30 Ιουν 2016

Διαίρει και βασίλευε!



Διαίρει και βασίλευε!
Του κ. Παύλου Τρακάδα
Η φράσις «διαίρει και βασίλευε» είναι ένα αξίωμα, το οποίον εφαρμόζεται από αρχαιοτάτων χρόνων από εξωτερικούς η εσωτερικούς εχθρούς ενός λαού προκειμένου να προκαλούν διχόνοια, ώστε να είναι ευκολώτερον δι᾽ αυτούς να διασπούν η να εξουσιάζουν το κράτος εις το οποίον ζη ο λαός αυτός. Το πλεονέκτημα του «δόγματος» αυτού είναι ότι ευρίσκει εφαρμογήν εις πολλά επίπεδα: πολιτικόν, οικονομικόν, θρησκευτικόν κ.λπ.

Δυστυχώς εις τον Ελληνισμόν έχομεν το «προνόμιον» εκκλησιαστικώς να είμεθα θύματα αυτών των διαιρέσεων. Κατ’ αρχάς, δια του ζητήματος του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός βεβαίως έχει διχάσει όχι μόνον τους Έλληνας αλλά όλους τους Ορθοδόξους εις Οικουμενιστάς και αντιοικουμενιστάς (οι οποίοι εις την πραγματικότητα θα ηδύναντο αντί να προσδιορίζωνται εις αντίθεσιν προς την στάσιν των Οικουμενιστών, να ωνομάζοντο παράταξις των «Οικουμενικών», εφόσον η Ορθοδοξία είναι Οικουμενική και όχι οικουμενιστική).
Όμως οι Έλληνες έχουμε επιπλέον εις σύγκρισιν με τους υπολοίπους Ορθοδόξους και άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα, τα οποία σήμερον προκαλούν προβλήματα ποιμαντικής και κανονικής τάξεως. Έτσι, η άλλη διαίρεσις είναι να υπάρχουν εντός της Ελληνικής Επικρατείας (δια να μη ομιλήσωμεν και δια την εκκλησιαστικήν οργάνωσιν του αποδήμου!) 6 διαφορετικά συστήματα διοικήσεως με μείζον εκείνο των κακώς λεγομένων Παλαιών και Νέων Χωρών. Πολλάκις Οικουμενισμός και ζητήματα διοικητικά εμφανίζονται ως μη συναρτώμενα προς άλληλα. Αποτέλεσμα είναι να ακούγεται η να γράφεται ότι “ας ασχοληθώμεν με ζητήματα πίστεως”, εννοούντες κάποιοι τον Οικουμενισμόν, “και όχι με δικαιοδοσίας”, εννοούντες την διοικητικήν διαίρεσιν. Δυστυχώς, δεν γίνεται αντιληπτόν ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας, που ορίζουν και τα διοικητικά, είναι απόρροια του Δόγματος της Πίστεως και επομένως, όταν κανείς ασχολήται με ζητήματα πίστεως δεν δύναται να αποκόπτη από αυτά τα ζητήματα κανονικής λειτουργίας και τάξεως της Εκκλησίας. Αυτό είναι εμφανέστερον εις την περίπτωσιν της εκκλησιαστικής οργανώσεως της “Διασποράς”. Έπρεπε δυστυχώς να φθάσωμεν εις το σημείον να ευρεθώμεν προ της συγκλήσεως της Μ. Συνόδου προκειμένου να γίνη αντιληπτόν το ανωτέρω, δηλ. ότι Οικουμενισμός και Εκκλησιαστική διοίκησις συνδέονται. Πως; Η επιχειρουμένη υπό του κατατεθέντος κειμένου εις την Μ. Σύνοδον περί σχέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους άλλους «Χριστιανούς», αναγνώρισις των αιρετικών ως Εκκλησίας, δεν θα ήτο ποτέ νοητή, εάν η μέθοδος δια την επιβολήν της δεν ηκολούθει αντικανονικόν τρόπον. Ποίος αυτός; Κατασκευή, κυριολεκτικώς, μιας αντικανονικής δήθεν Συνόδου, την οποίαν μάλιστα ωνόμασαν Αγίαν και Μεγάλην, διότι έτσι ωνομάζοντο αι αρχαίαι Οικουμενικαί Σύνοδοι.
Όσοι όμως μείνουν εις αυτό, παραβλέπουν την όλην προϊστορίαν μεθοδεύσεως του Οικουμενισμού δια εκκλησιαστικών διοικητικών παραχαράξεων. Προηγήθησαν «Συνάξεις Προκαθημένων», αι οποίαι ήσαν ένας εντελώς άγνωστος εις την Παράδοσιν θεσμός. Προ όμως ακόμη και αυτών, προηγήθη προ δεκαετιών η προσπάθεια της αναδείξεως του Πατριαρχείου Κων/πόλεως ως «ιερού θεσμού», «συντονιστικού κέντρου της Ορθοδοξίας» και του Πατριάρχου ως «Πρώτου και κεφαλής της Ορθοδοξίας», πρωτοφανή πράγματα δια την Παράδοσιν της Εκκλησίας, εις την οποίαν όλοι οι θεσμοί ήσαν ιεροί, όλαι αι Εκκλησίαι ήσαν συνυπεύθυνοι δια την πλοήγησιν του πλοίου της Εκκλησίας και δεν υπήρχε ποτέ πρώτος! Η έννοια αυτή του Πατριάρχου ως «Πρώτου» επεβλήθη πρώτα εις το Άγιον Όρος (το οποίον ανήκε διοικητικώς εις τον Αυτοκράτορα και πνευματικώς πάντοτε εις τον Επίσκοπον Ιερισσού και Αγίου Όρους, εις τον οποίον ανέκαθεν το ίδιο το Πατριαρχείον ανεγνώριζε το δικαίωμα μνημονεύσεώς του, ενώ δια ο,τιδήποτε άλλο ο ίδιος ήτο εις την διάθεσιν των Αθωνιτών μόνον και εφ᾽ όσον ελάμβανε πρόσκλησιν, των τελευταίων πάντοτε εξ ολοκλήρου αυτοδιοικουμένων). Αργότερα επεξετάθη εις κάθε άλλην περιοχήν που εξ αιτίας της Τουρκοκρατίας είχεν υπαχθή εις το Φανάρι.
Χαρακτηριστική περίπτωσις είναι αυτή που αφορά εις την Εκκλησίαν της Κρήτης, αφού εις αυτήν όχι τυχαία θα λάβη χώραν η Μ. Σύνοδος. Η Εκκλησία αυτή αν και Αποστολοΐδρυτος πολύ πριν το κήρυγμα του Θεανθρώπου καταφθάση εις την μικράν πολίχνην «Βυζάντιον», την μεταγενεστέραν Κων/πολιν, αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως θυγατέρα του Φαναρίου! Δεν είναι μόνον αυτό αλλά και το γεγονός ότι ως είναι ιστορικώς δεδομένον και είναι γνωστόν εις την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας της Κρήτης τα νεώτερα χρόνια έως το 1967 όλοι οι Ιεράρχαι της εμνημόνευαν τον Αρχιεπίσκοπον Κρήτης ως Πρώτον και μόνον εκείνος τον Πατριάρχην. Μετά το 1967 ήρθη αυτό και επεβλήθη το μνημόσυνον του Πατριάρχου! Τοιουτοτρόπως ο Πατριάρχης Κων/πολεως έγινε ο «Πρώτος» της Εκκλησίας της Κρήτης. Ειρήσθω εν παρόδω ότι εις το ερώτημα που ευρέως κυκλοφορεί «Ποίος θα υποδεχθή τους καλεσμένους εις το Κολυμπάρι;» Κακώς γράφουν οι μη γινώσκοντες δημοσιογράφοι ότι θα υποδεχθή όλους ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, αφού ο Πατριάρχης δεν θα απεμπολήση το δικαίωμά του ως «Πρώτου» της Κρήτης.
Αν κανείς συλλογισθή ολίγον βαθύτερον όλα τα παραπάνω τότε θα αντιληφθή ότι αυτήν την στιγμήν εις την Ελλάδα αφ᾽ ενός μεν διαθέτομεν δύο Ιεραρχίας: Μίαν της ηπειρωτικής Ελλάδος και των νήσων και μίαν της Κρήτης. Αφ᾽ ετέρου μνημονεύονται παραλλήλως: η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Πατριάρχης (και όχι ο Αρχιεπίσκοπος η η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης)! Δηλαδή καταλήγομεν εις τρεις αρχάς: Δύο Ιεράς Συνόδους και τον Πατριάρχην!
Των Ιεροκανονικών παραβάσεων έπεται η δογματική αλλοίωσις. Εφ᾽ όσον γίνονται εκπτώσεις εις τους Κανόνας, διατί όχι και εις την πίστιν; Πως; Η αθέτησις των Ιερών Κανόνων δεν μαρτυρεί μόνον ότι οι αθετούντες αυτούς έχουν «χαλαρήν συνείδησιν» γενικώς περί της Εκκλησίας, αλλά ότι έχει δημιουργηθή προϊόντος του χρόνου το περιβάλλον «χαλαρότητος» εις όλους όσους έχουν αποδεχθή αυτήν την αντικανονικήν κατάστασιν και δια το επόμενον βήμα, δηλ. αποδοχή και μικρών ελαχίστων (αλλά σπουδαιοτάτων) αλλαγών εις τα ζητήματα της πίστεως. Είναι τυχαίον ότι οι Ιεράρχαι της Εκκλησίας της Κρήτης επικροτούν την σύγκλησιν αντικανονικής Συνόδου εις την Τοπικήν τους Εκκλησίαν και δεν ευρίσκουν το παραμικρόν ψεγάδι εις τα κείμενα αυτής; Πως είναι δυνατόν να θεωρούν όλοι ευλαβεστάτους τους Μητροπολίτας και τον Αρχιεπίσκοπον Κρήτης (και όντως είναι), αλλά να μη μπορούν να εξηγήσουν δια ποίον λόγον έχουν «καταπιεί» όλας τας ενεργείας του Πατριάρχου, ακόμη και όταν αυτός έλαβε την απόφασιν να συγκληθή η Μ. Σύνοδος εκεί χωρίς να τους ερωτήση; Εις πρακτικόν επίπεδον ίσως φοβούνται τον Πατριάρχην. Όμως εις βαθύτερον θεολογικόν επίπεδον είναι ότι εις την συνείδησίν τους έχουν συμβιβασθή και έχουν δικαιολογήσει όλας τας μέχρι σήμερα παραβάσεις των ιερών κανόνων εκ μέρους του Φαναρίου, μεταξύ των οποίων είναι οι κανόνες που απαγορεύουν τας συμπροσευχάς, αλλά και οι κανόνες που ορίζουν τας δικαιοδοσίας!
Διατί ο Πατριάρχης επέλεξε την Κρήτην ως τόπον συγκλήσεως της Μ. Συνόδου; Δεν αρκεί να αναφέρη κανείς ότι λόγω των ρωσοτουρκικών διενέξεων δεν ήτο εφικτή η σύγκλησις εις την Αγίαν Ειρήνην Κων/πόλεως. Δεν ηδύνατο να επιλέξη το Άγιον Όρος, αν και στηρίζεται από τας περισσοτέρας Ι. Μονάς, διότι εν τω μεταξύ αφυπνίσθη και δια του Ο.Τ. μέρος των μοναχών (αντιθέτως εις την Κρήτην δεν υπήρξε το χρονικόν περιθώριον, δια να συμβή αυτό) και έχουν αναδειχθή αγωνισταί και ομολογηταί, οι οποίοι –τυχαίως;- κατηγορούνται από τους Οικουμενιστάς δια απειθαρχίαν προς τον (υποτιθέμενον) «Πρώτον» τον Πατριάρχην, δηλ. δια ανυπακοήν εις μίαν ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗΝ τάξιν και όχι δια δογματικούς λόγους. Διατί να μη εγίνετο εις Αθήνας; Διότι δεν είναι «Πρώτος» εδώ ο Πατριάρχης. Απητείτο ένα πλήρως ελεγχόμενον πεδίον. Αυτό ήτο η Κρήτη, διότι οι Ιεράρχαι έχουν «κλίνει γόνυ» εις τα κελεύσματα του Φαναρίου εις άπαντα τα ζητήματα: τέσσερις έχουν τουρκικόν διαβατήριον! Επληροφορήθημεν επίσης ότι απήλειψαν από τα έγγραφά τους την προμετωπίδα «Ελληνική Δημοκρατία» και γράφουν μόνον «Οικουμενικόν Πατριαρχείον» (Είναι νόμιμον βάσει των προβλεπομένων διατάξεων να απαλείφεται από έγγραφα προσώπων Δημοσίου Δικαίου;). Θα ευρεθή άραγε κάποιος Μητροπολίτης να αισθάνεται τον εαυτόν του Ορθόδοξον και Κρητικόν, ώστε να αντιδράση εις την Μ. Συν­οδον, η οποία διαιρεί την Εκκλησίαν και την Ελλάδα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου