6 Νοε 2015

Ο 12ος Ψαλμός (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)

          ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
   ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015
1. Τό κήρυγμά μου σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά ἀναφέρεται στόν 12ο Ψαλμό. Ὁ ποιητής τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ ἀρχίζει μέ μία ἀπογοητευτική κραυγή: «Ἕως πότε, Κύριε;» (στίχ. 2). Πόσες φορές δέν ἔχουμε ἐκβάλει καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν κραυγή αὐτή, ἀλλά καί τήν ἔχουμε ἀκούσει ἀπό τούς ἄλλους; Ὁ ποιητής μας παραπονεῖται στόν Θεό ὅτι τόν λησμόνησε ἐντελῶς («ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος;») καί ὅτι συνεχῶς ἀποστρέφει τό πρόσωπό Του ἀπ᾽ αὐτόν (στίχ. 2β). 

Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας φαίνεται ὅτι βασανίζεται «ἡμέρας καί νυκτός» (στίχ. 3), χωρίς ὅμως νά μᾶς λέει τόν λόγο τῶν βασάνων του, τῶν «ὀδυνῶν» του. Μᾶς μιλάει ὅμως παρακάτω γιά «ἐχθρό» του, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι τόν ἔχει καταβάλει, γι᾽ αὐτό καί παραπονεῖται λέγοντας: «Ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾽ ἐμέ;» (στίχ. 3β). Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὅψιν τήν ἐπιγραφή τοῦ Ψαλμοῦ, ὅτι αὐτός γράφτηκε ἀπό τόν Δαβίδ, τότε θά ποῦμε ὅτι ὁ ἐχθρός ἐδῶ εἶναι ὁ Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ξέρουμε (βλ. Α´ Βασ. 27,1 ἑξ.), ἐδίωκε πραγματικά τόν Δαβίδ καί τόν ἀνάγκαζε νά καταφεύγει πότε στόν Ἀγχούς, τόν βασιλέα τῆς Γέθ, πότε στό σπήλαιο Ὀδαλλάμ, πότε στήν Μασσηφάτ τῆς Μωάβ καί πότε στήν ἔρημο Μασαρέμ, στό ὄρος Ζίφ.
2. Στά κυνηγητά ἀπό τόν ἐχθρό του ὁ ποιητής μας καταφεύγει στόν Θεό καί ἀφοῦ τοῦ λέγει τόν πόνο του μέ τό «ἕως πότε, Κύριε;», τόν παρακαλεῖ τώρα νά ἐπιβλέψει τό πρόσωπόν Του πρός αὐτόν καί νά τοῦ φωτίσει τά μάτια του. «Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (στίχ. 4), λέγει. Παρακαλεῖ, δηλαδή, τόν Θεό ἀντί νά τοῦ ἀποστρέψει τό πρόσωπό Του, ὅπως παραπονέθηκε πρίν ἀπό λίγο, τώρα νά στρέψει τό πρόσωπό Του εὐνοϊκά σ᾽ αὐτόν καί νά τόν εὐσπλαχνισθεῖ. Αὐτό θά τόν ζωογονήσει ψυχικά καί σωματικά καί θά τόν ἀνορθώσει. Αὐτό σημαίνει τό «φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου», πού εἶπε πρίν ἀπό λίγο στόν Θεό. Γιατί, ὅσοι εἶναι καταπεσμένοι ψυχικά καί σωματικά νοιώθουν ὅτι ἔχουν σκοτισμένους τούς ὀφθαλμούς τους. Ἄν ὅμως ὁ Θεός, λέγει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, δέν τόν ὑπερασπιστεῖ καί δέν τόν βοηθήσει, τότε ὁ ἐχθρός του θά γίνει πιό θρασύς καί πιό ἐπιθετικός ἐναντίον του καί θά λέγει: «Ἴσχυσα πρός αὐτόν» (στίχ. 5)! Τόν κατενίκησα! Τότε καί ὅλοι οἱ σύμμαχοι καί φίλοι τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ποιητοῦ μας, πού τόν κατέθλιβαν καί αὐτοί, θά χαροῦν χαρά μεγάλη, γιατί θά τόν βλέπουν ἐντελῶς ἡττημένον («οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐάν σαλευθῶ», στίχ. 5).
3. Ὁ Ψαλμός τελειώνει μέ τήν γλυκειά ἐλπίδα, πού ἔχει ὁ ποιητής μας στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά τόν βοηθήσει καί θά τόν σώσει: «Ἐγώ δέ ἐπί τῶ ἐλέει Σου ἤλπισα», λέγει (στίχ. 6). Καί αὐτό βεβαίως τοῦ δίνει μεγάλη χαρά, τοῦ δίνει ἀγαλλίαμα. Γι᾽ αὐτό καί ἀμέσως παρακάτω λέγει: «Ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐν τῷ σωτηρίῳ σου» (στίχ.6). Εὐγνώμων δέ ὁ ποιητής μας γιά τήν σωτηρία πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά Τόν ὑμνεῖ καί θά Τόν δοξάζει. «῎Ασω τῷ Κυρίῳ τῶ εὐεργετήσαντί με καί ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 6), λέγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου