7 Απρ 2016

Συζήτηση στην Ημερίδα της Θεολογικής Σχολής για τη Μεγάλη Σύνοδο: Αμηχανία και πολλά φλέγοντα αναπάντητα ερωτήματα.

Κατά την ημερίδα της Θεολογικής Σχολής, που έλαβε χώρα στις 5 Απριλίου 2016 με θέμα: "Η θεματική της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου 2016", σε ερώτημα του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου, που προέκυψε κατά τη συζήτηση πάνω στην περί μεικτών γάμων θεματολογία, «ποιοί είναι οι ετερόδοξοι και ποιοί οι αιρετικοί;»

εντύπωση προκάλεσε η αμηχανία των συμμετεχόντων, οι οποίοι απέφυγαν να δώσουν σαφείς απαντήσεις. Μπορεί ο Θεοφιλέστατος να ήθελε πράγματι να δοθεί κάποια λογική διευκρίνηση στη διάκριση των δύο παραπάνω όρων, όμως το ζήτημα, που θίγει το παραπάνω ερώτημα, από μόνο του παίρνει μιά βαρύνουσα θεολογική τροπή για εμάς τους ορθοδόξους πιστούς: Μήπως σήμερα οι αιρετικοί είναι οι Παπικοί, μήπως οι Προτεστάντες, μήπως οι Αντιχαλκηδόνιοι; Δύσκολο ερώτημα σε μια δύσκολη συγκυρία της Οικουμενιστικής φάσης των διμερών διαλόγων, στην οποία η ‘’αγαπολογία’’ προηγείται και απαγορεύει τέτοιες βαριές συζητήσεις. Έτσι εξηγείται και η εν τέλει αφωνία πάνω στο θέμα αυτό, αλλά και η παράξενη στάση του διευθύνοντος τη συζήτηση, ο οποίος καίτοι είχε προαναγγείλει μια δεύτερη σειρά συζητήσεων, μόλις σε κάποια ερώτηση ακούσθηκε η λέξις ‘’αίρεση’’, βιάσθηκε να ακυρώσει την προαναγγελία νέων συζητήσεων και να δώσει τέλος στην ημερίδα.
Αλήθεια, αν στην θέση των ανωτέρω παρευρίσκονταν ορθόδοξοι Πατέρες, Άγιοι, αλλά και οι μεγάλου θεολογικού αναστήματος παραδοσιακοί διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προγενέστεροι αλλά και νεότεροι, όπως ο Ιουστίνος Πόπποβιτς, ο όσιος Πορφύριος κ.ά., αναμφίβολα θα προσδιόριζαν και θα ονομάτιζαν τους αιρετικούς. Εξ άλλου, όπως βλέπουμε στην Ιστορία των Συνόδων, κάθε φορά που το πλήρωμα της Εκκλησίας ταλανιζόταν από αιρέσεις, συγκαλείτο σύνοδος προς αντιμετώπιση του κινδύνου. Στην προκείμενη όμως περίπτωση της συγκληθησόμενης ‘’Μεγάλης Συνόδου’’ όχι μόνο δεν γίνεται αναφορά σε κάποια αίρεση, αλλά και στα προτεινόμενα προς συζήτηση κείμενα αποφεύγεται ακόμη και ο ίδιος ό όρος ‘’αίρεση’, αντικαθιστώμενος από τον σαφώς πολύ πιο ήπιο όρο ‘’ετερόδοξος’’.
Τελικά, αναρωτιέται κανείς: Σήμερα δεν υπάρχουν αιρέσεις; Τί καλείται να διευθετήσει η Σύνοδος; Μάλιστα, η απορία αυτή εντείνεται πολύ περισσότερο, αν αναλογισθεί κανείς ότι και το φλέγον ζήτημα των δικαιοδοσιών παραπέμπεται στις καλένδες εξ αιτίας της μεγάλης δυσκολίας του. Γιατί λοιπόν συγκαλείται Σύνοδος; Μήπως η μεγάλη σωτηριολογική αναγκαιότητα σήμερα είναι να ‘’αναβαθμισθεί’’ η νηστεία των ευσεβών χριστιανών, με τάσεις συγκλίνουσες ή μάλλον προσαρμοζόμενες σε όσα συμβαίνουν στους δυτικότροπους χριστιανούς; Οι θεωρούμενες από κάποιους ως ‘’μεγάλες’’ ή ως ‘’μοναστηριακές’’ νηστείες είναι λοιπόν ο κίνδυνος των ημερών μας; Ή μήπως επείγει τόσο πολύ να βρεθεί κάποιος εκμοντερνισμένος τρόπος συνύπαρξης της Εκκλησίας μας με άλλες ‘’ετερόδοξες’’ κοινότητες, που όμως θα πρέπει να θεωρούνται και αυτές ως ‘’εκκλησίες’’, όπως υποστηρίζεται από τους υπερμάχους της θεματολογίας της Συνόδου, είτε χάριν κάποιας αγαπητικής προσφοράς, είτε επειδή θεωρείται ότι οι νεότερες (μετά τη δεύτερη χιλιετία) αποκλίσεις από την αποστολική μας παράδοση δεν έχουν καταδικασθεί από κάποια σύνοδο, ώστε να θεωρηθούν ώς αιρέσεις;
Η απάντηση στα επιχειρήματα αυτά είναι εύλογη: Ιδού η ευκαιρία να γίνει λόγος για αιρέσεις. Αντιθέτως, όμως βλέπουμε να αποφεύγεται ακόμη και ο όρος ΄΄αίρεσις΄΄. Εξ άλλου, η αγαπητική στάση προς τους ετεροδόξους επιβάλλει τον έλεγχο της πλάνης και όχι αντίθετα τη συγκάλυψή της με το να αποφεύγουμε τις ευθείες αναφορές σ’αυτήν. Σε διαφορετική περίπτωση, όχι μόνον δεν εφαρμόζεται η εντολή του Κυρίου ‘’αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν’’, αλλά και γίνεται βλάβη ακόμη και στην οργανική ενότητα που αντιπροσωπεύει ο όρος ‘’σεαυτόν’’, η οποία στην παρούσα συγκυρία είναι το σώμα της Εκκλησίας που κατά τα ήδη φαινόμενα εξωθείται σε νέους διχασμούς.
Τι συμβαίνει λοιπόν στην πραγματικότητα; Τί υποθάλπτουν οι παραπάνω προφάσεις; Μήπως πρόκειται για κάποια προσαρμογή στο γενικότερο κλίμα της παγκοσμιοποίησης (βλέπε μωσαϊκοποίησης και ισοπέδωσης των πάντων, εθνών, πολιτισμών, θρησκειών κ.λπ); Η Εκκλησία είναι μία ή η Εκκλησία για κάποιους είναι και οι αιρετικοί; Είναι ο παπισμός αίρεση ή ΄΄Εκκλησία΄΄; Τί θα πούμε για τους προτεστάντες και όλους τους θεωρούμενους ως ‘’ομολόγους’’ μας στη συμμετοχή μας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών; Είναι κι αυτοί ‘’εκκλησίες’’; Αλήθεια , με ποια λογική χρησιμοποιείται για τις διάφορες αιρετικές ομάδες ο όρος ‘’Εκκλησία’’, αφού η Εκκλησία είναι Μία , Αγία , Καθολική και Αποστολική; Πότε χαρακτηρίστηκαν οι αιρέσεις σε συνοδικά κείμενα της Εκκλησίας ως “Εκκλησίες”; Δεν επαρκούν βέβαια οι δικαιολογούσες το θέμα υποδεικνυόμενες (από τους παραπάνω εισηγητές) επί μέρους προσωπικές επιλογές Πατέρων κυρίως του Δ΄αιώνα (Μ. Βασίλειος) που -κατά τη διάσπαση των αρειανικών ομάδων και τις έντονες διαμάχες μεταξύ Ομοίων, Ανομοίων και Ομοιουσιανών- βρήκαν την ευκαιρία να σύρουν προς την Ορθοδοξία μερικούς πλανηθέντες (κυρίως τους Ομοιουσιανούς) αποκαλώντας τους κατ’οικονομίαν ως ΄΄εκκλησία’’. Το ερώτημα παραμένει ακέραιο: Πότε Σύνοδος αποκαλεί την αίρεση ως ‘’Εκκλησία’’;
Tέλος, θα θέλαμε να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση σε έναν απλό προβληματισμό, τον οποίο προδιαγράφουμε παραπάνω : Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που συνεκλήθησαν, συνεκλήθησαν για την προάσπιση της Εκκλησίας καταδικάζοντας αιρέσεις και κακοδοξίες. Η μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ποιά κακοδοξία ή ποιά αίρεση θα αντιμετωπίσει ;
Σε μια τέτοια Ημερίδα, στη Θεολογική Σχολή, είναι ανάγκη να δίνονται καθαρές και σύμφωνες με την παράδοση της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας μας απαντήσεις με κατά Χριστόν αγάπη αλλά και αγιοπνευματική αλήθεια, διότι όπως ο Θεός Λόγος και το Άγιον Πνεύμα συνεργάζονται στο έργον της θείας Οικονομίας για τη σωτηρία μας, έτσι και η αγάπη στην Ορθόδοξη Θεολογία είναι αληθεύουσα και η αλήθεια αγαπώσα. Ο διαχωρισμός αυτών των δύο αρετών, στην πορεία της Θεολογίας, δεν λύνει, αλλά αντιθέτως δημιουργεί προβλήματα για το παρόν και το μέλλον της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου