2 Μαρ 2016

Επιστολή του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, σχετικά με την προσεχή σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.



Ἐν Πειραιεῖ τῇ 2ᾳ Μαρτίου 2016
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε πρός τήν Διαρκή Ἱ. Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν κάτωθι ἐπιστολή, σχετικῶς μέ τήν προσεχή σύγκλιση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
ΕΚ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

᾿Αριθμ. Πρωτ. 200                                    ᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 2ᾳ Μαρτίου 2016

Πρός Τήν
Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑI

Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι,
Ἐλάβον τὴν ἀπὸ 16ης Φεβρουαρίου 2016 μὲ ἀριθμ. πρωτ.755/16-2-2016, Ὑμετέραν ἐπιστολὴν διὰ τῆς ὁποίας κοινοποιεῖτε εἰς ἐμέ, κεφαλαιωδῶς καὶ συνοπτικῶς, ἅπαντα τὰ ἀφορώντα εἰς τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἤτοι εἰς τὴν ἱστορικὴν πορείαν τῆς προετοιμασίας αὐτῆς, τὸν ρόλο καὶ τὴν συμβολὴ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας στὴν τελικὴ διαμόρφωση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, τὴν ὁμόφωνη ἀποδοχὴ αὐτῶν ὑπὸ τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (Σαμπεζὺ 10-17 Ὀκτ. 2015), κατόπιν ἐπικαιροποιήσεως ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν, τὴν ἔγκρισιν ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, (Σαμπεζὺ 21-27 Ἰαν. 2016), τοῦ Κανονισμοῦ Ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σύνοδου, ὡς καὶ τὸν καθορισμὸ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχιερατικῶν μελῶν, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας στὴν ἐν λόγω Σύνοδο. Ἐν τέλει δὲ προσκαλεῖτε καὶ προτρέπετε «πάντας τους μὴ μετέχοντας εἰς τὴν ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς νὰ ἐκφράσουν  ἐγγράφως τὰς οἴας ἔχουν ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων κειμένων κρίσεις ἢ προτάσεις πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον, διὰ νὰ μελετηθοῦν αὖται καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν εἰς τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης συνόδου, διότι διὰ τῶν ὑμετέρων ἐποικοδομητικῶν προτάσεων θὰ καταστῆ ἠχηροτέρα ἡ ἐν τὴ Συνόδω φωνὴ τῆς ἡμετέρας ἀντιπροσωπείας».
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἀνταποκρινόμενος εἰς τὴν ὑμετέραν παράκλησιν καὶ προτροπήν, ἐπιθυμῶ νὰ θέσω ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν τὰ ἀκόλουθα: 
Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο ἔχει προκαλέσει σφοδρὲς ἀντιδράσεις στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, καὶ τοῦτο διότι, ὅπως θὰ καταδειχθεῖ κατωτέρω , ἡ τοιαύτη ἀντιπροσώπευσις ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν δισχιλιόχρονη συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἡ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ἐπιχειρεῖ κατὰ τρόπο περίεργο, νὰ δικαιολογήσει αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ καινοτομία μὲ τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι δῆθεν, κατὰ τὴν «συγκρότησιν καὶ τὴν λειτουργίαν πασῶν τῶν μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (325) συγκληθεισῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἤτοι μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος εἰς τὰς σχέσεις τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν», «προσεκαλοῦντο πάντοτε μόνον τριμελεῖς ἢ ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἑκάστης ἐπαρχίας». Καὶ ὅτι «μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος ὑπὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ἤτοι εἰς τὰς Ε΄, ΣΤ΄, καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, ὀλιγομελεῖς ἤσαν αἳ ἀντιπροσωπεῖαι καὶ τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πολυμελῆ ἀντιπροσωπεία ἀρχιερέων τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς νὰ μειοῦται ἡ ἴση ἀξία τῆς ψήφου τῆς ἀντιπροσωπείας ἑκάστου Πατριαρχείου διὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἀπαραιτήτου ὁμοφροσύνης τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων».
Ἡ Ἐγκύκλιος παρουσιάζει κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, μία ἐλλιπῆ θεώρηση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ προβλήματος. Κατ’ ἀρχὴν παντελῶς ἀμάρτυρος στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι κατὰ τὰς Συνόδους «προσεκαλοῦντο πάντοτε μόνον τριμελεῖς ἢ ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἑκάστης ἐπαρχίας». Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν συνοδικῶν μελῶν, ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὰς Οἰκουμενικάς Συνόδους, μαρτυροῦν ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν 318, κατὰ τὴν Β΄ 150,  κατὰ τὴν Γ΄ 200, κατὰ τὴν Δ΄ 630,  κατὰ τὴν Ε΄ 165, κατὰ τὴν ΣΤ΄ 289,  κατὰ τὴν Πενθέκτη 240,  κατὰ τὴν Ζ΄ 367, ἐνῶ κατὰ τὴν Η΄ 383. Ἡ ἀντιπροσώπευση, βεβαίως ἴσχυε, ἀλλὰ μόνον σὲ περίπτωση ἀδυναμίας κάποιων Ἐπισκόπων, ἢ Πατριαρχῶν νὰ παραβρεθοῦν στὴ Σύνοδο. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ σχετικῶς ὅτι «Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἦσαν μεγάλαι συνελεύσεις ἐπὶ τὸ αὐτὸ τῶν ἐξ’ ἁπάσης της χριστιανικῆς Οἰκουμένης ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας, πρὸς κοινὴν συνδιάσκεψιν καὶ ἀπόφανσιν ἐπὶ σοβαρῶν δογματικῶν καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἀναφερομένων εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν, ὑφ’ ἢς ἀνεγνωρίζοντο καὶ ἐγένοντο δεκταὶ αἳ λαμβανόμεναι ἀποφάσεις» (Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ.1, Ἀθήνα 1960, σέλ. 105-106).
Ἐπίσης ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος οὐδέποτε ἐλειτούργησε οὐσιαστικὰ εἰς βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Καὶ τοῦτο, διότι σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὁ κάθε ἐπίσκοπος κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ  πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου. Δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικό, οὔτε ἐκκλησιολογικὸ ἡ συμμετοχὴ μόνον εἰκοσιτεσσάρων Ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν Ἐπισκόπων, ποὺ θὰ μετάσχουν. Μήπως εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν στὴ Σύνοδο καὶ ποῦ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες; Ποιὸς γνωρίζει καὶ ποιὸς θὰ μεταφέρει στὴ Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως νὰ τονιστεῖ τὸ γεγονός, ὅτι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτὸς τῶν ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καὶ κληρικοὶ κατωτέρων βαθμῶν, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρίτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθὼς καὶ ὁ πιστὸς λαός. Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θὰ εἶναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρὶς Ὀρθοδόξους. Εἶναι προφανὲς ὅτι μὲ τὸν ἀντιπαραδοσιακὸ αὐτὸ τρόπο τῆς δι’ ἀντιπροσώπων συγκροτήσεως τῆς Συνόδου ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ποὺ θὰ εἶναι ἀνατρεπτικές της Παραδόσεως, ἢ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγω μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ Ἐπισκόπων. 
Παντελῶς ἀβάσιμο θεωροῦμε ἐπίσης τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ παν. Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὅτι δῆθεν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο Πανορθόδοξη, διότι δὲν θὰ συμμετέχει σ’ αὐτὴν ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ «Ἐκκλησία». Ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπομειώνει τὴν καθολικότητά της. Οὐδέποτε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ ἅγιοι Πατέρες διενοήθησαν νὰ προσκαλέσουν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καταδικασμένους ἀπὸ προηγούμενη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο αἱρετικούς, γιὰ νὰ παραστοῦν ὡς μέλη, προκειμένου νὰ προσδώσουν οἰκουμενικὸ κύρος στὴν ὑπ’ αὐτοὺς συγκροτούμενη Σύνοδο. Γιὰ παράδειγμα οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν θεώρησαν ἀναγκαῖο νὰ προσκαλέσουν καὶ τοὺς Ἀρειανούς, γιὰ νὰ παραστοῦν ὡς μέλη τῆς Συνόδου.  
Παντελῶς ἀμάρτυρη στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτη, εἶναι καὶ ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τὸ ὀρθὸν εἶναι ὅτι κάθε ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καὶ ὄχι κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία. Παραλλήλως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται καὶ αὐτὴ μέσα σὲ ἀντιπαραδοσιακὰ πλαίσια. Ἡ παραδοσιακὴ τακτικὴ λήψεως ἀποφάσεων σὲ μία Σύνοδο εἶναι ἡ κανονικὴ ἀρχή, ποὺ ὁρίζει ὅτι «ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω» (ΣΤ΄ Κανὼν τῆς Ἃ΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου).   
Κατόπιν αὐτῶν εὐλόγως τίθενται τὰ ἐρωτήματα: Βάσει ποιῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἢ βάσει ποίων συνοδικῶν ἀποφάσεων οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κατὰ τὴν Σύναξη, ποὺ πραγματοποίησαν στὸ Φανάρι, (6-9 Μαρτίου 2014), ἐθεώρησαν ἑαυτοὺς ἁρμοδίους διὰ νὰ λάβουν τὶς ἀνωτέρω καινοφανεῖς καὶ ξένες πρὸς  τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποφάσεις; Οἱ ἀνωτέρω αὐθαίρετες ἀποφάσεις τῶν Προκαθημένων δὲν ἔρχονται ἄραγε εἰς εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὸν ΛΔ΄ Ἀποστολικὸ Κανόνα ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρῆ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλὴν καὶ μηδὲν τί πράττειν περιττὸν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης…Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τί».
Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀπεφάσισε νὰ συνενώσει τὰ δύο θέματα τῶν Α΄ καὶ Γ΄ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων μὲ τίτλους: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» καὶ «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνηση» σὲ ἕνα μὲ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον». Η Γ΄ Προσυνοδικὴ κατὰ τὴν μελέτη τῶν ἐν λόγω θεμάτων προχώρησε σὲ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι τότε πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας και τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὸ Π.Σ.Ε. Ἡ κριτικὴ αὐτὴ ἀξιολόγηση, ὅπως καὶ ἡ ἀξιολόγηση τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὸ Π.Σ.Ε, ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς, παραδόξως ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κενό, γιὰ τὸ ἐν λόγω κείμενο. Εὐλόγως λοιπὸν τίθεται τὸ ἐρώτημα: Δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατὰ τὴν πιὸ ἐπίσημη καὶ κορυφαία αὐτὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία καλεῖται νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ νὰ ἀποφανθεῖ συνοδικά, νὰ ἐξετάσει καὶ νὰ ἀξιολογήσει τὴν πορεία τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὅπως καὶ τὴν συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε.;Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐν λόγω ἐνημέρωση καὶ κριτικὴ ἀξιολόγηση εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητη, προκειμένου ἡ Σύνοδος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο ἔφθασαν οἱ Διάλογοι καὶ ἀφ’ ἑτέρου  νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία τῶν, ἢ τὸν τερματισμὸ των.Ἡ ἀποσιώπησις καὶ ἡ μὴ ἐνημέρωσις, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ μαρτυρεῖ, παρὰ τὸ ὅτι κάποιοι φοβοῦνται, μήπως ἡ εἰλικρινὴς καὶ δημόσια παραδοχὴ τῆς ἀποτυχίας τῶν Διαλόγων τινάξει κυριολεκτικὰ στὸν ἀέρα ὁλόκληρη τὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ ὁδηγήσει σὲ ὁριστικὸ τερματισμὸ των; Μία τέτοια ὅμως τακτική, κατὰ τὴν ὁποία κάποιοι ἐπιχειροῦν νὰ φιμώσουν τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπουν νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ὑψίστη ἀποστολή της καὶ νὰ ἀποφανθεῖ κυριαρχικὰ καὶ ὑπεύθυνα, πάνω στὸ ἐν λόγω θέμα, μαρτυρεῖ σεβασμό, ἢ καταφρόνηση στὸ Συνοδικὸ Θεσμό;
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ κενὸ ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι στὸ ἐν λόγω κείμενο πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ αἱρέσεις καὶ πλάνες, ὡσὰν αὐτὲς νὰ ἔπαυσαν νὰ ἐμφανίζονται στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ 8ου αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν. Ὅπως εἶναι γνωστό, βασικὴ καὶ πρωταρχικὴ αἰτία συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο ὑπῆρξε ἡ ἀνάγκη συνοδικῆς καταδίκης τῶν ἑκάστοτε ἐμφανιζομένων αἱρέσεων. Δὲν θὰ ἔπρεπε λοιπὸν καὶ στὴν ἐν λόγω Σύνοδο νὰ ἔχει πρωταρχικὴ θέση καὶ πρώτη προτεραιότητα ἡ ἀνάγκη συνοδικῆς καταδίκης ὅλων τῶν μετὰ τὸν 8ον αἰώνα ἐμφανισθεισῶν αἱρέσεων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμό, ἔτσι ὥστε καὶ ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ ἀποτελεῖ ὄντως ὀργανικὴ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας; Στὸ ἐν λόγω Κείμενο, ὄχι μόνο ἀπουσιάζει ἡ παραμικρὴ ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις καὶ πλάνες, ἀλλὰ ἀντίθετα παρουσιάζονται οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν ὡς «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορές, ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (πάρ.11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἑτεροδοξία νὰ ὑπερβοῦν. Πουθενὰ στὸ κείμενο δὲν ἐκφράζεται ἡ ἀγωνία ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν αἱρέσεων, ἀφοῦ ἡ αἵρεση ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β΄ Τίμ.2,18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α΄ Τιμ.1,20) παρασύρει ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β΄ Πετρ.3,16). Οἱ δὲ αἱρετικοὶ χαρακτηρίζονται «ὡς λύκοι βαρεῖς… μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ.20,29).
Πέρα ἀπὸ τὶς παρὰ πάνω γενικὲς παρατηρήσεις, τὸ κείμενο αὐτό, ὅπως εὐστοχότατα παρατηροῦν ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης καὶ ὁ πρώτ. π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσω οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Θεολογικὴ ἀσάφεια ἐπίσης παρουσιάζουν οἱ ἐκφράσεις «διεστῶτες», καὶ  «ἐγγὺς καὶ μακρὰν» (§ 4), διότι δὲν προσδιορίζεται σὲ ποιοὺς συγκεκριμένα ἀναφέρονται. Ἐπίσης ὁ ὅρος «χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες» (§ 6) χρήζει περαιτέρω ἀναλύσεως, διότι ὅπως εὐλόγως ἐρωτᾶ ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος «ποιὰ ἡ διαφορά τους καὶ ποιὸ στοιχεῖο τὶς χαρακτηρίζει, ὥστε ἄλλες νὰ ὀνομάζονται Ἐκκλησίες καὶ ἄλλες Ὁμολογίες; Ποιὰ εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ ἡ αἱρετικὴ καὶ ποία ἡ σχισματικὴ ὁμάδα, ἢ ὁμολογία;». Ἆραγε τὸ κείμενο, ἀναφέρεται μόνο στὶς Ὁμολογίες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σὲ διάλογο, (δηλ. Προχαλκηδόνιοι, Ρωμαιοκαθολικοί,  Παλαιοκαθολικοί, Λουθηρανοί, Ἀγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι), ἢ σὲ ὅλες τὶς «Ἐκκλησίες»-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., (περισσότερες ἀπὸ 345, ἀπὸ Νεστοριανοὺς μέχρι καὶ Κουάκερους, Στρατὸ τῆς Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κόκ); Ἡ ἀνεπίτρεπτη αὐτὴ ἔλλειψη προσδιορισμοῦ καὶ συνεπακόλουθα ἡ γενικότητα καὶ ἡ ἀσάφεια στὴ διατύπωση αὐτὴ καθιστᾶ συνολικὰ τὸ κείμενο ἰδιαίτερα προβληματικό. Εἶναι ὅμως ἐπιτρεπτὸ σὲ τέτοιου εἴδους ἐπίσημα κείμενα οἱ συντάκτες του νὰ μὴν τολμοῦν νὰ διατυπώσουν μὲ σαφήνεια τὴν ἐκκλησιολογία πού πρεσβεύουν; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συντάσσονται κείμενα ποὺ θὰ ἀποτελέσουν πανορθόδοξες ἀποφάσεις ὑψίστου ἐπιπέδου καὶ νὰ παρουσιάζουν τόσες ἀσάφειες, ἀντιφάσεις καὶ διφορούμενες ἐκφράσεις ποὺ ἐπιδέχονται πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες καὶ παρερμηνεῖες; Δὲν θὰ ἔπρεπε τὰ κείμενα αὐτά, τὰ ὁποία πρόκειται στὸ μέλλον νὰ ἀποτελέσουν δογματικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔχουν μία κρυστάλλινη καθαρότητα καὶ διαύγεια νοημάτων καὶ μία θεολογικὴ πληρότητα, ὥστε νὰ ἀποκλείουν κάθε ἐνδεχόμενο παρερμηνείας;
Στὴν  πάρ. 12 ἀναφέρεται: «Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῆ ὀρθῆ πίστει  καὶ ἀγάπη ἑνότητος». Ὡστόσο ἡ ὀρθὴ πίστις δὲν εἶναι κάτι τὸ ζητούμενο, ἀλλὰ δεδομένο καὶ ὑφίσταται μόνο στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ ὀρθὴ διατύπωση θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι: «Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν  Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία». Πουθενὰ ὅμως στὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὴν  Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ἡ αἵρεση καὶ ἡ ὀρθὴ πίστις ἀντιμετωπίζονται ἐπὶ ἴσοις ὄροις καὶ ὅτι τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες τοῦ κείμενου εἶναι ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ μία  οἰκουμενιστικοῦ, ἢ οὐνιτικοῦ τύπου ἑνότητα τῶν «ἐκκλησιῶν».   
Θεολογικὴ σύγχυση προκαλεῖ καὶ ἡ ἀσάφεια στὸ ἄρθρο 20, τὸ ὁποῖο λέγει: «Αἱ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τὴ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β  καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)». Ὅμως οἱ Ἱεροὶ Κανόνες Β-7 καὶ Στ-95 δὲν ἀναφέρονται στοὺς «θεολογικοὺς διαλόγους», ἢ στὴν «ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας» ὁρισμένων Κοινοτήτων μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸν τρόπο  ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία, (μὲ τὴ χρήση τῆς ἀκρίβειας, ἢ τῆς οἰκονομίας), μεμονωμένων αἱρετικῶν, ποὺ μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ φύγουν ἀπ’ αὐτή, ἐντασσόμενοι στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ κείμενο τοῦ Στ-95 (καὶ τοῦ Β-7) εἶναι ἀπολύτως σαφές: «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ  αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων» ταυτίζεται μὲ τὴν «Ὀρθοδοξία» καὶ διαφοροποιεῖται καὶ ἀντιδιαστέλλεται ὀξέως πρὸς αὐτὴ «τῶν αἱρετικῶν»! Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ αἱρετικοὶ πρὶν ἐνταχθοῦν στὴν Ὀρθοδοξία, ὅσο βρίσκονταν στὴν αἵρεση, δὲν ἀνῆκαν στὴ «μερίδα τῶν σωζομένων»! Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς κανόνες ποὺ ἐκφράζουν τὴν φιλάνθρωπη κατ’ οἰκονομία πράξη της, διακηρύσσει ὅτι ἡ «μερίδα τῶν σωζομένων» ταυτίζεται μὲ «τὴν ὀρθοδοξία» καὶ ὄχι μὲ τοὺς «αἱρετικούς». Δυστυχῶς, τὸ κείμενο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπικαλεῖται αὐτοὺς τοὺς Ι. Κανόνες, ἐν τούτοις πουθενὰ δὲν χαρακτηρίζει, ὅπως εἴδαμε, τὶς ἐκτός της Ὀρθοδοξίας Κοινότητες ὡς «αἱρέσεις».
Πέραν αὐτῶν ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν Ι. Κανόνων ποὺ ἐπικαλεῖται ἡ παραγρ. 20 τοῦ Κειμένου, (Β-7 καὶ Στ-95), τὸ μοναδικὸ κριτήριο γιὰ τὴ χορήγηση τῆς οἰκονομίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ἔχει ρητὰ καταγραφεῖ στοὺς συγκεκριμένους Ι. Κανόνες, εἶναι, τουλάχιστον, ἡ τήρηση τοῦ ἀκριβοῦς βαπτιστικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Εἶναι σαφεῖς οἱ κανόνες: στοὺς Εὐνομιανούς, μία ἀπὸ τὶς ἀρειανικὲς παρατάξεις, δὲν χορηγεῖται ὁ κατ’ οἰκονομίαν τρόπος εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία (λίβελος, χρίσμα) ποὺ παρέχεται στοὺς λοιποὺς Ἀρειανούς, διότι, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ κανόνες Β-7 καὶ Στ-95, οἱ Εὐνομιανοὶ εἶναι «οἱ εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Ἡ Ἐκκλησία δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν τριῶν καταδύσεων.  Τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη εἶναι: Γιὰ τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δὲν τηροῦν ὄχι μόνο τὴν τριπλῆ, ἀλλὰ οὔτε καν τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν, καὶ ἁπλῶς βρέχουν τὸ τριχωτὸ μέρος τῆς κεφαλῆς μὲ λίγες σταγόνες νερό, μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τοὺς Β-7 καὶ Στ-95 γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε σήμερα ὡς γενικὸ κανόνα ἐφαρμοζόμενο σὲ ὅλους τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ὀρθοδοξία;
Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω ὅτι οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ υἱοθετήσουν τὴν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ νομοθετήσουν ἔτσι ὡς δόγμα τὴν θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» κατ’ ἀπομίμηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, περικόπτουν ὅ,τι δὲν τοὺς βολεύει ἀπὸ τοὺς Ι. Κανόνες Β-7 καὶ Στ-95  καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ “τραβάνε” γιὰ νὰ τὸ φέρουν στὰ μέτρα τους: πχ. α) ἐπειδὴ ἡ κατ’ ἀκρίβεια πράξη τοῦ (ἀνὰ)βαπτισμοῦ ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Β-7 καὶ Στ-95  γιὰ τοὺς προσερχόμενους ἀπὸ τὶς περισσότερες αἱρέσεις δὲν τοὺς ἐξυπηρετεῖ, τὴν παραθεωροῦν ἐντελῶς, οὔτε καν τὴν ἀναφέρουν. β) Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες ἡ τριπλή κατάδυση στὸ βάπτισμα εἶναι βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας, ἀλλὰ δὲν βολεύει στοὺς οἰκουμενιστικοὺς σχεδιασμούς, σιωποῦν τελείως. γ) Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ μὲ τὶς ἄλλες βασικὲς προϋποθέσεις ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας, τὴν ἀπόταξη τῶν αἱρέσεων, τὴν καταδίκη τῶν αἱρεσιαρχῶν καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ συνόλου τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας. Καὶ ἐδῶ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς τὶς περιφρονοῦν.  δ) Οἱ κανόνες μιλᾶνε γιὰ «αἱρέσεις»,  ὅμως τέτοια ὁρολογία εἶναι “ξένη” στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖ, ὅποτε τὴν “περικόπτουν”. ε) «Ξεχειλώνουν» τὴν οἰκονομία, ὅπως καὶ ὅσο τοὺς βολεύει, γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουν ἐκεῖ ὅπου οὐδέποτε μέχρι σήμερα τὴν ἀξιοποίησε ἡ Θεολογία καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας!
Τέλος, στὸ ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τὴ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπεκύρωσε, ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο τοῦ δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τοὺς ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὅποτε ὡς σὺν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι ὁ «συνοδικὸς Θεσμὸς» δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ὁλοκλήρου του Σώματος τῆς Ἐκκλησίας: οἱ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀνήκουν στὸ ἐν στενὴ ἐννοία συνοδικὸ «Σῶμα», ἐν τούτοις, ἀκριβῶς στὰ πλαίσια τοῦ «συνοδικοῦ θεσμοῦ», καλοῦνται νὰ ἐπικυρώσουν, ἢ νὰ ἀπορρίψουν τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεκδοχικὰ ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴ Σύνοδο. Αὐτὸ ἔχει ἀποδείξει ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ὁ «συνοδικὸς θεσμὸς» ὡς συμμετοχὴ ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἔκφραση τῆς ἀλάθητης ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως Τῆς ἀποτελεῖ τὸν «ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως».
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης προσδιορίζει τὰ κριτήρια ὀρθοδοξίας τῆς Συνόδου: «Σύνοδος τοίνυν οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τὲ καὶ ἱερεῖς, καν πολλοὶ ὦσιν. Κρείσσων γὰρ εἰς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἢ μύριοι παραβαίνοντες,  ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν  τὴ εἰρήνη καὶ φυλακὴ τῶν κανόνων». Σὲ ἐπιβεβαίωση τοῦ Στουδιτικοῦ λόγου ἔχουμε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πάμπολλες περιπτώσεις ἁπλῶν πιστῶν καὶ μεμονομένων ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀγωνίστηκαν μόνοι τους ἐναντίον πατριαρχῶν καὶ ψευτοσυνόδων! Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὡς ἁπλὸς μοναχός,  ἀγωνίστηκε μόνος του μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς «γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως».  Τί νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀλλοτριωμένο «συνοδικὸ σύστημα» τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀρνήθηκε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Γραικολατίνους «Ὀρθοδόξους», τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς ὁμόφρονές του ἐπισκόπους;
Τὸ κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) καὶ στὴ συμβολή του στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση μὲ ἔκδηλο ἐνθουσιασμό, ἐπισημαίνοντας ὅτι «αἱ Ὀρθόδοξοι κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ ΠΣΕ μετέχουν πλήρως καὶ ἰσοτίμως …καὶ συμβάλλουν δὶ’ ὅλων τῶν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). 
Ὡστόσο αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της, συνιστᾶ «μίξιν ἄμικτον καὶ τέρας ἀλλόκοτον». Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ καθηγητὴς  Μουρατίδης: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική της ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τὴ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. προσκρούει «ἃ πριόρι» καὶ ἐξ’ ἀπόψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τουτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Διότι ἀλλεπάληλλα καὶ βεβαίως ἀναπάντητα παραμένουν ἐν προκειμένω τὰ ἐρωτήματα: Πὼς συμβιβάζεται ἡ ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας διεκδικουμένη ἀποκλειστικὴ ὑπ’ αὐτῆς ταύτησις μετὰ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν συμμετοχὴν αὐτῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε;…Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μία ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ συμμετέχη ὡς μέλος, νὰ ἐντάσσεται μετὰ τῶν ἄλλων αἱρέσεων ἰσοτίμως καὶ ἐκ πολλῶν ἀπόψεων νὰ τίθεται εἰς ἀπείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν ἔναντι τῶν αἱρέσεων, εἰς ἕνα κανονισμὸν καὶ νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς πλειοψηφίας τῶν αἱρετικῶν; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Μία, Ἁγία Ἐκκλησία νὰ μετέχει ἑνὸς ὀργανισμοῦ, ἐντός του ὁποίου νὰ συνεργάζεται μεθ’ αἱρετικῶν, νὰ συμπροσεύχεται μετ’ αὐτῶν καὶ νὰ λαμβάνει θέσιν ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν ὡς ἐκπροσώπων τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως εἰς τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητος; Ἢ τὸ ἔτι χεῖρον, νὰ συντάσσωνται θεολογικὰ κείμενα ὑπὸ αἱρετικῶν καὶ ἐν πλήρει σχεδὸν ἀπουσία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ νὰ ἐκπροσωποῦν τρόπον τινὰ τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Καθολικὴν Ἐκκλησίαν; Ἔτι πλέον. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ μετέχει εἰς ἕνα ὀργανισμόν, ἡ συμμετοχὴ εἰς τὸν ὁποῖον νὰ συνεπάγηται τὴν ἀλλοτρίωσιν θεμελιώδους δικαιώματος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ δηλαδὴ καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐξ’ ἢς ἀπεσχίσθησαν, δεδομένου ὅτι ὡς γνωστόν, βασικὴ ὑποχρέωσις τῶν μετεχουσῶν εἰς τὸ Π.Σ.Ε. «Ἐκκλησιῶν» εἶναι καὶ ἡ μὴ ἄσκησις προσηλυτισμοῦ; Τέλος δέον ἰδιαιτέρως νὰ ὑπογραμμισθῆ τὸ γεγονός, ὅτι διὰ τῆς συμμετοχῆς τῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε. ἡ Ὀρθοδοξία παρητήθη κατ’ οὐσίαν τῆς οἰκουμενικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ὑπὲρ τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπερ καὶ κατὰ τὴν γνώμην μου συνιστᾶ τὸ μέγιστον καὶ πλέον ὀδυνηρὸν πλῆγμα κατὰ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον εἶναι κεκλημένη νὰ ἐπιτελέση ἐν μέσω τοῦ συγχρόνου κόσμου».  Πάνω στὸ ἴδιο θέμα ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς παρατηρεῖ: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χρι-στοῦ, νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Π.Σ.Ε; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία». 
Γίνεται ἐπίσης λόγος στὸ κείμενο γιὰ «μαρτυρία τῆς ἀληθείας» (§ 17).  Ὡστόσο τὰ γεγονότα μαρτυροῦν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Στὸν ὀργανισμὸ τοῦ Π.Σ.Ε, στὸν ὁποῖο δεσπόζει ἀσφυκτικὰ ὁ Προτεσταντισμὸς ἀπὸ ἀριθμητικῆς πλευρᾶς, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ἀδύνατον ὅπως εἶναι ἑπόμενο, νὰ ἔχουν τὸν ἔλεγχο τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀποφάσεών του. Σύντομα διαπιστώθηκε στοὺς διαλόγους καὶ στὰ παγκόσμια οἰκουμενιστικὰ συνέδρια, τὸ ἀμετακίνητό της γνώμης  καὶ ἡ πεισματώδης ἐπιμονή τους στὶς ποικίλλες αἱρετικές τους διδασκαλίες. Ἡ στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων στὰ πρῶτα συνέδριά του ἦταν πράγματι ὁμολογιακή. Τὰ πράγματα ὅμως στὴν συνέχεια ἄλλαξαν. Ἡ ἀρχικὴ δυνατότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ διακηρύσσουν μὲ κοινὴ δήλωση, ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπαγορεύτηκε μετὰ τὴν Γ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε.  στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961, καὶ ἐπιβλήθηκε ἡ ἄποψη νὰ συντάσσονται καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες. Προϊόντος του χρόνου ἡ προβληματικὴ κατάσταση ἀνάμεσα στὸ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους ἔγινε πιὸ αἰσθητὴ στὰ παγκόσμια οἰκουμενιστικὰ συνέδρια τοῦ San Antonio (Μάϊος 1989) καὶ τῆς Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως ὅμως στὴν ἕβδομη Γενικὴ Συνέλευση στὴν Camperra τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1991, ὅπου διαφάνηκε ξεκάθαρα ἡ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη προσέγγιση τοῦ Τριαδολογικοῦ δόγματος καὶ κυρίως τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ σὲ ἐπικρατοῦσες τάσεις ἐντός τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου…Ἐπίσης ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴ λήψη ἀποφάσεων ἐντός του Π.Σ.Ε, ἔστω καὶ ἄν ἀναβαθμίστηκε μετὰ τὸ 2002, ἦταν περορισμένη καὶ στὴν οὐσία ἀδύναμη νὰ ἐπηρεάση τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς καὶ ἀποφάσεις ἐπὶ οὐσιαστικῶν θεμάτων, ἐξ’ αἰτίας τῆς πληθώρας τῶν ψήφων ποὺ κατεῖχαν, ἀλλὰ καὶ κατέχουν οἱ διάφορες προτεσταντικὲς ὁμάδες-μέλη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ συζητοῦνταν θέματα ἄσχετα πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη προβληματική. Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση αὐτὸ ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἀμφισβητεῖται εἶναι ἡ ὕπαρξη ἀποτε-λεσμάτων ὕστερα ἀπὸ πολύχρονη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε.  Tόν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ μεγάλων Ὀρθοδόξων Θεολόγων, ποὺ ἐκπροσώπησαν τὴν Ὀρθοδοξία στὸ Π.Σ.Ε, γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη δυνατότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας, ἀρχίζει σιγὰ σιγὰ νὰ διαδέχεται δισταγμός, ἀπογοήτευσις καὶ ἐπιφυλακτικότης. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἐτόλμησαν νὰ ἐκφράσουν τὴν διαφωνία τους μὲ τὴν οἰκοῦμε-νιστικὴ γραμμὴ τοῦ Φαναρίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ παραίτηση τοῦ (καθηγητοῦ) Ἰωάννη Καρμίρη καὶ ἄλλων καθηγητῶν (Μ. Φαράντος, Στύλ. Παπαδόπουλος κ.α.) ἀπὸ τοὺς Διαλόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση πολλῶν καθηγητῶν ἀπέναντί τους λέγουν πολλά». Σὲ ἄλλο σημεῖο παρατηρεῖ: «Ἀντὶ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἐφθάσαμε στὴν ἀποδοχὴ στὴν πράξη τῆς ‘βαπτισματικῆς Θεολογίας’, τῆς ‘Θεολογίας τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), τῆς ‘κοινῆς διακονίας’ τῆς ‘διευρυμένης Ἐκκλησίας’ καὶ τοῦ ‘πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ’, ὅπως ὀρθότατα ἔχει ἐπισημανθεῖ…ὁ  Οἰκουμενισμὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς τοῦ ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ποὺ δέχονται ὅμως ἀφόρητη πίεση. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν οἰκουμενιστῶν μας γιὰ μία δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται, διότι ‘αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ’». Σχετικὰ μὲ τὴν στάση τοῦ π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ: «Ἡ στάση τοῦ π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, ἔναντί του Π.Σ.Ἐ ἦταν ἰδιαιτέρως πατερικὴ καὶ ἁγιογραφική. Συνεχῶς ἐπέμενε στὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἁγία Γραφὴ μέσω τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἡγετικὲς θέσεις τοῦ ΠΣΕ καὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως».  Ὁ καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας Στύλ. Παπαδόπουλος ἐπισημαίνει μὲ ἀπογοήτευση: «Οἱ διάλογοι: αὐτονόητοι, ἀναποτελεσματικοὶ καὶ προβληματικοί».  Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν διαπιστώσεών του σχετικὰ μὲ τοὺς Διαλόγους παρατηρεῖ: «Δὲν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ὁμολογία νὰ ἐγκαταλείψει στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διαλόγων…Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικὲς πλευρὲς  δυνατὸν νὰ δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας  νὰ ἀλλάξουν. Ποτὲ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους». Ὁ καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας τὸ 1971 ἐσχολίαζε: «Ἡ ὑπὸ τοὺς σημερινοὺς ὅρους  συμμετοχή μας εἰς τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐὰν δὲν ἐξασφαλιστεῖ, καθ’ οὖς ὅρους αὐτὸς ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τὸ νὰ φέρωσιν αἳ ἐνέργειαι καὶ ἀποφάσεις τοῦ συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχὶ τὴν προτεσταντικὴν ἀλλὰ τὴν Ὀρθόδοξον σφραγίδα ἐνδείκνυται νὰ ἀποχωρίσωμεν». Ἀποκαλυπτικὲς ὅσο καὶ ὀδυνηρὲς εἶναι ἐπίσης οἱ διαπιστώσεις τοῦ καθηγητοῦ π. Θεοδώρου Ζήση: «Ἡ ὑπερπεντηκονταετὴς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν στὸ Π.Σ.Ε, μέσα στὴν πανσπερμία, στὸ πλῆθος καὶ στὴν θεολογικὴ ἀναρχία καὶ σύγχιση τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, συνδεόμενη οὕτως ἢ ἄλλως στὴν πράξη, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις, μὲ ἐκκλησιολογικὲς παραχωρήσεις, συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρή-σεις, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀθροιστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκώμενη καρποφορία. Ἐξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀριθμητικά, δὲν εἴχαμε καμιὰ δυνατότητα μὲ τὸν ἐλάχιστο ἀριθμὸ ψήφων ποὺ διαθέταμε νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις… Νομιμοποιήσαμε ἐκκλησιολογικὰ μὲ τὴν παρουσία μας τὶς ποικίλες προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ παραφυάδες ὡς ‘ἐκκλησίες’, καὶ ὁδηγήσαμε σὲ εὐτελισμὸ καὶ ξεγύμνωμα τὴν ‘νύμφην Χριστοῦ’, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα, τὴν ἐδόξασε καὶ τὴν λάμπρυνε ὑπὲρ τὸν ἥλιον».  Στὴν ἴδια γραμμὴ καὶ στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινοῦνται καὶ οἱ διαπιστώσεις καὶ ἐκτιμήσεις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τόσο σὲ παλαιότερα ὑπομνήματά τους πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσον ἐπίσης καὶ στὸ πρόσφατο της Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγίου Ὅρους, ποὺ ἀπεστάλη τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2007, ἐπισημαίνουν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ θεολογικὴ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν γίνεται δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τοῦ Π.Σ.Ε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 60ετή ἱστορία του καὶ ἀπὸ τὴν πολὺ μακρύτερη ἱστορία τῶν ὀρθοδοξοπροτεσταντικῶν ἐπαφῶν. Ὅλα δείχνουν, ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ ὁμογενοποίησις τῶν ἐκκλησιῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ». Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἁγιορειτικοῦ κειμένου ἐπισημαίνεται: «Τὸ Π.Σ.Ε. ὅπως λειτουργεῖ σήμερα εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικὸς  μηχανισμός, ποὺ ἀμβλύνει τὸ δογματικὸ αἰσθητήριο καὶ κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακὴ ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα».  
Θετικὰ ἐπίσης ἀξιολογεῖται ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (1950) τοῦ Π.Σ.Ε. γιὰ τὴν ὁποία σημειώνεται «ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης ‘‘Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν’’ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον» (§ 19). Ὡστόσο στὴ δήλωση αὐτὴ (§ 2) τονίζεται ρητῶς ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας». Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»; Ἤ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (ὅπως ἐννοεῖται στὸ τὸ Π.Σ.Ε.) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ;
Μὲ ἱκανοποίηση ἐκφράζεται στὸ κείμενο ὅτι ἐγκρίθηκε ἡ εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε.» (§ 17). Καὶ ὅμως μὲ τὴν εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» μεταξὺ ἄλλων ἐγκρίθηκαν καὶ προτάσεις γιὰ «ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ» καὶ «διομολογιακὴ κοινὴ προσευχή», ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ κανονικὴ τάξη, καὶ ἀποβλέπουν νὰ προαγάγουν τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του μὲ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις.
Ἐπίσης τὸ κείμενο ἀξιολογεῖ θετικὰ τὴ «θεολογικὴ προσφορὰ» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε, γιὰ τὴν ὁποία γράφει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς ‘Πίστις καὶ Τάξις’ καὶ μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τὴν μέχρι τοῦδε θεολογικὴν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα, τὴ σπουδαῖα συνεργία καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων, τὰ ὁποία ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». (§ 21). Ἐπὶ τὴ βάσει ὅμως ποίων δεομένων καὶ ποίων στοιχείων οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου φθάνουν σ’ αὐτὰ τὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα; Πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ θετικὴ ἀξιολόγηση, ὅταν γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα ἔχουν διατυπώσει κατ’  ἐπανάληψιν πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις, ποὺ ἔχουν μάλιστα καταγραφεῖ ἀκόμα καὶ στὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Πανορθόδοξης Προσυνοδικῆς Διασκέψεως; Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὴν παρατήρηση τοῦ Τρανσυλβανίας Ἀντωνίου, (Πατριαρχείου Ρουμανίας), στὴν ὡς ἄνω Διάσκεψη: «Κατὰ τὸ θέρος αὐτὸ (1986), προεδρεύων τῆς συνελεύσεως τοῦ Τμήματος Ἰ τοῦ Π.Σ.Ε, διεπίστωσα ὅτι ὑπάρχουν πολλαὶ ἐπιφυλάξεις διὰ τὸ κείμενον τοῦ Β.Ε.Μ. (Βάπτισμα-Εὐχαριστία-Ἱερωσύνη). Καὶ ἡμεῖς εἰσέτι, ὅτε ἠξιολογήσαμεν τὸ κείμενον τοῦτο ἐν Βοστώνη, διεπιστώσαμεν ὅτι ὑπάρχουν εἰσέτι ἀδιευκρίνιστα σημεῖα, ἴδια εἰς τὸν τομέα τῆς Ἱερωσύνης»  (Συνοδικὰ ΙΧ,  σ. 145). Ἐπίσης ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρός Χριστόδουλος, ὡς Μητροπολίτης Δημητριάδος, ἐδήλωσε: «ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου ἔχουν γίνει καὶ ἀρνητικαὶ κριτικαὶ τοῦ κειμένου τοῦ “Β.Ε.Μ”, ἡ δὲ ἡμετέρα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἠρνήθη νὰ συμμετάσχη εἰς τὴν διαδικασίαν τὴν ὁποίαν  τὸ Π.Σ.Ε. ἔθεσε, δηλαδὴ νὰ γίνη ἀποδοχὴ τοῦ κειμένου αὐτοῦ» (Συνοδικὰ ΙΧ, σ. 150). Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα», ὅταν αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα εἶναι ἀλλότρια της ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης καὶ γεμάτα ἀπὸ προτεσταντικὲς κακοδοξίες;
Πέραν αὐτῶν πὼς δικαιολογεῖται στὸ ἐν λόγω κείμενο νὰ μὴν καταδικάζονται ρητῶς, ἀλλὰ νὰ ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα τὰ ὁποῖα συναντοῦμε στὸ Π.Σ.Ε, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς Ὁμολογίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. κ.ο.κ., πρακτικὲς οἱ ὁποῖες εἶναι πρόσφατοι καρποὶ τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας; Περιποιεῖ ἄραγε τιμὴ στὴν Ἐκκλησία μας τέτοια ἀτολμία στὴ διατύπωση τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὰ ὅσα ἀνίερα λαμβάνουν χώρα στὸν ἐπίσημο φορέα τοῦ Προτεσταντισμού, τόν  Π.Σ.Ε; Καὶ πὼς ἔχουν τὴ  ἀπαίτηση οἱ συντάκτες τοῦ κείμενου νὰ δεχθεῖ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔδωσε καὶ δίδει μέχρι σήμερα μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Π.Σ.Ε. τὴν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν  μαρτυρία ἀδυνατεῖ νὰ τὴ δώσει καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ὑψίστη στιγμὴ τῆς συνοδικῆς ἐκφράσεώς της;
Τί νὰ ποῦμε ἐπίσης καὶ γιὰ τὰ ἐπίσημα κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε; Περιοριζόμαστε μόνο σὲ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πόρτο Ἀλλέγκρε (2006) : «Κάθε ἐκκλησία [σσ. ὑπὸ τὸν ὄρο «Ἐκκλησία» ἐννοοῦνται καὶ ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες ποῦ συμμετέχουν στὸ ΠΣΕ] εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἁπλὰ μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη [ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία]. Κάθε ἐκκλησία πληροὶ τὴν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες ...  Ἀκόμη καὶ τώρα ποῦ ἡ συμμετοχὴ στὴν ἴδια Εὐχαριστία δὲν εἶναι πάντοτε δυνατή, οἱ διηρημένες ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴν [μεταξύ τους] ἀμοιβαία ἐκτίμησι  καὶ ὄψεις τῆς καθολικότητος … Ὁ ἕνας  χωρὶς  τὸν ἄλλον εἴμαστε  πτωχότεροι». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ δυστυχῶς- καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε, ἀναγνωρίσαμε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν “καθολικότητα” (=πληρότητα ἀληθείας) τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων καὶ ἐπιπλέον διακηρύξαμε ὅτι ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἂν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, γιατί χωρὶς αὐτὲς εἴμαστε… «πτωχότεροι»! Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὴ ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θέσις ἑδράζεται καὶ στὸ κείμενο Β.Ε.Μ. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις», στὸ ὁποῖο ἀμφισβητεῖται ρητὰ ἀκόμα καὶ ἡ «καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ intercommunio: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς τῶν τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὁλογώτερον ἔκδηλος».
Εἶναι λοιπὸν φανερό, μετὰ ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀναφέραμε, ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἐπίπλαστη.
Στὸ ἐν λόγω κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, στὴν 5η παράγραφο, (σέλ.3), διασαφίζεται, πῶς ἐννοοῦν καὶ πῶς βλέπουν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ  αὐτὴ ἡ «συμβολὴ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νὰ συμβάλλουν εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν καὶ συνεργασίαν, [προφανῶς μέσω τῶν Διαθρησκειακῶν Συνεδρίων καὶ Διαλόγων], δι’ αὐτῆς δὲ εἰς τὴν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς καὶ τοιουτοτρόπως εἰς τὴν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος».
 Στὸ ἴδιο Κείμενο γίνεται ἐπίσης λόγος περὶ εἰρήνης στὸ Γ΄ κεφάλαιο μὲ τίτλο: «Περὶ εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης» καὶ στὸ Δ΄ μὲ τίτλο: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου». Στὰ παρὰ πάνω κεφάλαια γίνεται προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰ ἐφαρμοσθοῦν οἱ περὶ εἰρήνης βιβλικὲς καὶ πατερικὲς ἀναφορὲς μὲ τὴν κοσμική τους σημασία, προκειμένου ἔτσι νὰ δικαιολογηθεῖ ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου καὶ στὴν ἑδραίωση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης. Ὡστόσο ὁ ὅρος «εἰρήνη» ἔχει μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας χαρισματικὸ περιεχόμενο, ποῦ διαφοροποιεῖται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ σημασία, ποῦ ἀποδίδεται σ’ αὐτόν. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει, ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ τρομοκρατικὲς ἐνέργειες δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας, καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τότε μόνον θὰ ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει ἐν μετανοία μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ φυλάξει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει μὲν τὸν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικὸ ὀργανισμό, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγκλωβιστεῖ σὲ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καὶ ἐκφυλίζεται, χάνει τὴν σωτηριολογικὴ τῆς ἀποστολή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ποῦ σκοπὸ ἔχει νὰ προσλάβει καὶ νὰ θεώσει τὸν κόσμο, καὶ ὄχι νὰ γίνεται ἡ ἴδια κόσμος. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εἰρηνεύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ποῦ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ συνέχεια μεταξύ τους. Νὰ προσφέρει τὸν Χριστό, τὸν μόνον εἰρηνοποιόν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ εἰρήνη ἠμῶν» (Ἔφ.2,14) κατὰ τὸν ἀπόστολο. Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὴν ἀντιδιαστέλλει ἀπὸ τὴν κοσμικὴ εἰρήνη: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμίν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμὶν» (Ἰω.14,27). Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε κατενόησαν τὴν ἀποστολή τους, ὅπως τὴν κατανοοῦν σήμερα οἱ πρωτεργάτες τῶν Διαλόγων. Οὐδέποτε διανοήθηκαν νὰ συμμαχήσουν καὶ νὰ συνεργαστοῦν μὲ ἄλλες θρησκεῖες καὶ αἱρέσεις γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν μία κοσμικοῦ τύπου παγκόσμια εἰρήνη, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τοὺς παραπάνω  λόγους τοῦ Κυρίου.
Ἐπικαλεῖται ἀκόμη τὸ Κείμενο, (Α΄ κέφ. § 6), τὸ βιβλικὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Θεοῦ ἐσμὲν συνεργοὶ» (Α΄ Κόρ.3,9) γιὰ νὰ θεμελιώσει βιβλικὰ τὴν ἀνάγκη συνεργασίας τῆς Ἐκκλησίας «μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως τῶν ἀγαπώντων τὴν ἀληθῆ εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῶ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπὶ τοπικοῦ, ἐθνικοῦ, καὶ διεθνοῦς ἐπιπέδου». Προφανῶς μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους «καλῆς θελήσεως» συμπεριλαμβάνονται καὶ ἄνθρωποι κάθε θρησκεύματος. Ὡστόσο τὸ παραπάνω χωρίο τοῦ ἀποστόλου τοποθετεῖται καὶ ἑρμηνεύεται μόνο σὲ καθαρὰ ἐκκλησιολογικὰ πλαίσια καὶ οὐδέποτε βεβαίως σὲ πλαίσια διαθρησκειακά.  Συνεργασία σὲ διαθρησκειακὸ ἐπίπεδο μὲ βάση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, οὔτε δυνατὴ εἶναι, οὔτε ἐπιτρεπτή. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνεργαστοῦμε  μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, πού βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσωμε τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6,14). Ποιὰ ἐπικοινωνία, καὶ κατὰ συνέπεια, ποιάς μορφῆς συνεργασία, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεταξύ τοῦ φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν; Ἀσφαλῶς καμία. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς δυστυχῶς, ἀγνοοῦντες καὶ διαγράφοντες θεληματικὰ τὶς παρὰ πάνω διδασκαλίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ τὴν ἰδίαν διδασκαλίαν «ζητοῦντες στῆσαι», τῆ διδασκαλίᾳ τοῦ Θεοῦ «οὒχ ὑπετάγησαν» (πρβλ. Ρώμ. 10,3). Ὁραματίζονται μία κοσμικοῦ τύπου εἰρήνη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους, στὴν ὁποία «τὸ νενοσηκώς» σῶμα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν δὲν θὰ «ἀποτέμνηται», οὔτε «τὸ στασιάζον» θὰ χωρίζεται, ἀλλὰ θὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ ὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!
Στὴν ἴδια παράγραφο τοῦ ἰδίου κεφαλαίου (Α΄ κέφ. § 6), μνημονεύεται καὶ ὁ Μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου «Μακάριοι  οἱ εἰρηνοποιοὶ» (Μάτθ.5,9), ὡς «ἐντολὴ Θεοῦ». Ὡστόσο τὸ ἔργο τῶν εἰρηνοποιῶν, τοὺς ὁποίους μακαρίζει ἐδῶ ὁ Κύριος, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς εἰρηνευτικὲς προσπάθειες ποῦ καταβάλλουν οἱ συμμετέχοντες στὶς Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις καὶ Διαλόγους. Οἱ εἰρηνοποιοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Κύριος εἶναι οἱ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νὰ συμφιλιώσουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεόν. Ὁ ἄνθρωπος, ὑποδουλωμένος στὰ πάθη καὶ στὴν ἁμαρτία, εὑρίσκεται σὲ κατάσταση ἔχθρας μὲ τὸν Θεὸν καὶ ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Παύλου: «Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῶ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῶ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα ἐν τὴ ζωὴ αὐτοῦ» (Ρωμ.5,10). Ὅταν δὲ ἐπιτευχθῆ αὐτὴ ἡ καταλλαγὴ διὰ τῆς πίστεως, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τὸ ἀγαθόν της εἰρήνης: «Δικαιωθέντες οὒν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», (Ρωμ.5,1).Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς τὸ ἔργο τῆς καταλλαγῆς ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ποτὲ μέσα στὸν χῶρο τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως σὲ συνεργασία μὲ ἄλλες θρησκεῖες.
Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος πάντοτε κακός. Ὑπάρχει κακὴ εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μὲ τὴν πλάνη καὶ προδίδουμε τὴν πίστη καὶ καλὸς πόλεμος, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ», (Ματθ.10,34-36).ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει: «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου, (τῆς Βαβέλ), τὴν κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησε εἰρήνην».
Στὸ κείμενο γίνεται ἐπίσης λόγος γιὰ «συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου». (Α΄ κεφ. § 5). Ἀλλὰ καὶ στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους κατὰ κόρον τονίστηκε καὶ προβλήθηκε τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καὶ συμφιλιώσεως τῶν λαῶν καὶ τῶν θρησκειῶν. Ἡ Ὀρθοδοξία οὐδέποτε ἀρνήθηκε τὴν συνύπαρξη καὶ συμβίωση μὲ ἀνθρώπους διαφορετικῶν πίστεων, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τῆς τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, «εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (12,18). Ὡστόσο τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν», (Ἰω.15,20), ἢ μὲ τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», (Β΄ Τίμ.3,14). Εἶναι ἀδύνατον ὁ πιστός, πού πραγματικὰ θέλει νὰ ζήσει τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ νὰ συμβιώσει εἰρηνικὰ μὲ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀποστασίας, διότι ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο τὸ ἀπέκλεισε ὁ Χριστός, ὡς νόμο πνευματικό.
Ἐπισημαίνουμε ἀκόμη τὸ γεγονὸς  ὅτι πουθενὰ στὸ ἐν λόγω κείμενο δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀπαγορεύσεως τῶν συμπροσευχῶν, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔστω καὶ σιωπηρῶς ἐγκρίνονται καὶ προωθοῦνται.
Κατακλείοντες καὶ τὸ ἐν λόγω κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, ἐπισημαίνουμε, ὅτι ἡ πείρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων ἀπέδειξε τὴν πλήρη χρεοκοπία τους. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν Διαλόγων αὐτῶν, ὁ ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνον δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸν ἐπὶ πέντε χρόνια πόλεμο στὴ Συρία, τὸν πόλεμο στὸ Ἰρὰκ καὶ τὰ συνεχῶς αὐξανόμενα κρούσματα τρομοκρατίας, ἀπότοκα του ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὴν Βόρειο Ἀφρική, ἀλλὰ καὶ σὲ χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως πρόσφατα στὴ Γαλλία, ὅπου δολοφονοῦνται χιλιάδες ἀθώα θύματα χριστιανῶν ἀπὸ φανατικοὺς Τζιχαντιστὲς μουσουλμάνους.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῶν Προκαθημένων (21-28.1.2016) θὰ προσκληθοῦν νὰ παραστοῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἐκπρόσωποι τοῦ Παπισμοῦ, τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ ὁρισμένων Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν. 
Ὡστόσο ποτὲ στὴ δισχιλιόχρονη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὶς Τοπικὲς ἢ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν ὑπῆρχαν «παρατηρητὲς» ἑτερόδοξοι, ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Μόνο στὶς δύο παπικὲς συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τὸ καθεστὼς τῶν «παρατηρητῶν». Εἶναι ἐπιτρεπτὸ ὅμως ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος νὰ ἔχει ὡς πρότυπο τὶς παπικὲς πρακτικές, μεθόδους καὶ μεθοδεύσεις; Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη φανέρωση καὶ ἔκφραση τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος Χριστοῦ, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ συνέδριο ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων, οὔτε σὲ μία ἁπλὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση-συνάντηση μὲ κριτήρια καὶ στοχεύσεις «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρετικοὶ ἐκαλοῦντο καὶ παραστοῦν στὶς Συνόδους ὄχι τιμητικὰ ὡς «παρατηρητές», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦν, ἢ νὰ ἐκφράσουν τὴν μετάνοιά τους, καί, ἂν ἐνέμεναν στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καθαιροῦνταν, ἀναθεματίζονταν, ἐκδιώκονταν τῆς Συνόδου καὶ δὲ συμμετεῖχαν στὴ συνέχεια τῶν ἐργασιῶν της. Ἡ τιμητικὴ παρουσία στὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο ὡς «παρατηρητῶν», ἐκπροσώπων αἱρετικῶν Κοινοτήτων καὶ Ὁμολογιῶν ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν πατερικὴ συνείδηση καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, νομιμοποιεῖ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση καὶ οὐσιαστικὰ ὑποσκάπτει τὸ κύρος τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Σύνοδος ἡ ὁποία δὲν διαστέλλει «ἀναμέσον βεβήλου καὶ ἁγίου» (Ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ πλάνη, νομιμοποιώντας ἐκκλησιαστικὰ τὴν αἵρεση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκπίπτει σὲ ψευδοσύνοδο. 

                                                                                                +ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

1 σχόλιο:

  1. Ωραιο το συμπερασμα,οτι συνοδος που νομιμοποιεί την αιρεση,δεν μπορει να είναι πραγματικα Ορθοδοξη ,αλλα εκπιπτει σε ψευτοσυνοδο.
    Ορθοδοξοτατο το κειμενο του Αγιου Πειρεως Μητροπολιτου Σεραφειμ ,ο οποιος σε δυσκολους καιρους ορθοτομη εν κυριολεξια το Λογο της Αληθειας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή