30 Οκτ 2016

Βασίλειος Βοξάκης, "Η εθνική δράση του Μητροπολίτου Παντελεήμονος Φωστίνη κατά τα έτη 1940 - 1945"


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΦΩΣΤΙΝΗΣ

Η ΕΘΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΦΩΣΤΙΝΗ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1940 – 1945
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
            Ο Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου και έπειτα Χίου Παντελεήμων Φωστίνης. υπήρξε ένας από τους πλέον διακεκριμένους και αγαπητούς Ιεράρχες των νεοτέρων χρόνων. Υπόδειγμα Ορθοδόξου ποιμενάρχου, αλλά και θερμός πατριώτης άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του πολύπλευρου και αξιόλογου έργου του, όπου κι αν βρέθηκε. Εφάρμοσε στην πράξη αυτό που είχε γράψει σε επιστολή του προς την Εκκλησία της Νεοκαισαρείας ο Μέγας Βασίλειος, περιγράφοντας τον τύπο του άξιου Ποιμένα ως : «έρεισμα πατρίδος, εκκλησιών κόσμος…».  Το παρόν άρθρο αποτελεί μία συνοπτική αναφορά σε μια πτυχή της ζωής του αοιδίμου Μητροπολίτου Παντελεήμονος Φωστίνη που αφορά την εθνική του δράση κατά την ένδοξη περίοδο του 1940 – 1945.

            Το θρασύδειλο τελεσίγραφο της Ιταλίας κατά της Ελλάδος την 28η Οκτωβρίου 1940 βρίσκει τον Παντελεήμονα Φωστίνη να ποιμαίνει ήδη από το 1922 τη Μητρόπολη Καρυστίας και Σκύρου. Μέσα στα δεκαοχτώ αυτά έτη επέδειξε αξιοζήλευτο ποιμαντικό έργο: ιερουργεί, κηρύττει, συμβουλεύει, ιδρύει φιλανθρωπικά ιδρύματα, απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και καθίσταται στα μάτια, αλλά και στις καρδιές των ανθρώπων της περιοχής του αληθινός πνευματικός πατέρας. Το 1928 η εφημερίδα των Αθηνών «Εμπρός» έγραφε σχετικά: «Ο Σεβασμιώτατος Καρυστίας κ. Παντελεήμων Φωστίνης έναν πόθον έχει. Καταβάλλει απεγνωσμένον αγώνα διά να ανορθώση τα ερείπια που βρήκε και να εμφυσήση ομορφιά στην φυσικά όμορφη επαρχία του. Προσπαθεί με κάθε νόμιμο και λογικό τρόπο να κάμη να ξυπνήση η ψυχή των Κυμαίων…Ο Μητροπολίτης Καρυστίας είναι μια εξαιρετική φυσιογνωμία, υποδειγματικού ιεράρχου και η προσπάθειά του, η εργασία του η ενθουσιώδης, αποδίδει ολονέν τους θαυμασίους καρπούς.»
            Κύλησαν όμως τα χρόνια και ο ακαταπόνητος Ποιμένας Καρυστίας και Σκύρου, όταν το ημερολόγιο έδειξε 28 Οκτωβρίου 1940, υπήρξε από τους πρώτους που στάθηκαν στις επάλξεις του εθνικού μας αγώνα και έμεινε εκεί ακλόνητος και ανδρείος ως την τελευταία ημέρα του πολέμου. Ο Μητροπολίτης Δράμας, Φίλιππος, στο έργο του "Ο συναρπαστικός Ιεροκήρυξ και Μυσταγωγός" διασώζει τη μαρτυρία ενός αυτόπτη του Αναστασίου Σάγου, μαθητή Γυμνασίου τότε, για τη δράση του ηρωικού Μητροπολίτου Παντελεήμονα ήδη από την πρώτη ημέρα της κηρύξεως του πολέμου. "Πρωί - πρωί εκείνη τη Δευτέρα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, τον θυμάμαι όρθιο πάνω σε μια εξέδρα, έξω από τον Άγιο Αθανάσιο, στην πλατεία της Κύμης, να μεταδίδη στα πλήθη των ανθρώπων οι οποίοι τον περιστοίχιζαν, τον ιερό παλμό, τον ιερό ενθουσιασμό για τον Μεγάλο Εθνικό Αγώνα που μόλις άρχιζε. «Θάρρος παιδιά!!! ... » Ακόμα βουίζει στ' αυτιά μου η βροντερή φωνή του. «... Θάρρος παιδιά!!! , η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει».
            Όμως από την ημέρα της κηρύξεως του πολέμου δεν μπορεί να ησυχάσει. Το μυαλό και η ψυχή του βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, εκεί όπου οι Έλληνες «μεθυσμένοι με το κρασί του ’21», όπως είπε τότε ο Κωστής Παλαμάς, ήδη πάλευαν να αποκρούσουν την επίθεση των αριθμητικά και υλικά υπέρτερων δυνάμεων του Μουσολίνι. Για μια ακόμα φορά ο ταπεινός και μικρός Δαβίδ με τη βοήθεια του Θεού ετοιμαζόταν να παλέψει με τον αλαζόνα γίγαντα Γολιάθ.
Συνεχώς στο μυαλό του μακαριστού Παντελεήμονος βρισκόταν ο λόγος του Κυρίου μας: «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιω. 10,11). Αυτό έκανε πάντοτε ο Παντελεήμων κατά τη διάρκεια της ειρήνης, αυτό αποφασίζει να κάνει και στην εμπόλεμη κατάσταση. Η καρδιά του, καρδιά αληθινού παλικαριού, δεν τον αφήνει να βολευτεί στην ασφάλεια και τη γαλήνη του Μητροπολιτικού του γραφείου. Ο Παντελεήμων, παρά το ότι διένυε τότε το 52ο έτος της ηλικίας του, αλλά και λόγω της θέσεώς του, είχε κάθε ηθικό δικαίωμα να βρίσκεται στα μετόπισθεν. Όμως η δική του επιθυμία είναι να βρεθεί κοντά στα παιδιά της επαρχίας του και τους άλλους στρατιώτες που ήδη πολεμούσαν για την Πατρίδα. Έτσι δεν παύει να παρακαλεί το Γενικό Επιτελείο Στρατού να του χορηγήσει τη σχετική άδεια. Μέχρι να έλθει η έγκριση παραμένει στη Μητροπολιτική του επαρχεία προσευχόμενος στη Θεοτόκο και εκλιπαρώντας η Αγία Σκέπη της να προστατεύει τους στρατευμένους, αλλά και ολόκληρο το Ελληνικό Έθνος στις δύσκολες αυτές στιγμές της δοκιμασίας.
Ενδεικτικό του ενθουσιασμού και της άδολης αγάπης του Παντελεήμονα για την Πατρίδα είναι και το ακόλουθο περιστατικό που αφηγήθηκε ο αρχισμηνίας Ιωάννης Σπίνος, ασυρματιστής σε υδροπλάνο της 12ης Μοίρας Ναυτικής Συνεργασίας. Το υδροπλάνο στο οποίο υπηρετούσε ο Ι. Σπίνος διατάχθηκε στα μέσα Νοεμβρίου 1940 να συνοδεύσει τη νηοπομπή  με τους Χιώτες στρατευμένους από το λιμάνι της Χίου προς τη Μυτιλήνη με τελικό προορισμό το Μέτωπο. Ύστερα από τεχνική βλάβη του υδροπλάνου τους αναγκάστηκαν να προσθαλασσωθούν στην Κάρυστο. Ένα καΐκι τους ρυμούλκησε στο λιμάνι της Καρύστου, όπου εκεί τους ξάφνιασε η λαμπρή υποδοχή, στην οποία πρωτοστατούσε ο Μητροπολίτης Παντελεήμων. Ο αρχισμηνίας Ιωάννης Σπίνος διηγείται: «Μόλις εφθάσαμε στην προβλήτα ανεβήκαμε έξι σκαλοπάτια, εφιλήσαμε το Σταυρό και το χέρι του και εκείνος μας άγιασε και μας ευλόγησε. Ήταν μια συγκινητική υποδοχή βλέποντας τον ενθουσιασμό και τη συμπαράσταση ολοκλήρου του Έθνους».
Τελικά η πολυπόθητη άδεια για την πρώτη γραμμή της μάχης που πρόσμενε ο πατριώτης Ιεράρχης επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση του επίσης ηρωικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου Φιλιππίδη. Έχοντας και την έγκριση της Ιεράς Συνόδου ξεκινάει για την Ήπειρο με βοηθό του τον τότε Διάκονο Παντελεήμονα Καρανικόλα, μετέπειτα Μητροπολίτη Κορίνθου. Πορεύεται προς τα πεδία των μαχών ως καλός στρατιώτης του Χριστού έχοντας ως πνευματικά όπλα τη ζέουσα χριστιανική πίστη, την αγάπη προς την Πατρίδα και τη διάθεση προσφοράς προς τον συνάνθρωπο.
Για τον θαρραλέο αυτόν Επίσκοπο η εμπόλεμη ζώνη δεν ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Ας μην ξεχνούμε ότι το 1912 – 1913 ο νεαρός Παντελεήμων, ήδη Διάκονος, κατατάσσεται εθελοντικά στις τάξεις του απελευθερωτή Ελληνικού Στρατού ως ιεροκήρυκας του 8ου Συντάγματος  του Ναυπλίου. Αφήνει λοιπόν την ασφάλεια των Αθηνών και διακόπτει προσωρινά τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή, γιατί αυτή τη στιγμή τίποτε άλλο δεν προέχει τόσο όσο το καθήκον προς την Πατρίδα. Ο ενθουσιασμός του είναι τέτοιος που κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912, είναι από τους πρώτους που θα εισέλθει στην πόλη του Αγίου Δημητρίου. Η πνευματική προσφορά του προς τους στρατευμένους, η γενναιότητα και η αυταπάρνησή του προκαλούν το θαυμασμό όλων, ακόμη και του Αρχιστρατήγου Διαδόχου και κατοπινού βασιλέα Κωνσταντίνου. Σε επίσημη στρατιωτική έκθεση του Γενικού Επιτελείου Στρατού θα αποσπάσει ιδιαιτέρως ευμενή σχόλια για τη δράση του. Ως Αρχιμανδρίτης και πάλι εθελοντικά το 1915 εντάσσεται στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού και συνοδεύει τους Έλληνες στρατιώτες στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εγκαταλείποντας την περίοπτη θέση του Πρωτοσυγκέλου της τότε Μητροπόλεως Αθηνών που κατείχε. Θα φθάσει μέχρι την Ουκρανία με το 34ο Σύνταγμα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος το 1919. Πλήθος παρασήμων μαρτυρούν τη μέχρι τότε προσφορά του στους εθνικούς αγώνες.
Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΦΩΣΤΙΝΗΣ
Ο Μητροπολίτης Παντελεήμων Φωστίνης
σε μια από τις πορείες του στο Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο
Έτσι λοιπόν ο Μητροπολίτης Παντελεήμων βρέθηκε να περιοδεύει στα εδάφη της μόλις απελευθερωθείσας Βορείου Ηπείρου. Καβάλα σ’ ένα μουλάρι, όπως μας διασώζει ο φωτογραφικός φακός της εποχής, διένυε χιλιόμετρα σε πρωτόγονους δρόμους και σε λασπωμένα μονοπάτια πάνω σε κακοτράχαλα βουνά. Ταξίδευε ενώ τον διαπερνούσε το χειμωνιάτικο ψύχος των βορειοηπειρωτικών βουνών, μέσα σε νεροποντές και σε αφιλόξενα χιόνια. Συμμερίστηκε τις ταλαιπωρίες, την κούραση και τις δύσκολες συνθήκες διαβιώσεως που περνούσε ο απλός Έλληνας φαντάρος. Συνθήκες σκληρές και αντίξοες ιδίως για έναν άνθρωπο μιας κάποιας ηλικίας. Αλλά τόσο ο μακαριστός Παντελεήμων, αλλά και οι δεκάδες ιερείς που συνόδευαν τον ελληνικό στρατό δεν είχαν μόνο να αντιπαλέψουν τις δύσκολες συνθήκες ζωής του στρατευμένου, αλλά ριψοκινδύνευαν καθημερινά με αυταπάρνηση προσφέροντας τη ζωή τους και την υγεία τους θυσία στο βωμό της Πατρίδος, αφού και αυτοί βρίσκονταν στην προκεχωρημένη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων. Κάποιοι από τους στρατιωτικούς αυτούς ιερείς τραυματίστηκαν και άλλοι πρόσθεσαν το όνομά τους στο Συναξάρι των Ιερομαρτύρων του Γένους. Οι Ορθόδοξοι κληρικοί στάθηκαν κυριολεκτικά στις επάλξεις της ηρωικής αυτής εποποιίας. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο «Το θαύμα των Ελλήνων του Σαράντα» του μακαριστού Αρχιμανδρίτη Χαραλάμπου Βασιλοπούλου : «Μπροστά στο τάγμα ήταν ο ιερεύς του στρατού καβάλα στο γυμνό άλογο. Ήταν ψηλός, αδύνατος, ασκητικός. Τα πόδια του κρεμότανε και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η κόπωσις, η εξάντλησις και η αϋπνία…»
Ο γενναίος Ιεράρχης Παντελεήμων ακούραστος επί μήνες όργωσε κυριολεκτικά το Μέτωπο από άκρο σε άκρο έχοντας πάντοτε στο νου και στην καρδιά του το Χριστό και το θεόπνευστο λόγο του Προφητάνακτος Δαβίδ: «Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Συ μετ’ εμού ει» (Ψαλμ. 22,4). Τελούσε συνεχώς τη Θεία Λειτουργία για να θωρακίζονται πνευματικά οι στρατιώτες και κήρυττε με την απαράμιλλη ρητορική του ικανότητα συνεπαίρνοντας και ενθουσιάζοντας τους ακροατές του με τη θερμή πίστη του στην Ορθοδοξία και την αγάπη του στην Ελλάδα αναδεικνυόμενος αυθεντικός «πυρίπνους ρήτωρ». Συμβούλευε, παρηγορούσε, ενίσχυε και αναπτέρωνε το ηθικό των σκληρά δοκιμαζόμενων αγωνιστών του ’40 τόσο με τις συζητήσεις, αλλά κυρίως με το Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Λάμποβο, Λεσκοβίκι, Πόγραδετς, Πρεμετή είναι μόνο μερικά από τα μέρη της μόλις απελευθερωθείσας Βορείου Ηπείρου όπου βάδισαν τα πόδια του σεπτού Ιεράρχη, σε μια περιοδεία όχι ακριβώς σαν του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, αλλά με πολλές ομοιότητες με εκείνου.
Ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων, που έζησε από κοντά τα γεγονότα αυτά ως βοηθός και Διάκονος του ηρωικού Ιεράρχη, σε συνέντευξή του το 2004 μεταξύ άλλων είπε: «Επί μήνες γυρνούσαμε στις πόλεις και τα χωριά της Αλβανίας. Βρισκόμασταν δίπλα στους Έλληνες φαντάρους. Στην Κλεισούρα, στην Πρεμετή, στην Κορυτσά, στο Αργυρόκαστρο. Τελούσαμε κηδείες, εξομολογούσαμε τους στρατιώτες και ευλογούσαμε τα όπλα της πατρίδας… Ο Δεσπότης είχε φλογερό λόγο, ήταν πατριώτης και μιλούσε σε όλους με θερμά λόγια. Οι στρατιώτες τον άκουγαν με ευλάβεια και πίστη. Έπαιρναν κουράγιο και συνέχιζαν, παρά το χιόνι και την έλλειψη συσσιτίου… Ήταν η καρδιά, η ψυχή των Ελλήνων που πολεμούσαν τους κατακτητές».
Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΦΩΣΤΙΝΗΣ
Ο Μητροπολίτης Παντελεήμων Φωστίνης
εν μέσω Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών στην Κόσσινα Πρεμετής
Οι στρατιωτικοί ιερείς και μεταξύ τους και ο Μητροπολίτης Παντελεήμων αποχώρησαν από τους τελευταίους, όταν μετά τη γερμανική επίθεση το βορειοηπειρωτικό Μέτωπο αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και άρχισε η υποχώρηση. Ο Ιεράρχης Καρυστίας και Σκύρου και οι άλλοι ιερείς εφάρμοσαν στο ακέραιο αυτό που ο ίδιος είχε γράψει με αφορμή τις ηρωικές θυσίες του κλήρου κατά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους : «Καϋμένο ράσο, τιμημένο και τρισένδοξο ράσο, υπήρξες πάντοτε ο μάρτυς κατά την πάλην των ευγενών ιδανικών…».
Όταν στις 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εισέρχονταν στην Κύμη, στον Μητροπολιτικό ναό της Κύμης  τελούνταν η Θεία Λειτουργία. Ο Μητροπολίτης Παντελεήμων προκειμένου να ενισχύσει πνευματικά το ποίμνιό του, το οποίο με αγωνία ατένιζε τη ζοφερή «νύχτα» της δουλείας που απλωνόταν μπροστά του, είπε στο κήρυγμά του τα εξής: «Βαστάτε παιδιά. Ήτο γραπτό μας να σκλαβωθούμε… Από το 1922 που έγινα πατέρας σας, περάσαμε πολλά χρόνια ευτυχισμένα μαζί. Μαζί θα πιούμε και τα φαρμάκια της σκλαβιάς. Θυμηθήτε την ιστορίαν μας και τον προορισμόν μας, Η Ελληνική Σημαία δεν θα κυματίζη πλέον. Την υπέστειλαν οι κατακτηταί. Μα ο Θεός εχάρισε για μας μια ακατάλυτη Σημαία. Τον γαλάζιο ουρανό και τα ολόασπρα κύματα. Την γαλανή θάλασσα και το λευκό φως. Αυτήν την Ελληνική Σημαία κανένας κατακτητής δεν θα μπορέση να υποστείλη. Κι εγώ από σήμερα, όσον είναι σκλαβωμένη η Πατρίδα μας, άλλα αρχιερατικά δεν θα φορέσω εκτός από τα γαλανόλευκα. Όσες φορές με βλέπετε να λειτουργώ, να νομίζετε ότι βλέπετε μπρος σας να κυματίζη η Ελληνική Σημαία… Βαστάτε παιδιά. Και αυτό θα περάση. Γρήγορα θα ελευθερωθούμε…».
 Όλους τους παραπάνω λόγους τους είπε ο μακαριστός Παντελεήμων έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου που επικρεμόταν επί της κεφαλής του, καθώς ήταν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα έφθαναν και στ’ αυτιά των κατακτητών. Προτίμησε να ριψοκινδυνέψει να χάσει τη ζωή του ή το θρόνο του, όπως συνέβη στον Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο, παρά να σιωπήσει από δειλία ή χειρότερα να κολακέψει τις κατοχικές δυνάμεις και να καταισχύνει το τιμημένο ράσο του Ορθόδοξου κληρικού. Κράτησε με τα λόγια του αυτά, αλλά και τις κατοπινές του πράξεις, στάση αντάξια με αυτήν του Μεγάλου Βασιλείου όταν τον απειλούσε ο ύπαρχος Μόδεστος. Εκείνη την εποχή ο Μόδεστος εμβρόντητος για το θάρρος του Ιεράρχη της Καισάρειας αναφώνησε: «Κανένας ως σήμερα δε μίλησε μ’ αυτό τον τρόπο σε μένα το Μόδεστο και με τόση μεγάλη παρρησία». Και ο Άγιος Βασίλειος του ανταπάντησε: «Γιατί δε συνάντησες ποτέ πραγματικό Επίσκοπο». Έτσι και ο Παντελεήμων μ’ αυτούς τους λόγους τους μεστούς πατριωτισμού και θεμελιωμένους στην ακράδαντη πίστη του στο Θεό από τη μια αναπτέρωσε το καταπτοημένο ηθικό των συμπατριωτών του, αλλά ταυτόχρονα υποδέχθηκε με πραγματική «ψυχρολουσία» τους εχθρούς της Πατρίδας και της Εκκλησίας. Απηχεί λοιπόν πλήρως την πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός του από τον Κωνσταντίνο Βοβολίνη ως: « κήρυκα των Εθνικών μας ιδανικών».
Ο αείμνηστος Παντελεήμων δεν έμεινε όμως μόνο στα λόγια, αλλά αμέσως  πέρασε και στις πράξεις που ουσιαστικά τον κατέστησαν το κεντρικό πρόσωπο της Εθνικής Αντιστάσεως στην Εύβοια. Ακαταπόνητος εργάσθηκε για να βοηθήσει υλικά τους πεινασμένους, τις χήρες, τα ορφανά, να συντρέξει στην απάλυνση του ανθρωπίνου πόνου και να ενισχύσει τους απελπισμένους. Ο Παντελεήμων μαζί με τον Ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε αποτέλεσαν τους στύλους της πατριωτικής οργανώσεως «Μίδας 614». Με αυτοθυσία υπηρέτησε το εθνικό συμφέρον έχοντας στο πλάι του ως συνεργάτες κληρικούς, θεολόγους, μοναχούς και άλλους πατριώτες. Το συνθηματικό όνομά του μεταξύ των αγωνιστών ήταν «ο παππούς». Με κρυμμένο ασύρματο επικοινωνούσε με τη νόμιμη ελληνική κυβέρνηση που βρισκόταν στο Κάιρο και έδινε πληροφορίες. Χάρις στις άοκνες προσπάθειές του βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στις Μονές Λευκών, Μάντζαρη, Σωτήρος και Μοναστηράκι της Καρυστίας δεκάδες Έλληνες στρατιωτικοί και μη, καθώς και Άγγλοι. Με την καθοδήγηση του Μητροπολίτη οργανωνόταν η διαφυγή όλων αυτών με ιστιοφόρα που απέπλεαν από τους όρμους της Καρυστίας προς την Τουρκία με τελικό προορισμό τη Μέση Ανατολή. Κάποιες φορές στις μυστικές αυτές φυγαδεύσεις συμμετείχαν και αγγλικά υποβρύχια. Ο τότε Διάκονος Παντελεήμων Καρανικόλας λέει: «Διασώσαμε δεκάδες ανθρώπους και οργανώσαμε και τη διαφυγή της Σοφίας Βέμπο».
Η εθνική δράση του Μητροπολίτη Καρυστίας ολοένα και αύξανε γινόμενη ιδιαιτέρως ενοχλητική για τους κατακτητές αλλά δυστυχώς και για κάποιους ξενοκίνητους Έλληνες που είχαν άλλα σχέδια για το μέλλον της Ελλάδος. Οι γερμανικές αρχές κατοχής οργάνωσαν τη σύλληψή του. Ευτυχώς όμως διέφυγε κυριολεκτικά στο παρά πέντε και με υποβρύχιο στις 27 Ιουλίου 1943 άφησε το σκλαβωμένο έδαφος της λατρευτής του πατρίδας έχοντας την ελπίδα ότι ο Θεός σύντομα θα τον αξιώσει να επιστρέψει σ’ αυτήν μαζί με την ελευθερία.
Από τη Σμύρνη κατευθύνεται στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου δεν εφησυχάζει, αλλά αφού ορίζεται Μητροπολίτης των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων επαναλαμβάνει το εθνικό και ποιμαντικό έργο που επιτέλεσε στο Μέτωπο πριν από τρία χρόνια με τον ίδιο ζήλο, αυτοθυσία και ηρωισμό. Οι ψυχικές του δυνάμεις καθόλου δε μεταβλήθηκαν, μόνο οι καιρικές συνθήκες έχουν αλλάξει, έτσι αντί του δριμύτατου ψύχους των βουνών της Ηπείρου τώρα έχει ν’ αντιμετωπίσει το θερμό κλίμα της Μέσης Ανατολής.
Στέκεται δίπλα στους στρατευμένους ως στοργικός πατέρας προς τα παιδιά του. Ο ίδιος μερικά χρόνια μετά θα γράψει σε βιβλίο του τα εξής λόγια που ξεχειλίζουν αγάπη και περηφάνια: «Τα παιδιά, όλα αγνά Ελληνόπουλα… ελαχταρούσαν πότε να έλθη η ευλογημένη ώρα να πετάξουν στην Ελλάδα, τη σκλαβωμένη Πατρίδα τους, και να σπάσουν τα δεσμά της και να πέσουν να φιλήσουν το αγιασμένο της χώμα.» «Όταν υπηρετούσαν τα παιδιά αυτά στην Μέση Ανατολή, στις διάφορες στρατιωτικές μονάδες, τα εκαμάρωνα γεμάτα ζωή και δύναμη. Ήσαν όλα παιδιά δεκαεπτά έως δεκαεννέα ετών… εστάθηκαν στη θέσι τους και επολέμησαν παλληκαρίσια, τιμήσαντα την Ελλάδα και στις καταδρομές ως Ιερολοχίται και στο Ρίμινι ως Ταξιαρχίται και στα καράβια ως ναυτικοί. Υπηρέτησαν πιστά άλλοι τρία, άλλοι περισσότερα χρόνια και επιτέλους απελύθησαν και ξαναγύρισαν στα σπίτια τους με τη συνείδησι ήσυχη, ότι έκαμαν το καθήκον τους προς την Πατρίδα τίμια.»
Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1944, όπου βρίσκεται χωρίς Μητρόπολη, αφού η θέση του ήδη έχει πληρωθεί κατά το διάστημα της απουσίας του στη Μέση Ανατολή. Όμως δεν απογοητεύεται ούτε παραπονιέται, αλλά συνεχίζει και στον Ελλαδικό χώρο το έργο του ως Μητροπολίτης των Ενόπλων Δυνάμεων. Από τις 26 Σεπτεμβρίου 1946 εποίμανε τη Μητρόπολη Χίου Ψαρών και Οινουσσών μέχρι την κοίμησή του στις 12 Μαρτίου 1962. Ο ίδιος υπήρξε σε όλη του τη ζωή ανιδιοτελής, αφιλοχρήματος και ταπεινός. Ουδέποτε θέλησε να εκμεταλλευτεί προς όφελός του ισχυρές γνωριμίες, ποτέ του δεν επιδίωξε αξιώματα, αλλά πάντοτε αγωνίσθηκε ως φιλόστοργος Πατήρ και «οπλίτης» του Χριστού από όποια θέση κι αν του ανατέθηκε. Σε επιστολή του το 1958 έγραφε: «Δεν αναμένω από ανθρώπους την αναγνώρισιν αυτών, ούτε και θέλω. Θέλω να αποκτώ καθημερινώς περισσότερα δικαιώματα δια να ζητώ το έλεος του Θεού».

 Η εθνική δράση του μακαριστού Μητροπολίτη Παντελεήμονος Φωστίνη πρέπει να αποτελεί φωτεινό πρότυπο για όλους μας και ιδίως για τους νέους. Δυστυχώς όμως στις μέρες μας τη μνήμη του, όπως και όλων των άλλων Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών, Ιερέων και Μοναχών που διήλθαν «δια πυρός και ύδατος» και στάθηκαν άξιοι της Αποστολής τους και του Διακονήματος που η Εκκλησία τους ανέθεσε όχι μόνο αφήνουμε να καλύπτεται από τη λήθη του πανδαμάτορα χρόνου, αλλά ανεχόμαστε να διασύρονται και να αμφισβητούνται δημόσια από «ανεπίσημα», αλλά και «επίσημα» ανιστόρητα χείλη. Όμως δεν μειώνεται η αξία των ηρώων, αλλά αποκαλύπτεται η δική μας μικρότητα και αχαριστία.  Ο Θεός να μας ελεήσει στη δύσκολη εποχή που ζούμε και να αναδείξει περισσότερους κληρικούς που να ακολουθούν το δικό του παράδειγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου