14 Ιουλ 2016

Ἡ "ὀνομασία…Ἐκκλησιῶν", τὸ "ἀνθρώπινο πρόσωπο" καὶ ἡ μοντέρνα θεολογία τῆς Δύσης.

Ἡ "ὀνομασία…Ἐκκλησιῶν", τὸ "ἀνθρώπινο πρόσωπο" καὶ ἡ μοντέρνα θεολογία τῆς Δύσης.
Σημείωση: Ἐπειδὴ τὸ κείμενο περιέχει ἔννοιες, ὅπως νομιναλισμός, περσοναλισμός καὶ ὑπαρξισμός, εἶναι προαπαιτούμενη γιὰ τὴν μελέτη του μιὰ ἐλάχιστη ἐξοικείωση μὲ βασικὰ στοιχεία αὐτῶν, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἡ ἐπιθυμούμενη ὠφέλεια.
 
Ἡ ἀναφορὰ τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, ποὺ μετείχαν στὴν σύνοδο Προκαθημένων τῆς Κρήτης, στὴν "ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν" (Παράγραφο 6, Κείμενο "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον"), τὴν ὁποῖα ἀποδέχθηκαν ὁμοφώνως, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων ποὺ διαφοροποιήθηκαν καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ κείμενο (ὅπου μάλιστα ἡ ἑλληνικὴ ἀντιπροσωπεία εἴχε ἐξουσιοδότηση νὰ πρεσβεύσει ἐντελῶς διαφορετικὴ θέση στὸ συγκεκριμένο κρίσιμο ζήτημα, ἀντικαθιστῶντας τὸν ὅρο "Ἐκκλησιῶν" μὲ τὸν ὅρο  "Κοινοτήτων") μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς νομιναλιστική. Καὶ ἐξηγούμαστε. Ἐνῶ ὑποτίθεται ἀναγνωρίζουμε τὴν μοναδικότητα (ἤ ἀποκλειστικότητα) τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅτι δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (αὐτὸ ἄλλωστε ὁ καθένας καταλαβαῖνει ὅτι σαφῶς ἀναφέρει καὶ ἐννοεῖ ἡ παράγραφο 1 τοῦ ἴδιου κειμένου), ταυτόχρονα μᾶς ζητεῖται  νὰ δεχθοῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν ἔκφραση αὐτὴ, ποὺ εἰσήγαγαν καὶ ὑπερψήφισαν στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, καὶ νὰ ἀπευθυνόμαστε στοὺς ἐκτὸς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὀνομάζονται Χριστιανοί (δηλαδὴ στοὺς ἀσπαζόμενους τὸν Παπισμό, τὸν Προτεσταντισμό, τὸν Μονοφυσιτισμό ἥ Μονοθελητισμὸ καὶ τὸν Νεστοριανισμό),  ἀποκαλῶντας τους ὡς Ἐκκλησία, προσπαθῶντας νὰ μὰς πείσουν ὅτι ἡ ἀναφορὰ μας αὐτὴ θὰ εἶναι  μόνο ὀνομαστική, χάριν τῆς ἱστορίας, χωρὶς να σημαῖνει αὐτὸ ὅτι τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς ὅντως Ἐκκλησία, ἤ μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ὑπάρχουν ὡς Ἐκκλησία. Ὁπότε, σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, ἄν καὶ ὀνομάζονται πολλοί ὡς Ἐκκλησία, ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία παραμένει μία, ἡ Ὀρθόδοξη, αὐτὴ ὑπάρχει μόνο, χωρίς τὴν ἀνάγκη τῆς γενικῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποῖα ἀναφέρονται οἱ πολλὲς Ἐκκλησίες – κλάδοι ποὺ δέχεται ὁ Προτεσταντισμός καὶ ἡ ὁποῖα αὐτὴ κατὰ αὐτὸν εἶναι ἡ ἀληθινὰ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὅμως θεωρώντας νομιναλιστικὰ τὸ ζήτημα, ἡ ἔννοια μιὰς τέτοιας γενικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει εἰσάγει ὁ Προτεσταντισμός, ἄν καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται, ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πραγματικὰ. Καὶ τὸ αἴτημα ἀποδοχῆς τῆς ὀνομασίας "τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν" (Παράγραφο 6 τοῦ σχετικοῦ κειμένου), χωρὶς ταυτόχρονα νὰ πάψουμε νὰ θεωροῦμε ἄλλη ὡς Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Παράγραφο 1 τοῦ κειμένου) ἀποτελεῖ συνεπῶς μιὰ νομιναλιστικὴ προσπάθεια λεκτικῆς γεφύρωσης τῶν ὑπὸ φυσιολογικὲς συνθήκες ἀσυμβίβαστων, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἐν ὄψη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποῖα, τουλάχιστον ἀπὸ Ὀρθοδόξου σκοπιάς, δὲν μπορεῖ παρά νὰ καταλήγει σὲ ἀποτυχία ὡς τραγελαφική καὶ παράδοξη.
Να διευκρινήσουμε ἐδῶ ὅτι ἄν καὶ ὁ τρόπος ἔκφρασης τῶν Ἁγίων Πατέρων μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἦταν νομιναλιστικός, καθῶς δὲν δέχονταν ὅτι οἱ δογματικοὶ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἀναφέρονταν στὴν οὐσία, τὴν ὁποῖα λάμβαναν ὡς ἀπρόσιτη καὶ ἀκατάληπτη, ἀλλὰ τοὺς χρησιμοποιοῦσαν ὡς δηλωτικοὺς τῆς ὕπαρξης καὶ τῶν ἰδιοτήτων, ὅμως οἱ Ἁγίοι Πατέρες περιελάμβαναν μέσα στοὺς ὅρους τους μὲ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια ἕνα ἁγιοπνευματικὸ περιεχόμενο γιὰ μιὰ αποκεκαλυμμένη θεολογικὴ ἀλήθεια (καὶ ἄν καὶ δανείζονταν πολλοὺς ὅρους ἀπὸ τὸν σύγχρονό τους πολιτισμὸ καὶ φιλοσοφία, ὥστόσο χωρὶς νὰ ὑιοθετοῦν τὸ ἀρχικὸ φιλοσοφικὸ περιεχόμενό τους, τοὺς χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἐκφράσουν αὐτὸ ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ θεολογία, δίνοντάς τους τὸ νέο περιεχόμενο τῆς πίστεως). Ὅμως στὴν περίπτωσή μας ἐδῶ ἡ ἔκφραση τῆς συνόδου τῆς Κρήτης "ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν", ἡ ὁποῖα μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ νομιναλιστικὴ κατὰ τὸν τρόπο ποῦ ἐξηγήσαμε, δὲν ἔχει κανένα ἀντίστοιχο ἁγιοπνευματικὸ περιεχόμενο ὅπως οἱ ὅροι τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Θὰ ἔπρεπε νὰ σκεφθοῦν οἱ ἐμπνευστὲς τῆς φράσης "ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν", ὅπως καὶ οἱ ἀποδέκτες της ὅτι κατὰ τὸν ἐγκλωβισμό τους σὲ μιὰ τέτοια  δύσβατη καὶ ἀφώτιστη ἀτραπὸ λογικῆς καὶ στοχασμοῦ, ἄν ἐμφανιστεῖ καθ’ ὁδὸν ἕνας γνήσιος ἐπίγονος τοῦ Θωμὰ Ἀκινάτη ἡ τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ καὶ, μάλιστα μέσα στὸ σύγχρονο Βατικάνειο πνεῦμα πλέον, ἀρχίσει νὰ τοὺς ἐξηγεῖ σχολαστικὰ ὅτι ἡ ἔνωση στὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὸ ποὺ ὅλοι χρειάζονται, χωρὶς κανένας νὰ τὸ ἔχει, κατέχοντας καθένας τὴν μετοχὴ σὲ αὐτὴ κατὰ ἕνα βαθμὸ μόνο, σύμφωνα μὲ τὶς νομικιστικὲς διαδικασίες ποὺ διαμοιράζουν τὴν κτιστὴ χάρη ποὺ κελεύει ὁ σχολαστικισμός, τότε ποιὸς θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ σωθοῦν; Γιατὶ προφανῶς ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται ὅτι γι̉  αὐτὸ αὐτοὶ χρειάζονται ἕναν νέο Γρηγόριο Παλαμά ἤ Μάρκο Ευγενικό, ποὺ ὅμως εἶναι ἀβέβαιο ἄν θὰ βρεθεῖ ἤ ὄχι, καὶ γι̉ αὐτὸ δέον θὰ ἤταν νὰ χρησιμοποιοῦσαν πιὸ ἀσφαλεῖς ἐκφράσεις ἀπὸ τὴν παραπάνω ἐπισφαλὴ, γιὰ τὴν ὁποῖα καὶ γίνεται ὁ λόγος ἐδῶ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ, μετὰ ἀπὸ τὶς φιλοσοφικοῦ χαρακτήρα ἀναφορὲς παραπάνω, ἀπαιτεῖται νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας δὲν εἶναι ποτὲ φυσικὰ δυνατὸν νὰ προσεγγιστεῖ φιλοσοφικὰ, καθῶς ἡ φιλοσοφία λειτουργεῖ στοχαστικὰ καὶ διανοητικά, πράγμα που τῆς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ ἀσχοληθεῖ ἀποσπασματικὰ μόνο μὲ κάποιες πτυχὲς τῆς πραγματικότητας, γι̉ αὐτὸ καὶ εὔκολα κατευθύνεται καὶ μεροληπτεῖ κατὰ τὶς βουλὲς καὶ ὀρέξεις τοῦ κάθε φιλοσοφοῦντα. Θέλουμε νὰ ποῦμε μὲ αὐτὸ ὅτι ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ὅντως Ἐκκλησία, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, ἐνδείκνυται ἀναφερόμενοι στὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες της νὰ μὴν κάνουμε συσχετισμοὺς φιλοσοφικοῦ χαρακτήρα μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν της, καθῶς στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ λόγος ποὺ γίνεται ἀναφέρεται στὴν πλήρη ἀλήθεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περίπτωση ποὺ ἀσχοληθήκαμε ποὺ ἀφορὰ τὴν "ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν". Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο δὲν συμφωνοῦμε οὔτε μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς θεολογικῆς ἔκφρασης τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς νομιναλιστικῆς (εἶτε ἀριστοτελικῆς, εἶτε πλατωνικῆς κ.ο.κ.), καθῶς ἡ θεολογία τους εἶναι ἐμπειρικὴ μὲ ἁγιοπνευματικὸ περιεχόμενο ἐκφράζοντας τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, καὶ ὡς τοῦτου γνήσια καὶ ἀληθῆς, ὅπως τέτοια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁποιαδήποτε φιλοσοφοῦσα θεολογία (δυτική θεολογία). Τὶ νόημα καὶ τὶ ὄφελος ἔχει ἕνας τέτοιος χαρακτηρισμὸς τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας μὲ ἀφορμῆ τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ μὲ μιὰ φιλοσοφικὴ θεώρηση;
Τέλος, νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ τῶν Ὀρθοδόξων θὰ ἐρμηνεύσει ἀπλοϊκὰ τὴν ἔκφραση "ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν" καὶ φυσικὰ θὰ λάβει το "ὀνομασία" γιὰ  "ὕπαρξη", ποὺ αὐτὸ θὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἤ νὰ σκανδαλισθεῖ ἤ νὰ ζημειωθεῖ στὴν πίστη. Στὴν "Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως Μάρκου μητροπολίτου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ" ἀναγράφεται ἡ ἐξῆς μεγάλης βαρύτητας παραίνεση τῶν ἁγίων Γραφῶν, τῶν Συνόδων, τῶν ἁγίων διδασκάλων: "ἅπαντες οἱ τῆς ἐκκλησίας δι­δάσκαλοι, πᾶ­σαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερό­φρονας πα­ραινοῦσι, καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι."
Στὸ κείμενο "Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ σύγχρονω κόσμω", στὴν πρώτη παράγραφο τοῦ τρίτου μέρους με τίτλο "Περί εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης" γίνεται ἀναφορά περὶ "τῆς ἀξίας καὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ". Ὡστόσο αὐτὴ ἡ ἔκφραση ὑστερεῖ σημαντικὰ σὲ ἀκρίβεια, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ δημιούργημα "κατ̉ εἰκόνα Θεοῦ". Καὶ ἡ διαφορὰ αὐτὴ εἶναι σημαντικὴ, καθῶς ἐπισημαίνει τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κτιστὴ, σὲ ἀντίθεση μὲ την ἄκτιστη θεῖα φύση, τὴν ὁποῖα ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὅντως εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς, τοῦ ὁποῖου εἶναι ὁμοούσιος.  Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι λοιπόν ὁ Υἱός, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι "κατ̉ εἰκόνα Θεοῦ" δημιούργημα ("ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν", Β΄ Κορ. 3, 18).
Ὅμως ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο ἐξίσου σοβαρὸ πρόβλημα στὴν ἔκφραση αὐτή.  Αὐτὸ εἶναι ὅτι γίνεται ἀναφορὰ περὶ  "ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ", ἐνῶ θὰ ἔπρεπε γιὰ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν ἀγιοπατερικὴ ὁρολογία ἡ ἔκφραση νὰ ἀναφέρεται στὸν "κατ̉ εἰκόνα Θεοῦ" ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ γιατὶ κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες "κατ̉ εἰκόνα" ἀναφέρεται εἴτε στὸν ὅλο ἄνθρωπο, ὅπου ὡς ὅλος ἄνθρωπος νοεῖται ἡ φύση μὲ τὸ ἰδιωματικὸ τρόπο ὕπαρξης, εἶτε εἰδικὰ στὸ νοερὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὡστόσο ἀφοῦ τὸ νοερὸ ἐδράζει στὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, τὴν καρδιά, μποροῦμε καὶ πάλι νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ  "κατ̉ εἰκόνα" ὡς ἀφορῶν καὶ περιλαμβάνων τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ἐπομένως ἡ φράση "ἀνθρώπου ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ" ἀποδίδει τὸ ζητούμενο νόημα πλήρως καὶ σαφῶς, χωρὶς νὰ χρειάζεται ἡ εἰσαγωγὴ τῆς λέξης "προσώπου", ὅπου καθιστὰ ἀναγκαῖο καὶ τὸν προσδιορισμὸ "ἀνθρωπίνου" γιὰ νὰ διασαφηνίσει ὅτι ἀναφερόμαστε στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι σὲ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ εἰσαγωγὴ τῆς λέξης "προσώπου" εἶναι τὸ λιγότερο ἄστοχη καὶ περιττή, συνιστῶντας αἰτία ἀσάφειας καὶ ἀφορμὴ σύγχισης, ἐνῶ παρακάτω ἐξηγοῦμε γιατὶ μιὰ τέτοια χρήση τῆς λέξης αὐτῆς εἶναι ἀδικαιολόγητη καὶ ἄσκοπη κάνοντας ἀναφορὰ στὴν σχέση τοῦ προσώπου μὲ τὸ "καθ̉ ὁμοίωσιν".  Ἕνα σχετικὸ ἐδῶ παράδειγμα ἁγιοπατερικῆς ἔκφρασης εἶναι: "Καὶ πᾶς μὲν ἄνθρωπος κατ̉ εἰκόνα ἐστὶ τοῦ Θεοῦ, ἴσως καὶ καθ̉ ὁμοίωσιν", τοῦ Ἁγίου Γρηγόριου τοῦ Παλαμά (Πρὸς Βαρλαάμ, Β’ 48).
Ἡ ἄκαιρη προσπάθεια αὐτὴ τονισμοῦ τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἔχει τὴν  ἐξήγησή της στὶς περσοναλιστικὲς ἐπιδράσεις που δέχεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, τείνοντας νὰ προσδώσει κάποια ὀντολογικὴ προτεραιότητα στὸ πρόσωπο ἔναντι τῆς φύσεως. Κάτι τέτοιο βέβαια εἶναι ἀμάρτυρο ἁγιοπατερικά καὶ ἀσύμβατο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες πρόσωπο καὶ φύση συνυπάρχουν, μὲ τὸ πρόσωπο νὰ εἶναι φύση μετὰ ἰδιώματος, τρόπου ὕπαρξης δηλαδὴ, χωρὶς νὰ δικαιολογεῖται καμιὰ προτεραιότητα οὔτε τοῦ προσώπου πρὸ τῆς φύσεως, ἀλλὰ οὔτε τῆς φύσεως πρὸ τοῦ προσώπου. Δὲν ὑπάρχει οὔτε πρόσωπο ἐκτὸς φύσεως, οὔτε φύση ἀνυπόστατη. Ἀντίθετα μὲ τὶς ἀντιπατερικὲς κοινωνιολογικὲς προσεγγίσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας (τὸ "κατ̉ εἰκόνα" Θεοῦ πρόσωπο ὁδηγεῖται στὴν πραγμάτωσή του ὡς ἐλεύθερο μέσω τῆς διαπροσωπικῆς κοινωνίας, διαφορετικὰ καταπίπτει σὲ ἄτομο ἐγκλωβισμένο στὸ ἐγῶ),  στὸ ὁποῖο ἀντιπατερικὸ πνεῦμα κινήθηκαν καὶ κάποιοι Ρώσοι Θεολόγοι τῆς διασποράς, ἀλλὰ καὶ κάποιοι θεολόγοι στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὸ μέσο τοῦ προηγούμενου αἰώνα (νεοπατερικὴ καὶ μεταπατερικὴ θεολογία), στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία μιλάμε γιὰ ὑποστατικὴ ἀρχὴ στὸν "κατ̉ εἰκόνα" Θεοῦ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πραγματώνεται ὡς πρόσωπο (ὑπόσταση) κατὰ τὴν "καθ̉ ὁμοίωση" τελειοποίησή του, ὅταν "ὀψόμεθα Αὐτὸν (τὸν Θεὸν), καθὼς ἐστι", Α’ Ιω. (3,1). Δίνεται ἐδῶ μιὰ ἄλλη διάσταση στὴν "καθ̉ ὁμοίωση" τελειοποίηση, ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ κοινωνικὰ-ἀνθρωπιστικὰ ἔργα ἤ μὲ στοχαστικὲς-φιλοσοφικὲς ἐπιδόσεις, ὅπως συνηθίζεται στὸ πνεῦμα τῆς Δύσης. Κατὰ αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση, τὸ νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ ὡς κτιστὸ πραγματώνεται "καθ̉ ὁμοίωση" τοῦ Κτίστου του μὲ τὴ θεῖα Χάρη διὰ τοῦ Προσώπου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ ταυτόχρονα νὰ σημειώσουμε καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι "κατ̉ εἰκόνα", εἶναι ἐκτὸς τῶν ἄλλων αὐτονόητο καὶ ἄρα ἄσκοπο, ἀφοῦ γιὰ νὰ ζεῖ τὸ  "καθ̉ ὁμοίωση", προϋποθέτει τὸ "κατ̉ εἰκόνα".
Κατὰ τὸν περσοναλιστικό  ὑπαρξισμό, τὸ πρόσωπο διαχωρίζεται ἀπὸ τὴν φύση καὶ τὴν ἀνάγκη, τὴν ὁποῖα ἀνάγκη αὐτὸς ἀποδίδει στὴν φύση, καὶ ζητά τὴν πραγμάτωσή του ὡς ἐλεύθερο μὲ τὴν θέλησή του, τὴν ὁποῖα θέληση αὐτὸς ἀποδίδει αὐτοῦ, δηλαδὴ τοῦ προσώπου (θεωρεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει κατὰ ἀναγκαίο τρόπο, χωρὶς νὰ ρωτηθεῖ καὶ ἑπομένως τὸ ζητούμενο εἶναι ὡς πρόσωπο νὰ ὑπερβεῖ τὸ δεδομένο τῆς ὕπαρξης, βεβαιώνοντας τὴν ὕπαρξή του μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσή του – ὁμοίως καὶ στὸ Θεὸ ἡ ὕπαρξή Του θεωρεῖται ὅτι πηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἐλεύθερο θέλημά Του, ἀποδεσμευμένα ἀπὸ τὴν φύση Του). Ἀντίθετα ὅμως στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία πρόσωπο καὶ φύση συνδέονται ἄρρηκτα καὶ μὲ τὴ θέληση τῆς φύσης γιὰ προσωπικὴ πραγμάτωση, ἡ ὁποῖα ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ προσώπου στὸ ἄλλο πρόσωπο, ὅπου κενωτικὰ καὶ θυσιαστικὰ κοινωνεῖται μεταξύ τους ἐνέργεια τῆς φύσης, ποὺ τέτοια εἶναι ἡ ἀγάπη ("ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι. ", Α’ Ιω. 3,16), πράγμα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πραγματικὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς ἀλήθειας ("ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς",  Ιω. 8, 3 2), ἡ ὁποῖα εἶναι κληρονομιὰ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή ("τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν, ἐν ᾧ καὶ πιστεύσαντες ἐσφραγίσθητε τῷ Πνεύματι τῆς ἐπαγγελίας τῷ Ἁγίῳ, ὅς ἐστιν αῤῥαβὼν τῆς κληρονομίας ἡμῶν.", Ἐφ. 1, 13-14).
Δηλαδὴ ἐνῶ τὸ ζητούμενο τῆς ζωῆς στὸν περσοναλισμὸ εἶναι ἡ προσωπικὴ θέληση ὕπαρξης μέσω κοινωνίας προσώπων, τὸ ζητούμενο τῆς ζωῆς στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία εἶναι ἡ φυσικὴ θέληση γιὰ τὴν προσωπικὴ γνώση (προσωπικὴ συνάντηση) τοῦ Ὤν, τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόμενοι σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεάνθρωπου Χριστοῦ ὡς μέλη Του, ὅλα σὲ κοινωνία μεταξύ μας, διὰ τοῦ Προσώπου Του, γινόμαστε κοινωνοὶ καὶ τῆς ἐνέργειας τῆς θεῖας φύσης Του (Γιὰ τὸν κατὰ φύση αὐτεξούσιο καὶ θελητικὸ ἄνθρωπο ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους γράφει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός στὴν "Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως"). Καθῶς ὁ ἄνθρωπος χαριτώνεται, διαβαίνοντας μέσα ἀπό τρία στάδια, τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τελικὰ τῆς θέωσης, ὅπου προϋπόθεση εἶναι τὴν ὑποταγὴ τοῦ θελήματός του στὸ θεῖο, λαμβάνει τὶς πνευματικὲς δωρεές τῆς θεῖας χάριτος, ὅπως τὴν κατὰ Θεὸ ἐλευθερία, τὴν ὁποῖα ἔχει ὁ Θεὸς καὶ ἀξιώνει καὶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει κατὰ χάρη ("οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία", Β’ Κορ. 3,17). Ὁποιαδήποτε ἄλλη ὁδὸς ὁδηγεῖ σὲ ἄλλη ἐλευθερία, καὶ αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο σὰν τὴν ἐλευθερία τῶν νεκρῶν, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία κάποιου στὸν Ἅδη, ποὺ εἶναι μιὰ ἐλευθερία χωρὶς ζωὴ καὶ ἄρα χωρὶς κανένα νόημα καὶ περιεχόμενο ("ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε· προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος, ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν. ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ψ. 87,4-7)
Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία,  τὸ πρόσωπο, ὡς ἡ φύση μὲ ἰδίωμα,  δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνηθεῖ τὸ ἴδιο, ὅπως θεωρεῖται στὸν περσοναλισμό, ἤ μὲ ἄλλα λόγια τὰ ἰδιώματα εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ τους, ἀλλὰ ἡ φύση ἔρχεται σὲ κοινωνία, δηλαδή αὐτὸ ποὺ κοινωνεῖται εἶναι ἡ φύση μὲ τὶς ἐνέργειές της,  οἱ ὁποῖες κοινωνοῦνται μεταξὺ τῶν προσώπων (Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει "μία οὐσία, μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία θέλησης, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία, μία και ἡ αὐτὴ οὐ τρεῖς ὅμοιαι άλλήλαις", Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, "Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως"). Ἔτσι δηλαδή, στὴν Ἁγία Τριάδα, τὸ ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς ἡ πηγὴ τῶν δύο ἄλλων προσώπων, δὲν ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸ ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ, ὡς γεννητός, ἤ τὸ ἰδίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ἐκπορευτό, ὅπως οὔτε καὶ μεταξύ τους κοινωνοῦν τὰ ἰδιώματα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ("τόν μόνον Πατέρα τε καί προβολέα, καί σοῦ Υἱόν ἕνα καί Υἱόν μόνον, ἀλλ᾿ οὐχί και προβολέα, καί σόν ἕν Πνεῦμα ἅγιον, καί πρόβλημα μόνον", Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμάς,  Τόμος Α’).     
   Δέον ὅπως διευκρινιστεῖ ἐδῶ ὅτι ἡ προσέγγιση τῆς ἐπηρεασμένης ἀπὸ ρεύματα τῆς δύσης θεολογίας στὶς ἔννοιες πρόσωπο καὶ ἄτομο δὲν υἱοθετεῖται,  ὅπως ὑποστηρίζουν μερικοί, ἀπὸ τὸν γέροντα Σωφρόνιο, γιατὶ ἄν καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἔννοια τοῦ ἀτόμου ὅπως διδάσκεται στὴ δύση, ἀντιπαραθέτωντὰς την στὸ πρόσωπο, παρόλα αὐτὰ ὅμως τὸ ὅλο πνεῦμα τῆς θεολογίας του συμφωνεῖ πλήρως καθ’ ὅλα μὲ τὰ ὅσα παρουσιάστηκαν παραπάνω γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία: "Ἔν τῆ συναντήσει ταύτη μετὰ τοῦ Ὑποστατικοῦ Θεοῦ ἐνεργοποιεῖται ἐν ἡμῖν ἐκεῖνο ὅπερ ἐν ἀρχῆ ὑπῆρχε μόνον δυνάμει, ἡ ὑπόστασις. Φερόμενοι Πνεύματι Θεοῦ πρὸς τὴν ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου προσευχήν, πρὸς συμμετοχήν εἰς τὴν ἐν Γεθσημανὴ προσευχὴν τοῦ Κυρίου, βλέπομεν αἴφνης ἐν εαυτοῖς Θεῖον θαῦμα: Ἀνατέλλει ἐντὸς ἡμῶν ὁ πνευματικὸς ἥλιος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπόστασις (πρόσωπον). Τοῦτο εἶναι ἐν ἡμῖν ἡ ἀρχὴ καινῆς μορφῆς ὑπάρξεως, ἤδη ἀθανάτου.", (Γερ. Σωφρόνιος, "Ὠψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστὶ").

3. Περσοναλισμὸς καὶ Ἐκκλησιολογικὸς Νεστοριανισμός.
Ὅπως ὁ περσοναλισμός, ἔτσι καὶ ἡ βουλησιοκρατία (βολονταρισμός) ποὺ συναντάται σὲ αὐτόν, μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο, ἀντὶ στὴ φύση, δὲν εἶναι συμβατὴ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία, στὴν ὁποῖα ἡ θέληση εἶναι ἀποδοσμένη στὴν φύση, ἐκφραζόμενη ὡστόσο προσωπικὰ ὡς γνωμικὸ θέλημα. Μὲ μιὰ τέτοια συσχέτιση ὅμως θέλησης καὶ προσώπου, ὅπως καὶ μὲ τὴν ἀντίστοιχη θεώρηση τῆς κοινωνίας ὡς κοινωνίας προσώπων, καὶ ὄχι φύσεων, εἰσερχόμαστε ὅμως στὸ χώρο ἐκπλήρωσης τῶν προϋποθέσεων καὶ γέννησης μονοθελητικῶν καὶ νεστοριανικῶν αἱρετικῶν δογμάτων.  Γιατὶ ὁ μονοθελητισμὸς δέχεται ἕνα θέλημα τοῦ ἑνὸς προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ γιὰ τὰ δύο θελήματα τῶν δύο φύσεων Του, οἱ ὁποῖες ὅπως διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία  ἐνώνονται, ἀδιαίρετα, ἄτρεπτα, ἀμέριστα καὶ ἀσύγχυτα στὸ πρόσωπό Του. Ἔτσι καὶ ὁ νεστοριανισμός, μὲ τὴν συνάφεια τῶν δύο προσώπων τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ ποὺ δέχεται, ἡ ὁποῖα καθιστὰ δυνατὴ τὴν πνευματικὰ ἐπιτυχὴ πορεῖα τοῦ Χριστοῦ, καταλήγει στὸ θέλημα τοῦ προσώπου, ἀντὶ γιὰ τὰ δύο θελήματα τῶν δύο φύσεων, Θεῖας καὶ ἀνθρώπινης, ὥστε ἔτσι αὐτὸ μέσω τῆς συνάφειας νὰ ὁδηγεῖ ἀρμονικὰ σὲ αὐτὴ τὴ πορεῖα. Στὴν Ὀρθοδοξία, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν δύο θελημάτων τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει λόγω τῆς ἀπόδοσης τοῦ θελήματος στὴ φύση καὶ ἔτσι τὰ θελήματά τοῦ Χριστοῦ εἶναι δύο λόγω τῶν δύο φύσεών Του, γιὰ τὸ ὁποῖο ζήτημα ἀποφάνθηκε ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὸ θέλημα τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, τὸ ἀνθρώπινο θέλημά Του, ἀκολουθεῖ μὲ τέλεια ὑπακοή, ὑποτάσσεται στὸ θέλημα Του ὡς Θεὸς, στὸ θεῖο θέλημα Αὐτοῦ ("Καὶ δύο φυσικὰς θελή­σεις ἤ τοι θελήματα ἐν αὐτῷ καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως  ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν· καὶ δύο μὲν φυσι­κὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετι­κοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώ­πινον αὐτοῦ θέλημα καὶ μὴ ἀντιπῖπτον ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι· «ἔδει γὰρ τὸ τῆς σαρκὸς θέλημα κινηθῆναι, ὑποταγῆναι δὲ τῷ θελήματι τῷ θεϊκῷ» κατὰ τὸν πάνσοφον Ἀθανάσιον·", Ὅρος Πίστεως τῆς ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ἐνῶ ὅμως ὁ μονοφυσιτισμὸς καὶ ὁ νεστοριανισμὸς, ὡς χριστολογικὲς αἱρέσεις, ἔχουν καταδικαστεῖ συνοδικὰ ἀπὸ τὴν σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο) πρὸ δεκαπέντε αἰώνων καὶ ἔπειτα, ὡστόσο οἱ ἀπειλές ἴδιων προϋποθέσεων αἰρετικῶν ἀποκλίσεων, ποὺ ὅμως ἔχουν πλέον μεταπέσει στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησιολογίας, εἶναι τώρα μιὰ πραγματικότητα. Στὴν περίπτωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ νεστοριανισμοῦ λοιπόν, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὑπαρκτὴ μόνο στὸν οὐρανό, ἐνῶ ἐπὶ τοῦ παρόντος κόσμου μόνο "ἐκκλησίες" ὑπάρχουν, ποὺ κατέχουν μόνο τμήματα τῆς ἀλήθειας καὶ μετέχουν στὸ πλήρωμά της μόνο σὲ κάποιο βαθμὸ, καθώς ἔχουν διασπασθεῖ μεταξύ τους καὶ γι̉ αὐτὸ ἔχουν ἀνάγκη νὰ βροῦν τὴν μεταξύ τους ἐνότητα γιὰ νὰ ἀποκτήσουν πληρότητα. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως κάποτε διαστρεβλωνόταν ἡ ἀλήθεια, καὶ ἄλλος θεωροῦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλος ὁ Χριστὸς-ἄνθρωπος, δύο διαφορετικὰ πρόσωπα, ἔτσι σήμερα διδάσκεται ἄλλη Ἐκκλησία στὸν οὐρανό καὶ ἄλλη στὴν γῆ, ἀνθρώπινη, διασπασμένη. Καὶ σὲ αὐτὲς τὶς δύο περιπτώσεις, η προϋπόθεση τῆς ἀλλοίωσης τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος εἶναι κοινή, αὐτὴ ποὺ ἐξηγήσαμε παραπάνω: τὸ θέλημα εἶναι τοῦ προσώπου καὶ ὄχι τῆς φύσης.
Γιατὶ, ὅπως καὶ στὴν χριστολογικὴ περίπτωση, οἱ διασπασμένες "ἐκκλησίες" ὀφείλουν νὰ ἔρθουν σὲ "ἐνότητα", ὥστε νὰ συναντήσουν τὴν μόνη Ἐκκλησία, νὰ γίνουν πλήρη καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μόνο μὲ ἕνα θέλημα προσώπου, καὶ ὄχι φύσεως, καθὼς ἡ ἀλήθεια γιὰ τὶς δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνώνονται ἀδιαίρετα, ἄτρεπτα, ἀμέριστα καὶ ἀσύγχυτα στὸ πρόσωπό Του, ὅπου τὸ θέλημα τῆς δεύτερης ὑποτάσσεται στὸ θέλημα τῆς πρώτης, ἔχει περιφρονηθεῖ τουλάχιστον ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς πλευράς, ὥστε τὸ ἀνθρώπινο θέλημα νὰ ἐπιβληθεῖ καὶ ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία νὰ ὁδηγήσει στὴν διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας σὲ πολλές "ἐκκλησίες" μέσα στὴν ἱστορία. Τότε ὅμως ἀποκλείεται καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐνότητας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, δηλαδή διὰ φυσικοῦ θελήματος, θελήματος φύσεως, ὅπου μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀνθρώπινου θελήματος στὸ θεῖο καὶ ἔτσι μὲ τὴν κοινωνία τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὶς ἐνέργειες τῆς θεῖας διὰ τοῦ Προσώπου τοῦ Θεάνθρωπου, ἡ Ἐκκλησία πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μπορεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ενότητά της καὶ νὰ παραμένει μία καὶ στὸν παρόντα χρόνο, ὅπως καὶ στὸ μέλλοντα. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, σὲ αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ δέχεται καὶ διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ἐπίδραση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας περιορίζεται στὴν ἀποκοπὴ κάποιων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ κατάληξη τὴν ἀπονέκρωσή τους, ποὺ οὐδόλως σημαῖνει τὴν ὁποιαδήποτε διάσπαση τῆς ἐνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποῖα παραμένει μία, μοναδική καὶ καθολική, ἄν καὶ ἔχοντας πλέον ἀπωλέσει κάποια πρώην μέλη της. Ὅλη αὐτὴ ἡ διασωστικὴ τῆς ἐνότητας τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ὀρθόδοξη θεώρηση καταρρέει μὲ τὴν ἀπόδοση τοῦ θελήματος στὸ πρόσωπο, ἀντὶ στὴ φύση, ὅπου ἡ ἐνότητα καὶ ἡ συμπόρευση ἐπιδιώκονται μὲ τὴν συνάφεια τῶν διαφορετικῶν θελημάτων τῶν προσώπων (βλέπε τὴν Χριστολογία τοῦ Νεστορίου), ἡ ὁποῖα ἐκ τῶν πραγμάτων (δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἐδῶ ἀντίστοιχη δυνατότητα ἀδιάσπαστα ἀρμονικῆς ἔνωσης, ὅπως αὐτῆς τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μὲ τέλεια ὑποταγῆ τοῦ θελήματος τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὴ θεῖα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία) δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀντιξοότητες γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ καὶ ἔτσι τελικὰ λόγω "ἀνθρώπινων ἀδυναμιών" ἀποτυγχάνει ἡ ἐνότητα αὐτὴ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ ἡ μία καὶ μόνη πραγματικὴ Ἐκκλησία παύει νὰ εἶναι ἕνα ὑπαρκτὸ γεγονὸς τοῦ παρόντος αἰώνος, ὅπως εἶναι τοῦ μέλλοντος. Εἰς διάψευση ὅμως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀπόκλισης ἔρχονται οἱ ἁγιογραφικοὶ λόγοι: "ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.", Μτ. 16,18.
Καταλήγουμε ἔτσι μετὰ τὰ παραπάνω νὰ καταλάβουμε τὸν κοινό λόγο, τόσο τῆς ἐπιδίωξης τῆς ὀνομασίας ὡς "Ἐκκλησία" τῶν ὅσων ἐνῶ φέρουν τὸ ὄνομα τῶν Χριστιανῶν, δηλαδὴ τῶν πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, ὡστόσο βρίσκονται ἐκτὸς τῶν χαρισματικῶν καὶ κανονικῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ "ἀνθρώπινου προσώπου" σὲ περιπτώσεις ποὺ ἐνδείκνυται νὰ ἀναφερόμαστε ἁπλὰ στὸν "ἄνθρωπο". Μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ ἁγίου Γρηγόριου τοῦ Παλαμά, ὁ Θεὸς νὰ μὰς φωτίζει τὸ σκότος. Ἀμήν.
1) Ἀρχιμ. Σωφρόνιου, "Ὠψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστὶ", Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου,  Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1996).
2) Ν. Α. Ματσούκα., "Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη", ἐκδόσεις Π. Πουρναρα, Θεσσ/κη, 2010.
3) Ν. Ε. Μητσόπουλου, "Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας", Ἐκδόσεις Συμμετρία, Ἀθήνα, 2008.  
4) Θ. Ν. Πελεγρίνης, "Οἱ Πέντε Ἐποχές τῆς Φιλοσοφίας", Ἐκδόσεις Ἑλληνικὰ Γράμματα Α.Ε., Ἀθήνα, 1997.
5) Ἑλληνικὴ Πατρολογία, ἔκδοση Migne.
6) Πανεπιστημιακές παραδόσεις δογματικῆς 1983-84 τοῦ πρωτοπρ. Ἰ. Ρωμανίδη.
7) Σχετικὰ Θεολογικὰ ἄρθρα τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεου.
1. aktines.blogspot.gr
2. www.orthodoxia-ellhnismos.gr
3. www.enromiosini.gr
4. www.orthodoxnet.gr 
5. paremvasis.blogspot.gr
6. thriskeftika.blogspot.gr
7. www.egolpion.gr
8. www.impantokratoros.gr
9. www.pentapostagma.gr

10. www.orthodoxima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου