27 Απρ 2017

Ο σωτηριολογικός χαρακτήρας του εορτασμού του Πάσχα (Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 27η Απριλίου 2017
    Όπως και άλλοτε, σε παλαιότερη ανακοίνωσή μας, επισημάναμε, ένα από τα μεγαλύτερα εκκλησιολογικά και εορτολογικά προβλήματα που αντιμετώπισε η αρχαία Εκκλησία κατά την διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της ιστορίας της, ήταν το πρόβλημα του κοινού εορτασμού του Πάσχα. 

Κατά την χρονική αυτή περίοδο δεν υπήρχε σ’ όλες τις τοπικές εκκλησίες γενική ομοιομορφία εορτασμού του, ως προς την ακριβή ημερομηνία. Μάλιστα κατά τον 2ο αιώνα η ασυμφωνία αυτή έλαβε σοβαρές διαστάσεις, που οδήγησε σε έριδα μεταξύ των εκκλησιών της Μικράς Ασίας και της Ρώμης επί των ημερών του επισκόπου Σμύρνης αγίου Πολυκάρπου, (168 μ. Χ. περίπου) και του Πάπα Ρώμης Ανικήτου, (155-166μ.Χ.). Οι Μικρασιάτες εόρταζαν το Πάσχα μαζί με το εβραϊκό στις 14 του εβραϊκού μήνα Νισάν, (ο μήνας Νισάν είχε διάρκεια 29 με 30 ημέρες και συμπίπτει την περίοδο μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου), και γι’ αυτό ονομάζονταν «Τεσσαρεσκαιδεκατήτες». Αντίθετα οι Ρωμαίοι εόρταζαν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία. Επειδή λοιπόν υπήρχε κίνδυνος να δημιουργηθεί σχίσμα, μετέβη στη Ρώμη ο άγιος Πολύκαρπος περί το 154, για να συζητήσει το θέμα με τον Πάπα, ωστόσο δεν υπήρξε λύσις. Τη λύση έδωσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325), η οποία καθόρισε συνοδικά και απόλυτα δεσμευτικά για όλες τις Εκκλησίες τον χρόνο κοινού εορτασμού της κορυφαίας αυτής εορτής. Όπως είναι γνωστό, ορίστηκε ως χρόνος εορτασμού, η πρώτη Κυριακή, μετά την πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία, με την απαραίτητη προϋπόθεση να έχει προηγηθεί ο εορτασμός του εβραϊκού Πάσχα. Ο 1ος Κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου, (341), ο οποίος διασώζει το γράμμα και το πνεύμα του απολεσθέντος σχετικού Ιερού Κανόνος της Α΄ Οικουμενικής τονίζει ρητά την παραπάνω προϋπόθεση: το «(μη) μετά Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα». Στον μη συνεορτασμό του Πάσχα με τους Εβραίους αναφέρονται επίσης και οι «Διαταγές των Αποστόλων»: «Δει υμάς αδελφοί τους τω Χριστού εξηγορασμένους τιμίω αίματι, τας ημέρας του Πάσχα ακριβώς ποιείσθαι μετά πάσης επιμελείας μετά τροπήν ισημερινήν…μηκέτι παρατηρούμενοι μετά ιουδαίων εορτάζειν. Ουδεμία γαρ κοινωνία  ημίν νυν προς αυτούς…» (Ε΄ 17, ΒΕΠΕΣ 2,89).
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από άρθρο στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», (9.4.2017), με τίτλο: «Η ΕΑΡΙΝΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ», του διακεκριμένου αστροφυσικού επιστήμονος κ. Δ. Σιμοπούλου, επ. Δ/ντού του Ευγενιδείου Πλανηταρίου. Σύμφωνα με τον κ. καθηγητή: «Στις 11 Απριλίου, τον ουρανό μας θα στολίσει η πρώτη εαρινή πανσέληνος, η πρώτη δηλαδή πανσέληνος μετά την εαρινή ισημερία. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, όλες οι χριστιανικές Εκκλησίες (περιλαμβανομένης φέτος και της Ορθοδόξου) την επόμενη Κυριακή θα γιορτάσουν το Πάσχα, αφού ακολουθούν τις εντολές της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συγκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 325 μ. Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας….». Στη συνέχεια παραθέτει απόσπασμα από σύγγραμμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χριστοδούλου, ο οποίος είχε επισημάνει ότι: «... αξιοσημείωτον τυγχάνει το γεγονός ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, θελήσασα να ορίση την ημέραν εορτασμού του Πάσχα, δεν ώρισε μήνας και ημέρας του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλ’ έθετο ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού την εαρινήν ισημερίαν, δηλ. ώρισε τα κατά τον εορτασμόν ουχί ημερομηνιακώς, αλλ’ αστρονομικώς, και τούτο διότι το κανονικώς ενδιαφέρον δεν είναι η ημερομηνία, αλλ’ η ισημερία». Και συνεχίζει: «Για να βρούμε επομένως την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα ενός τυχόντος έτους, αρκεί να γνωρίζουμε ποια είναι η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου και στη συνέχεια να βρούμε την πρώτη Κυριακή που ακολουθεί μετά την πανσέληνο αυτή. Με άλλα λόγια, η διαφορά του εορτασμού του Πάσχα που συνήθως υπάρχει μεταξύ Ορθοδόξων και Δυτικών δεν αφορά κάποια δογματικά θέματα της χριστιανικής θρησκείας».
   Εδώ ο κ. καθηγητής δεν ακριβολογεί. Δεν είναι μόνον  η εαρινή ισημερία και η πανσέληνος, που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, αλλά και ο μη συνεορτασμός του χριστιανικού με το εβραϊκό Πάσχα, όπως και  ο μη εορτασμός του χριστιανικού πριν από το εβραϊκό Πάσχα.
 Παρά κάτω κάνει λόγο για τον κύκλο του Μέτωνος και για την διαφορά εορτασμού του Πάσχα των Ορθοδόξων με το Πάσχα των παπικών: «Η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, παρόλο που όπως είπαμε έχει αποδεχθεί από το 1924 το νέο Γρηγοριανό Ημερολόγιο για τις ακίνητες εορτές, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιεί το Ιουλιανό Ημερολόγιο αλλά και τον κύκλο του Μέτωνος για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Έτσι πολλές φορές, αντί να γιορτάζουμε το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, εμείς το γιορτάζουμε μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο. Μερικές φορές μάλιστα το γιορτάζουμε τη δεύτερη Κυριακή της δεύτερης πανσελήνου της άνοιξης, αντί της πρώτης Κυριακής μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο που όρισε η Σύνοδος της Νικαίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι και το γεγονός της διαφοράς που έχουν συνήθως στον εορτασμό του Πάσχα οι ανατολικές και δυτικές Εκκλησίες».
   Και στο σημείο αυτό πιστεύουμε, ότι δεν ακριβολογεί ο κ. καθηγητής. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας εορτάζει το Άγιο Πάσχα με ακρίβεια, σύμφωνα με την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, προσαρμοσμένο στο Ιουλιανό ημερολόγιο, μετά την απαράδεκτη ημερολογιακή αλλαγή του 1924. Το πασχάλιο έμεινε ανέγγιχτο, διότι εάν εθίγετο, όχι απλά θα δημιουργούσε εορτολογική διάσπαση και στις κινητές εορτές, αλλά και θα παρέβαινε την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής. Αντίθετα η Δύση κατά τον 16ον αιώνα, (1582), επί Πάπα Γρηγορίου του ΙΓ΄ υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο, (το Γρηγοριανό), το οποίο αντικατέστησε το λανθασμένο Ιουλιανό, ως προς την εαρινή ισημερία. Σύμφωνα με το Ιουλιανό, η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια, γεγονός μη επιθυμητό, ενώ σύμφωνα με το Γρηγοριανό, η εαρινή ισημερία μετατοπίζεται μόλις μία ημέρα κάθε 3.300 χρόνια. Οι Ρωμαιοκαθολικοί όμως μαζί με την αλλαγή του ημερολογίου συμμετέβαλαν και τον Πασχάλιο Κανόνα, κατά τρόπον, που αντιβαίνει προς τον σχετικό Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και τούτο διότι έκτοτε έπαυσαν να παρακολουθούν το εβραϊκό Πάσχα. Εορτάζουν μεν το Πάσχα κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπ’ όψιν, αν έχει προηγηθεί ο εορτασμός του εβραϊκού Πάσχα. Επειδή δε οι μεταγενέστεροι Ραβίνοι έχουν αλλάξει επίσης το παλαιό εβραϊκό πασχάλιο, το αποτέλεσμα είναι ότι συχνά το Πάσχα των Λατίνων να προηγείται του εβραϊκού, πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τον όρο της Α΄ Οικουμενικής, ο οποίος προβλέπει να εορτάζεται το Πάσχα των χριστιανών πάντοτε μετά το εβραϊκό.
   Βεβαίως γνωρίζουμε, ότι υπάρχει πρόβλημα με το λανθασμένο Ιουλιανό, ημερολόγιο, όπως και με το πρόβλημα λόγω του κύκλου του Μέτωνος. Ωστόσο για μας τους Ορθοδόξους προέχει, σε σχέση με την ημερολογιακή ακρίβεια, η εορτολογική ενότητα όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, έστω στις κινητές εορτές και βέβαια στο Πάσχα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προτιμά χάριν της ενότητος και της πιστής τηρήσεως των ιερών συνοδικών θεσπισμάτων να εορτάζομε το Πάσχα έστω και με εσφαλμένη χρονολογία: «Πανταχού τη Εκκλησία μετ’ ακριβείας επόμεθα, την αγάπην και την ειρήνην προτιμώντες απάντων. Ει γαρ και εσφάλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ήν, όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου …Ουδέ γαρ η Εκκλησία χρόνων ακρίβειαν οίδεν. Αλλ’ επειδή παρά την αρχήν πάσιν έδοξε τοις πατράσι διηρημένοις ομού συνελθείν και ταύτην ορίσαι την ημέραν, την συμφωνίαν πανταχού τιμώσα και την ομόνοιαν αγαπώσα, κατεδείξατο το επιταχθέν» (Εις τους τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας, PG 48,870-872).
   Η αλλαγή του ημερολογίου από τους παπικούς και η συνεπακόλουθη αλλαγή του Πασχαλίου έφερε, κατά θεία οικονομία, και ένα θετικό αποτέλεσμα: Το να μην συνεορτάζουμε οι Ορθόδοξοι το Πάσχα τις περισσότερες φορές με τους Παπικούς την ίδια ήμερα. Αυτός ο μη κοινός συνεορτασμός έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με τους Ιερούς Κανόνες και τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι καθώς απαγόρευαν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, κατά μείζονα λόγον απαγόρευαν κάθε εορτολογική (επι)κοινωνία με τους αιρετικούς και επομένως κοινό συνεορτασμό του Πάσχα. Ο απαράβατος δηλαδή όρος της Α΄ Οικουμενικής: το «(μη) μετά Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα», ισοδυναμεί με το ιεροκανονικό και αγιοπατερικό παράγγελμα: «μη μετά αιρετικών-ετεροδόξων επιτελείν το Πάσχα».
  Τα όσα αναφέραμε παρά πάνω, ασφαλώς δεν σημαίνουν ότι αμφισβητούμε την επιστημονική- αστρονομική εγκυρότητα των παρατηρήσεων του κ. καθηγητή. Απλώς ο κ. καθηγητής είδε το θέμα μόνον από αυστηρή επιστημονική σκοπιά, ενώ το θέμα έχει και την εκκλησιολογική του διάσταση, την οποία φυσικό είναι  να μην γνωρίζει ο κ. καθηγητής, η οποία όμως, (εκκλησιολογική διάσταση), είναι πολύ ουσιώδης, σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όπως είδαμε προηγουμένως.
   Κλείνοντας, θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή του πιστού λαού του Θεού, όταν διαβάζουν παρόμοια δημοσιεύματα, τα οποία συχνά δεν απηχούν τη γνώμη της Εκκλησίας, επειδή εξετάζουν τα πράγματα με μια μονομέρεια, να καταφεύγουν στην Εκκλησία. Η αγία μας Εκκλησία, δια των θεοφόρων Πατέρων, έχει λύσει τα προβλήματα αυτά και ακολουθεί όχι τις υποδείξεις του κάθε επιστήμονος, αλλά το συμφέρον της σωτηρίας του εκκλησιαστικού πληρώματος. Υπέρτατος σκοπός και έργο της Εκκλησίας δεν είναι η διακονία της επιστήμης και της ιστορίας, (τις οποίες σέβεται απόλυτα), αλλά η διακονία της σωτηρίας των ανθρώπων, η οποία θα πρέπει να είναι και το ζητούμενο από όλους μας. Εν προκειμένω, ο εορτασμός του Πάσχα είναι για μας ο εορτασμός των επινικίων του θανάτου μας, του θανάτου της αμαρτίας και του παλαιού ανθρώπου, με τον θάνατο του Κυρίου μας και ο εγκαινιασμός της νέας βιωτής μας, η οποία καταυγάζεται από το ανέσπερο φως της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και επιμένει η Εκκλησία μας να μας δείξει την αβυσσαλέα διαφορά του δικού μας Πάσχα με το εβραϊκό, το οποίο είναι μια μακρινή ανάμνηση μιας ενθετικής απελευθέρωσης, σκιά και αχνή προτύπωση  του  δικού μας αιωνίου  και κοσμοσωτηρίου χριστιανικού Πάσχα.
Εκ του Γραφείου επί τω Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου