1 Μαΐ 2017

Δυσκολίες στην άσκηση του ποιμαντικού έργου κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο



Μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου μας και την νίκη του κατά του θανάτου, η δύναμη του κακού αν και δεν έχει ουσιαστική εξουσία πάνω στους ανθρώπους, έχει εντούτοις περισσότερη δύναμη επιρροής από το καλό και την αρετή. Και αυτό συμβαίνει, επειδή το κακό είναι ευκολότερο και η ανθρώπινη φύση δύσκολα δέχεται το καλό. Είναι δε αρκετά σπάνιο να προσπαθεί ο άνθρωπος να καταβάλλει δυνάμεις για να αποκτήσει το αγαθό, ακόμα και στην περίπτωση εκείνη που έχει την συμπαράσταση και ενίσχυση εκ μέρους των ποιμένων.
Ένας άλλος λόγος εκτός από την ευκολία της διάπραξης της κακίας ο οποίος καθιστά δυσκολότερη την καθοδήγηση των ψυχών προς την αρετή, είναι και η φύση της χριστιανικής διδασκαλίας. Δεν θεωρεί ο Μέγας Γρηγόριος πως αυτή είναι εύκολο να γίνει δεκτή από τον άνθρωπο, δεδομένου πως αυτή υπερβαίνει την λογική του.
Στον Απολογητικό περί της εις τον Πόντον φυγής, τονίζει την δυσκολία που προκύπτει, από το να ομιλεί κάποιος στο πλήθος, το οποίο συν τοις άλλοις ποικίλλει εξ απόψεως ηλικίας και ανατροφής, γι’ αυτό και το παρομοιάζει με ένα πολύχορδο όργανο που χρειάζεται διαφορετικές κρούσεις. 

Είναι λοιπόν δύσκολο για τον ποιμένα να πει τον κατάλληλο λόγο, ο οποίος θα τους ωφελήσει όλους ανεξαιρέτως. Έτσι είναι επόμενο να προσκόπτει το έργο του εκεί όπου παραμονεύει ο κίνδυνος, δηλαδή στη σκέψη, τον λόγο και την ακοή. Και αυτό συμβαίνει, διότι είτε δεν φωτίσθηκε ο νους του διδάσκοντα είτε ο λόγος αυτού είναι ανεπαρκής είτε δεν έγινε δεκτός από το ακροατήριο το οποίο δεν ήταν επαρκώς καθαρμένο.

Ούτε βέβαια είναι ευκολότερο – υποστηρίζει ο Μέγας Γρηγόριος – η διαποίμανση ενός εκάστου ξεχωριστά των μελών της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος ενώ δέχεται εύκολα τις υποδείξεις αυτού που του θεραπεύει το σώμα, αντίθετα φύσει αντιτάσσεται στο έργο του θεραπευτή των ψυχών. Αίτιος της αντίστασης είναι ο εκπεσών νους και ο εγωισμός, με αποτέλεσμα την δυσκολία του ανθρώπου να παραδεχθεί τον έλεγχο και την διόρθωση. Ο υπό θεραπεία άνθρωπος βρίσκεται εξ αρχής σε αρνητική και πολλές φορές σε εχθρική θέση απέναντι στον ποιμένα και του δικού του συμφέροντος. Αυτό συμβαίνει, διότι η δουλοπρεπής επιλογή της αμαρτίας από τον άνθρωπο είναι καλά κρυμμένη στο βάθος της ψυχής του. Θεωρώντας ο άνθρωπος πως θα διαφύγει την τιμωρία, εθελουσίως κωφεύει στην αλήθεια, ενώ όσοι είναι τολμηρότεροι και γενναιότεροι στην διάπραξη του κακού, δεν αισθάνονται την ενοχή τους και προχωρούν απροκάλυπτα σε κάθε παρανομία.
Εξαιτίας όλων αυτών είναι δυσκολότατο το έργο του ποιμένα, γιατί αφορά στον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον», ο οποίος αντιμάχεται και δεν δέχεται το δικό του συμφέρον, πολεμώντας το με τον ίδιον του τον εαυτό και παραδιδόμενος έτσι στο θάνατο της αμαρτίας.
Τρόποι θεραπείας των ψυχών
Για τον καθαρισμό και τη θεραπεία των ψυχών, ο ποιμένας έχει ανάγκη πολύ και ολοκληρωτική πίστη, μεγάλη βοήθεια από το Θεό, αλλά και την κατάλληλη τακτική και στρατηγική. Γι’ αυτό και ο Μέγας Γρηγόριος τονίζει την σπουδαιότητα της εξατομίκευσης κατά την άσκηση της διαποίμανσης, επειδή η αρχή αυτής έχει ως βάση το ανεκτίμητο και ανεπανάληπτο της ανθρώπινης ζωής. Από το γεγονός αυτό όμως εκπηγάζουν και οι παρουσιαζόμενες δυσκολίες κατά την εξάσκηση της θεραπευτικής ποιμαντικής, διότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν γενικοί κανόνες, λόγω της ύπαρξης διαφόρων τάξεων και κατηγοριών ανθρώπων, οι οποίοι έχουν διαφορετικά προβλήματα και διαφορετικούς τρόπους σκέψεων και ενεργειών. Οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι άρχοντες, οι πολίτες, οι σοφοί, οι αμόρφωτοι, οι δειλοί, οι θρασείς, απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση. Αλλά και σε κάθε ομάδα και κατηγορία ανθρώπων υπάρχει πάλι διαφοροποίηση ως προς τον τρόπο ζωής και σκέψης. Επί πλέον καθένα ξεχωριστά άτομο έχει ιδιαίτερες επιθυμίες και ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία.
Κατά τη θεραπεία των ψυχών δεν ισχύουν αντικειμενικά κριτήρια, όπως συμβαίνει προκειμένου για την αρετή και την κακία, από τις οποίες η πρώτη είναι ωφέλιμη για όλους και η δεύτερη βλαβερή. Κατά  τη θεραπεία των ψυχών δεν είναι πάντοτε το ίδιο μέτρο υγιεινό ή πάντοτε βλαβερό. Ότι ενδεχομένως είναι χρήσιμο και καλό για μερικούς, μπορεί να αποβεί σε άλλους κακό, εξαιτίας της ποικιλίας των καταστάσεων όπως επίσης και τον χαρακτήρα των θεραπευομένων. Γι’ αυτό είναι αδύνατο, όση σύνεση και επιμέλεια και αν χρησιμοποιηθεί, να καθοριστούν κανόνες επί τη βάσει των οποίων θα μπορέσει να δράσει ο ποιμένας. Μόνο η πείρα και η θεία βοήθεια είναι ικανές να βοηθήσουν τον ποιμένα στην επιτυχία του έργου του.
Όπως οι άρρωστοι χρειάζονται ιδιαίτερη θεραπεία και τροφή, έτσι και οι ψυχές των ποιμενομένων απαιτούν ιδιαίτερη φροντίδα. Ο κατάλληλος τρόπος θεραπείας φανερώνεται από τους ίδιους τους ασθενείς. Οι νωθροί πρέπει να γευτούν την αυστηρότητα της διδασκαλίας, οι ευέξαπτοι και ακατάσχετοι να συγκρατηθούν με την κατάλληλη διδαχή. Άλλους τους ωφελεί ο έπαινος, άλλους η επίπληξη, άλλους ο δημόσιος έλεγχος, άλλους η μυστική νουθεσία. Μάλιστα μερικές φορές οφείλει ο ποιμένας να επιπλήττει – μετά προσοχής βέβαια – και τα πιο ασήμαντα παραπτώματα των πονηρών, οι οποίοι μηχανεύονται τα πάντα στην προσπάθειά τους ν’ αποφύγουν τον έλεγχο.
Άλλοτε πάλι είναι προτιμότερο να παραβλέπονται τα σφάλματα ορισμένων, για να μην απελπίζονται από τους συνεχείς ελέγχους και γίνουν έτσι χειρότεροι αποβάλλοντας το αίσθημα της ντροπής, η οποία είναι το φάρμακο της υπακοής. Πρέπει οι ποιμένες να χρησιμοποιούν φαινομενικά βέβαια, την οργή και την περιφρόνηση, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, άλλες δε φορές την επιείκεια και την ταπείνωση. Πολλές φορές – αξιοπρόσεκτο αυτό – είναι ωφελιμότερο να νικούν, αλλά και να νικώνται από τους ποιμενομένους. Ανάλογα δε προς την ψυχική δύναμη του καθενός, ο πλούτος και τα αξιώματα των μεν, ή η φτώχεια και η δυστυχία των δε, να θεωρούνται ανάλογα σαν πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα.
Οι τάξεις των ποιμενομένων
Ο Μέγας Γρηγόριος τονίζοντας την σπουδαιότητα της εξατομίκευσης και μένοντας συνεπής σ’ αυτή, διακρίνει αρκετές κατηγορίες ποιμενομένων και βαθμούς πνευματικής προόδου αυτών. Βέβαια πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως οι διακρίσεις αυτές δεν είναι καρπός συστηματικής έρευνας ούτε απόλυτες, αλλά αποτέλεσμα πραγματικών καταστάσεων στην Εκκλησία. Έτσι οι κυριότερες κατηγορίες ποιμενομένων – πάντα κατά τον Μέγα Γρηγόριο – είναι οι εξής:
I. Οι πραγματικοί και αληθινοί φιλόσοφοι και φιλόθεοι, οι οποίοι επιδιώκουν την επικράτηση του καλού γι’ αυτό το ίδιο το αγαθό και όχι για χάρη των μελλοντικών αγαθών που θα λάβουν από τον Κύριο.     
IIΗ τάξη των «επαινετών» οι οποίοι κάνουν το καλό αποκλειστικά και μόνο χάριν του μισθού και της ανταποδόσεως.
IIIΟι αποφεύγοντες το κακό εξαιτίας του φόβου των τιμωριών.
IVΗ κατηγορία των «άγαν παρ’ ημίν ορθοδόξων», όπως τους αποκαλεί ο Μέγας Γρηγόριος, δηλαδή αυτοί που είναι υπερβολικά φανατικοί και άμετρα ορθόδοξοι και τους οποίους τους αντιμετωπίζει με ειρωνικό τρόπο, λέγοντας πως με την απαιδευσιά τους και την θρασύτητά τους, καταπατούν τα μαργαριτάρια της αλήθειας. Αγωνίζονται για πράγματα μικρά και ανωφελή, υποπτεύονται όλη την ώρα πως προσβάλλεται η πίστη και αναμιγνύουν το άγιο της πίστης με τις προσωπικές φιλοδοξίες και φιλονικίες τους, γελοιοποιώντας έτσι την Εκκλησία και προκαλώντας «αδελφικές ζυγομαχίες, από τις οποίες ατιμάζεται και ο Θεός και ο άνθρωπος».  
VΟι «εκλεκτικοί και κορεσμένοι». Αυτοί στην αρχή είναι διατεθειμένοι ν’ ακούσουν τις ποικίλες διδασκαλίες και όλους τους δασκάλους, πιστεύοντας πως έχουν τις δυνατότητες να κρίνουν και να κατανοήσουν την αλήθεια με τις δικές τους δυνάμεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιπλανιόνται και να μεταβάλλουν πεποιθήσεις συνεχώς, ώστε στο τέλος να κουράζονται και να αδιαφορούν για την αλήθεια. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, εμπαίζουν και περιφρονούν την πίστη ως ψεύτικη και ακατάσχετη, συγχέοντας δασκάλους και διδασκαλίες.
VIΚαι τέλος είναι η κατηγορία των αιρετικών. Ο Μέγας Γρηγόριος πίστευε πως οι αιρέσεις όπως και οι διωγμοί και το κακό εν γένει είναι παροδικά και θα εξαφανιστούν πολεμούμενα από τον χρόνο και την αλήθεια, και όσο τα επιτρέπει ο Θεός. Αλλά πρέσβευε πως η πλήρης δικαίωση της αλήθειας τοποθετείται στο μέλλον στην βασιλεία του Θεού. Μέχρι τότε δεν μπορεί να αγνοηθεί το πικρό ποτήρι, το οποίο καλείται να γευτεί η Εκκλησία και το κάθε μέλος της ξεχωριστά.  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημητρίου Γ. Τσάμη: Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου