2 Νοε 2016

Η Εκκλησία στο έπος του 1940


Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940
            Οι επιθέσεις κατά της Εκκλησίας πληθαίνουν συν τω χρόνω με την «Αριστερά» να διαδραματίζει τον άχαρο ρόλο του πρωταγωνιστή προς μεγάλη χαρά των αστών, που αποφεύγουν να επωμισθούν το κόστος εκ της κατεδάφισης, κόστος όχι μόνο πολιτικό, αλλά και εθνικό. Βέβαια γράφοντας για κατεδάφιση δεν εννοούμε αυτή της Εκκλησίας, καθώς «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», αλλά κατεδάφιση συνειδήσεων των πολιτών της χώρας με ανυπολόγιστες τις συνέπειες τόσο για τα πρόσωπα όσο και για την πατρίδα.

 Οι ενορχηστρωμένες επιθέσεις προσβάλλουν τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία της ρωμηοσύνης, η οποία χαρακτηρίζεται σκοταδιστική, όπως ακριβώς τη θέλουν οι άσπονδοι «φίλοι» μας της Δύσης. Ακολουθεί η άμετρη λασπολογία κατά της Εκκλησίας για τη στάση της κατά την τουρκοκρατία. Ολοκληρώνεται με την αμφισβήτηση της προσφοράς της κατά τους πρόσφατους αγώνες του έθνους.
            Κατ’ αρχήν επισημαίνουμε ότι οι εμπαθείς πολέμιοι της Εκκλησίας, αλλά και του έθνους, οι αρρωστημένοι διεθνιστές ποικίλων αποχρώσεων ταυτίζουν εμμανώς την Εκκλησία με τα πρόσωπα, μέλη του σώματός της, ιδίως τους κληρικούς. Ερμηνεύοντας υλιστικά την ιστορία, Θεωρούν την Εκκλησία ως ενδοκοσμικό οργανισμό, είδος συλλόγου ή σωματείου, και μάλιστα η Αριστερά στην υπηρεσία των εκάστοτε κρατούντων! Βέβαια δεν είναι ανεύθυνο το σώμα της Εκκλησίας για τη θεώρηση αυτή κατά την εποχή της νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας. Στη Δύση, που παραχάραξε τον ευαγγελικό λόγο κατά τρόπο φρικτό, μορφώθηκαν δύο συστήματα: Αρχικά το απολυταρχικό του παπισμού, στο οποίο οι κληρικοί και μάλιστα οι ανώτεροι, επέβαλαν δια της βίας την αποδοχή εκ μέρους των πιστών της δεσπόζουσας θέσεώς τους και το δικαίωμα, ως εκ τούτου, του στραγγαλισμού της ελευθερίας της συνειδήσεώς τους. Ακολούθησε το προτεσταντικό σύστημα, το οποίο, ανατρέποντας την παπική ασυδοσία, ανέτρεψε συνάμα και την αποδοχή της καίριας θέσης του κλήρου στο σώμα της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη άποψη, η θεμελιωμένη στον ευαγγελικό λόγο και στις ερμηνείες αυτού από τους Πατέρες της Εκκλησίας, πορεύεται χωρίς αποκλίσεις από την Αλήθεια. Εκκλησία είναι κλήρος και λαός μαζί. Οι πνευματικοί ποιμένες ασφαλώς και έχουν ξεχωριστό ρόλο όμως ως καλοί ποιμένες, οι οποίοι «την ψυχήν αυτών τίθησιν υπέρ των προβάτων». Ποτέ στην παράδοσή μας η Εκκλησία δεν πορεύτηκε ερήμην του λαού στη μακρόχρονη ιστορία της. Προσοχή: Η Εκκλησία, όχι κάποια πρόσωπα, ιδίως κληρικοί, λιγότερα ή περισσότερα κατά καιρούς. Ποτέ η Εκκλησία δεν θεσμοθέτησε κάτι σε βάρος του πληρώματός της που είναι ο ορθόδοξος λαός.
            Το έπος του 1940 είναι το προτελευταίο σύγχρονο έπος με τελευταίο το κυπριακό του αγώνα για την αποτίναξη του βρετανικού ζυγού. Κατ’ αυτό σύσσωμος ο ελληνικός λαός στρατεύτηκε, για να αντικρούσει τον επίδοξο εισβολέα. Μάνες, σύζυγοι, αδελφές ξεπροβοδούσαν τους λεβέντες με σταυροκοπήματα, με την προσφορά ενός μικρού σταυρού ή μιας εικονίτσας. Και άρχισαν οι καθημερινές παρακλήσεις στην Παναγία, όπως μαρτυρεί στο υπέροχο τραγούδι της η Σοφία Βέμπο: «Στη γλυκειά Παναγιά προσευχόμαστε όλες»! Πόσοι ήσαν τότε ανάμεσα στο λαό μας, που «σνόμπαραν» την πίστη των απλοϊκών και «αφελών»; Ο δυτικός «διαφωτισμός» του απλέτου σκότους δεν είχε ακόμη επιδράσει επί του λαού μας, που ήταν στερεά προσηλωμένος στην πατροπαράδοτη πίστη. Γι’ αυτό και οι διανοούμενοι συντάσσονταν με την πίστη αυτή και δεν αποδέχονταν ως προσφορά στον λαό τον άχαρο, επαναλαμβάνω, αγώνα κατά της πίστης του.
            Έγραφε ο Τίμος Μωραϊτίνης σε χρονογράφημά του στην εφημερίδα «΄Εθνος» (την τότε όχι τη σημερινή!): «Η Παναγία ετέθη επί κεφαλής του Στρατού μας και τον οδηγεί εις την Νίκην.  Ένας ύμνος μυριόστομος ανεβαίνει προς τον ολογάλανον ελληνικόν ουρανόν: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια”. Ένας λαός γονυκλινής προσεύχεται και ένας στρατός προχωρεί. Η κανδήλα καίει προ της εικόνος της Αγίας Παρθένου και υποκύανα νέφη λιβανωτού ανεβαίνουν προς τον ουράνιον θόλον, ενώ τα χείλη ψιθυρίζουν το άγιον όνομά της. Έτσι ηγωνίσθη πάντοτε η Ελλάς. Με την βαθείαν και ακλόνητον πίστιν προς τον Θεόν, με την μεγάλην, την αιωνίαν αγάπη προς την Πατρίδα. Και ενίκησε». Στο ίδιο πνεύμα έγραψαν και άλλοι χρονικογράφοι και εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί λόγοι στην Ακαδημία Αθηνών και αλλού. Ακόμη και ο Σικελιανός υποτάχθηκε στο πανίσχυρο λαϊκό αίσθημα και έγραψε τον «Ύμνο στην Παναγία»! Τη βοήθειά της μαρτυρεί με λυγμούς μπροστά στη μηχανή εικονοληψίας ο τότε ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζιαρος, που την αντίκρισε. Μαρτυρεί ως ακράδαντη την πίστη στη βοήθεια της υπερμάχου Σταρτηγού του συνόλου του στρατού μας  ο πολεμιστής Άγγελος Τερζάκης στο έργο του «Ελληνική εποποιία». 
            Έγραψαν και οι συντελεστές του έπους, απλοί πολεμιστές οι πιο πολλοί. Παραθέτουμε αποσπάσματα από το πλήθος των απομνημονευμάτων:
            «Μέσα σ’ αυτή τη φωτιά του σιδήρου δεν είχαμε ούτε ένα στρατιώτη ούτε ένα ζώο νεκρό ούτε και πληγωμένο. Ζητωκραυγές, σταυροκοπήματα παντού. Όλοι εμείναμε με απορία. Αυτό είναι θαύμα, είπε ένας ανθυπολοχαγός. Ο διοικητής μας στη συγκέντρωση των αξιωματικών , που επακολούθησε, εδέχθη την πρότασή μου να κάνουμε ευχαριστήρια θεία λειτουργία… Συγκεντρωθήκαμε και αποφασίσαμε να γίνει πρώτα εξομολόγησι και κατόπιν θεία λειτουργία και να κοινωνήσουμε όλοι, γιατί κανείς στον πόλεμο δεν ξεύρει πότε θα έλθη ο θάνατος… Πέρασαν 41 χρόνια από τότε. Δεν το λησμονώ. Εκείνες τις ημέρες περπάτησε ο Θεός ανάμεσά μας. Τον ένιωσαν οι καρδιές όλων μας».
            «Ο παπάς είχε έρθει με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας τόσους σε ένα πολύ στενό χώρο, για να μην ενοχλήσει κανέναν, προτίμησε να μείνει ολονυχτίς έξω από το εκκλησάκι, χωρίς αντίσκηνο. Μόλις τον βλέπουμε το πρωί σ’ αυτήν την κατάσταση, σηκωνόμαστε όλοι ορθοί και σκύβουμε μπροστά του. Εκείνος κάνει τον σταυρό του και μας καλημερίζει. Ανάβει ένα κερί και προσεύχεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού για την ειρήνη του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον νιώθουμε σαν Χριστό και τον βάνουμε για πάντα στα κατάβαθα της ψυχής μας. Μετά τραβάει με μερικούς στρατιώτες για το χωριό Περιστέρι, χωρίς να φτάσει όμως ποτέ. Μια εχθρική βόμβα τον βρίσκει στο δρόμο και τον ρίχνει νεκρό. Ήταν ο πιο άγιος παπάς κι άνθρωπος που απάντησα στη στράτα της ζωής μου». Ήταν ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσάκωνας (1913-1940) από το Δελβινάκι.
            «Ο διοικητής μου δίνει διαταγή να ανεβώ εκεί που ήταν οι αξιωματικοί και κατηύθυναν τον αγώνα… Οι αξιωματικοί, που τους αναγγέλλει ότι θα πάω, του λέγουν ότι είναι επικίνδυνος ο δρόμος και ότι η επικοινωνία του ιερέως με τους στρατιώτας της πρώτης γραμμής ήταν αδύνατος, διότι ο τόπος εβάλλετο σπιθαμή προς σπιθαμή. Ο συνταγματάρχης όμως επιμένει. Με χίλιους κινδύνους φθάνω στο παρατηρητήριον… “Γιατί σας έστειλε εδώ;”. Απήντησα “για να επικοινωνήσουμε, παιδιά, και να δήτε την Εκκλησίαν κοντά σας”. Με κράτησαν ως το σούρουπο. Γυρνώντας στο δρόμο έπεφταν μία οβίδα μπροστά μου μία πίσω μου. Εάν δεν μας προστάτευε ο Θεός εκεί, ούτε το 1/10 των όσων εγυρίσαμε, θα γυρίζαμε πίσω». Και αλλού προσθέτει: «Κατά τις 6 το απόγευμα ομίλησα εις τους άνδρες. Τι ενθουσιασμός, Θεέ μου! Μου εδήλωσαν ότι θέλουν να εξομολογηθούν όλοι. Τι να κάνω Εξομολόγησις 200 ανδρών! Πότε; Πώς; Πού; Τους συνέστησα μυστικήν ομολογίαν μετανοίας και αύριον να κοινωνήσουν… Με τέτοιο κρύο και τέτοιο καιρό, που βρέχει συνεχώς, πώς να γίνη η λειτουργία μέσα στο αντίσκηνο; Γονατιστός ελειτούργησα επάνω σε δύο βαλίτσες, που είχα για τα ιερά σκεύη και τα άμφια, υπό συνεχή βροχή, ενώ οι φαντάροι μας απέξω περίμεναν να κοινωνήσουν περί τους 150 άνδρες».
            Ευτυχώς πλείστα όσα έχουν καταγραφεί και είναι αδύνατο να τα εξαφανίσουν οι πολέμιοι του Χριστού και της πατρίδας μας. Θα έλθει κάποια γεννιά, που θα είναι σε θέση να κατανοήσει, γιατί τότε οι Έλληνες είπαν ΟΧΙ και γιατί εμείς σήμερα λέμε ΝΑΙ σε όλα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου