάζει, παρεκτός καί ἐάν ὑπάρχουν σκοπιμότητες πού δέ
γνωρίζουμε. Θεολογία χωρίς Λόγο Θεοῦ, δύσκολη γλῶσσα, ξύλινος, πολιτικός καί «εἰσαγγελικός»
λόγος καί, μᾶς συγχωρεῖτε, ἀποπροσανατολιστικός. Συγνώμη, ἀλλά δέν θά
μπορέσουμε νά σᾶς ἀκολουθήσουμε· δέν σᾶς καταλαβαίνουμε. Προτιμοῦμε τόν ἁπλό ἀλλά
συγχρόνως, ἐπιστημονικό θεολογικό, ἁγιογραφικό καί πατερικό λόγο. Μπορούμε, ὅμως
νά συμφωνήσουμε, ὅπως ἔχει ἐξελιχθεῖ ἡ ἐν λόγω «Ἐκκλησία», μέ τόν τίτλο τοῦ
σχολιαζόμενου ἄρθρου!
«Θά’ρθη πρώτα ἕνα ψευτορωμαίϊκο· νά μή τό πιστέψετε· θά φύγει πίσω»
(Πατροκοσμᾶς)
Πορφυρίτης
…………………………………………………………………
[1]
«“Σβησμένος” Φάρος», http://www.katanixis.gr/2017/10/blog-post_953.html#more
[2]
Μάριου Μπέγζου, «Ἡ πολιτική θεοκρατία τῆς Ἐκκλησίας», «ΤΟ ΒΗΜΑ-νέες ἐποχές»,
15/10/2017
[3]
ὅ.π.
[4]
ὅ.π.
[5]
«Σύμφωνα μέ τά ὅσα δήλωσε ἡ ἀκτιβίστρια γιά τήν προστασία τῶν ζώων, Madeleine
Martin, στήν ἐφημερίδα ''Frankfurter Rundschau'' οἱ κτηνοβάτες ἐπιχειροῦν νά
παρουσιάσουν τό σέξ μέ ζώα ὡς «ἐπιλογή τρόπου ζωῆς» καί κάλεσε τήν κυβέρνηση νά
ἀπαγορεύσει κατηγορηματικά τήν κτηνοβασία σέ ὅλη τή χώρα.», http://www.koutipandoras.gr/article/eidisi-sok-oikoi-anohis-gia-ktinovates-sti-germania
[6]
Μάριου Μπέγζου, «Ἡ πολιτική θεοκρατία τῆς Ἐκκλησίας»...
[7] ὅ.π.
[8]
ὅ.π.
Δεν πρέπει να παίρνετε απο τον Μπέγζο και να βοηθείστε απο αυτόν. Έλεος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεχάστε τα όσα έχει κατα καιρούς δηλώσει;;;;