3 Οκτ 2015

Η Εισήγηση του Μητροπολίτη Σασίμων Γεννάδιου για το Π.Σ.Ε στην Σύναξη των Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΗ
ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΔΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
Η παρουσίασις αύτη δεν πρόκειται να ασχοληθή εκτεταμένως με τας πολυπλεύρους πτυχάς της Οικουμενικής Κινήσεως και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ) ειδικώτερον, εντός της διαχρονικής ιστορικότητας αυτού, ως του κατ' εξοχήν Διαχριστιανικού Οργανισμού. Θα επιχειρηθή μία σύντομος ιστορική αναδρομή και παρουσίασις των θεσμικών οργάνων του Συμβουλίου και της συμμετοχής και συμβολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και θα προβληθούν σκέψεις και προβληματισμοί διά το μέλλον.
Εις πλείστους Ορθοδόξους και ουχί μόνον, εκκλησιαστικούς, και κοσμικούς κύκλους υπάρχει διάχυτος η εντύπωσις ότι η Οικουμενική Κίνησις ήρχησεν εις τας αρχάς του 20ού αιώνος συνεπεία της εσωτερικής κρίσεως της Διαμαρτυρήσεως, και ότι οι Ορθόδοξοι προσεχώρησαν εκ των υστέρων, κυρίως διά ωφελιμαστικούς σκοπούς. Ασφαλώς αυτό δεν αληθεύει και θα το ίδωμεν εν συνεχεία.

Από την άλλην όμως πλευράν και ουκ ολίγοι διαμαρτυρόμενοι, προερχόμενοι κυρίως από τον λεγόμενον "Τρίτον Κόσμον" ή από μερικάς νεοφανείς Προτεσταντικάς Ομολογίας του βορείου ημισφαιρίου, θεωρούν τους Ορθοδόξους ως εν ιδιότυπον σώμα το οποίον ανήκει εις ένα άλλον κόσμον και εις ένα διαφορετικόν πολιτισμόν, εν σώμα ξένον προς τους προβληματισμούς της Οικουμενικής Κινήσεως, το οποίον συχνάκις αποτελεί εμπόδιον εις την πορείαν προς την Χριστιανικήν ενότητα.
Εν τούτοις, η ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, ειδικώτερον δε του ΠΣΕ, είναι στενά συνυφασμένη με την Ορθοδοξίαν, δοθέντος ότι η πρώτη επίσημος πρότασις ιδρύσεως μιάς "Κοινωνίας των Εκκλησιών", κατά το πρότυπον της "Κοινωνίας των Εθνών" (League of Nations) προήλθεν, το 1920 ήδη, από μίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, συγκεκριμένως δε από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον, με την περιώνυμον Εγκύκλιόν του "Προς τας Απανταχού Εκκλησίας του Χριστού", αφού διετύπωνε την πεποίθησιν ότι αι θεολογικαί διαφοραί δεν έπρεπε να αποτελούν κώλυμα διά την προσέγγισιν και συνεργασίαν των Εκκλησιών, κυρίως εις τον ηθικοκοινωνικόν τομέα, ετάσσετο υπέρ της θεσμικής εκφράσεως της συνεργασίας αυτής, εις τα πλαίσια ακριβώς μιάς "Κοινωνίας Εκκλησιών". Κοινωνίας, υπό την έννοιαν του "συνασπισμού" (league), και ουχί υπό την εκκλησιολογικήν της σημασίαν, ως "κοινωνίας εν τοις μυστηρίοις". Όπως έγραφεν ο W.A. Visser t' Hooft, πρωτοπόρος της Κινήσεως αυτής και πρώτος Γενικός Γραμματεύς του ΠΣΕ, "… η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως υπήρξεν από τας πρώτας εις την νεωτέραν ιστορίαν, η οποία υπέμνησεν εις την Χριστιανοσύνην ότι θα ήτο αύτη απειθής εις την βούλησιν του Διδασκάλου και Σωτήρος της, εάν δεν επεζήτει να επιδείξη εις τον κόσμον την ενότητα του λαού του Θεού και του Σώματος του Χριστού... Η Κωνσταντινούπολις εξήγγειλε την σύναξιν των Χριστιανών", καταλήγει ο ίδιος.
Το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών είναι ο μεγαλύτερος
διεθνής Διαχριστιανικός Οργανισμός και εκ των κυρίων οργάνων εν τη
ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, διανύει δε το εξηκοστόν έβδομον
έτος από της ιδρύσεώς του εν Άμστερνταμ της Ολλανδίας το 1948. Εκ
των Ορθοδόξων Εκκλησιών μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αι
Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι της Κύπρου και της Ελλάδος τυγχάνουν τα
πρώτα ιδρυτικά μέλη αυτού. Και τούτο διότι αι, την εποχήν εκείνην, επέκεινα του
"Σιδηρού Παραπετάσματος" ευρισκόμεναι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι από πολιτικήν σκοπιμότητα περισσότερον, παρά διά θεολογικούς ή εκκλησιολογικούς λόγους, ηρνήθησαν να παραστούν εις την ιδρυτικήν Συνέλευσιν, ενώ τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων είχον μεν αποδεχθεί την πρόσκλησιν, δεν ηδυνήθηοαν δε να αποστείλουν αντιπροσώπους. Η πρώτη εμφάνισις των Εκκλησιών αυτών εις το οικουμενικόν προσκήνιον εγένετο κατά την Δευτέραν Γενικήν Συνέλευσιν του ΠΣΕ, η οποία επραγματοποιήθη εις το Έβανστον των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής το 1954.
Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, Αυτοκέφαλοι και Αυτόνομοι, της τότε Ανατολικής Ευρώπης ή πέραν του Παραπετάσματος, προσεχώρησαν εις το ΠΣΕ κατά την εν τω εν Ν. Δελχί της Ινδίας Γ. Συνέλευσιν, το έτος 1961 και το 1966. Να σημειωθή επίσης ότι διά τους γνωστούς πολιτικούς λόγους απούσα από το Διορθόδοξον και Διαχριστιανικόν προσκήνιον Εκκλησία της Αλβανίας κατέστη  μέλος του Συμβουλίου και της Διασκέψεως των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, το 1994, ολίγον μετά την εκ βάθρων ανασύστασίν της από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Το 1968 κατά εν τη Ουψάλα της Σουηδίας Γ. Συνέλευσιν, πραγματοποιείται μία πρωτοφανής είσοδος νέων Εκκλησιών-μελών εις το Συμβούλιον, προερχομένων εκ του Νοτίου Ημισφαιρίου, του λεγομένου τότε τρίτου κόσμου, αι οποίαι ευρίσκοντο κατά το πλείστον υπό αποικιακόν και απολυταρχικόν καθεστώς. Αι Ορθόδοξοι Εκκκλησίαι της Γεωργίας και της Βουλγαρίας απεχώρησαν εκ του ΠΣΕ, η μεν πρώτη εν έτει 1997, η δε δευτέρα εν έτει 1998, κατόπιν ενστάσεων έναντι του Συμβουλίου έχουσαι διάφορον γνώμην περί του έργου και της αποστολής αυτού ως διαχριστιανικού οργανισμού.
Το ΠΣΕ είναι εν συγκεκροτημένον Διαχριστιανικόν σώμα, παρά το γεγονός ότι τούτο δεν συμπεριλαμβάνει απάσας τας Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας. Αι Εκκλησίαι-μέλη του καλούνται να συμβάλλουν εις :
α) την προώθησιν της ορατής ενότητος εν μιά πίστει και μιά ευχαριστιακή κοινότητι,
β) την προώθησιν της κοινής μαρτυρίας εις την Ιεραποστολήν και τον Ευαγγελισμόν,
γ) την συμμετοχήν εις την διακονίαν της Εκκλησίας εις το κοινωνικόν αυτής έργον,
δ) την αναζήτησιν της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της διατηρήσεως της ακεραιότητος της Δημιουργίας, καί
ε) την ανανέωσιν της Εκκλησίας εν μέσω ενός κόσμου χειμαζομένου, και την διαφύλαξιν και τον σεβασμόν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το ΠΣΕ σήμερον αριθμεί 345 Εκκλησίας-μέλη (2013) ανά την υφήλιον, προερχομένας από 110 κράτη, και με αριθμόν πιστών πλέον των 550 εκατομμυρίων. Παραλλήλως, υφίστανται και άλλοι Διαχριστιανικοί Οργανισμοί και περιφερειακά όργανα ή και Ομολογιακά Συμβούλια, ως η Διάσκεψις των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ), η Παγκόσμιος Λουθηρανική Ομοσπονδία, η Παγκόσμιος Κοινωνία Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών, η Παγκόσμιος Ένωσις Ευαγγελικαλικών, το Παγκόσμιον Συμβούλιον Μεθοδιστών, η Παγκόσμιος Ένωσις Βαπτιστών, ως επίσης και τα περιφερειακά Συμβούλια Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, Αμερικής, Κεντρικής και Ν. Αμερικής, Αφρικής, Ασίας και Ωκεανίας.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι μέλος του ΠΣΕ, αλλά είναι πλήρες μέλος δύο Επιτροπών της "Πίστις και Τάξις" και της "Ευαγγελισμού και Ιεραποστολής". Το ΠΣΕ συνεργάζεται στενώς μετά του Ποντιφικού Συμβουλίου διά την Προώθησιν της Χριστιανικής Ενότητος. Η συμμετοχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εις την Οικουμενικήν Κίνησιν ανάγεται κατά τας εργασίας της Β' Βατικανείου Συνόδου εν έτει 1964, καθ' ην ο Πάπας Παύλος ΣΤ' εξαγγέλλει την Εγκύκλιον Lumen Gentium (Φως των Εθνών). Η Εγκύκλιος αύτη είναι εν από τα σημαντικότερα δογματικά κείμενα της Συνόδου, το οποίον καθορίζει την δογματικήν υπόστασιν της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Εις την 8ην παράγραφον ορίζεται η έννοια της "Εκκλησίας" (Subsistit in) εν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και προσδιορίζεται η σχέσις αυτής μετά των άλλων Χριστιανικών Κοινοτήτων και Θρησκειών.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μετέχει πλήρως και ισοτίμως διά των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών-μελών του ΠΣΕ, θεωρούσα ως απαραίτητον όρον το άρθρον-βάσιν του Καταοτατικού του ΠΣΕ, συμφώνως προς το οποίον, μέλη αυτού δύνανται να είναι μόνον Εκκλησίαι αναγνωρίζουσαι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα κατά τας Γραφάς και ομολογούσαι τον εν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα. Η Δήλωσις του Τορόντο εν έτει 1950, - της οποίας κύριος συντάκτης υπήρξεν ο μέγας Ρώσσος Θεολόγος του 19ου αιώνος, και κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, - υπό τον τίτλον "Η Εκκλησία, αι Εκκλησίαι και το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών" καθίσταται υψίστης σημασίας διά την Ορθόδοξον συμμετοχήν εις το Συμβούλιον, διότι δι' αυτής ορίζεται :
α) ότι το ΠΣΕ εν ουδεμιά περιπτώσει επιτρέπεται να καταστή είδος τι "υπέρ-Εκκλησίας», ως επίσης και
β) ότι σκοπός του Συμβουλίου δεν είναι δυνατόν να διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών, διότι τούτο δύναται να γίνη μόνον υπό των ιδίων των Εκκλησιών διά διμερών θεολογικών διαλόγων, αλλ' ότι σκοπός του Συμβουλίου είναι να φέρη εις ζώσαν επαφήν προς αλλήλας τας Εκκλησίας και να προαγάγη την μελέτην και συζήτησιν ζητημάτων Χριστιανικής ενότητος (Παραγρ. 2 καί 3).
Η συσσωρευθείσα προβληματική κατάστασις και η ανεπιτυχής Γ. Συνέλευσις εν Καμπέρα της Αυστραλίας το 1991, επυροδότησε μία νέαν κατάστασιν   αγανακτήσεως και προβληματισμού πολλών εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, μέχρι του βαθμού δύο εξ αυτών να αποχωρήσουν τελικώς αργότερον εκ του Συμβουλίου, ήτοι αύτη της Βουλγαρίας και της Γεωργίας. Κατά την Γ. Συνέλευσιν της Καμπέρας δεν έλειψαν όμως και στιγμαί απογοητεύσεως και εκνευρισμού, αγανακτήσεως και απαισιοδοξίας, καθ' ας αναλογιζόμενοι την μελλοντικήν πορείαν της Οικουμενικής Κινήσεως, την κρισιμότητα της καταστάσεως, το αδιέξοδον των θεολογικών πολυμερών συζητήσεων, εθέσαμεν συχνάκις το ερώτημα : "Quo Vadis, Oecumene?".
Προ της συγκλήσεως της Γ. Συνελεύσεως εν Χαράρε Ζιμπάμπουε εν έτει 1999, κατόπιν αιτήματος δύο Ορθοδόξων Εκκλησιών ετέθη το ερώτημα ότι πρέπει να επαναεξετασθούν τα "αιτήματα των Ορθοδόξων" (desiderata) εν πλήρη σοβαρότητι προς επίλυσιν αυτών, αφορώντα εις επί σειράν ετών τιθέμενα αιτήματα αυτής προς τα θεσμικά όργανα του Συμβουλίου.
Ούτως, η Ορθόδοξος Εκκλησία απεδέχθη μεθ' ικανοποιήσεως την απόφασιν του ΠΣΕ διά την σύστασιν Ειδικής Επιτροπής Διαλόγου (Special Commission), προς μελέτην της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το ΠΣΕ, συμφώνως προς την εντολήν της Διορθοδόξου Συναντήσεως της Θεσσαλονίκης το έτος 1998, η οποία επροβλημάτισε τα μέγιστα τα θεσμικά όργανα του ΠΣΕ. Το Τελικόν Πόρισμα της Ειδικής αυτής Επιτροπής εψηφίσθη υπό της Κεντρικής Επιτροπής το 2003, και επεκυρώθη και ενετάχθη εις το Καταστατικόν και εις τον Κανονισμόν Λειτουργίας του Συμβουλίου. Η Μικτή αυτη Επιτροπή ειργάσθη επί τριετίαν και το 2003, η Κ. Επιτροπή απεφάσισεν όπως το ΠΣΕ ασχοληθή μελλοντικώς μετά εξής θέματα :
α) της Λατρείας και της από κοινού Προσευχής,
β) της αναθεωρήσεως του τρόπου λήψεως αποφάσεων διά της υιοθετήσεως της συναινετικής (consensus) διαδικασίας ομοφωνίας και ουχί διά πλειοψηφικής ψηφοφορίας, εκτός μόνον είς ειδικών περιπτώσεων,
γ) της εκκλησιολογίας και της Εκκλησίας,
δ) του ποσοστού συμμετοχής των Ορθοδόξων εις άπαντα τα Θεσμικά όργανα και Επιτροπάς, και
ε) της εξευρέσεως νέων τρόπων αντιμετωπίσεως από το Συμβούλιον των ποικίλης μορφής ηθικο-κοινωνικών προβλημάτων τα οποία παρεισφρύουν κατά καιρούς εις την ημερησίαν διάταξίν του.
Το πόρισμα αυτό εθέσπισε μία νέαν περίοδον συσχετισμού μεταξύ του Συμβουλίου και των Ορθοδόξων μελών αυτού. Το γεγονός είναι ότι δεν ήσαν μόνον οι Ορθόδοξοι οι οποίοι εξησφάλισαν ως ποσοστόν συμμετοχής το 25%, αλλά και αι Γυναίκες, οι Νέοι, οι Ιθαγενείς και τα άτομα με ειδικάς ανάγκας.
Επί πλέον απεφασίσθη και η σύστασις "Μονίμου Επιτροπής Συνεργασίας και Συναινέσεως" (Permanent Committee of Collaboration and Consensus), η οποία υφίσταται μέχρι σήμερον και είναι η σημαντικοτέρα συμβουλευτική Επιτροπή της Κ. Επιτροπής διά θέματα διαδικασιακά, Καταστατικά, θεσμικά, θέματα συμμετοχής και νέων υποψηφιοτήτων Εκκλησιών εις το ΠΣΕ.
Το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών διοικείται θεσμικώς υπό της Γενικής Συνελεύσεως, ως του ανωτάτου οργάνου αυτού, η οποία συνέρχεται ανά οκταετίαν, και εκλέγει τους δέκα Προέδρους, ως πρόσωπα τιμής ένεκεν διά την πολυετή προσφοράν και διακονίαν αυτών εις την Οικουμενικήν Κίνησιν, μεταξύ των οποίων εις είναι πάντοτε Ορθόδοξος, και τυγχάνουν μόνον μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.
Εκτελεστικόν όργανον της Γ. Συνελεύσεως είναι η Κεντρική Επιτροπή, ήτις απαρτίζεται εξ 145 μελών εκλεγμένων υπό της εκάστοτε Γ. Συνελεύσεως. Άπασαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετέχουν εις αυτήν διά τεσσαράκοντα μελών. Συμμετέχομεν ως Ορθόδοξοι και εις απάσας τας Επιτροπάς με συμμετοχήν 25%. Τας εργασίας συντονίζει ο Πρόεδρος (Moderator) αυτού και οι δύο Αντιπρόεδροι, ως το ανώτατον θεσμικόν όργανον, εκ των οποίων ο εις είναι πάντοτε Ορθόδοξος, ο δε Γ. Γραμματεύς συμμμετέχει εις το Προεδρείον ex officio. Η Κ. Επιτροπή συνέρχεται ανά διετίαν, κατόπιν των νέων   καταστατικών και διαρθρωτικών αλλαγών της Γ. Συνελεύσεως εν Μπουσάν της Ν. Κορέας εν ετει 2013. Η Κ. Επιτροπή εκλέγει το Προεδρείον, τον εκάστοτε Γ. Γραμματέα και τον Αναπληρωτήν αυτού, και τας Επιτροπάς διά μίαν περίοδον οκτώ ετών. Η εκλογή των Διευθυντών, Εκτελεστικών Γραμματέων και Στελεχών του Συμβουλίου διά την στελέχωσιν των Τμημάτων είναι αποκλειστικώς της αρμοδιότητος του Γ. Γραμματέως, η δε Εκτελεστική  Επιτροπή επικυρώνει τας προτάσεις αυτού. Το εκτελεστικόν όργανον της Κ. Επιτροπής είναι η Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία συνέρχεται δίς του έτους, και απαρτίζεται εξ είκοσι τριών μελών, εκ των οποίων επτά μέλη είναι πάντοτε Ορθόδοξοι.
Θα ήτο παράλειψις να μη αναφερθώμεν εις το μέγιστον πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ΠΣΕ, ήτοι εις τα οικονομικά του. Βάσει του Καταστατικού αι Εκκλησίαι-μέλη οφείλουν να συνεισφέρουν οικονομικώς διά την εύρυθμον λειτουργίαν του Συμβουλίου. Η Επιτροπή επί των Οικονομικών καταρτίζει κατ' έτος τον προϋπολογισμόν, ο οποίος πολλάκις αναπροσαρμόζεται αναλόγως με τας οικονομικάς εξελίξεις και εγκρίνεται από τα θεσμικά Οργανα του ΠΣΕ. Αι Εκκλησίαι οφείλουν να αποστείλουν την ετησίαν συνδρομήν των, η οποία καθορίζεται αναλόγως του αριθμού των πιστών και της γεωγραφικής τοποθεσίας εκάστης εξ αυτών. Τα έσοδα όμως αυτά δεν καλύπτουν τον προϋπολογισμόν, οπότε ευπορούσαι Εκκλησίαι, όπως η Ευαγγελική Εκκλησία  της Γερμανίας και αι Λουθηρανικαί Εκκλησίαι των Σκανδιναβικών χωρών    καλύπτουν εν μέγιστον μέρος του προϋπολογισμού. Το γεγονός αυτό δημιουργεί άλλα προβλήματα, διότι αι Εκκλησίαι αι οποίαι συμβάλλουν εις την οικονομικήν διαχείρισιν του Συμβουλίου ως επίσης και Ειδικαί Εταιρείαι (Specialized Minitries), αι οποίαι επιχορηγούν οικονομικώς ειδικά προγράμματα, έχουν πολλάκις αξιώσεις και απαιτήσεις εις την πορείαν και την στρατηγικήν του ΠΣΕ. Σήμερον με την ισοτιμίαν περίπου του Ευρώ προς το Ελβετικόν Φράγκον, και λόγω της εν γένει παγκοσμίου οικονομικής κρίσεως το ΠΣΕ  απώλεσεν ένα μεγάλον αριθμόν εκ των επενδυτικών του προγραμμάτων. Παραλλήλως εδημιουργήθη τεράστιον έλλειμμα εις το Ταμείον Συνταξιοδοτήσεώς του με αποτέλεσμα να μη δύναται το ταμείον να πληρώση τας συντάξεις των Στελεχών του. Ούτως απεφασίσθη η λήψις τραπεζικού δανείου πλέον των 25 εκατ. Φράγκων και εγένετο η εκχώρησις μέρους της κτηματικής περιουσίας του με αντιπαροχήν διά την περαιτέρω εκμετάλλευσιν γης υπό μεγάλης αναπτυξιακής εταιρείας. Είναι επίσης γεγονός ότι το κτιριακόν συγκρότημα, το Οικουμενικόν Κέντρον, όπου στεγάζεται σήμερον το Συμβούλιον, κατεσκευάσθη περί το έτος 1970 και λόγω της συρρικνώσεως του προσωπικού που σήμερον αριθμεί περί τους 125, και την αναχώρησιν εκ Γενεύης ετέρων Οργανισμών, το κτιριακόν συγκρότημα παραμένει ανεκμετάλλευτον, διό απεφασίσθη και παρεχωρήθη εις αντιπαροχήν διά την αξιοποίησιν του εν  γένει περιβάλλοντος χώρου.
Η Επιτροπή Πίστις και Τάξις θεωρείται μία εκ των βασικών Επιτροπών του Συμβουλίου λόγω της ιστορικότητος αυτής. Κατά την εξαπόλυσιν της Πατριαρχικής Εγκυκλίου, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920, σχεδόν   ταυτοχρόνως έχομεν την ίδρυσιν των δύο Διαχριστιανικών Κινήσεων "Πίστις και Τάξις" (θεολογική έρευνα) και "Ζωή και Εργασία" (κοινωνικός προβληματισμός), από την συγχώνευσιν των οποίων προέκυψεν εκ των υστέρων το ΠΣΕ. Σήμερον δυστυχώς η Πίστις και Τάξις δεν έχει την αίγλην την οποίαν είχεν προ εικοσαετίας. Απώλεσε τον ιδιάζοντα θεσμικόν χαρακτήρα της, και δεν διαδραμματίζει πλέον τον πρωτεύοντα θεολογικόν ρόλον ως εσυνέβαινεν εις το παρελθόν. Η κατάστασις αύτη είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής την οποίαν ηκολούθησαν οι πρώην Γ. Γραμματείς, οι οποίοι προσεπάθησαν να απομονώσουν αλλά και να υποβαθμίσουν τον ρόλον της Επιτροπής, ως της κατ' εξοχήν θεολογικής, όπερ και επέτυχον. Είναι επίσης γεγονός ότι οι μεγάλοι παγκοσμίου φήμης θεολόγοι Ορθόδοξοι καί μή, οίτινες υπήρξαν βασικά μέλη της Επιτροπής και οι οποίοι συνέβαλον εις το θεολογικόν  έργον της Επιτροπής έχουν δυστυχώς εκλείψει. Το θεολογικόν έργον της Επιτροπής έχει περιορισθή κατά μέγιστον βαθμόν, και αι Εκκλησίαι πλέον δεν επιδεικνύουν το αυτό ενδιαφέρον ως έπραττον κατά τας δεκαετίας του 70, του 80, ακόμη και του 90. Είναι λυπηρόν το γεγονός, διότι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι μέλη του ΠΣΕ απέδιδον ανέκαθεν μεγάλην σημασίαν και συνέβαλλον τα μέγιστα εις το θεολογικόν έργον της Επιτροπής, χαρακτηρίζουσαι πάντοτε αυτήν ως το θεολογικόν εργαστήριον των πολυμερών διαλόγων της Οικουμενικής Κινήσεως.
Επίσης πρέπει να επισημανθή ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εκτιμά θετικώς την μέχρι τούδε θεολογικήν αυτής προσφοράν και το έργον, ως και τα υπ' αυτής εκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τη σπουδαία συνεργασία και τη συμβολή και Ορθοδόξων θεολόγων. Τα εν λόγω μνημειώδη κείμενα αποτελούν αξιόλογον βήμα και προσφοράν εις την Οικουμενικήν Κίνησιν διά την προσέγγισιν των Εκκλησιών και την πρώθησιν της ορατής ενότητος. Τα κείμενα αυτά δεν έχουν επ' ουδενί λόγω δεσμευτικόν χαρακτήρα διά τας Εκκλησίας, και η Ορθοδοξία διατηρεί πάντοτε επιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη και σημαντικά ζητήματα πίστεως και εκκλησιολογικής τάξεως. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ανέκαθεν επεδείκνυε ιδιαίτερον ενδιαφέρον διά το έργον της εν λόγω Επιτροπής και πολλοί θεολόγοι αυτού διεδραμάτισαν εξέχοντα ρόλον εις την ιστορικήν και θεολογικήν αυτής πορείαν.
Η Γ. Συνέλευσις εν Μπουσάν το έτος 2013 προώθησε μίαν νέαν κοινωνιολογικήν και πολιτικήν ταύτησιν των Εκκλησιών-μελών του ΠΣΕ εν σχέσει με το πρωταρχικόν όραμα αυτού και της οικουμενικής κινήσεως εν γένει, του οραματισμού δηλαδή διά την ενότητα της Εκκλησίας. Η νέα αύτη προγραμματική απόφασις διά τα προσεχή έτη μέχρι το 2020 έχει τόν τίτλον : "Προς εν προσκύνημα εν δικαιοσύνη και ειρήνη". Εδώ η λέξις ‘προσκύνημα’ έχει την έννοιαν της κοινής προσκυνηματικής πορείας των Εκκλησιών.
Όσον αφορά εις το μέλλον, το Συμβούλιον σήμερον ασχολείται με φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, και ιδίως την τελευταίαν περίοδον, ως η εν εξελίξει παγκόσμιος οικονομική κρίσις και αι συνεχείς δραματικαί κλιματικαί αλλαγαί μετά των απροβλέπτων συνεπειών των. Επίσης επισημαίνεται ότι μετά προσοχής παρακολουθεί τας σοβαράς πολιτικάς αλλαγάς που πραγματοποιούνται εις την Μέσην Ανατολήν και την επιτακτικήν ανάγκην όπως επιτευχθή η πολυπόθητος ειρήνη εις την περιοχήν, ως επίσης διά την έκρυθμον κατάστασιν η οποία επικρατεί εις το Σουδάν και την Νιγηρίαν και αλλαχού εις τον κόσμον. Δεν παραβλέπει να υπογραμμίζει την σημασίαν της εμβαθύνσεως του Διαθρησκειακου διαλόγου μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών Θρησκειών, διά της ουσιαστικής συμμετοχής του ΠΣΕ εις την όλην διαδικασίαν.
Τονίζεται μετ' εμφάσεως η υιοθέτησις του κειμένου με τίτλον : H Εκκλησία : πρός εν κοινόν όραμα (The Church : toward a common vision), έργον πολυετούς εργασίας, της Επιτροπής Πίστις και Τάξις, το οποίον ήδη απεστάλη εις τας Εκκλησίας-μέλη και εις διεθνείς οικουμενικούς φορείς δι' αξιολόγησιν και απάντησιν εις αυτό. Η προσθεσμία υποβολής της σχετικής απαντήσεως ήτο διά το τέλος του ενεστώτος έτους, αλλά παρετάθη διά το τέλος του 2016, λόγω του ότι μόνον τρεις Εκκλησίαι απέστηλαν ήδη τας απαντήσεις των, και ουδεμία εκ των Ορθοδόξων.
Διερωτάται κανείς σήμερον εις ποίον βαθμόν αι Εκκλησίαι-μέλη του Συμβουλίου είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τας στρατηγικάς επιλογάς του Συμβουλίου προς επίτευξιν της χριστιανικής ενότητος, και μετά σκεπτικισμού παρακολουθεί την ραγδαίαν εξάπλωσιν των Πεντηκοστιανών ιδίως εις την Λατινικήν Αμερικήν και την Ασίαν.
Πρέπει να λάβη κανείς υπ' όψιν την εν γένει κατάστασιν ανά τον κόσμον ως προς τα διεκκλησιαστικά και οικουμενικά προβλήματα μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών - αλλά και τα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, τας προκλήσεις, τας οποίας δέχονται αύται εκ της παγκοσμιοποιήσεως, της πείνης, της εκκοσμικεύσεως, του προσηλυτισμού εκ μέρους των Πεντηκοστιανών, ως και εκ του καθημερινού αγώνος επιβιώσεως των λαών και των εθνών.
Παρατηρείται σήμερον μετά λύπης ότι το Συμβούλιον τυγχάνει ολιγώτερον αντιπροσωπευτικόν εν σχέσει προς τα οικουμενικά δρώμενα της δεκαετίας του 1960, και καταβάλλει τεραστίας προσπαθείας διά την προώθησιν της Χριστιανικής εκπαιδεύσεως εις άπαντα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου προς ενίσχυσιν μιάς ολιστικής θεωρήσεως περί της Οικουμενικής Κινήσεως, και αι Εκκλησίαι-μέλη του ΠΣΕ κάμουν πολλάκις έκκλησιν όπως το Συμβούλιον επανεύρη τον "προφητικόν" του ρόλον εις τα τεκταινόμενα εις τον παγκόσμιον στίβον. Πολλάκις λέγεται ότι η οικουμενική κίνησις διάγει ένα "χειμώνα" αδρανείας, και ότι το Παγκόσμιον Συμβούλιον απώλεσε τον πρωταρχικόν του χαρακτήρα, και δεν έχει πλέον να προσφέρη εις τας Εκκλησίας-μέλη του τι το ουσιαστικόν και σημαντικόν. Είναι γεγονός ότι αι ισχυραί Εκκλησίαι της Γερμανίας, των Σκανδιναβικών χωρών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ν. Κορέας, δεν έχουν πλέον την άμεσον ανάγκην του ΠΣΕ, παρακολουθούν και συμβάλλουν οικονομικώς και προσπαθούν να προβάλλουν την ιδικήν των στρατηγικήν εις την μελλοντικήν πορείαν του ΠΣΕ.
Οι Ορθόδοξοι, ως φαίνεται, μετά την εν έτει 2006 Γενικήν Συνέλευσιν του Πόρτο Αλέγκρε Βραζιλίας το 2006 και άχρι του νυν, παραμένουν σταθερός και σημαντικός παράγων εις την προαγωγήν της οικουμενικής κινήσεως γενικώς και του Συμβουλίου ειδικώς, και εργάζονται αόκνως διά την Χριστιανικήν ενότητα και την κοινήν μαρτυρίαν εις τον κόσμον.
Ειδικώτερον δυνάμεθα να εξαγάγωμεν τα εξής συμπεράσματα :
Τα Διαγγέλματα και τα Μηνύματα του Οικουμενικού ημών Πατριαρχείου επί διαφόρων γεγονότων και εκδηλώσεων της ζωής του ΠΣΕ, τυγχάνουν πάντοτε πλήρεις πνευματικότητος και μεστών νοημάτων επί της ουσίας και των απασχολούντων το Συμβούλιον πραγματικών προβλημάτων, πολλάκις ως μάννα εξ ουρανού δροσίζοντα το ξηρόν και στερούμενον θεολογίας περιβάλλον της εν γένει Οικουμενικής Κινήσεως. Πλείσται εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών είτε τηρούν σιγήν, ή ασχολούνται με την κρίσιν και κατάκρισιν του κόσμου, ή καταγίνονται με τας "γενετησίους προτιμήσεις", ή ακόμη με μηνύματα πολιτικού περιεχομένου διά τας καταστάσεις εις Συρίαν και Ουκρανίαν.
Θεωρείται θετικόν το γεγονός ότι το ΠΣΕ αναπτύσσει όλο και στενωτέρας σχέσεις συνεργασίας μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αι οποίαι πιστοποιούνται εκ του θερμού προσωπικού ενδιαφέροντος του Πάπα Φραγκίσκου, όστις προερχόμενος εκ της Λατινικής Αμερικής μεταφέρει ζώσας τας εμπειρίας της θεολογίας της απελευθερώσεως και προβάλλει τον διάλογον της αγάπης και της συμφιλιώσεως των λαών. Κατά την εν Μπουσάν Γ. Συνέλευσιν ουχί μόνον ηξιολογήθη θετικώς το συνολικόν έργον της "Κοινής Ομάδος Εργασίας" (joint Working Group) μεταξύ ΠΣΕ και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά την 50ετή σχεδόν δράσιν αυτής, αλλ' επιπλέον ενεκρίθη η συνέχισις των εργασιών αυτής, προταθεισών και νέων εν προκειμένω πρωτοβουλιών διά την πραγματοποίησιν οικουμενικών οραμάτων και στόχων, ως είναι ο κοινός εορτασμός του Πάσχα, η αμοιβαία αναγνώρισις του Βαπτίσματος, η σύγκλησις κοινής οικουμενικής συνελεύσεως, η εμβάθυνσις εις την θεολογικήν βάσιν της οικουμενικής συνεργασίας κ.ά.,.
Η άμεσος και θετική ανταπόκρισις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών-μελών του ΠΣΕ, εις την πρόσκλησιν να αποστείλουν αντιπροσωπείας (εκτός των Εκκλησιών Βουλγαρίας και Γεωργίας) εις την πρόσφατον Γ. Συνέλευσιν εν Κορέα, μαρτυρεί ότι Ορθόδοξοι και Προτεστάνται, αλλά και Ρωμαιοκαθολικοί (οι οποίοι συμμετείχαν ως παρατηρηταί), διεμόρφωσαν διά την προσεχή περίοδον του Συμβουλίου μίαν νέαν προοπτικήν, με προτάσεις κυρίως εις πολιτικο-οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, τα οποία απασχολούν τας διαρκώς μεταβαλλομένας κοινωνίας. Τοιαύτα ζητήματα είναι π.χ. αι επιπτώσεις της παγκοσμιοποιήσεως, η προώθησις της ειρήνης και της δικαιοσύνης εις περιοχάς πληττομένας υπό εκτεταμένων φαινομένων βίας και κοινωνικού αποκλεισμού, πολεμικών συγκρούσεων κ.ά., ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία του περιβάλλοντος και της ακεραιότητος της δημιουργίας.
Η παρουσία των Ορθοδόξων, ομιλούντων διά της φωνής της Ορθοδοξίας ακούεται με σοβαρότητα και της αποδίδεται κύρος, παρά την ύπαρξιν του προβλήματος της πλημμελούς συμμετοχής των.
Η ανανέωσις της δεσμεύσεως των Εκκλησιών-μελών διά την προσεχή οκταετίαν όπως εμβαθύνουν εις τον μεταξύ των πολυμερή θεολογικόν διάλογον με σκοπόν την αποκατάστασιν της Χριστιανικής ενότητος εντός πνεύματος αλληλοσεβασμού και κατανοήσεως, και όπως συνεχίσουν τας συζητήσεις επί θεμάτων διαιρούντων αυτάς, είναι πραγματικότης και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον συμμετέχει διακριτικώς και ενεργώς.
Το Συμβούλιον προσπαθεί σήμερον να διατυπώση την πολιτικήν και την δράσιν του διά την προσεχή οκταετίαν λαμβάνον υπ΄ όψιν το διαμορφωθέν εκκλησιαστικόν τοπίον, τας δυνατότητας και την δυναμικήν των νέων σχέσεων και των νέων συνεργασιών εις τα πλαίσια της οικουμενικής κινήσεως. Η αύξησις του αριθμού των Πεντηκοστιανών παγκοσμίως (υπολογιζομένων εις 542 εκατομμύρια), ως και η αύξησις των Χριστιανών εν Αφρική (τουθ' όπερ καθιστά αυτήν σημαντικόν κέντρον του παγκοσμίου Χριστιανισμού), θέτουν το Συμβούλιον προ νέων ευθυνών. Διά τον λόγον αυτόν λέγεται ότι η Χριστιανοσύνη μετατίθεται βαθμηδόν εις τον Νότον ενώ το Ισλάμ εις τον Βορράν.
Σήμερον εν εκ των κυριωτέρων προβληματισμών του Συμβουλίου είναι ότι αντιμετωπίζει το φαινόμενον της "απανομολογιοποιήσεως", της προβολής δηλαδή της ιδιαιτέρας ταυτότητος εκάστης των Χριστιανικών Εκκλησιών. Το όραμα του οικουμενισμού ουχί μόνον δεν φαίνεται να κινητοποιή τας εκκλησίας, ως εγίνετο εις το παρελθόν, αλλά θεωρείται υπό τινων ομολογιών ως "απειλή" διά την ιδιοπροσωπείαν των. Εξ ετέρου, η δραστηριοποίησις άλλων οικουμενικών οργανώσεων εις παγκόσμιον, περιφερειακόν ή τοπικόν-εθνικόν επίπεδον, δημιουργεί νέους προβληματισμούς διά την ταυτότητα και τον ρόλον του ΠΣΕ.
Η οικουμενική κίνησις ως "κίνημα" είναι μία δυναμική πραγματικότης, η οποία καλείται να αντιμετωπίζη τας νέας προκλήσεις και να εκτιμά εγκαίρως και ευστόχως τα σημεία των καιρών. Εις εν οικουμενικόν τοπίον, το οποίον γίνεται πολυκεντρικόν και σύνθετον, το ΠΣΕ είναι ηναγκασμένον να επαναπροσδιορίση την στρατηγικήν και


τους στόχους αυτού. Ομως εις τα πλαίσια της αναγκαίας ταύτης διαδικασίας μετασχηματισμού δεν πρέπει να λησμονηθή ή να τεθή εις δευτέραν μοίραν ο κύριος στόχος, ήτοι η ορατή ενότης των Εκκλησιών. Η διεύρυνσις των σχέσεων και των συνεργασιών και η προσθήκη νέων οικουμενικών εταίρων οφείλουν να λειτουργούν ως βήματα προς τον τελικόν στόχον της ενότητος. Ο "μεταμοντέρνος" οικουμενισμός, η συνεργασία εις κοινά προγράμματα και η από κοινού αντιμετώπισις μεγάλων προκλήσεων των καιρών, είναι μεν σημαντικά, αλλά συνιστούν προσκαίρους συνασπισμούς ενώπιον του "κοινού εχθρού", ούτινος παρελθόντος άπαντες επιστρέφουν εις την προτέραν κατάστασιν : ευτυχείς μεν διότι συνειργάσθημεν δια το κοινόν καλόν, εκκλησιαστικώς δε διηρημένοι, χωρίς κοινήν πίστιν και κοινόν Ποτήριον. Εις τας περιπτώσεις ταύτας η ορατή συνεργασία αποκαλύπτει την ορατήν διάσπασίν των.
Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετέχουν εις τα όργανα διοικήσεως του Συμβουλίου κατά 25%, διατηρούσαι ούτω την θέσιν και τον ρόλον των εις την διαμόρφωσιν των πολιτικών σχεδιασμών και επιδιώξεων αυτού. Η Ορθοδοξία ουχί απλώς δεν εζημιώθη εκ της συμμετοχής αυτής εις την οικουμενικήν κίνησιν, αλλ' ωφελήθη πολλαπλώς, θεολογικώς και εκκλησιαστικώς, ιδιαιτέρως διά της συναινετικής μεθόδου (consensus) λήψεων αποφάσεων. Η προσέγγισις του ετέρου και ο διάλογος απεδείχθη ότι δεν σημαίνουν την σχετικοποίησιν της πίστεως ημών, αλλ' ότι, αντιθέτως, διανοίγουν δυνατότητας βαθυτέρας κατανοήσεως, βιώσεως και μαρτυρίας της αληθείας αυτής.
Αι νέαι δυνατότητες Ορθοδόξου μαρτυρίας εντός του ΠΣΕ
εκτιμάται ότι διανοίγονται κυρίως εις τους τομείς της
"πνευματικότητος
εις την οικουμενικήν κίνησιν"
και του Διαθρησκειακού διαλόγου, ιδία δε του διαλόγου μετά του Ισλάμ.
Εν νέον κεφάλαιον ήνοιξεν εις την ιστορίαν του ΠΣΕ, κατόπιν αποφάσεως των θεσμικών οργάνων αυτού επί του προγραμματισμού καί προτεραιοτήτων διά το μέλλον, το οποίον εν τοις εφ' εξής θα διατυπώνη πλέον δυναμικώς τας απόψεις αυτού επί διαφόρων ζητημάτων, ως π.χ. επί του μείζονος ζητήματος της αντιμετωπίσεως και της καταπολεμήσεως της βίας και της τρομοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικόν ότι πολλάκις διά των Δηλώσεων επί Διεθνών  Θεμάτων (Public Issues) καλούνται οι θρησκευτικοί ηγέται και οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών και των εκκλησιαστικών οργανώσεων, ως και οι πολιτικοί ηγέται του κόσμου αντί των πολεμικών επεμβάσεών των, να ακολουθήσουν την οδόν του διαλόγου και της ειρήνης και να αποφύγουν τας εχθροπραξίας και τας συρράξεις, ως θιγούσας τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Σκοπός της νέας αυτής πρωτοβουλίας είναι όπως εκκλησιαστικοί ηγέται ανά τον κόσμον να δεσμευθούν διά την προώθησιν του Διαθρησκειακού διαλόγου με  απώτερον στόχον την αλληλοκατανόησιν των λαών και την συμφιλίωσιν των θρησκειών, και την ως εκ τούτου αποτροπήν ακραίων ενεργειών πολέμου, βίας και τρομοκρατίας.
Είναι θετικόν το γεγονός ότι αι σχέσεις και η συνεργασία των Ορθοδόξων μετά των Προ-Χαλκηδονίων Εκκλησιών εν τω ΠΣΕ τυγχάνει αγαστή, εις πνεύμα αγάπης και αδελφωσύνης, και οι οποίοι συχνάκις ευθυγραμμίζονται πλήρως με την Ορθόδοξον γραμμήν.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατέχει την στιγμήν ταύτην τας πλέον υψηλάς διοικητικάς θέσεις με σημαντικάς αρμοδιότητας, ουχί μόνον εις την Κεντρικήν και Εκτελεστικήν Επιτροπήν, αλλά και εις τας Επιτροπάς συνεργασίας. Εκ του γεγονότος τούτου συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι η Μήτηρ Εκκλησία ευρίσκεται εις λίαν πλεονεκτικήν θέσιν και δύναται να διαδραματίση και διαδραμματίζει τον εκ της ιστορίας και της παραδόσεως ανήκοντα εις αυτήν ρόλον εν τη οικουμένη.
Η προσωπική γνώσις των Προτεσταντικών Εκκλησιών και των οργανωτικών δομών λειτουργίας του ΠΣΕ καθιστά την εν γένει αντιμετώπισιν αυτών ευχερεστέραν εν συγκρίσει προς τον εναρμονισμόν των Ορθοδόξων, οι οποίοι οφείλουν διαρκώς να ενημερώνονται και να διδάσκωνται την τακτικήν επιτυχών παρεμβάσεων (κατάλληλος χρόνος, σαφείς διατυπώσεις επί του θέματος, αποφυγή πλατυασμών κ.ο.κ.), επιδεικνύοντες την αρμόζουσαν διάκρισιν.
Περαίνων τας σκέψεις αυτάς επιτραπείτω μοι να είπω ότι είναι αναντίρρητον γεγονός ότι εις τα εξήντα επτά και πλέον έτη από της ιδρύσεως του ΠΣΕ, η Ορθόδοξος Εκκλησία εις το σύνολόν της ειργάσθη πολυμερώς και πολυτρόπως διά την προώθησιν των σκοπών της Οικουμενικής Κινήσεως και του ΠΣΕ, τόσον εις τον κοινωνικόν όσον και εις τον θεολογικόν τομέα, δίδουσα μίαν μοναδικήν μαρτυρίαν, κυρίως ως προς το καίριον θέμα της Χριστιανικής ενότητος, όπως κατανοείται αύτη υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας θεολογικώς και ιστορικώς. Όπως δε ανεφέρεν ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, πράγματι "ο ρόλος της Ορθοδοξίας εις την διαμόρφωσιν της Οικουμενικής Κινήσεως υπήρξεν σημαντικός, ενίοτε δε και αποφασιστικός".
Περί της μαρτυρίας αυτής των Ορθοδόξων και της θετικής των συμβολής εις την διαμόρφωσιν και περαιτέρω ανάπτυξιν του ΠΣΕ, σημαντικόν ρόλον διεδραμάτισε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον με τα διάφορα Διαγγέλματά του ιδίως του 1973, επί τη ευκαιρία της συμπληρώσεως εικοσιπενταετίας από της ιδρύσεως του εν λόγω οργανισμού. Η διεύρυνσις του Άρθρου-βάσις του Καταστατικού του ΠΣΕ επάνω εις την ορθήν τριαδολογικήν ορολογίαν, έλεγε τότε το Φανάριον, η αποσαφήνισις της θεολογίας της ιεραποστολής ως βασικού σκοπου της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, η αναγνώρισις της ανάγκης εγκαταλείψεως των παλαιών μεθόδων του προσηλυτισμού και η ρητή αυτού καταδίκη, η ένταξις εις τα πλαίσια του Διαχριστιανικού διαλόγου ωρισμένων βασικών θεολογικών αρχών βασιζόμενων εις την θεολογίαν των Πατέρων της Αδιαιρέτου Εκκλησίας, καθώς και η ενασχόλησις με ουσιώδη θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα, ως λ.χ. η φύσις και τα γνωρίσματα της Εκκλησίας, το Βάπτισμα, η Θεία Ευχαριστία, η Ιερωσύνη, όλα αυτά, υπογράμμιζε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αποτελούν δείγματα της θετικής παρουσίας των Ορθοδόξων εις την πορείαν του ΠΣΕ.
Ωσαύτως πρέπει να επισημανθή, ότι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δεν παρέλειψαν να συμπράξουν πολλάκις με τα ετερόδοξα μέλη του ΠΣΕ και εις τον κοινωνικόν τομέα, εις μίαν κοινήν προσπάθειαν εξευρέσεως τρόπων, θεραπείας των πολυποίκιλων πρακτικών αναγκών του συγχρόνου ανθρώπου. Και τούτο διότι υπήρχε και υπάρχει εις αυτάς η ακλόνητος πεποίθησις ότι η Εκκλησία, η οποία είναι η φανέρωσις της παρουσίας του Θεού εις την γην και το μέσον της μεταδόσεως της Θείας Χάριτος εις τον άνθρωπον, καλείται σήμερον, περισσότερον από κάθε άλλην φοράν, να κομίση εις την μαστιζομένην από υλικήν και πνευματικήν πενίαν σύγχρονον κοινωνίαν την λυτρωτικήν ενέργειαν του Θεού. Δεν χωρεί δε αμφιβολία ότι τα πολύπτυχα προγράμματα που ανεπτύχθησαν από το ΠΣΕ, με την πλήρη σύμπραξιν των Ορθοδόξων, εις τους χώρους της διακονίας, της θεολογικής μορφώσεως, του ευαγγελισμού, της αναπτύξεως, της προστασίας του περιβάλλοντος, της υγείας,  της  ειρήνης  και  δικαιοσύνης,  της  αποκαταστάσεως  των προσφύγων ή της περιθάλψεως των θυμάτων φυλετικών διακρίσεων, εις αυτόν τον σκοπόν ακριβώς αποσκοπούσαν.
Η Ορθόδοξος συμμετοχή εις το ΠΣΕ αλλά και εις την εν γένει Οικουμενικήν Κίνησιν παρουσιάζει ενίοτε σημαντικά προβλήματα και προβληματισμούς. Αφ' ενός μεν λόγω του ειδικού χαρακτήρος της Ορθοδόξου θεολογίας και εκκλησιολογίας, της περί Θείας Ευχαριστίας διδασκαλίας ημών, της θεωρήσεως του κόσμου, όπως και αι ιστορικαί επιφυλάξεις ημών έναντι της Δύσεως, και σφ' ετέρου η ανομοιογένεια των Προτεσταντικών Εκκλησιών και Ομολογιών αι οποίαι συμμετέχουν εις το ΠΣΕ, η ρευστή αυτών εκκλησιολογία, η ασάφεια της θεολογίας των, η εκ μέρους των αυθαίρετος ερμηνεία ή ακόμη και επανασυγγραφή της Αγίας Γραφής εις την λεγομένην "περιεκτικήν γλώσσαν", η ολονέν και περισσότερον αυξανομένη τάσις να εφαρμόζουν μεταξύ των μυστηριακήν κοινωνίαν παρά την έλλειψιν ενότητος εν τη πίστει, ο άκρως φιλελεύθερος τρόπος με τον οποίον προσεγγίζουν διάφορα ποιμαντικά και ηθικο-κοινωνικά θέματα, πάντα λοιπόν αυτά, συνετέλεσαν και συντελούν εις την δημιουργίαν εντάσεων και αδιεξόδων, που προβληματίζουν τους Ορθοδόξους, και ασφαλώς παρεμποδίζουν την αρμονικήν λειτουργίαν του ΠΣΕ.
Τα προβλήματα αυτά επισημάνθησαν κατά καιρούς υπό τινων εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και κυρίως υπό της Γ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως του 1986 με το κείμενον αυτής υπό τον τίτλον ‘’Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις", και με το προσφάτως αναθεωρημένον κείμενον υπό της Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής, με τίτλον "Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον" (Σαμπεζύ, Γενεύης 4 Οκτωβρίου 2014).
Η Ορθόδοξος συμμετοχή εις την Οικουμενική Κίνησιν "ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την φύσιν και την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλ' αποτελεί συνεπή έκφρασιν της αποστολικής πίστεως εντός νέων ιστορικών συνθηκών και προς αντιμετώπισιν νέων υπαρξιακών αιτημάτων". Παραμένουσα η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστή εις την εκκλησιολογίαν αυτής, ως και εις την διαδασκαλίαν της Αδιαιρέτου Εκκλησίας, δεν δύναται να παραδεχθή την ενότητα της Εκκλησίας "ώς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν", καθώς φρονούν οι Διαμαρτυρόμενοι συνομιληταί ημών, ούτε δε και νομίζει ότι η Χριστιανική ενότης η οποία αναζητείται εις τα πλαίσια του ΠΣΕ δύναται να είναι "προϊόν μόνον θεολογικών συμφωνιών".  Και τούτο διότι "ο Θεός καλεί πάντα χριστιανόν εις την εν τω μυστηρίω και τη παραδόσει βιουμένην εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ενότητα της πίστεως".[1]
Ωσαύτως πρέπει να λεχθή ότι το ΠΣΕ, παρά τας πολυπλεύρους αυτού πτυχάς λειτουργίας και δραστηριοποιήσεως ως και τας ενίοτε δυσκολίας συνεργασίας εις τας σχέσεις του με τας Εκκλησίας-μέλη του, αποτελεί εν πολύτιμον όργανον, το οποίον παγκοσμίως εισακούεται προβάλλον το θεσμικόν κύρος ενός Διεθνούς Οργανισμού, ο οποίος απώτερον σκοπόν έχει την συμφιλίωσιν και την ενότητα της Εκκλησίας. Καθίσταται μοναδικός χώρος, όπου παρέχονται ποικίλαι ευκαιρίαι συναντήσεως, αλληλογνωριμίας και αλληλοεκτιμήσεως των Χριστιανών.
Η συμμετοχή της Ορθοδοξίας εις την Οικουμενικήν Κίνησιν και τα θεσμικά της όργανα, αποτελεί ουχί μόνον εν ευεργετικόν "κέντρισμα", αλλά και υπόμνησιν ότι εάν πράγματι θέλομεν να διαδραματίσωμεν κάποιον ρόλον εις την διάπλασιν της κοινωνίας του μέλλοντος, είναι ανάγκη ημείς οι Ορθόδοξοι να απελευθερωθώμεν από τα στεγανά πλαίσια του εσωτερικού ημών εγκλωβισμού και να συναντήσωμεν τον "πλησίον" ημών ή τους "άλλους", τους Χριστιανούς του κόσμου. Είναι διά την Ορθοδοξίαν πρόσκλησις αλλά συγχρόνως και πρόκλησις, να καταθέση μαρτυρίαν ψυχής διά την προώθησιν του Ευαγγελικού μηνύματος.
Γνωρίζομεν καλώς και το διακηρύσσωμεν μετά βεβαιότητος ότι ουδεμία χωρεί αμφιβολία, ότι η οδός η άγουσα εις την Χριστιανικήν ενότητα είναι δύσκολος, δύσβατος, και κοπιώδης. Είναι μία πορεία ενός "Γολγοθά", ο οποίος θα πρέπει να αποσαφηνίση τους θεολογικούς σκοπέλους της εκκλησιολογίας και να παρακαμφθούν αι ποικίλαι εκκλησιαστικαί και πολιτικαί διαμάχαι του παρελθόντος. Η Ορθόδοξος Εκκλησία συμμετέχουσα εξ αρχής εις την οικουμενικήν κίνησιν, και δη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως πρωτοπόρος εις τον οικουμενικόν διάλογον, ουδέποτε και εις ουδεμίαν περίπτωσιν εις την καθόλου ιστορίαν του ΠΣΕ απεμπόλησαν ή διεκύβευσαν την Ορθόδοξον Πίστιν και Παράδοσιν της Εκκλησίας, ούτε συνεπέγραψαν κείμενα και διαγγέλματα τα οποία έθιγον την εκκλησιολογίαν της Ορθοδοξίας. Τουναντίον, δύναται να λεχθή απεριφράστως, ότι προβάλλονται πάντοτε από τους Ορθοδόξους δείγματα μαρτυρίας και Ευαγγελισμού, και προωθείται δυναμικώς η Ορθόδοξος Πνευματικότης και η Αγιοπατερική παράδοσις.
Εάν νομίζη τις ότι το ΠΣΕ είναι αυτό που εξωτερικώς φαίνεται, δυστυχώς ευρίσκεται μακράν της πραγματικότητος. Το Συμβούλιον, όπως και άπαντες οι διεθνείς Οργανισμοί, διέπονται απο έναν ιδιάζοντα "μυστικισμόν λειτουργίας", εις του οποίου τα έγκατα είναι λίαν δυσχερές να εισέλθη.
Ενταύθα ενθυμούμεθα μίαν πρόσφατον δήλωσιν ενός πρώην Γενικού Γραμματέως των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ανέφερεν, ότι παρόλον ότι εδαπάνησεν δεκαετίας εις τον ειρημένον Διεθνή Οργανισμόν, μέχρι σήμερον δεν έχει πλήρως κατανοήσει τας δυνάμεις εκείνας αι οποίαι αποτελούν τον μοχλόν λειτουργίας του, καθιστώντας πολλάκις τον οργανισμόν "άβυσσον δύσκολου προσβάσεως".
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θα συνεχίση την διαλογικήν αυτού πορείαν, την διάδοσιν της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας, με την ανάληψιν πρωτοβουλιών, με απώτερον σκοπόν την προώθησιν της Χριστιανικής ενότητος, της αγάπης και της προσεγγίσεως των λαών και των εθνών.


[1] Αύτη υπήρξεν ανέκαθεν η παγία θέσις των Ορθοδόξων αρχής γενομένης από το Πρώτον Συνέδριον της Πίστις και Τάξις εις την Λωζάννην (1927), κατά το οποίον οι Ορθόδοξοι σύνεδροι σαφώς και απεριφράστως είχον δηλώσει ότι "πάσα ένωσις δέον να στηρίζηται επί της κοινής πίστεως και ομολογίας της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των οκτώ πρώτων αιώνων". Η υπόμνησις αυτή ήτο αναγκαία διά να διασκεδασθούν οι φόβοι όσων έχουν την εντύπωσιν ότι οι Ορθόδοξοι οι οποίοι συνεργάζονται με τους Διοχριστιανικούς Οργανισμούς ή συμμετέχουν εις διαφόρους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διάλογους, ενεργούν απερίσκεπτα, ή ότι κάμουν υποχωρήσεις, απεμπολούντες ούτως την πίστιν των.

1 σχόλιο:

  1. Όπως συνήθως, το Φανάρι ζει στο δικό του κόσμο και δεν θέλει να απολαμβάνει την πραγματικότητα γύρο του. Έτσι και σε αυτό το κείμενο βλέπουμε μια προσπάθεια για διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων. Εκτός από το Φανάρι και τους συν αυτό, όλοι οι Ιστορικοί της οικουμενικής κίνησης λένε - και το αποδείξουν ξεκάθαρα - ότι όντος οι οικουμενική κίνηση γέννησε στο προτεσταντικό κόσμο, ήδη στο ιθ' αιώνα, με (μερικούς) Ορθοδόξους να πηδούν στο τρένο μόνο πολύ αργότερα, και αυτό το βεβαιώνει και όλη η υπόλοιπη ιστορία και η ανάπτυξη του ΠΣΕ. Στην οργάνωση αυτή οι προτεστάντες είναι σε υπέρισχύουσα πλειονότητα και οι Ορθόδοξοι μια ασήμαντη μειονότητα την οποία κανείς δεν ακούει. Η κίνηση αυτή είναι εντελώς προτεσταντική στη σκέψη, στην "θεολογία" και στην μέθοδο και πράξη της, και δεν υπάρχει σε αυτήν καμία επιθυμία να αλλάξει γνώμη και πορεία. Και αντί να παίρνει καλά μαθήματα από τους Ορθοδόξους - εφόσον υπήρχαν κάποτε μερικοί από αυτούς που ήθελαν να τους τα δίνουν - , οι προτεστάντες κατόρθωσαν να μαθητεύσουν τους Ορθοδόξους "αντιπροσώπους" στην αιρετική τους εκκλησιολογία και αλά τέτοια....
    Ας διαβάζουμε σχετικά π.χ. μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Πωτοπρεσβ. Πέτρος Ηηρς, στο:
    http://orthodoxinfo.com/ecumenism/heers-themissionaryrootsofmodernecumenism.pdf

    ΑπάντησηΔιαγραφή