Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ο ΛΥΤΡΩΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ἡ ἱστορία, κατὰ μία ἄποψη,
εἶναι τὸ διαιώνιο «ὄχημα τῆς ἐγκοσμίου πραγματικότητος», ποὺ παραλαμβάνει κάθε ἄνθρωπο
ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, μεταφέροντάς τον στὸν αἰώνιο προορισμό του.
Ὁ
ἄνθρωπος, ὡς προσωπικὸ -δηλαδὴ- ἐλεύθερο ὄν, καταθέτει τὰ πεπραγμένα του
(RES GESTAE) μέσα στὴν ἱστορία, πραγματούμενος συνάμα, σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ
τῆς ὑπάρξεώς του. Χριστιανικὰ ὅμως ἡ ἱστορία ἔχει «νοῦν». Δὲν εἶναι τυχαία ροὴ
καὶ διαπλοκὴ γεγονότων καὶ συμβάντων, ἀλλὰ προσφέρεται συγχρόνως στὸν ἄνθρωπο
καὶ ὡς δυνατότητα γιὰ τὴν καταξίωσή του, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ του. Ἡ
παγκόσμια, δηλαδή, ἱστορία συντίθεται ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἱστορίες,
ὡς ἐπιτυχία ἢ ἀποτυχία στὴν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ κοινοῦ γιὰ κάθε ἄνθρωπο σκοποῦ.
Ἡ θέωση ὅμως, ὡς μοναδικὸ
τέλος καὶ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν ἱστορία, προϋποθέτει τὴν παρουσία καὶ ἐνέργεια
ὄχι μόνο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἡ ἱστορία,
χριστιανικά, εἶναι μία διαρκὴς Θεοφανία. Τὰ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ἡ ἐκ γυναικὸς γέννηση
τοῦ Θεοῦ ὡς Θεανθρώπου, εἶναι ἡ φανέρωση (Α’ Τιμ. Α, 10) καὶ βεβαίωση τῆς
πραγματώσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἱστορίας, ὡς ἐπιτεύξεως τῆς Θεανθρώπινης ἑνώσεως. Αἰωνιότητα
καὶ χρονικότητα, ὑπερβατικότητα καὶ ὑλικότητα, ὑπεριστορικότητα καὶ ἱστορικότητα
ἑνώνονται στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὲ μιὰ τέλεια ἕνωση. Ὁ Θεὸς σαρκούμενος,
γίνεται «ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς». «Ὁ ἀχώρητος παντὶ χωρεῖται ἐν σαρκί· ὁ ἐν κόλποις
τοῦ Πατρὸς (γίνεται) ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός», αὐτοπεριοριζόμενος στὰ πεπερασμένα
ὅρια τοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἀνθρωπίνου. Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα ὅλων τῶν αἰώνων, τὸ «παράδοξον»
καὶ «μοναδικὸν» (unicum) ὅλης τῆς ἱστορίας.
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία
καθιστᾶ δυνατὴ τὴ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ὡς
λυτρωτικὸς διάλογος τοῦ Πλάστου μὲ τὸ πλάσμα του, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωσή
τους, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ τῆς σωτηρίας, ὡς πραγματώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐκπληρώσεως
τοῦ σκοποῦ τῆς ἱστορίας. Ὁ σκοπὸς δὲ αὐτὸς τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι εἶναι
χριστιανικὰ θεόσδοτος καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ θεὶα ἀγάπη, ποὺ συνιστᾶ τὴ μοναδικὴ
προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας.
1. Ἡ Θεόσδοτη «κοινωνία»
Γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
σκέψη στὸ σύνολό της ὁ κόσμος μας εἶναι αἰώνιος. Ἡ δημιουργία του, καὶ μάλιστα
«ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο μηδέν), τῆς εἶναι ἄγνωστη[1]. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη (Μετὰ τὰ φυσικὰ Ζ’,
κεφ. 7): «ἀδύνατον γενέσθαι, εἰ μηδὲν προϋπάρχοι». Μόνον ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλεῖ γιὰ
δημιουργία ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ ἔννοια τοῦ μηδενός, ὡς ἀπόλυτη, μὴ συναρτώμενη
δηλαδὴ μὲ τὸ Εἶναι, εἶναι χριστιανική, γραφικὴ καὶ πατερική.
Ὁ κόσμος κατὰ τὴν Γραφὴ
καὶ γενικὰ τὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων-Ἁγίων (Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ
Μητέρων) εἶναι «κτίση», δηλαδὴ κτίσμα-δημιούργημα. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ἀπ. Παῦλος
χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους «κτίσις», «κτίζομαι» γιὰ σύνολη τὴ δημιουργία: Ὁ Χριστὸς
ὀνομάζεται «πρωτότοκος πάσης κτίσεως», «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 1, 15-16). Χριστιανικά, συνεπῶς, τὸ σύμπαν
προϋποθέτει μιὰν ἀπόλυτη ὀντολογικὴ ἀρχή, δὲν ὑπάρχει ἀφ’ ἑαυτοῦ.
Ἀπὸ τὴν θεία ἀποκάλυψη -τὴν
αὐτοφανέρωση δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία- γνωρίζουμε ὅτι ἡ κτίση, «τὰ ὁρατὰ καὶ
τὰ ἀόρατα», εἶναι ἔργο τῆς θείας θελήσεως καὶ ἀγάπης. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ κόσμος
μας μποροῦσε νὰ μὴν ὑπάρχει, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ τὸν δημιουργήσει. Καὶ μόνο ἡ
συνείδηση, ὅτι ἡ δημιουργία εἶναι ἐλευθέρα πράξη τῆς θείας θελήσεως στρέφει εὐχαριστιακὰ
καὶ δοξολογικὰ τὸ κτιστὸ πρὸς τὸν ἄκτιστο Δημιουργό του[2]. Αὺτὸ γίνεται στὴ Λειτουργία τοῦ ἱ.
Χρυσοστόμου: «Εὐχαριστοῦμεν σοι, Βασιλεῦ ἀόρατε, ὁ τῇ ἀμετρήτῳ σου δυνάμει τὰ πάντα
δημιουργήσας καὶ τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα
παραγαγών…». Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν συνείδηση θεμελιώνεται στὴν Ὀρθοδοξία ἡ ἀσκητικὴ ὑπέρβαση
τοῦ Ἐγὼ καὶ κατὰ συνέπεια τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τῆς κατακτητικῆς βουλιμίας καὶ ἡ ἑκούσια
προσφορὰ τῆς ἰδίας ὑπάρξεως ὑπὲρ τῶν ἄλλων (αὐτοθυσία).
Μὲ τὴ δημιουργία ἡ ἁγιοτριαδικὴ
Ἀγάπη ὑποστασιώνει τὸ κτιστὸ ΣΥ. Ἡ ἄκτιστη αἰώνια Κοινωνία τῶν Ἁγιοτριαδικῶν
Προσώπων φέρνει στὴν ὕπαρξη τὴ κτιστὴ κοινωνία τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων, ὡς
κορυφώσεως ὅλης τῆς δημιουργίας. Σ’ ἀντίθεση ὅμως μὲ τὸ μύθο τοῦ Δεϊσμοῦ, ποὺ θέλει
τὸν Θεὸ δημιουργό, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία
(DEUS CREATOR, SED NON GUBERNATOR), τὸ Ἄκτιστο δημιουργεῖ τὸ
κτιστό, γιὰ νὰ κοινωνεὶ μαζί του, σὲ μιὰ σχέση θεανθρώπινη, μὲ τὴν παρουσία τοῦ
Ἀκτίστου μέσα στὸ κτιστὸ καὶ τὴν χαρισματικὴ μεταστοιχείωση τοῦ κτιστοῦ σὲ Ἄκτιστο.
Ἡ κοινωνία ὅμως Ἀκτίστου-κτιστοῦ,
τὴν ὁποία θέλησε ἐλεύθερα καὶ ἐγκαινίασε ἑκούσια τὸ Ἄκτιστο, θεμελιώνεται σὲ κάποιες
οὐσιαστικότατες -καὶ γι’ αὐτὸ ἀμετακίνητες- προϋποθέσεις. Μὲ τὴ δημιουργία ἔρχεται
στὴν ὕπαρξη ἕνα ὂν ἀπόλυτα «ἀλλότριο» κατ’ οὐσίαν ἀπὸ τὸ Ἄκτιστο («οὐ τόπῳ, ἀλλὰ
φύσει» κατὰ τὸν ἱ. Δαμασκηνό). Ἡ ἀπόσταση Πλάστου καὶ πλάσματος δὲν εἶναι τοπικὴ,
ἀλλὰ ὀντολογική. Εἶναι ἄλλο καὶ ἄλλο. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἐντελῶς ἄλλο
(Das ganz Andere). Ἂν ὁ Πλάτων συνέλαβε τὸ γεγονός, ὅτι «Θεὸν νοῆσαι
μὲν χαλεπόν, φράσαι δ’ ἀδύνατον», ὁ ἔμπλεος τῆς θείας σοφίας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
θὰ ὁμολογήσει, ὅτι «Θεὸν φράσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον».
Καμμιὰ ὀντολογικὴ σχέση, καμμιὰ συγγένεια, καμμιὰ ἀναλογία (ENTIS ἢ FIDEI),
μεταξὺ κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπισημανθεῖ. Τὸ Ἄκτιστο δὲν ὑπόκειται
στοὺς κανόνες τῆς ἀνθρωπίνης Λογικῆς ἢ Ἠθικῆς ἢ Ψυχολογίας. Εἶναι πέρα καὶ πάνω
ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἠθικοποίηση τοῦ Ἀκτίστου, ἡ ἐξελλήνισή του
δηλαδὴ -κάτι ποὺ βαρύνει κυρίως τὴν μὴ πατερικὴ θρησκευτικὴ ἑλληνικὴ σκέψη- δὲν
εἶναι ἁπλῶς αἵρεση· εἶναι καθαρὰ μυθολογία. Διότι ἀποδίδονται στὸ Ἄκτιστο
φανταστικὲς συλλήψεις κατ’ ἀναλογία τῆς κτιστῆς φύσεως (ἀνθρωπίνης καὶ ζωώδους.
Βλ. Ρωμ. 1,22). Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ὅμως παράδοση ὁ Θεὸς παραμένει μυστήριο ἀκατάληπτο,
ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτοαποκαλύπτεται στὰ πλάσματά του. Ὁ ἀνθρώπινος στοχασμὸς εἶναι
ἀδύνατο νὰ θεολογήσει, νὰ μιλήσει δηλαδὴ αὐθεντικὰ περὶ Θεοῦ, διότι ὁ περὶ Θεοῦ
λόγος προϋποθέτει τὴν αὐτοφανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ Μεταφυσική,
ὡς στοχαστικὴ θεολογία, ὀρθόδοξα εἶναι μυθολογία[3].
Τὸ Ἄκτιστο ἔτσι, κτίζει ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τὶς γέφυρες τῆς ἐνδοϊστορικῆς κοινωνίας του μὲ τὸ κτιστό.
Ὁ Θεὸς «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν…» (Πράξ. 14, 17). Προνοεῖ τὴν κοινωνία του
μὲ τὴν κτίση, ἀφοῦ ἄλλωστε σ’ αὐτὴ τὴν κοινωνία στηρίζεται ἡ συνέχεια τῆς κτίσεως.
Ἂν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἄγνωστη καὶ ἀμέθεκτη, ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του
γίνεται, ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις, γνωστὴ καὶ μεθεκτή. Εἶναι κλασικὸς ὁ λόγος
τοῦ Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν,
τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς
ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». (Ε. Π. [PG] 32, 869). Τὸ
Ἄκτιστο κοινωνεῖ μὲ τὸ κτιστὸ διὰ τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν του. Ἐνέργεια, φῶς, χάρις,
δύναμις, δόξα, βασιλεία εἶναι ἔκφραση θεολογικὴ-ἐκκλησιαστικὴ τοῦ ἰδίου πράγματος.
Ὁ κόσμος ὡς κτιστὸ σύμπαν
δημιουργήθηκε, γιὰ νὰ μετάσχει τοῦ πληρώματος τῆς θείας ζωῆς. Ἀπὸ τὴ δημιουργία
ὣς τὴν Πεντηκοστὴ λαμβάνει χώρα ἱστορικὰ μία δυναμικὴ πορεία, τὴν ὁποία καλεῖται
τὸ κτιστὸ νὰ βαδίσει. Εἶναι ἡ κίνηση ἀπὸ «τὸ κατ’ εἰκόνα» στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν»,
ποὺ συντελείται μὲ τὴ συνέργεια τῆς ἀνθρωπίνης μὲ τὴ θεία θέληση. Εἶναι ἡ
λυτρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, τὴν ὁποία κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο «εὐθὺς
τῇ πρώτῃ κατασκευῇ συγκαταβληθεῖσαν κεκτήμεθα» (Ε. Π. [PG] 31, 909). Κατὰ τὸν ἴδιο
πατέρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι «θεὸς κεκελευσμένος». Ἔχει μέσα του δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ νὰ
γίνει θεός, «σύμμορφος τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 8, 29). Αὐτὴ ἡ ἀνοδικὴ
πορεία πρὸς τὴ θέωση, τὴν ἕνωση κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου, καθιέρωσε ἱστορικὰ τὸν διάλογο
μεταξὺ τους, σὲ μιὰ διαδικασία, ποὺ ἄλλοτε μὲν ἐκφράζει τὴν τραγικότητα καὶ ἄλλοτε
τὴν δόξα τοῦ ἀνθρώπου καί, μέσω αὐτοῦ, ὅλου τοῦ κτιστοῦ Εἶναι.
2. Ἡ ἀποστασία τοῦ κτιστοῦ
Ἡ κτίση, μολονότι «καλὴ λίαν»
(Γεν. 1, 31), πλάσθηκε σὲ μιὰ κατάσταση δυναμική, σὲ μιὰ κίνηση πρὸς κάποιο «τέλος»,
ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ὁλοκληρωθεῖ μόνο στὰ ὅρια τῆς Θεοκοινωνίας. «Βασιλεὺς» καὶ
«κύριος» τῆς ἀλόγου κτίσεως (Γεν. 1, 28) τάχθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ ὁ ἄνθρωπος,
γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὴν κτίση καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν προ-ορισμένη ἀπὸ τὸν Κτίστη
τελείωση, τὴν ὑπέρβαση τῆς κτιστότητας καὶ τὴν ἕνωση μαζί Του. Ἡ διακράτηση τῆς
κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ Ἄκτιστο ὄφειλε νὰ εἶναι φροντίδα καὶ ἔργο τοῦ ἀνθρώπου.
Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ μὲ τὴ δημιουργία συντελοῦνται πέντε διαιρέσεις:
ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, νοεροῦ καὶ αἰσθητοῦ, οὐρανοῦ καὶ γῆς, παραδείσου καὶ οἰκουμένης,
ἄρρενος καὶ θήλεος. Ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ πραγματοποιήσει, ἐλεύθερα, τὴν ὑπέρβαση
ὅλων αὐτῶν τῶν διαιρέσεων καὶ νὰ φθάσει στὴν ἕνωση μὲ τὸ Ἄκτιστο, συνανυψώνοντας
καὶ ὅλη τὴν κτίση μαζί του. Βέβαια, ἡ διάκριση Ἀκτίστου-κτιστοῦ δὲν εἶναι δυνατόν,
ποτέ, νὰ ὑπερβαθεῖ «κατὰ φύσιν», ἀλλὰ μόνο «κατὰ χάριν». Ὅταν τὸ Ἄκτιστο ἐνοικεῖ
στὸ κτιστό, τότε καὶ τὸ δεύτερο γίνεται κατὰ χάριν ἄκτιστο, ὅπως συνέβη -κατὰ τὸν
ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ- μὲ τὸν Παῦλο: «Κτιστὸς ἦν ὁ Παῦλος, μέχρις ἂν ἔζη τὴν
προστάγματι Θεοῦ ἐξ οὐκ ὄντων γεγονυῖαν ζωήν· ὅτε δὲ μηκέτι ταύτην ἔχῃ, ἀλλὰ τὴν
ἐνοικήσει τοῦ Θεοῦ προσγινομένην, ἄκτιστος γέγονε τῇ χάριτι».
Ἡ ἱστορικὴ πορεία ὅμως τοῦ
κτιστοῦ σφραγίζεται μὲ τὴν πτώση, νοούμενη ὡς ἀποτυχία («ἁμαρτία») στὴν πορεία
τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἕνωσή Του μὲ τὸ Ἄκτιστο. Ἡ ἀγαπητικὴ κίνηση πρὸς τὸν Θεὸ
καὶ τὸ συνάνθρωπο ἐκτροχιάζεται πρὸς τὸ Ἐγώ, ἡ κοινωνικότητα πρὸς τὴν ἀτομικότητα.
Διακόπτεται, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πλάσματος, ἡ κοινωνία μὲ τὸν Πλάστη. Τὸ ἔμβρυο
κόβει τὸν ὀμφάλιο λῶρο, ποὺ τὸ συνδέει μὲ τὸ ζωοπάροχο μητρικὸ σῶμα. Ἡ διακοπὴ
τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Αὐτοζωΐα συνεπιφέρει τὸ θάνατο σ’ ὅλες τις μορφές
του (πνευματικός, βιολογικός, αἰώνιος. Βλ. Ρωμ. 5, 12). Ὁ θάνατος εἰσέρχεται, ἔτσι,
στὴν ἱστορία καὶ ἀποβαίνει «φυσικὴ» κατάσταση, σὲ σημεῖο ποὺ κανεὶς νὰ μὴ θέλει
νὰ πιστεύσει, ὅτι εἶνα «παρὰ φύσιν». Τὸ «παρὰ φύσιν» ἔγινε στὸν πτωτικὸ ἄνθρωπο
«κατὰ φύσιν». Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ καθημερινή μας γλώσσα. Ζοῦμε τὴν τραγικότητα τοῦ
θανάτου ὡς φυσικὴ κατάσταση. Τόσο δὲ συνδέθηκε ἡ ζωὴ τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ θάνατο, ὥστε
κάθε δημιούργημα νὰ γεννᾶται γιὰ νὰ πεθάνει, φέροντας τὸν θάνατο στὴν ὕπαρξή
του[4].
Ἡ πτώση συνιστᾶ τὴν
τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου, διότι σημαίνει ἀποτυχία τοῦ κτιστοῦ νὰ πραγματωθεῖ, ὑπερβαίνοντας
τὴν κτιστότητά του. Τί εἶναι ὅμως ἡ πτώση στὴν οὐσία της; Ἡ πτώση νοεῖται ὀρθόδοξα,
πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια ἠθικὴ καὶ δικανική, ὡς νόσος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ὡς ἀδρανοποίηση
δηλαδὴ μιὰς φυσικῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν φυσικὴ (τὴν «παραδεισιακὴ»)
κατάστασή του ὁ ἄνθρωπος διασώζει τρεῖς μνημονιακὲς λειτουργίες: α) τὴν
κυτταρικὴ μνήμη (DNA), β) τὴ λογικὴ μνήμη (ποὺ ἑδράζεται στὸν ἐγκέφαλο καὶ ἔχει
ὄργανο τὴ διάνοια καὶ γ) τὴν νοερὰ λειτουργία, ποὺ ἑδράζεται στὴν καρδιὰ καὶ ἔχει
ὄργανο τὸν «νοῦ» ἢ «πνεῦμα» (τοῦ ἀνθρώπου) κατὰ τὴν Γραφή. Ὁ «νοῦς» εἶναι τὸ ὄργανο
τῆς θεογνωσίας, τῆς ἐμπειρικῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Στὴ φυσική του κατάσταση ὁ
νοῦς εἶναι κατοικητήριο (ναὸς) τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας καὶ δι’ αὐτοῦ
ὁ ἄνθρωπος «ὁρᾶ τὸν Ὄντα καὶ μυεῖται πνεύματος γνῶσιν» (καταβασία Κανόνος
Πεντηκοστῆς). Πτώση εἶναι ὁ σκοτασμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς λειτουργίας
του, μὲ τὴ σύγχυση νοῦ καὶ διανοίας. Χάνοντας τὴν θεοκοινωνία ὁ ἄνθρωπος, ὑποτάσσεται
στὰ πάθη καὶ τὸ περιβάλλον του. «Λατρεύει τῇ κτίσει παρὰ τὸν Κτίσαντα». Ἡ αὐτολατρία
(«αὐτοείδωλον ἐγενόμην» ψάλλει ὁ Ὀρθόδοξος στὸν «Μ. Κανόνα» τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου
Κρήτης) ἐκδηλώνεται ὡς ἀπολυτοποίηση τοῦ ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντηρήσεως καὶ παράλληλα
ὡς ἄγχος, φόβος, ἀγωνιώδης ἀναζήτηση εὐτυχίας καὶ ἀσφαλείας. Καταλύεται, ἔτσι, ἡ
σταυρικὴ ἀγαπητικὴ σχέση, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ σύνολη τὴν κτίση. Ὁ πτωτικὸς ἄνθρωπος
-ἀντίθετα- χρησιμοποιεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον γιὰ τὴν κατοχύρωση τῆς εὐτυχίας
του καὶ τὴν ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίησή του. Ἀπὸ τὶς ὡραιότερες περικοπὲς τῆς Ἁγίας
Γραφῆς εἶναι τὸ τμῆμα τῆς Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς (8, 18-26), ποὺ ἀναφέρεται στὸν
ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἐξαναγκασμὸ τῆς ἀλόγου κτίσεως καὶ τὸν ἀκολουθεῖ στὴν πτώση.
Ἡ κτίση φέρει τὰ στίγματα τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του
(«στασιάζει ἡ φύσις καθ’ ἑαυτῆς» - Μάξιμος Ὁμολογητὴς) καὶ γι’ αὐτὸ συμπάσχει
καὶ «συνωδίνει» μαζί του. Ὅλη ἡ δημιουργία δουλεύει, ἔτσι, στὴ φθορὰ καὶ τὴ
θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀρρώστια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος». «Νενόσηκεν ἡμῶν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν»,
παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (Ε. Π. [PG] 74, 789). Ἐπειδὴ δὲ εἶναι
«νόσος» τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορικῆς πορείας του, μεταδίδεται στοὺς ἀπογόνους
ὡς ἀρρώστια τῆς φύσεως καὶ ὄχι ὡς νομικὴ ἢ ἠθικὴ ἐνοχὴ καὶ συνευθύνη.
Ὁ σκοτασμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ
θνητότητα (μάλιστα μέχρι πλήρους ἀφανισμοῦ καὶ ἐπιστροφῆς στὸ ΜΗ ΕΙΝΑΙ) δὲν εἶναι
δυνατὸν ποτὲ νὰ νικηθεῖ παρὰ μόνο διὰ τοῦ Ἀκτίστου[5]. «Ὁ θάνατος εἶναι ἐγγενὴς στὴν κτιστότητα
καὶ δὲν ὑπερβαίνεται μὲ καμμιὰ προσπάθεια ἢ δυνατότητα τοῦ ἴδιου τοῦ κτιστοῦ» (Ἰ.
Ζηζιούλας). Ἡ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας τοῦ νοῦ καὶ ἡ μέσω αὐτῆς ζωοποίηση τοῦ κτίσματος
ὀφείλεται, καὶ πάλι, στὴν ἀδιάπτωτη φιλανθρωπία καὶ ἀγαπητικὴ πρωτοβουλία τοῦ
Κτιστοῦ. Γιατὶ ἂν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πεπτωκότος πλάσματος διεκὸπη ἡ κοινωνία μὲ
τὸν Πλάστη, δὲν συνέβη τὸ ἴδιο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀκτίστου. Ὁ Θεὸς
παρακολουθεῖ τὸ πλάσμα στὴν πτώση του καὶ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ διατηρήσει τὶς γέφυρες
κοινωνίας μαζί του. Αὐτὸ εἶναι:
3. Ἡ λυτρωτικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἀκτίστου
στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ
κτίσματος. Λόγῳ τῆς πτώσεως, λογικά, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποβεῖ ἡ ἱστορία πορεία ἀπωλείας
ἀνθρώπου καὶ κτίσεως. Ἡ στάση ὅμως τοῦ Θεοῦ στὴν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται
ὄχι ὡς κρίση-ὀργή, ἀλλ’ ὡς ἀγάπη, ἡ ὁποία καὶ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴ
λύση τοῦ ἀνθρωπίνου δράματος. Ἡ ἱστορικὴ διαδικασία ἀναπτύσσεται, ἔτσι, στὰ ὅρια
τοῦ σχεδίου τῆς «θείας οἰκονομίας», ἀποδεικνυομένου τοῦ Θεοῦ κυρίου τῆς ἱστορίας.
Ὁ Μ. Βασίλειος στὴ Λειτουργία του (εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς) περιγράφει τὴν ἐκδίπλωση
τῆς σωστικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία:
«Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα
σου εἰς τέλος, ὃ ἐποίησας, Ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω
πολυτρόπως διὰ σπλάχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας· ἐποίησας δυνάμεις διὰ
τῶν ἁγίων σου τῶν καθ’ ἑκάστην γενεὰν εὐαρεστησάντων σοι· ἐλάλησας ἡμῖν διὰ στόματος
τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν·
νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν· ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας. Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τῶν
καιρῶν, ἐλάλησας ἡμῖν ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ σου…».
Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη,
ὅπως καὶ σὲ κάθε οὑμανισμό, τὸ καλὸ ἑλκύει, ἐνῶ τὸ κακὸ -τὸ ἄσχημο- ἀπωθεῖ. Εἶναι
ἀδιανόητο νὰ ἀγαπήσει κανεὶς τὸν ἄσχημο, ἀνήθικο ἢ ἁμαρτωλό, ποὺ ἀντιστρατεύεται
τὴν ἁρμονία τοῦ ἠθικοῦ κόσμου. Ὁ Θεὸς ὅμως -ὀρθοδόξως νοούμενος- ἀγαπᾶ τὸν ἁμαρτωλὸ
ἐξ ἴσου μὲ τὸν δίκαιο. Γι’ αὐτὸ «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς
καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). «Οὐκ ἐξεζήτησεν […] ἡ δραχμὴ
τὸν οἱκοδεσπότην, ἀλλ’ αὐτὸς ἔκυψε εἰς τὴν γῆν καὶ εὗρε τὴν εἰκόνα», λέγει ὁ ἅγιος
Νικόλαος Καβάσιλας, ἀναφερόμενος στὴ σχετικὴ εὐαγγελικὴ παραβολή (Λουκ. 15, 8 ἑ.).
«Ἡ παραβολὴ γιὰ τὸ ἀπωλολὸς πρόβατο (Ματθ. 18, 12 ἑ.) ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴ στάση
τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸ πλάσμα του. Ἔξω ἀπὸ κάθε ἠθικὸ καὶ ψυχολογικὸ περιορισμὸ ὁ
Θεός, δὲν μεταβάλλει διαθέσεις, ὅπως ἐμεῖς. Ἡ ἀγάπη του εἶναι μόνιμη καὶ ἀναλλοίωτη.
Αὐτὸς δὲν μισεῖ ποτέ, δὲν ὁργίζεται ἐμπαθῶς, δὲν τιμωρεῖ. Ἡ ἀνθρώπινη κακία
μεταβάλλει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ ὀργή, μίσος, τιμωρία. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος,
«οὐκ ἔστιν ἐκεῖνος ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ’ ἡμεῖς· ὁ Θεὸς γὰρ οὐδέποτε ἐχθραίνει»
(Ε. Π. [PG] 61, 478). Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν ἀναξιότητα τοῦ ἀνθρώπου,
ὥστε νὰ συμμεταβάλλεται μαζί του. Ὁ Θεὸς δὲν παύει ποτὲ νὰ εἶναι Πατέρας, ποὺ
περιμένει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου (πρβλ. τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Λουκ. 15,
11 ἑ.). Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, χρειάσθηκε ἡ ἐκνομίκευση καὶ ἀλλοτρίωση τῆς πίστεως
μέσα στὸν φραγκικὸ σχολαστικισμό, γιὰ νὰ πλασθεῖ ἡ καθαρὰ εἰδωλολατρικὴ θεωρία
«περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ.
Μέσα στὸ πλέγμα τῆς φραγκικῆς ρατσιστικῆς φεουδαρχίας οἱ ἀντιλήψεις γιὰ τὴ
δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀπονομή της ἔλαβαν τὸ ἔνδυμα τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος. Ὁ
«δυτικὸς» ἄνθρωπος δὲν μαθαίνει ν’ ἀγωνίζεται νὰ γίνει μέτοχος τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν (ἀνύπαρκτη) ὀργή του! Αὐτὴ ἡ παραποίηση τῆς
χριστιανικῆς σωτηριολογίας ἔγινε τὸ θεμέλιο, πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομήθηκε ὁ
πολιτισμὸς τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Στὴν κίνηση πρὸς τὸ πλάσμα
του ὁ Θεὸς ἀναζητεῖ «τὸ ἴδιον», τὴν φθαρεῖσα εἰκόνα του, γιὰ νὰ τὴν ἀνακαινίσει,
νὰ τὴν ἀναπλάσει, νὰ τὴν ἀποκαταστήσει στὸ «ἀρχαῖον κάλλος» της, ὥστε νὰ
καταστεῖ δυνατὴ ἡ συνέχεια τῆς διακοπείσης πορείας πρὸς τὴν ἕνωση μαζί Του.
Ἡ ἐπανασύνδεση κτιστοῦ-Ἀκτίστου
καὶ ἡ συνέχιση τοῦ μεταξύ τους λυτρωτικοῦ διαλόγου λειτουργεῖ ὡς δυνατότητα ἤδη
μετὰ τὴν πτώση. Ὁ Δημιουργὸς Θεῖος Λόγος εἶναι παρὼν στὴν Π. Διαθήκη «ἀσάρκως»
καὶ ἐνεργεῖ τὴν ἕνωση μαζί του τῶν Δικαίων τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς. Ἡ θρησκευτικὴ
παράδοση τοῦ γένους τοῦ Ἀβραὰμ (Ἑβραίων) συνεχίζει ἐκείνη τοῦ Ένώχ, τοῦ Νῶε. Οἱ
Ἰσραηλίτες εἶναι «περιούσιος λαὸς» τοῦ Θεοῦ ὄχι, διότι ὁ Θεὸς εἶναι προσωπολήπτης
(Πράξ. 10, 34), ἀλλὰ διότι ἡ προφητικὴ παράδοση διασώζει τὸν τρόπο ἀποκαταστάσεως
τῆς Θεοκοινωνίας καί, συνεπῶς, καὶ τῆς θεώσεως-σωτηρίας. Ἔτσι, γίνονται ὁδηγοὶ
τοῦ ὑπολοίπου κόσμου στὴν ἀληθινὴ Θεογνωσία. Τὸ ἴδιο θὰ ἰσχύσει ἱστορικὰ καὶ γιὰ
τὸν Νέο Ἰσραήλ, τοὺς Χριστιανούς, ποὺ θὰ γίνουν «περιούσιος λαὸς» τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων τους. Οἱ ζῶντες στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν Προφητῶν
διδάσκονταν τὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδίας, τὸν φωτισμὸ καὶ
τὸν δοξασμό (θέωση). Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ τέκνα τῶν Ἀποστόλων
καὶ Πατέρων, ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἡ λυτρωτικὴ ὅμως προσφορὰ
τοῦ Ἀκτίστου, πρὸς τὸ κτιστὸ κορυφώνεται στὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ εἶναι
χριστιανικὰ τὸ ἀπόλυτο κέντρο καὶ ἄξονας τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία βρίσκει στὴ σάρκωση
τὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ τὸ ἔσχατο κριτήριό της. Ὁ Χριστός, ὡς θεάνθρωπος, γίνεται
τὸ ἀπόλυτο κέντρο καὶ ἡ ἐντελέχεια τῆς ἱστορίας. Εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ἱστορίας.
Ἡ δημιουργία καὶ ἡ Δευτέρα Παρουσία μαζὶ μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση συνιστοῦν τὶς
κορυφαῖες στιγμὲς τῆς ἱστορίας ὅλης τῆς κτίσεως καὶ σφραγίζουν τὸν χρόνο στὴν
κοσμικὴ ἔκτασή του. Κόσμος καὶ χρόνος νοηματοδοτοῦνται διὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι
κινοῦνται πρὸς Αὐτόν, ποὺ εἶναι «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4, 4). Γι’ αὐτὸ
καὶ μένει ἔκπληκτη ἡ ἀνθρώπινη σοφία σ’ ὅλη τὴν ἱστορικὴ διαχρονία, θέτοντας τὸ
ἐρώτημα: CUR DEUS HOMO; Ἀπαντᾶ ὅμως ὁ θεούμενος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
Ἡ σάρκωση εἶναι «τὸ μακάριον, δι’ ὃ τὰ πάντα συνέστηκε τέλος». Γιὰ τὴ σάρκωση
τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν φανέρωση δηλαδὴ τοῦ Θεανθρώπου στὴν ἱστορία, ὡς τελείας ἱστορικῆς
ἑνώσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, Ἀκτίστου καὶ κτίσεως, δημιουργήθηκε ὁ κόσμος.
Ἡ σάρκωση, ἐξ ἄλλου, εἶναι
τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας, ὡς θεώσεως. Μὲ τὴν σάρκωση ἡ θέωση καθίσταται μόνιμη,
διότι ὁ ἔνσαρκος Θεῖος Λόγος, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, γίνεται ὁ «τόπος»
κοινωνίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Τὴν σάρκα-ἀνθρωπότητα
τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένη «ἀδιαίρετα καὶ ἀσύγχυτα» μὲ τὴ Θεία Φύση του, κοινωνοῦν οἱ
πιστοὶ κατὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία, καθιστάμενοι «σύσσωμοι» μὲ τὸν Θεάνθρωπο Κύριό
τους (Ἐφεσ. 3, 6). Τὸ γεγονὸς δὲ τῆς σαρκώσεως ὁλοκληρώνεται σωτηριολογικὰ μὲ τὴν
Πεντηκοστή. Τότε ὁ ἀναστὰς καὶ ἀναληφθεὶς στοὺς ἀκτίστους οὐρανοὺς τῆς θεότητος
Χριστὸς ἐπανέρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, διὰ νὰ συνεχίσει τὴν λυτρωτικὴ παρουσία
του στὸν κόσμο, μὲ ἕνα ὅμως διαφορετικὸ τρόπο ὑπάρξεως, διότι τώρα ἐνοικεῖ στοὺς
ἑνουμένους μαζί Του καὶ αὐτοὶ ζοῦν «ἐν αὐτῷ» (Πρβλ. Ἰω. 17, 22-23. Ρωμ. 8, 9 ἑ.ἑ.).
Ἡ σάρκωση εἶναι ἀπάντηση
τοῦ Θεοῦ στὴ συμπαντικὴ κραυγὴ τῆς ἀχρειωμένης μέσα στὸν ἄνθρωπο θείας εἰκόνας.
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας του καὶ
τὸν ἀναπλάσσει, κληροδοτώντας του ὄχι τὴν πεπτωκυία φύση τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ τὴν δική
του, τὴν ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καθιστάμενος Γενάρχης μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας.
Καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται «Νέος» ἢ «δεύτερος» Ἀδάμ, ποὺ δὲν εἶναι ὅμως «χοϊκός», ἀλλ’
ἐξ οὐρανοῦ (Α’ Κορ. 15, 47). Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «στὴ Θεομορφία
τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστοιχεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο
καὶ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι ὁ τρίτος ὅρος, ποὺ διέπει ἀντικειμενικὰ
τὴν σάρκωση, ἡ ὀντολογικὴ δυνατότητα τῆς κοινωνίας τῶν δύο κόσμων».
Μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου
ὑπερβαίνονται οἱ πέντε διαιρέσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἔγινε λόγος παραπάνω. Ὁ Χριστός,
ὡς Θεάνθρωπος, γίνεται ἡ ἔνσαρκη «εἰρήνη μας» (Ἐφεσ. 2, 14 ἑ.), ἐπανασυνδέοντας
τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ καὶ συμφιλιώνοντας τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους. Στὸ σῶμα
Του, τὴν Ἐκκλησία, αἴρονται ὅλες οἱ διαφορὲς καὶ ἀντιθέσεις, ποὺ εἰσήγαγε στὴ
ζωὴ ἡ ἁμαρτία, καὶ μὲ τὴ Χάρη Του, ποὺ νικᾶ τὸ θάνατο καὶ τὴ διαίρεσή μας, ἀποκτοῦμε
τὴ δυνατότητα νὰ γίνουμε ὅλοι -Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, ἄνδρες
καὶ γυναῖκες- «ΕΙΣ ἐν Χριστῷ»· ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ «καινὸς» ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος
τῆς Χάριτος. Ἡ ἐκκλησιοποίηση τοῦ κτιστοῦ εἶναι γι’ αὐτὸ ἀναγκαία, διότι μὲ τὴν
ἐν Χριστῷ ὑπερνίκηση κάθε εἴδους θανάτου, ἐπιτυγχάνεται «δυνάμει» ἡ ἀδελφοποίηση
τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ἄρση ὅλων τῶν ἀντιθέσεων, ποὺ ἐπέφερε στὸ χῶρο τοῦ κτιστοῦ ἡ
ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σάρκωσή του δὲν βελτιώνει ἁπλῶς τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία,
ἀλλὰ προσφέρει τὴν νέα κοινωνία τοῦ σώματός του καὶ καλεῖ στὴν ἔνταξη μέσα σ’ αὐτό,
γιὰ νὰ συντελεσθεῖ ἡ ἀνα-δημιουργία καὶ ἀνάπλαση ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, μέσα
σ’ ἕνα νέο τρόπο ὑπάρξεως, τὴ ζωὴ τὴ δική του, ὡς Χριστοζωή. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ,
καινὴ κτίσις» (Α’ Κορ. 5, 17) διακηρύσσει ὁ ἀπ. Παῦλος, ποὺ σημαίνει ἀναδημιουργία
μέσα ἀπὸ μιὰ δυναμικὴ σχέση μὲ τὸν Δημιουργικὸ Λόγο τῶν πάντων, δηλαδὴ σχέση ὄχι
μόνο μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ φύση ὡς κτίση Του. Ἡ σάρκωση καταξιώνει ἔτσι, τὸ
κτιστὸ στὴν ὁλότητά του καὶ καταλύει κάθε φιλοσοφικὸ δυαλισμὸ στὸ χῶρο τῆς ἀνθρωπολογίας.
Καθιστάμενος ὁ ἄνθρωπος ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ζεῖ μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του τὴν
ἑνότητα τῆς δημιουργίας καὶ μένει ξένος πρὸς κάθε ἔννοια ἐκμεταλλεύσεως, μολύνσεως
ἢ καταστροφῆς τοῦ οἰκολογικοῦ συστήματος, ποὺ εἶναι προέκταση τῆς δικῆς του φύσεως.
Αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση σὲ κοινωνία
ἁγιοπνευματικὴ καὶ ἀταξικὴ ἀδελφοποιία συντελεῖται μέσα στὴν ἀνθρωπότητα
τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα του. «Ἐκκλησία» ὀρθόδοξα εἶναι ἡ θεωμένη
ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἁπτὸς καὶ συγκεκριμένος «τόπος» τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεώς
μας. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρχηδόνος, ὅταν ἔλεγε, ὅτι «ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία
δὲν ὑπάρχει σωτηρία» (EXTRA ECCLESIAM NULLASALUS). Δὲν ὑπάρχει, δηλαδή,
δυνατότητα θεώσεως-σωτηρίας καὶ μεταμορφώσεως τῆς ἰδιοτέλειας σὲ ἀνιδιοτελὴ
ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς αὐθεντικῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία ὡς
σῶμα Χριστοῦ (Ἐφεσ. 1, 23) εἶναι τὸ «πανδοχεῖον» τῆς παραβολῆς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου
(Λουκ. 10, 25 ἑ.). Δέχεται «τοὺς πάντας», γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σ’ αὐτὴ τὴ μεταμόρφωση.
Στὸ πανδοχεῖο-ἐκκλησία ὅλα εἶναι ἕτοιμα ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Ἀκτίστου, γιὰ νὰ
θεραπευθεῖ, νὰ σωθεῖ, τὸ κτιστό, ἐπανευρίσκοντας τὴν ἀκεραιότητά του.
4) Ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωση
Ὁ Χριστὸς «μὲ τὸ νὰ ἑνώσει
κτιστὸ καὶ ἄκτιστο (μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του) νίκησε τὸ θάνατο, (ἀλλὰ) μὲ μιὰ νίκη,
ποὺ δὲν εἶναι ἕνα ἀναγκαστικὸ γιὰ τὴν ὕπαρξη γεγονός, ἀλλὰ μιὰ δυνατότητα,
ποὺ κερδίζεται μόνο μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη» (Περγάμου Ἰωάννης). Ἐν
Χριστῷ ἐσώθη ἡ φύση μας, ἀλλ’ ὄχι καὶ τὸ πρόσωπό μας. Ὁ Θεός-Λόγος, σαρκούμενος,
προσέλαβε «ἀτομικὴν» φύση, ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἀρχὴ τοῦ φυράματός μας. Λόγω τῆς ἑνότητος
ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἶναι καὶ ἡ θέωση τοῦ καθενός μας δυνατή. Ἡ σωτηρία ἐν
Χριστῷ προσφέρεται σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χρειάζεται ὅμως ἡ ἀνταπόκρισή τους,
γιὰ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ. Ἡ ἀνταπόκριση αὐτὴ πραγματοποιεῖται ὡς «συνέργεια» μὲ τὴ
Θεία Χάρη.
Τὸ «δεῖπνον» τῆς Βασιλείας
εἶναι στρωμένο (Λουκ. 14, 16 ἑ.) καὶ ὁ Θεὸς ἀναμένει τὴν ἀπάντηση τοῦ πλάσματος
στὴν κλήση του. Κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο (Ε. Π. [PG] 55, 322) «ὅλον, σχεδὸν δὲ τὸ
πᾶν τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἡμῖν δὲ μικρόν τι ἀφῆκεν». Αὐτὸ τὸ «μικρὸν» εἶναι
ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πατερικὴ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά
του καὶ ἡ ΜΙΑ (μόνη) Ἐκκλησία, διότι διασώζει τὸν τρόπο θεώσεως, δηλαδὴ ἑνώσεως
μὲ τὸν Ἄκτιστο Θεὸ ἐν Χριστῷ. Οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ὀρθοδοξία, διότι
θρησκειοποιώντας τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὸν ριτουαλισμό τους, ἢ ἰδεολογικοποιώντας
τὸν Χριστιανισμό, μὲ τὴν ἐκλογίκευση καὶ ἐκνομίκευσή τους, ἀπορρίπτουν ἢ ἀγνοοῦν
τὴ μέθοδο θεώσεως καί, συνεπῶς, δὲν προσφέρουν τὴν δυνατότητά τους. Οἱ Θρησκεῖες
(Θρησκεύματα), ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχουν καὶ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρουν τὸν παρέχοντα
τὴ θέωση, δηλαδὴ τὸν Χριστό, καταντώντας δαιμονολατρία (πρβλ. «πάντες οἱ θεοὶ τῶν
ἐθνῶν δαιμόνια». (Ψαλμ. 95, 5).
Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ κτίσματος
στὴ θεία κλήση συντελεῖται στὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν ἑκούσια (ἐλεύθερη) ἀποδοχὴ τῆς
θεραπείας τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ποὺ αὐτὴ προσφέρει. Συνίσταται δὲ ἡ θεραπεία
σὲ μιὰ πορεία, ποὺ ἀναλύεται σὲ τρία στάδια: α) κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη
καὶ τοῦ νοῦ ἀπὸ τοὺς λογισμούς (καλοὺς καὶ κακούς), β) φωτισμὸ-ἐπίσκεψη τῆς
καρδίας ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ γ) θέωση, ἀποκατάσταση δηλ. τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως
μὲ τὸν δοξασμό της μέσα στὴν ἄκτιστη ἁγιοτριαδικὴ χάρη. Αὐτὴ τὴ σωστικὴ πορεία ἀκολουθοῦν
οἱ Ἅγιοι (πρβλ. τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου: «καὶ καθαίρεις, καὶ
λαμπρύνεις, καὶ φωτὸς ποιεῖς μετόχους»). Μυστήρια καὶ ἄσκηση συμπορεύονται σὲ μία
συμπληρωματικὴ σχέση στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ἄσκηση, ὡς «ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ
φύσιν ἐπάνοδος» (Ἰ. Δαμασκηνός, Ε. Π. [PG] 94, 976) καὶ τὰ Μυστήρια ὡς μεταδοτικὰ
τῆς Χάριτος μέσα.
Κατανοεῖται, συνεπῶς,
γιατὶ ἡ ἀντίθεση ἀσκητισμοῦ καὶ ἠθικισμοῦ εἶναι στὴν Ὀρθοδοξία ἀγεφύρωτη. Ὁ ἠθικισμὸς
ρυθμίζει τὸ ἦθος, ὑποβάλλοντας στὶς ἐπιταγὲς κάποιας Ἠθικῆς, βασιζόμενος στὶς
φυσικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι καταλήγει ἀναπόφευκτα στὸν φαρισαϊσμό,
δηλαδὴ τὴν «αὐτοδικαίωση» καὶ «ἐργοσωτηρία». Ὁ ἀσκητισμὸς -ἀντίθετα- ἐπιζητεῖ,
μὲ τὰ θεόσδοτα μέσα ποὺ διαθέτει, τὴν κάθαρση τῆς καρδίας, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος
-μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ- ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἀναβλύζει
«τὸν καρπόν του» (Γαλ. 5, 22). Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητισμὸς ἀποκαθιστᾶ τὸν λυτρωτικὸ
διάλογο κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου ὡς κοινωνία μεταξύ τους καὶ δυνατότητα θεώσεως τοῦ
κτίσματος, δεδομένου, μάλιστα, ὅτι ἡ θέωση δὲν εἶναι ἀντιμισθία, ἀλλὰ Χάρη. Ἡ ἄσκηση
ἁπλῶς καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία, λειτουργεῖ ἱστορικὰ
ὡς ἐσχατολογικὴ κοινωνία, δηλαδὴ κοινωνία θεώσεως.
Ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης
ὑπάρξεως ὡς ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὴν θνητότητα καὶ τὴ φθορὰ συνεπιφέρει καὶ τὴν
ἐλευθερία ὅλης τῆς κτίσεως, ὡς φύσεως, «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς» (Ρωμ. 8,
21). «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι
ἀθανασίαν» (Α’ Κορ. 15, 53).
Ἡ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας
φανερώνει -καὶ αὐτὸ εἶναι ἄγνωστο στὴ Μὴ Ὀρθοδοξία- ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς δὲν ἀφορᾶ
σὲ καταστάσεις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ τοῦ παρόντος. Ἡ ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς
ἀπὸ τὸ κτιστὸ εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πραγματικότητα ποὺ συντελεῖται μέσα στὸν ἱστορικὸ
χρόνο, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, μὲ τὴν ἀναστολὴ τῆς φυσικῆς φθορᾶς
καὶ τῆς φυσικῆς διαλύσεως τοῦ κυτταρικοῦ τους συστήματος. Τὰ ἱερὰ λείψανα, ὅπως
ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος (†348) στὴν Κέρκυρα, εἶναι ἁπτὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπόδειξη
τοῦ γεγονότος τῆς θεώσεως, τῆς κοινωνίας κτιστοῦ-Ἀκτίστου, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ αὐτοβεβαίωσή
της. Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς στὴν ἴδια τὴν ἄλογη
κτίση, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ἀφθαρσία τοῦ ἁγιασμένου ὕδατος (ἁγιασμοῦ). Μὲ αὐτὰ
τὰ θεουργικὰ γεγονότα σώζεται διαχρονικὰ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι μὲ τὶς μεταφυσικὲς
πτήσεις καὶ τὶς στοχαστικὲς ὡραιολογίες ἡμῶν τῶν κατ’ ἐπάγγελμα Θεολόγων.
Κατὰ τὴ θετικὴ σκέψη τὸ νόημα
τῆς ζωῆς βρίσκεται στὸ διάστημα μεταξὺ τῆς βιολογικῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τοῦ ἀνθρώπου.
Στὴν Ὀρθοδοξία τὸ νόημα τῆς ζωῆς ἐξέρχεται τῶν ὁρίων τοῦ παρόντος κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος,
ὡς θεανθρώπινη ὕπαρξη, βρίσκεται ἐντὸς τῆς ἱστορίας. Ἡ προσδοκωμένη Δευτέρα
Παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ κρίση (κριτήριο) τῆς ἱστορίας ἑνὸς ἑκάστου
καὶ τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου, ὡς συντελεστῶν τῆς ἱστορίας. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἔχει σημασία,
εἶναι, ὅτι ὀρθόδοξα δὲν ἀναμένεται ἡ καταστροφὴ τοῦ κόσμου καὶ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας,
ἀλλὰ ἡ μεταμόρφωση τῆς κτίσεως: «παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α’
Κορ. 7, 31) καὶ ἀναμένομεν «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν» (Β’ Πέτρ. 3, 13) σὲ
μιὰ μεταϊστορικὴ συνέχεια. Θὰ λάβει χώρα μεταμόρφωση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου.
Ἡ ἱστορία, συνεπῶς, δὲν θὰ τερματισθεῖ, ἀλλὰ θὰ συνεχισθεῖ μὲ ἄλλη μορφή. Ἡ αἰωνιότητα
εἶναι συνέχεια τῆς ἱστορίας, ἢ μᾶλλον ἡ ἱστορία εἶναι τμῆμα τῆς αἰωνιότητος. Ἡ ἱστορία
τῶν Ἁγίων, τῶν θεουμένων, συνεχίζεται μετὰ θάνατον καὶ μετὰ τὴ Β’ Παρουσία τοῦ
Χριστοῦ, ὡς ἱστορία μετὰ τὴν ἱστορία. Αὐτὸ διατύπωσε ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος
Καισαρείας: «Οὐχ ὡς ἀπολλυμένων λέγει τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὡς ἀναστοιχειουμένων εἰς
κρείτοονα λῆξιν (…). Ὥσπερ γὰρ τὰ σώματα τὰ ἡμέτερα, λυόμενα, οὐκ εἰς τὸ μηδαμῶς
εἶναι χωρεῖ, ἀλλ’ ἀνακαινίζεται εἰς ἀφθαρσίαν (…), οὔτω καὶ τὰ οὐράνια σώματα
διὰ τοῦ δηλουμένου πυρὸς ἀνακαινίζεται, ἐλευθερούμενα καὶ αὐτὰ ἀπὸ τῆς δουλείας
τῆς φθορᾶς».
Αὐτὴ τὴ μόνιμη ὑπέρβαση τῆς
φθορᾶς, καὶ συνεπῶς καὶ τὴν συνεχῆ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἱστορικότητα στὴν
μεταϊστορικότητα, πραγματοποιεῖ ὡς σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος
ὑπάρξεώς της. Στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἡ ἁγιοτριαδικὴ Χάρη ἁγιάζει
συνεχῶς τὸ κτιστό. Διὰ τοῦ ἁγιαζομένου δὲ ἀνθρώπου προσκομίζεται στὸν Θεὸ καὶ ἡ
περιβάλλουσα τὸν ἄνθρωπο ὑλικὴ κτίση, ὡς ὕδωρ καὶ ἔλαιον, ὡς ἄρτος καὶ οἶνος, ὡς
ἄνθη καὶ καρποὶ ἢ γεννήματα κτηνῶν, ποὺ προσάγονται στὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο πρὸς ἁγιασμὸν
καὶ εὐλογίαν. Ἄνθρωπος καὶ κτίση συμπορεύονται ἔτσι, στὴν τελικὴ συνάντηση μὲ τὸν
Κτίστη, παραδιδόμενα εἰς Αὐτόν, «ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Α’ Κορ. 15,
28).
.........................................................................................................
[1] Ὁ Δημιουργὸς τοῦ Πλάτωνος
(Τίμαιος) χρησιμοποιεῖ προϋπάρχουσα αἰώνια ὕλη. Εἶναι ἐξ ἄλλου ἁπλὸς
διακοσμητής («κοσμήτωρ»), δίνοντας στὸν κόσμο τὴν τάξη, ἀλλ’ ὄχι καὶ τὴν ὕπαρξη.
Γιὰ τὴν ἑλληνικἠ, συνεπῶς, σκέψη τὸ σύμπαν ὑπάρχει αἰώνια.
[2] «Τὸ νὰ δέχεσαι ὅτι
ἡ ὕπαρξή σου εἶναι δῶρο -σημειώνει κάπου ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης-
κάνει τὴν καρδιά σου νὰ πλημμυρίσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη σὲ κάθε στιγμή, ποὺ
συνειδητοποιεῖς τὴν ὕπαρξή σου».
[3] Πρβλ. διένεξη ἡσυχασμοῦ-ἀντιησυχασμοῦ
(σχολαστικισμοῦ) τὸν 14ο αἰώνα.
[4] Αὐτὸ ζεῖ ἡ Ὀρθοδοξία
τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀδάμ: «Οἴμοι! Οὐ φέρω λοιπὸν τὸ ὄνειδος·
ὁ ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, νῦν αἰχμάλωτος ὤφθην ὑπὸ μιᾶς
ἀθέσμου συμβουλῆς. Καὶ ὁ ποτὲ δόξαν ἀθανασίας ἠμφιεσμένος, τῆς νεκρώσεως τὴν
δορὰν ὡς θνητὸς ἐλεεινῶς περιφέρω…».
[5] Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς
εἶναι δῶρο τῆς θείας ἀγάπης καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἠθικὴ προσπάθεια (εὐσεβισμός), ὡς ἀπόπειρα
αὐτοσωτηρίας, θυμίζει τὸν πνιγόμενο, ποὺ κατὰ τὴν παροιμία «πιάνεται ἀπὸ τὰ
μαλλιά του».
Σε ευχαριστούμε πατέρα Μεταλληνέ, από όλα αυτά τα ωραία διάνθισα κάποια εντυπωσιακά ωραία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤὸ Ἄκτιστο κοινωνεῖ μὲ τὸ κτιστὸ διὰ τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν του. Ἐνέργεια, φῶς, χάρις, δύναμις, δόξα, βασιλεία εἶναι ἔκφραση θεολογικὴ-ἐκκλησιαστικὴ τοῦ ἰδίου πράγματος.
Στὴν φυσικὴ (τὴν «παραδεισιακὴ») κατάστασή του ὁ ἄνθρωπος διασώζει τρεῖς μνημονιακὲς λειτουργίες: α) τὴν κυτταρικὴ μνήμη (DNA), β) τὴ λογικὴ μνήμη (ποὺ ἑδράζεται στὸν ἐγκέφαλο καὶ ἔχει ὄργανο τὴ διάνοια καὶ γ) τὴν νοερὰ λειτουργία, ποὺ ἑδράζεται στὴν καρδιὰ καὶ ἔχει ὄργανο τὸν «νοῦ» ἢ «πνεῦμα» (τοῦ ἀνθρώπου) κατὰ τὴν Γραφή. Ὁ «νοῦς» εἶναι τὸ ὄργανο τῆς θεογνωσίας, τῆς ἐμπειρικῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Ἡ σάρκωση, ἐξ ἄλλου, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας, ὡς θεώσεως. Μὲ τὴν σάρκωση ἡ θέωση καθίσταται μόνιμη, διότι ὁ ἔνσαρκος Θεῖος Λόγος, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, γίνεται ὁ «τόπος» κοινωνίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους.
Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ κτίσματος στὴ θεία κλήση συντελεῖται στὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν ἑκούσια (ἐλεύθερη) ἀποδοχὴ τῆς θεραπείας τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ποὺ αὐτὴ προσφέρει.
Ὁ ἀνθρώπινος στοχασμὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ θεολογήσει, νὰ μιλήσει δηλαδὴ αὐθεντικὰ περὶ Θεοῦ, διότι ὁ περὶ Θεοῦ λόγος προϋποθέτει τὴν αὐτοφανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ «δυτικὸς» ἄνθρωπος δὲν μαθαίνει ν’ ἀγωνίζεται νὰ γίνει μέτοχος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν (ἀνύπαρκτη) ὀργή του!