Είναι
διάχυτος σήμερον η άποψις ότι με τους Παπικούς δεν διαφέρομεν εις ουδέν παρά
μόνον εις το Πρωτείον. Μάλιστα, ακόμη και το Πρωτείον υποβιβάζεται εις ένα
απλούν ιστορικόν ζήτημα, το οποίον οι οικουμενισταί λέγουν ότι το αποδεχόμεθα
και οι Ορθόδοξοι εις την Ανατολήν, αλλά με ελαχίστως διαφορετικόν περιεχόμενον.
Αυτή η άποψις είναι και διαδεδομένη εις Καθηγητάς Πανεπιστημίου. Το πρόβλημα
βεβαίως ήρχισε από τους Καθηγητάς της Δογματικής.
Καθηγητής
της Δογματικής, ο οποίος συμμετείχε και εις τους διαλόγους, είπε προ μερικών
ετών δημοσίως εις φοιτητάς θεολογίας ότι «για την ένωση των Εκκλησιών δεν μας
ενοχλεί καθόλου η δομή της Καθολικής Εκκλησίας, όπου υπάρχει ο Πάπας και
προϋποτίθεται αυστηρή ιεραρχία. Αυτό είναι απλώς η δική τους Παράδοση. Το πως
αυτοί εμπέδωσαν τις Ευαγγελικές αρχές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές
εξελίχθηκαν στη Δύση. Εμείς έχουμε άλλο σύστημα και αυτοί άλλο. Αν γίνει λοιπόν
η ένωση αυτοί θα κρατήσουν το δικό τους, καθώς δεν χρειάζεται να αλλάξουν κάτι
η να απαρνηθούν την Παράδοσή τους και εμείς θα κρατήσουμε το δικό μας»!Το
λυπηρόν δεν είναι ότι τα είπεν, αλλά ότι τα πιστεύει, ότι υπερασπίζεται αυτές
τις απόψεις και ότι αυτές προωθούνται εις τον διάλογον!
Ο
Καθηγητής όπως και πολλοί Καθηγηταί και Ιεράρχαι, επειδή συνήθως δεν
ενδιατρίβουν εις τας δογματικάς συγγραφάς των Αγίων Πατέρων, διότι οι πρώτοι τα
θεωρούν αντικείμενον συγκεκριμένης ειδικότητος και άρα μόνον οι Καθηγηταί της
Δογματικής οφείλουν να ασχολούνται (!) και οι δεύτεροι διότι με τα διοικητικά
και ποιμαντικά καθήκοντα ελησμόνησαν ότι κύριον λειτούργημά τους είναι να
«ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας», επαναλαμβάνουν αυτάς τας εσφαλμένας
απόψεις. Μάλιστα, επειδή δεν έχουν διάθεσιν η δεν είναι εις θέσιν να
διαλεχθούν, οποιοσδήποτε υποδείξει εις αυτούς τι γράφουν οι Πατέρες είτε γίνεται
εχθρός τους είτε του προσάπτουν την εύκολον αναπόδεικτον κατηγορίαν ότι
ερμηνεύει τους Πατέρας με φονταμενταλιστικά κριτήρια. Η διάψευσις αυτής της
κατηγορίας γίνεται, όταν προσάγονται εις την δημοσιότητα πειστήρια από
ανθρώπους, τους οποίους δεν δύνανται να χαρακτηρίσουν με ανάλογα επίθετα. Υπό
αυτό το πρίσμα είναι ευχής έργον ότι επανακυκλοφόρησεν η μελέτη του Philip
Sherrard, «Η Εκκλησία, ο Παπισμός και το Σχίσμα». Ο Σέραρντ ήτο Άγγλος, ο
οποίος μετεστράφη εις την Ορθοδοξίαν. Είναι σπουδαίον ότι υπήρξε συνεργάτης και
φίλος του Σεβ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ και ότι εις τον ιδικόν του πρόλογον
του πονήματός του μεταξύ άλλων ευχαριστεί τον Σεβ. Περγάμου Ι. Ζηζιούλα, διότι
προβαίνει εις ριζικήν κριτικήν του Παπισμού. Έτσι, ένας άνθρωπος που δεν ανήκεν
εις την «παραδοσιαρχικήν» μερίδα κατέδειξεν όχι μόνον ότι όσοι εμμένουν εις
τους Πατέρας τους ερμηνεύουν ορθώς, αλλά και ότι το Σχίσμα δεν είναι ιστορικόν
και πολιτικόν, αλλά απολύτως θεολογικόν ζήτημα.
Κατά
τον Σέραρντ το Πρωτείον δεν είναι καθόλου ένα ιστορικόν ζήτημα, αλλά απορρέει,
θεμελιώνεται και αναπτύσσεται λόγω της εσφαλμένης Χριστολογίας και
Τριαδολογίας. Η νοθευμένη πίστις ωδήγησεν εις το Πρωτείον. Αν επομένως δεν
θεραπευθή η πίστις περί της Αγίας Τριάδος και η πίστις εις τον Κύριον Ιησούν
Χριστόν, όσαι τροποποιήσεις και να γίνουν το Πρωτείον δεν διορθώνεται.
Ολόκληρος η δομή του Παπισμού εδράζεται εις μίαν εσφαλμένην Εκκλησιολογίαν, η
οποία έχει προκύψει από λάθος δόγματα. Δια τούτο δεν πρέπει να παρασύρωνται
πολλοί και να λέγουν, ως ηκούσαμεν να το ισχυρίζεται και Καθηγήτρια Θεολογικής
Σχολής, «για την Αγία Τριάδα και τον Ι. Χριστό πιστεύουμε τα ίδια, αλλά μόνο
στην Εκκλησιολογία διαφέρουμε», διότι ούτε εις τα δύο πρώτα έχομεν την ιδίαν
πίστιν ούτε η Εκκλησιολογία είναι απλώς ένα ζήτημα «διαφοράς», αλλά χαώδους
αντιλήψεως. Οφείλομεν να έχωμεν κατά νουν ότι μπορεί κατά τα φαινόμενα να
υπάρχουν και εις τους Παπικούς διάκονοι, ιερείς, επίσκοποι, συνοδικόν σύστημα
κ.α. όμως το περιεχόμενον αυτών είναι εμποτισμένον από τα λάθος δόγματα. Δια να
γίνη εύληπτον ας σκεφθή κανείς το εξής: οι Ουνίται ομοιάζουν καθ’ όλα εις την
Ορθοδοξίαν, όμως αν ομιλήση κανείς έστω και πέντε λεπτά με κάποιον η διαβάση
κάποιο κείμενόν τους, αμέσως θα αντιληφθή ότι «ο,τι λάμπει δεν είναι χρυσός»
καθώς υφίσταται τεραστία απόκλισις εις την πνευματικότητα εξ αιτίας των
δογμάτων.
Ας
λάβωμεν ως παράδειγμα την περί Αγίας Τριάδος πίστιν. Είναι δια πολλούς
ακατανόητοι αι ακριβολογίαι και η υψηλής φιλοσοφικής γνώσεως ορολογία των
Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι όμως πολύ απλόν το να καταλάβωμεν τι συμβαίνει δια
της προβολής της αιρετικής Τριαδολογίας επί της Εκκλησιολογίας του Παπισμού.
Επειδή η Ουσία του Θεού θεωρείται ότι προηγείται από τα Πρόσωπα εις τον Θεόν,
έτσι και ο Πάπας αποτελεί τον μονάρχην της Εκκλησίας. Επειδή η Ουσία υπέρκειται
των Προσώπων έτσι και ο Πάπας κατέχει το αξίωμά του πλήρως ακόμη και εκτός η
χωρίς την Εκκλησίαν. Όπως θεωρούν ότι ο Πατήρ και ο Υιός εκπέμπουν μαζί το
Άγιον Πνεύμα, έτσι οποιοσδήποτε ιερεύς η επίσκοπος, δια να μεταδίδει αγιαστικήν
χάριν πρέπει να ευρίσκεται εις κοινωνίαν με τον Πάπαν. Η ενότης και η
καθολικότης της Εκκλησίας παύει να είναι όπως εις την Ορθοδοξίαν κοινωνία
ισοτίμων Τοπικών Εκκλησιών βάσει της ταυτότητος της πίστεως, αλλά εξάρτησις από
ένα μόνον παράγοντα, τον Πάπαν. Εφ’ όσον η Αγία Τριας είναι άκτιστος και ο
κόσμος κτιστός, υπάρχουν δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους Εκκλησίες, η Θριαμβεύουσα
και η Στρατευομένη, και εις με την πρώτην αρχηγός είναι ο Κύριος εις δε την
δευτέραν ο Πάπας.
Η
απόλυτος ιεράρχησις (και όχι ισότης και αλληλοπεριχώρησις) των προσώπων της
Αγίας Τριάδος έχει οδηγήσει και εις να είναι ο Πάπας η κορυφή της Εκκλησίας.
Απτόν παράδειγμα το διάταγμα του Πάπα Βονιφατίου Η τὸ 1302: «(η Εκκλησία)
αντιπροσωπεύει ένα μυστικό σώμα, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός και κεφαλή
του Χριστού ο Θεός… δηλώνουμε, βεβαιώνουμε, ορίζουμε και αναγγέλλουμε ότι χάριν
της αιώνιας σωτηρίας είναι καθήκον κάθε ανθρωπίνου πλάσματος να υπακούει στον
Ρωμαίο Ποντίφηκα». Λόγω της ιεραρχίας κανείς δεν μπορεί να φθάση εις τον
Κύριον, αν δεν υποτάσσεται πρώτα εις τον Πάπα. Όπως χαρακτηριστικά εδήλωσεν ο
Πάπας Πίος ΙΒ στὸ Mystici Corporis Christi: «βαδίζουν την οδό μιας
επικίνδυνης πλάνης αυτοί οι οποίοι πιστεύουν πως μπορούν να δεχθούν τον Χριστό,
όταν απορρίπτουν τη γνήσια πιστότητα στον επί γης βικάριό του». Αυτή η θεολογία
επέρασε επισήμως με την Α Βατικανὴν και είναι μη ακυρώσιμος!
Αν
αυτά αφορούν μόνον εις το πρωταρχικόν δόγμα της Αγίας Τριάδος, ας φαντασθή
κανείς πόσα περισσότερα έχουν αλλοιωθή εις το δόγμα περί του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού και εις άλλα δόγματα. Σκοπίμως όμως, διότι αδυνατούμεν να αποδεχθώμεν
άγνοιαν δια τους Ορθοδόξους Δογματολόγους, αντί να επιλυθούν αυτά τα ζητήματα,
δηλ. τα αίτια, επιχειρούνται βελτιώσεις εις τα αποτελέσματα. Πχ. αντί να
υποδειχθή ότι η ενότης επιγείων και επουρανίων καθιστά τον κληρικόν υπουργόν
της Θ. Ευχαριστίας, γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθή μία Ευχαριστιακή
Εκκλησιολογία, η οποία έχει ως κέντρον τον Επίσκοπον και όχι εν πολλοίς τον Ι.
Χριστόν! Αντί να επιμείνωμεν εις το ότι η διάκρισις Προσώπων εις την Αγία
Τριάδα δεν εισάγει ιεραρχίαν με την κτιστήν της έννοιαν, αναλισκόμεθα εις
αναψηλάφησιν της ιστορίας και εις επανερμηνείαν βυζαντινών και μεταβυζαντινών
κειμένων περί Πρωτείου. Η δυτική σχολαστική θεολογία μετά από σχεδόν 200 έτη
λειτουργίας των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών έχει επιβληθή (όχι μόνον εις τους
Καθηγητάς, αλλά και εις τους Ιεράρχας που απεφοίτησαν από αυτάς) και μαζί της ο
τρόπος δια του οποίου αξιολογούνται αι διαφοραί με τους Παπικούς, ως ανούσια
ιστορικά και πολιτικά συμβάντα, ενώ εις την πραγματικότητα αγγίζουν τον σκληρόν
πυρήνα της ουσίας των δογμάτων.
Στην Α΄ χιλιετία αντιμετωπίσθηκε από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας το θέμα των πρεσβείων του Πάπα της Ρώμης. Αυτό έγινε στην Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου (879 – 880 μ.Χ.), η οποία θεωρείται ως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος. Στην Σύνοδο αυτή παρουσιάσθηκαν τα δύο είδη εκκλησιολογίας, ήτοι της Παπικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος ανεγνώριζε τα πρεσβεία τιμής στον Πάπα, αλλά μέσα σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά πλαίσια, ότι ο Πάπας έχει μόνον τα πρεσβεία τιμής μέσα στην Εκκλησία και δεν μπορεί να τεθή υπεράνω της Εκκλησίας. Το βασικό πρόβλημα του Πάπα είναι ότι δεν αποδέχθηκε ουσιαστικά ποτέ τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που έδιδε ίσα πρεσβεία τιμής στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης και το δικαίωμα να χειροτονεί Επισκόπους στις βαρβαρικές χώρες. Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι σε καμία Οικουμενική Σύνοδο δεν παρέστη ο Πάπας, παρά μόνον αντιπρόσωποί του.
ΑπάντησηΔιαγραφή