20 Απρ 2017

Όσιοι Αθανάσιος και Ιωάσαφ, κτίτορες της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Μετεώρου (20 Απριλίου)

όσιος Αθανάσιος των Μετεώρων
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Ἀθανασίου, τοῦ Μετεωρίτου (20 
Απριλίου)
῾Ο Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον ᾿Ανδρόνικος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή ῾Υπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη· «...γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων».

῾Η μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. ῎Ετσι, ὁ μικρός ᾿Ανδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή λικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
῞Οταν τό ἔτος 1319 Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ ᾿Ανδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ ᾿Αλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. ᾿Αφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαριά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ ᾿Ακαπνίου στή Θεσσαλονίκη. ῎Ετσι ὁ νεαρός ᾿Ανδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ λικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιά τρίτη φορά ὀρφανός χωρίς κανένα προστάτη καί, προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. ῾Η μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ᾿ ἑνός καί ἔλλειψη χρημάτων ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἀναγκάζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
Η ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό ῞Αγιον ῎Ορος. Νεαρός ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ῾Αγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε\τά\χαρακτηριστικά ἑνός παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό συχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. ῾Ο ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν ῞Οσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τόν Δανιήλ τόν ῾Ησυχαστή, τόν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350) ὑποστήριξε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους ῾Αγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά σάν\τή\μέλισσα\πού «συλλέγει τά καίρια».
Στή συνέχεια, μάλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. ᾿Εκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κάποιο φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
᾿Αρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. ᾿Εκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινουπολίτη καί τόν Μωυσῆ. Σέ λικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ρασοφορία του ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε ᾿Αντώνιος.\Πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁριστικό του πιά μοναχικό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνωστός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν ῾Οσίων τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ ᾿Ορθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
῾Ο ᾿Αθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό ῎Ορος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά.
Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν ᾿Αγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν ᾿Αθωνικῶν παραλίων. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό ῞Αγιον ῎Ορος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφαλέστερο. ῾Ο μέν Μωυσῆς μετέβη στή μονή τῶν ᾿Ιβήρων, ὁ δέ ᾿Αθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό\μέ\τό\ὄνομα Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς ῾Ελλάδος.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. ᾿Εκεῖ πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρατήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ ᾿Αθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί συχία.
Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο ῾Οσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν ᾿Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου, κατέφυγαν στούς θεόκτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ ᾿Ιάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». ῞Ενας μόνο λίθος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατά τήν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπό κάποιο βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ᾿ αὐτό τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ ᾿Αθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν λικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
῾Ο γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἀ-ντιλαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Καί\ἐπειδή πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος σύχαζε τίς ἕξι μέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία· ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέβαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. ᾿Εκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους.
Στή συνέχεια ὁ ᾿Αθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά συχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν᾿ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ᾿ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ ᾿Αθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης συχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
᾿Αρχικά ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως\ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, πού\ἦρθαν\γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν ᾿Ιάκωβο, τόν ἔστειλε στόν ᾿Επίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ ῞Οσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ ᾿Αθανάσιος διευκόλυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ ᾿Αθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.
Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ ᾿Αθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς πού εἶχε στήν ὑποταγή του κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό.
῾Η φήμη τοῦ συχαστοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτόν,\ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος\καί πνευματικότατος ᾿Ιγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν ᾿Αθανάσιο καί ὁ πνευματικός ᾿Αγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Ολοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
῾Ο ῞Οσιος, πού καμιά στιγμή δέν ἔπαψε νά νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σέ προχωρημένη λικία, ἀσθένησε.\Μετά καί\ἀπό τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου μέρες, σέ λικία 78 ἐτῶν, ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων ῾Οσίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν ᾿Ιωάσαφ, τοῦ Μετεωρίτου (20 Απριλίου)
Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί διάδοχος τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ὑπῆρξε ὁ «᾿Ιωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς ᾿Ιωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δέν εὑρέθηκε βιογραφία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καί ὅλες τίς πληροφορίες πού ἔχουμε γι᾿ αὐτόν τίς ἀντλοῦμε ἀπό τή βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου καί ἀπό διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.
῾Ο ᾿Ιωάννης - ᾿Ιωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱός τοῦ ῾Ελληνοσέρβου βασιλέως ᾿Ηπείρου καί Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσαλίας, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). ῾Η μητέρα του, Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου ᾿Ιωάννου Βύ ᾿Ορσίνη (1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου Νικηφόρου Βύ ᾿Ορσίνη.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε κατά τό 1349-1350. ᾿Από τή μητέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διετήρησε καί τό ἐπώνυμο. ῾Η γιαγιά του, Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Ηύ Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τόν παππού τοῦ ᾿Ιωάννου - ᾿Ιωάσαφ, τό Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γύ Οὔρεση (1321-1331). ᾿Ακόμη ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε καί ἕνα νεότερο ἑτεροθαλή ἀδελφό, τόν Στέφανο, καί μία ἀδελφή, τή Μαρία ᾿Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μέ τόν δεσπότη τῶν ᾿Ιωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.
Τό 1359-1360 ὁ ᾿Ιωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στήν Καστοριά συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σέ λικία μόλις 10 ἐτῶν. Περί τό 1370 ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεών Οὔρεσης, καί ὁ ᾿Ιωάννης τόν διαδέχθηκε στήν ἐξουσία. Δέν ἐκυβέρνησε ὅμως γιά πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τά ἀνώτατα κοσμικά ἀξιώματα, ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική πορφύρα μέ τόν τρίχινο σάκκο τοῦ μοναχοῦ. ᾿Αρνήθηκε τό βασιλικό στέμμα γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τή διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στόν Καίσαρα ᾿Αλέξιο ῎Αγγελο Φιλανθρωπηνό. ῎Ετσι λοιπόν, τό Νοέμβριο τοῦ 1372 καί πρίν ἀπό τόν ᾿Ιούνιο τοῦ 1373, ὁ ᾿Ιωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σέ λικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου ἐδέχθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί μετονομάσθηκε ᾿Ιωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο τόν Μετεωρίτη.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό βίο του, ἐκτιμώντας τήν προσωπικότητα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάσαφ, καί ἔχοντας σύμφωνους τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παρεχώρησε κάθε ἐξουσία καί δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.
Μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι μεταναστεύοντας στή Θεσσαλονίκη. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά συνέβη περί τό 1379-1380.
Λίγο μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ξαναγύρισε στή μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στίς τελευταῖες του παραγγελίες καί ὑποθῆκες πρός τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς συμπλήρωσε γιά τόν ῞Οσιο ᾿Ιωάσαφ, πού τότε ἀπουσίαζε· «᾿Επειδή διά τήν μετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις ᾿Ιωάσαφ καί οὐκ ἐνέμεινε μεθ᾿ ἠμῶν καθά συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καί στέρξῃ τά συνταγέντα, ἵνα πολιτεύηται κατά τήν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἄς εἶναι, ἐλπίζω γάρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καί ἄς ἄρχῃ γοῦν καί ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».
Στά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί στίς ἀρχές ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1385 ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά οἰκογενειακούς λόγους πῆγε στά ᾿Ιωάννινα. Μετά τή δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς ᾿Ηπείρου τή σύζυγό του καί ἀδελφή τοῦ ᾿Ιωάσαφ, Μαρία ᾿Αγγελίνα.
῎Ετσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μετέβη στά ᾿Ιωάννινα προκειμένου νά στηρίξει τήν ἀδελφή του στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους.
Μέ βάση τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχει βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου, ἐπεξέτεινε σέ μῆκος καί σέ ὕψος καί ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τόν ἀρχικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος.
Στά τέλη τοῦ 1393 - ἀρχές τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολή τῶν Τούρκων στή Θεσσαλία καί κατάληψή της ἀπό τόν Σουλτάνο Βαγιαζίτ Αύ. ᾿Εξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο κατέφυγαν στό ῞Αγιον ῎Ορος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. ᾿Εκεῖ, σύμφωνα μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στίς 17 ᾿Οκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε ἀδελφότητες καί τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ἐνῶ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καί ἕνας χρυσός σταυρός.

῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τά ἔτη 1422-1423.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου